Άρθρο
Ποιός θυμάται την παγκοσμιοποίηση;

Εξώφυλλο του τευχους 80

Η οικονομική κρίση και η ιδεολογική χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού οδηγούν τους διαχειριστές του συστήματος στην αναζήτηση ενός «νέου πατριωτισμού», γράφει ο Νίκος Λούντος.

Ποιος άραγε θυμάται την παγκοσμιοποίηση; Η ευρωπαϊκή Δεξιά πάντως δίνει όλο και περισσότερα σημάδια ότι θέλει να την ξεχάσει. Οι προφήτες που έβλεπαν τον εθνικισμό, αν όχι ακόμη και το έθνος-κράτος, να υποχωρεί χάρη στη διεθνοποίηση της οικονομίας και τους αντίστοιχους πολιτικούς θεσμούς, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση, έχουν πέσει προφανώς έξω. Μια ματιά στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες το αποδεικνύει. Στη Γαλλία, ο Σαρκοζί άνοιξε επίσημη συζήτηση που κράτησε μήνες με θέμα την επικαιρότητα της «γαλλικής εθνικής ταυτότητας» και ο πρωθυπουργός του, Φρανσουά Φιγιόν, προτείνει την ανάρτηση της γαλλικής σημαίας μέσα σε κάθε σχολική αίθουσα. Στην Ιταλία, ο Μπερλουσκόνι συγκυβερνά με τους ρατσιστές της Λέγκας του Βορρά και έχει ενσωματώσει στο κυβερνητικό κόμμα τους «μετά-φασίστες» του Τζανφράνκο Φίνι. Στη Βρετανία, ο Γκόρντον Μπράουν, αρχικός εμπνευστής του συνθήματος «Βρετανικές δουλειές για βρετανούς εργάτες», παραδίδει την εξουσία στον Συντηρητικό και ακόμη πιο ευρωσκεπτικιστή, Ντέιβιντ Κάμερον.

Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης έφερε τον εθνικισμό ακόμη πιο έντονα στο προσκήνιο. Το «παγκόσμιο χωριό» έδωσε τη θέση του στα πλακώματα μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων, Ισλανδών και Αγγλων, Αμερικάνων και Κινέζων. Οι πολυεθνικές και οι τράπεζες θυμήθηκαν για τα καλά ότι «έχουν πατρίδα» και διεκδίκησαν από τις κυβερνήσεις τους να τις προστατεύσουν απέναντι στους «άλλους». Πρόκειται για μια διαδικασία που θα ενταθεί μαζί με το βάθεμα της κρίσης, γι΄αυτό η Αριστερά πρέπει να είναι σωστά προσανατολισμένη.

Οι εθνικές προεκτάσεις στην αντιμετώπιση της κρίσης εμφανίστηκαν από νωρίς. Τα κράτη ήταν αυτά που μπήκαν μπροστά για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα ρευστότητας και να προλάβουν καταρρεύσεις μετά την Λίμαν Μπράδερς. Την προτεραιότητα φυσικά είχαν οι εγχώριες τράπεζες και επιχειρήσεις. Το πακέτο Πόλσον πήγε στις αμερικάνικες τράπεζες και το πακέτο Παπαθανασίου στις ελληνικές. Στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης έβγαιναν ήδη αντιπαραθέσεις για το πού θα πάνε τα χρήματα της σωτηρίας και τι όρους μπορούν να βάλουν οι κυβερνήσεις στους καπιταλιστές που ενισχύουν. Η ελληνική κυβέρνηση ενισχύει τους έλληνες τραπεζίτες, αλλά μπορεί να το κάνει και για τα παραρτήματά τους στα Βαλκάνια; Και αν ναι, δεν είναι αθέμιτος ανταγωνισμός σε σχέση με τις γερμανικές τράπεζες που διεκδικούν τις ίδιες αγορές;

Τα κρούσματα προστατευτισμού δεν έμειναν όμως στην έκτακτη επιχείρηση σωτηρίας. Επόμενο βήμα ήταν η δυνατότητα προστασίας της εγχώριας παραγωγικότητας και των εγχώριων θέσεων εργασίας. Το πακέτο Ομπάμα περιλαμβάνει την περιβόητη ρήτρα «Αγοράστε αμερικανικά» και προβλέπει ότι οι εργολάβοι που θα αναλάβουν τα δημόσια έργα που θα χρηματοδοτηθούν από το πακέτο στήριξης είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν σίδηρο, ατσάλι και άλλα υλικά που έχουν παραχθεί εντός των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Καναδάς, που οι βιομηχανίες του είναι στενά συνδεδεμένες με τις ΗΠΑ, κέρδισε εξαιρέσεις μόνο μετά από μια περίοδο μεγάλου πανικού. Ωστόσο η ρήτρα του Ομπάμα οδήγησε σε συγκρίσεις με το νόμο «Αγοράστε Αμερικανικά» του Ρούσβελτ το 1933 που σηματοδότησε τη μεγάλη στροφή προς το εθνικό κλείσιμο των οικονομιών τη δεκαετία του ΄30.

Οι συγκρίσεις αυτές αποτελούν ιδεολογικά σοκ. Το περιοδικό Economist, βασικός προπαγανδιστής της «παγκοσμιοποίησης», είχε στις αρχές Φλεβάρη αφιέρωμα με θέμα την «επιστροφή του οικονομικού εθνικισμού». Το σκίτσο-θρίλερ που συνόδευε τα άρθρα ήταν ένα χέρι που βγαίνει μέσα από τάφο. Μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, η χρήση προστατευτικών πολιτικών τραντάζει το σύστημα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Κίνα προστατεύει τη βιομηχανία της κρατώντας το νόμισμά της υποτιμημένο και δέχεται τη διεθνή κριτική.1 Οι ΗΠΑ είχαν ήδη δεχθεί την κριτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τον τρόπο που ενισχύουν τις αυτοκινητοβιομηχανίες τους, την General Motors, τη Ford και την Chrysler.

Προστατευτισμός

Η Ρενό ανακοίνωσε ότι η παραγωγή του μοντέλου Clio Campus θα μεταφερθεί από την Σλοβενία στο Παρίσι από τον ερχόμενο Ιούνη, προβάλλοντας ότι έτσι θα δημιουργηθούν 400 δουλειές για Γάλλους. Η Ρενό είναι φυσικά ιδιωτική εταιρεία κι όμως την αναγγελία για την μετεγκατάσταση της παραγωγής την έκανε ο Σαρκοζί, ο οποίος «πρότεινε» τον επαναπατρισμό της αυτοκινητοβιομηχανίας. Οταν αρχικά η Ρενό σκεφτόταν μετεγκατάσταση στην Τουρκία, ο υπουργός Βιομηχανίας της Γαλλίας απείλησε με αύξηση του κρατικού μεριδίου στην ιδιοκτησία της εταιρείας. «Δεν στηρίξαμε τις αυτοκινητοβιομηχανίες μας με όλα αυτά τα χρήματα για να πάνε όλα τα εργοστάσια στο εξωτερικό. Θέλω να δηλώσω πολύ έντονα τη διαφωνία μου με την αντίληψη που λέει ότι οι μεγάλες εταιρείες, ιδιαίτερα αυτές που είναι παγκόσμιας κλίμακας, δεν έχουν πλέον εθνικότητα», δήλωσε ο Σαρκοζί.

Είναι πραγματικά εξωφρενικό να ακούγονται τέτοια πράγματα από τους υποστηρικτές της «οδηγίας Μπολκεστάιν» που θέλει τους εργάτες των φτωχότερων χωρών να δουλεύουν με εργασιακούς όρους της χώρας προέλευσής τους, όπου και αν βρίσκονται. Η παγκοσμιοποίηση ήταν αναπόφευκτη όταν είχε να κάνει με τη διάλυση των εργατικών δικαιώματων. Είναι υπο συζήτηση όταν κινδυνεύουν τα αφεντικά.

Οι προστατευτικοί όροι της Γαλλίας τελικά αφαιρέθηκαν επισήμως μετά από τις πιέσεις της ΕΕ. Η Ευρωπαία επίτροπος Ανταγωνισμού προειδοποίησε: «Ο οικονομικός εθνικισμός κινδυνεύει να πυροδοτήσει μια αλληλουχία εκδικητικών μέτρων που τελικά θα κάνουν την κρίση δέκα φορές χειρότερη και θα καταστρέψουν κάθε πιθανότητα ανάκαμψης». Τα 6,5 δισεκατομμύρια ευρώ που πήγαν ως φτηνά δάνεια στις γαλλικές αυτοκινητοβιομηχανίες, όμως, πήγαν με κυβερνητική εντολή, όχι με ευρωπαϊκή.

Η επιστροφή στην «εθνική οικονομία» δεν είναι μόνο επιλογή διεξόδου από την κρίση. Είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ίδιας της κρίσης. Ο καθηγητής Ντέιβιντ Μάγιες, από το Πανεπιστήμιο του Οκλαντ εξηγεί τους μηχανισμούς που κάνουν τις τράπεζες να γυρίζουν στην «πατρίδα»: «Η φυσική λειτουργία του συστήματος έχει τα ίδια αποτελέσματα με τον χρηματοοικονομικό εθνικισμό. Οι τράπεζες περιορίζουν τους προϋπολογισμούς τους παντού. Και έχουν βάσιμους εμπορικούς λόγους να συγκεντρωθούν στις εγχώριες αγορές τους. Ενας λόγος είναι η έλλειψη κεφαλαίων. Ενας από τους λίγους τρόπους με τους οποίους οι τράπεζες μπορούν ακόμη να συγκεντρώνουν χρήματα χωρίς να βλάπτουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές τους είναι να πουλάνε περιφερειακά περιουσιακά στοιχεία που έχουν στο εξωτερικό: η Royal Bank of Scotland, η UBS και η Bank of America έχουν όλες αποφασίσει να ξεφορτωθούν τις μετοχές τους από κινέζικες τράπεζες».2 Με δυο λόγια, όταν συρρικνώνεται η παγκόσμια οικονομία και υπάρχουν προβλήματα, το κάθε αρπαχτικό προτιμάει να γυρίσει στη φωλιά του. Η εκτίμηση είναι ότι το 2010 θα είναι η πρώτη χρονιά από το 1982 που το διεθνές εμπόριο θα σημειώσει υποχώρηση.

Η ολλανδική τράπεζα ING που εξασφάλισε καινούργιο πακέτο ενίσχυσης στα τέλη Γενάρη, δεσμεύτηκε ότι θα διοχετεύσει 25 δισεκατομμύρια ευρώ προς τις ολλανδικές επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Ο Τζον Χέλε, από τη διοίκηση της τράπεζας το λέει καθαρά: «Είναι αναμενόμενο να υπάρχει ένα στοιχείο εθνικισμού όταν στη θέση των ιδιωτών έρχονται τα κράτη». Οι γαλλικές τράπεζες που πήραν ενίσχυση έχουν δεσμευτεί να αυξήσουν την εγχώρια χρηματοδότηση. Άλλοι τέτοιοι πειρασμοί είναι να οριστεί ένας ελάχιστος όγκος χρημάτων που πρέπει να παραμένει στο εσωτερικό της χώρας για ασφάλεια. Κι όταν οι τράπεζες δεσμεύονται να βοηθήσουν τους εγχώριους καπιταλιστές, οι καπιταλιστές με τη σειρά τους θα πρέπει να δεσμευτούν.

Η επιστροφή του εθνικισμού

Αυτή είναι η οικονομική βάση πάνω στην οποία πατάει η δυναμική επιστροφή του εθνικισμού για τις άρχουσες τάξεις. Ομως δεν ισχύει κάποιος οικονομικός αυτοματισμός. Για τις άρχουσες τάξεις ο εθνικισμός γίνεται ένα επικίνδυνο εργαλείο ώστε να περισώσουν τον χαμένο πολιτικό τους έλεγχο. Χρησιμοποιούν τον εθνικισμό για να διχάσουν και να αποπροσανατολίσουν την εργατική τάξη. Ο Σαρκοζί είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα και προσπαθεί να δώσει τον τόνο και πανευρωπαϊκά. Οι φίλοι του Σαμαρά τον χρησιμοποιούσαν ως επιχείρημα απέναντι στην Ντόρα Μπακογιάννη, στη διάρκεια της εσωκομματικής μάχης - ήταν υποτίθεται οι «αξίες της Δεξιάς» απέναντι στις αγορές. Αξίες της δεξιάς είναι ο ρατσισμός, η πολεμοκαπηλία και ο αυταρχισμός. Ο Σαρκοζί τα προσφέρει και τα τρία. Τα συμπεράσματα από τον διάλογο περί «εθνικής ταυτότητας» που έδωσε στη δημοσιότητα ο πρωθυπουργός του, Φρανσουά Φιγιόν, είναι χαρακτηριστικά. Λένε πως πρέπει να ενισχυθεί η αίσθηση «εθνικής ενότητας» παντού, να βρίσκεται αναρτημένη η γαλλική σημαία όχι απλά σε κάθε σχολείο, αλλά σε κάθε σχολική αίθουσα. Τα σχολεία πρέπει να καλλιεργούν την αίσθηση περηφάνειας να είσαι Γάλλος και «Κάθε μαθητής να έχει την ευκαιρία μια φορά το χρόνο να τραγουδάει τη Μασσαλιώτιδα». Η πρόταση αριθμός 10 βάζει ως στόχο την επαναφορά της καθηγητικής εξουσίας μέσα στην σχολική τάξη, η οποία λένε έχει υποχωρήσει στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Ο εθνικισμός εδώ στρέφεται κατά των κεκτημένων και της κληρονομιάς του 1968, μια επιλογή που έχει κάνει ρητά ο Σαρκοζί από την αρχή της Προεδρίας του. Αντίστοιχα απαίσια μίγματα βλέπει κανείς στα μπερλουσκονικά αντι-μεταναστευτικά κηρύγματα, στην απαγόρευση οικοδόμησης μιναρέδων στην Ελβετία, στα αντι-ισλαμικά επιχειρήματα για την άρνηση εισόδου της Τουρκίας στην Ευρώπη. Οι πρόσφατες εκλογικές επιτυχίες των φασιστών σε διάφορες χώρες της Ευρώπης δεν είναι αυθόρμητο προϊόν της κρίσης. Πατάνε γερά πάνω στη νομιμοποίηση που τους προσφέρει η «επίσημη» δεξιά.

Πάνω στην αντιμετώπιση της κρίσης, το εθνικιστικό χάρτι μπορεί να εμφανιστεί με «φιλεργατικό» προσωπείο. Η προστασία των «δικών μας» βιομηχανιών, των «δικών μας» θέσεων εργασίας, της «δικής μας» αγροτικής παραγωγής γίνεται μέσο για να εξασφαλιστεί η συναίνεση για μια «εθνική» έξοδο από την κρίση. Το ζήτημα είναι να πληρώσει κάποιος άλλος την κρίση, κατά προτίμηση οι εργάτες των άλλων χωρών.

Η δεκαετία του ΄30 χρειάζεται να λειτουργεί σαν προειδοποίηση για το εργατικό κίνημα. Οι άρχουσες τάξεις σε όλη την Ευρώπη συνδύασαν τη στροφή στον οικονομικό εθνικισμό και τον προστατευτισμό με την επίθεση στην εργατική τάξη, τα συνδικάτα και τις οργανώσεις της. Δεν ήταν μόνο ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι που έπαιξαν τέτοιο παιχνίδι, αλλά οι καπιταλιστές και οι περισσότερες κυβερνήσεις. Από την συγκυβέρνηση Μακντόναλντ στη Βρετανία μέχρι το Λαϊκό Μέτωπο της Γαλλίας όπου για χάρη της εθνικής ενότητας το Κομμουνιστικό Κόμμα έβαλε στην άκρη όχι μόνο τα αιτήματα της εργατικής τάξης, αλλά και την ανεξαρτητοποίηση των αραβικών αποικιών και τη βοήθεια στους Δημοκρατικούς της Ισπανίας που σφαζόντουσαν από τους φασίστες. Ολόκληρη η πολιτική των Λαϊκών Μετώπων που ακολουθούσαν τα σταλινικά κόμματα στην Ευρώπη δεν είχε μόνο να κάνει με έναν αναποτελεσματικό αντιφασισμό, αλλά και με την αυταπάτη για μια εθνική διέξοδο από την κρίση, μέσω της κρατικής παρέμβασης, των εθνικοποιήσεων και του προστατευτισμού.

Η πραγματικότητα είναι ότι ο εθνικισμός - οικονομικός και πολιτικός - βρίσκεται διαρκώς στη φαρέτρα της άρχουσας τάξης. Ο εθνικισμός είναι δομικό κομμάτι της καπιταλιστικής ιδεολογίας και αυτή η σχέση τους βασίζεται στην απλή πραγματικότητα ότι το κεφάλαιο είναι οργανωμένο σε εθνική βάση. Η υποτιθέμενη αντίθεση «παγκοσμιοποίηση εναντίον εθνικισμού» ήταν μύθος και πριν από το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης. Τα κράτη δεν μείωσαν το ρόλο τους στην παγκόσμια οικονομία, ίσα ίσα τον αύξησαν λόγω της παγκοσμιοποίησης. Σχεδόν όλες οι πολυεθνικές εταιρείες συνέχισαν να έχουν μία εθνική βάση, μία κύρια αγορά στην οποία απευθύνονταν και όταν άπλωναν τα δίχτυα τους παγκόσμια, τόσο μεγαλύτερη ανάγκη είχαν από το «κράτος τους» να τις υποστηρίζει.

Εθνικά κεφάλαια

Αν οι συνεδριάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) είναι το πανηγύρι της παγκοσμιοποίησης, εκεί δεν παίρνουν μέρος οι καπιταλιστές αλλά οι εκπρόσωποί τους, οι εθνικές κυβερνήσεις. Η γερμανική κυβέρνηση συνεχίζει να είναι ο εκφραστής του γερμανικού καπιταλισμού, όπως η αμερικάνικη κυβέρνηση είναι του αμερικάνικου καπιταλισμού. Στο εσωτερικό κάθε χώρας, ο εθνικισμός ποτέ δεν σταμάτησε να παίζει ρόλο για να εξαπατά την εργατική τάξη και να προσπαθεί να πείσει ότι οι θυσίες μας γίνονται προς όφελος κάποιου γενικού καλού, του εθνικού συμφέροντος.

Στην Ελλάδα αυτό ήταν πιο φανερό από αλλού. Η εισβολή του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια γίνεται εδώ και δυο δεκαετίες υπό τη σημαία του «ονόματος της Μακεδονίας». Η παγκοσμιοποίηση στα Βαλκάνια απλώθηκε μαζί με τον εθνικισμό, σαν δίδυμο αδερφάκι της. Ο «ευρωπαίος» Σημίτης στα τελευταία της πρωθυπουργίας του έκανε σύνθημά του το «Πρώτα η Ελλάδα». Η είσοδος στην ΟΝΕ βαφτίστηκε «εθνικός στόχος». Ο Καραμανλής πούλαγε για πολλά χρόνια «εθνική περηφάνια», είτε ήταν για τα βέτο στα Βαλκάνια είτε για την κατάκτηση του Euro 2004 και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών.

Η κρίση πλέον έσπασε και την ευρωπαϊκή βιτρίνα. Εσπασε το ψέμα ότι το κοινό συμφέρον των ευρωπαίων καπιταλιστών θα είναι βαρύτερο από τα επιμέρους συμφέροντα του κάθε εθνικού κεφαλαίου. Οι ανταγωνισμοί κάθε άλλο παρά ξεπεράστηκαν και η Ευρωπαϊκή Ενωση παρέμεινε στηριγμένη στη λυκοφιλία. Η δημιουργία ευρωπαϊκών θεσμών έτρεχε πάντα να δημιουργήσει δεσμεύσεις για να περιορίσει τις διαχωριστικές τάσεις, αλλά πάντα σκόνταφτε στον τρόπο με τον οποίο θα συγκεραστούν τα διαφορετικά συμφέροντα. Η επιλογή του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν πάντα συμφωνία μεταξύ των τριών τεσσάρων μεγαλύτερων χωρών. Το ίδιο ισχύει για τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το ευρώ, εκτός από το βασικό ρόλο του ως κοινό νόμισμα που έγινε ανταγωνιστικό στις διεθνείς αγορές, είχε από την αρχή και ρόλο θεσμού. Οι μικρότερες χώρες εξασφάλιζαν σταθερότητα, την ίδια ώρα που παραχωρούσαν μέρος της ανταγωνιστικότητάς τους, αφού δεν μπορούν να κάνουν υποτιμήσεις, όπως μπορούσαν με τα εθνικά τους νομίσματα. Ομως η περίφημη «ολοκλήρωση», ή η πολιτική ενοποίηση, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Οχι γιατί την μπλόκαραν οι εθνικιστές - αλλά γιατί την μπλόκαρε η πραγματικότητα των διαφορετικών συμφερόντων. Τώρα αυτό το μισοτελειωμένο σπίτι δέχτηκε το σεισμό της οικονομικής κρίσης και οι σεισμοί έχουν πάντα τα χειρότερα αποτελέσματα στις οικοδομές.

Ας δούμε όμως τι προκλήσεις βάζει στην Αριστερά η καινούργια επιστροφή του εθνικισμού, με αφορμή την κρίση. Κάτι που είναι φανερό είναι ότι και μέσα στην Αριστερά υπάρχει διολίσθηση στο να γίνει η συζήτηση με εθνικούς όρους. Η Αυγή τις μέρες της «ελληνο-γερμανικής διένεξης» έκανε πρωτοσέλιδό της το αίτημα για την αποπληρωμή των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων.3 Ακριβώς δηλαδή την ώρα που η κυβέρνηση προσπαθούσε να εμφανίσει την κρίση ως «γερμανική πρόκληση», ο Συνασπισμός τσίμπησε στην μπλόφα. Το ΚΚΕ δεν έφτασε μέχρι εκεί αλλά έκανε σύνθημα και πρωτοσέλιδο οτι η Αντίσταση είναι ο «πραγματικός πατριωτισμός».

Στερεότυπα

Ο Παπανδρέου από τη μεριά του προσπάθησε να εμφανίσει τη λιτότητα ως «εθνική αντίσταση». Ολα τα βρόμικα εθνικά στερεότυπα ξαναβγήκαν στην επιφάνεια. «Σφιχτοί» Γερμανοί και «σπάταλοι» Ελληνες από τη μια μεριά, «ιμπεριαλιστές» Γερμανοί και «αμυνόμενοι» Ελληνες από την άλλη. Οταν πριν κάποια χρόνια ο Μπους είχε μιλήσει για «νέα» και «παλιά» Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι ηγέτες τον είχαν κατηγορήσει ότι διχάζει την Ενωση. Τώρα οι ίδιοι είναι αυτοί που μιλάνε για το Νότο ως χώρες PIGS (γουρούνια). Συμμετρική είναι και η ελληνική περιγραφή του προβλήματος που βλέπει «ανθελληνική συνωμοσία» και στοχοποίηση της Ελλάδας.

Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, οι λεγόμενες θετικές προτάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης από πλευράς της Αριστεράς είναι καταδικασμένες να παίζουν με τον εθνικισμό, ακόμη και αν ο στόχος τους δεν είναι αυτός. Η εκτίμηση ότι για την κρίση φταίει η Γερμανία και ο κακός σχεδιασμός της ΕΕ οδηγούν στην αυταπάτη ότι ο ελληνικός καπιταλισμός δεν ξέρει το συμφέρον του και έχει ανάγκη τις δικές μας προτάσεις για να σωθεί, ανοίγοντας μάλιστα πόρτα σε μια αντίληψη συμμαχίας της εργατικής τάξης με τους παραγωγικούς καπιταλιστές κόντρα στους τραπεζίτες και τους κερδοσκόπους.

Τα μέτρα λιτότητας του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης όμως δεν είναι διαφορετικά από αυτά που επιδιώκουν να εφαρμόσουν οι έλληνες καπιταλιστές εδώ και χρόνια. Μείωση μισθών και συντάξεων, ελαστικοποίηση της εργασίας και ιδιωτικοποιήσεις είναι οι επιδιώξεις των ελλήνων καπιταλιστών για αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της αύξησης της εκμετάλλευσης. Αν η απειλή του ΔΝΤ τούς βοηθήσει να τα πετύχουν, τόσο τα καλύτερο γι΄αυτούς.

Ο πήχυς που μπαίνει από την κρίση για την εργατική τάξη είναι ψηλότερα από κάποιες θετικές προτάσεις για «έξοδο από την κρίση». Γιατί αποκαλύπτει με ραγδαίους ρυθμούς την πολιτική, ιδεολογική και θεσμική κρίση του καπιταλισμού. Το παραδέχεται και η αντίπαλη πλευρά με όλη τη συζήτηση (ξανά) για το τέλος της Μεταπολίτευσης. Το αναδεικνύουν οι Financial Times όταν γράφουν ότι: «θεωρείται κοινός τόπος ότι οι ρίζες της κρίσης πάνε μέχρι το σχεδιασμό του κοινού νομίσματος. Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Η ελληνική κρίση έχει να κάνει με την ίδια τη βάση πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί η ευρωπαϊκή ενότητα τα τελευταία 60 χρόνια. Δεν απειλεί μόνο το ευρώ, αλλά ολόκληρο το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. [...] Οι συνέπειες υπερβαίνουν κατά πολύ το κοινό νόμισμα. Η ΕΕ μπορεί να αποκτήσει κρίση αυτοπεποίθησης και το πιθανό αποτέλεσμα θα ήταν όλες οι εξουσίες που έχει αποκτήσει, από την μετανάστευση ως την κοινωνική πολιτική, να τεθούν σε αμφισβήτηση. Παίζονται πολλά περισσότερα από το χρήμα στην Ευρωπαϊκή Ενωση».4

Σε τέτοιες συνθήκες όπου όλα τα πιστόλια είναι πάνω στο τραπέζι, το εργατικό κίνημα δεν πρέπει να κάνει οικονομία σε κανένα από τα όπλα του για χάρη της εθνικής συναίνεσης. Η σύγκρουση είναι ταξική, απέναντι στους έλληνες καπιταλιστές. Διεκδικούμε κρατικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο και θα τις επιβάλουμε με καταλήψεις, όχι με καλύτερες κυβερνήσεις που θα προκύψουν σε κάποιες εκλογές του μέλλοντος. Απαιτούμε μείωση των εξοπλισμών και κοντράρουμε τους ελληνικούς τσαμπουκάδες στα Βαλκάνια. Την ώρα που ο Γ. Παπανδρέου ζητιανεύει από τους τραπεζίτες, κάνει εθνικιστικά καψόνια στον πρωθυπουργό της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, εμποδίζει τη χρήση του επιθέτου «μακεδονικός» στην ΕΕ και οργανώνει κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με το Ισραήλ. Τέτοιου είδους «Αντίσταση» το μόνο που φέρνει είναι διχασμό και ένταση. Η μόνη ένταση που πρέπει να αυξηθεί είναι αυτή της ταξικής πάλης με προσανατολισμό την ανατροπή της κοινωνικής τάξης και του συστήματος που γεννάει την κρίση, χωρίς να δώσουμε στους καπιταλιστές ούτε μια διέξοδο «εθνικής» διαφυγής.

1. Economist, 5 Φλεβάρη 2010.

2. «The return of economic nationalism», Economist, 5 Φλεβάρη 2010.

3. Αυγή, 26 Φλεβάρη 2010.

4. Gideon Rachman, «Greece threatens more than the euro», Financial Times, 22 Φλεβάρη 2010.