Βιβλιοκριτική
Λέανδρος Μπόλαρης: Επανάσταση και αντεπανάσταση στην Ελλάδα

Εξώφυλλο του τευχους 80

Πολύτιμη συνεισφορά Λέανδρος Μπόλαρης Επανάσταση και αντεπανάσταση στην Ελλάδα. Ο εμφύλιος πόλεμος 1946-1949 Τιμή 12 ευρώ, 166 σελίδες Εκδόσεις: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο

Ο Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949 και η έκβασή του με την ήττα της αριστεράς έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του κοινωνικού και πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Είναι φυσικό, τα αριστερά βιβλία που κυκλοφορούν για τον Εμφύλιο να είναι πολλά και να καλύπτουν ένα πλατύ φάσμα λεπτομερών περιγραφών από μάχες, ηρωισμό και αυτοθυσία των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού, στοιχεία για την πολιτική των πρώτων μεταπολεμικών κυβερνήσεων και το ρόλο των Βρετανών και Αμερικάνων συμμάχων, καθώς και ντοκουμέντα για τους χειρισμούς του ΚΚΕ, που αποτελούσε την ηγεσία του κινήματος πριν και κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου.

Το βιβλίο του Λέανδρου Μπόλαρη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου, κάθε άλλο παρά στερείται από την παράθεση πολλών άγνωστων ή, ακριβέστερα, υποτιμημένων ιστορικών στοιχείων για την εξέλιξη των γεγονότων που οδήγησαν στη ένοπλη σύγκρουση του 1946-1949. Όμως, δύο είναι τα γενικά χαρακτηριστικά της προσέγγισης του συγγραφέα που κάνουν το βιβλίο, όχι μόνο διαφορετικό από όσα κυκλοφορούν, αλλά και εξαιρετικά πολύτιμο σαν συνεισφορά στην ερμηνεία του Εμφύλιου και στα αντίστοιχα συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι αντιμετωπίζει τη δεκαετία του '40 σαν αυτό που με ακρίβεια αποδίδει ο ίδιος ο τίτλος του: περίοδο «Επανάστασης και Αντεπανάστασης στην Ελλάδα». Και το δεύτερο, ότι θεμελιώνει αυτή την εκτίμηση εξετάζοντας τους τέσσερις συντελεστές που διαμόρφωσαν την πορεία προς τον Εμφύλιο και την τελική έκβασή του - την ελληνική άρχουσα τάξη και τους ιμπεριαλιστές συμμάχους της από τη μια πλευρά, το εργατικό κίνημα και την πολιτική της ηγεσίας του από την άλλη - σε βάθος δυο δεκαετιών και μέσα στη διεθνή συγκυρία που διαμορφώθηκε πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Εμφύλιος δεν ήταν ούτε «ο «τρίτος γύρος» μιας απόπειρας των κομμουνιστών να καταλάβουν βίαια την εξουσία για να εγκαθιδρύσουν ένα ολοκληρωτικό καθεστώς στα πρότυπα της Ρωσίας», όπως υποστήριζαν και υποστηρίζουν οι νικητές της σύγκρουσης ξαναγράφοντας την ιστορία, αλλά ούτε και «η κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στη μεταπολεμική Ελλάδα».

Η κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης ήταν η γενική απεργία του 1943 ενάντια στους ναζί και τους συνεργάτες τους, η Απελευθέρωση, ο Δεκέμβρης τους 1944. «Αυτό το βιβλίο», γράφει ο Μπόλαρης στην εισαγωγή του, «είναι μια προσπάθεια να τεθεί ο Εμφύλιος, ακριβέστερα η πορεία προς τον Εμφύλιο, στις πραγματικές του διαστάσεις. Στη δεκαετία του '40 στην Ελλάδα συγκρούστηκαν δυο τάξεις και σε αυτή τη σύγκρουση νίκησαν οι πρόγονοι της τάξης που έχει την εξουσία και σήμερα. Άρα, δεν είναι ένα βιβλίο που παίρνει ίσες αποστάσεις... Η ταξική αντιπαράθεση εκείνων των χρόνων δεν είχε μόνο δυο πρωταγωνιστές - την ηγεσία του ΚΚΕ από τη μια και την άρχουσα τάξη με τους ιμπεριαλιστές προστάτες της από την άλλη. Ο τρίτος πρωταγωνιστής ήταν το ίδιο το μαζικό κίνημα, με τις πολιτικές εμπειρίες, την «εκπαίδευση» που είχε αποκτήσει από τις μάχες του '20 και του '30, την αυτοπεποίθηση και το ριζοσπαστισμό του».

Αυτή η γενική αντιμετώπιση είναι που προσδιορίζει και την πρωτότυπη μεθοδολογία με την οποία ο συγγραφέας δομεί την αφήγησή του, όχι κατ' ανάγκη με χρονολογική σειρά, και κάνει το βιβλίο προσιτό σε αναγνώστες που προσεγγίζουν για πρώτη φορά αυτή την ιστορική περίοδο.

Στα δυο πρώτα κεφάλαια ασχολείται με το διεθνές πλαίσιο της περιόδου, δηλαδή το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που ήταν προϊόν της μεγαλύτερης κρίσης που είχε γνωρίσει μέχρι τότε το καπιταλιστικό σύστημα, τις επιδιώξεις των νικητών «Συμμάχων», αλλά και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, τόσο στις σχέσεις μεταξύ τους, όσο και απέναντι στα κινήματα της Αντίστασης. Το κεφάλαιο που ακολουθεί είναι αφιερωμένο στην Απελευθέρωση και το Δεκέμβρη του 1944, στη μοναδική περίπτωση αντιστασιακού κινήματος στην Ευρώπη που συγκρούστηκε ένοπλα με την «δική του» άρχουσα τάξη και τους δυτικούς Συμμάχους, παρά τις αντίθετες πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του, δηλαδή του ΚΚΕ. Ο συγγραφέας ερμηνεύει αυτό το «παράδοξο» επικεντρώνοντας στη δύναμη του κινήματος που είχε στον πυρήνα του την εργατική τάξη της Αθήνας.

Ο «κόκκινος Δεκέμβρης» ηττήθηκε και ακολούθησε η προδοτική συμφωνία της Βάρκιζας. Όμως, αυτό κάθε άλλο παρά σήμαινε το τέλος της σύγκρουσης και το τέλος του κινήματος. Τα επόμενα δύο κεφάλαια ασχολούνται με τα χρόνια ανάμεσα στο 1944 και το ξέσπασμα του Εμφύλιου το 1947. Περιγράφεται η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, οι δυναμικές απεργιακές κινητοποιήσεις, η κυριαρχία της αριστεράς στα συνδικάτα, οι τεράστιες συγκεντρώσεις του ΚΚΕ-ΕΑΜ. Αυτή η δυναμική και ο τρόμος που προκαλούσε, σε συνδυασμό με την πολιτική αστάθεια, ήταν που οδηγούσε την άρχουσα τάξη στην βάρβαρη καταστολή του εργατικού κινήματος και της αριστεράς - με τη βοήθεια και στήριξη πάντα των ιμπεριαλιστών προστατών της. Ένα μεγάλο μέρος αφιερώνεται στην ποιοτική κλιμάκωση της καταστολής που έφερε το διαβόητο «Γ' Ψήφισμα», που με την κορύφωση της δεξιάς τρομοκρατίας, τις εξορίες και τις εκτελέσεις αριστερών, αποτέλεσε ένα αποφασιστικό βήμα προς τον Εμφύλιο.

Ακολουθεί η περιγραφή της πορείας του ίδιου του Εμφύλιου, «της κλιμάκωσης της ένοπλης σύγκρουσης, αλλά και της «αποκλιμάκωσης» - δηλαδή της υποχώρησης και της ήττας του εργατικού κινήματος στις πόλεις».

Το έβδομο κεφάλαιο, από μια άποψη το σημαντικότερο του βιβλίου, εξετάζει την πολιτική που καθόρισε την έκβαση της αναμέτρησης, την πολιτική που είχε φορέα τη σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ. «Ένοπλος ρεφορμισμός», είναι ο τίτλος που έχει επιλέξει ο συγγραφέας για αυτό το κεφάλαιο, ένας τίτλος «που μπορεί να ξενίζει, αλλά είναι ακριβής», όπως γράφει ο ίδιος. Η ηγεσία του ΚΚΕ ποτέ δεν προετοιμάστηκε πραγματικά για ένοπλη σύγκρουση, γιατί στόχος της ήταν η συμμετοχή σε μια δημοκρατική κυβέρνηση με «προοδευτικούς» αστούς πολιτικούς. Το ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα, πέρα από αναγκαστική άμυνα πολλών αριστερών που δεν είχαν άλλο τρόπο να αποκρούσουν την δεξιά τρομοκρατία, επιλέχθηκε από την ηγεσία περισσότερο ως μέσο πίεσης για να γίνει δεκτό το ΚΚΕ σε μια τέτοια κυβέρνηση, όπως άλλωστε είχε επιλέξει να κάνει και στις Συμφωνίες του Λίβανου και της Καζέρτας μερικά χρόνια πριν. Το πρόβλημα ήταν πως απέναντί του είχε μια άρχουσα τάξη με τους προστάτες της, που μόνο στόχο είχαν να τσακίσουν το κίνημα. Οι πολιτικές επιλογές του ΚΚΕ με τα «αριστερο-δέξια ζιγκ ζαγκ» του δεν ήταν αποτέλεσμα τακτικών δισταγμών, αλλά συνολικής στρατηγικής. Όπως τονίζει ο Λέανδρος Μπόλαρης: «Όταν η ηγεσία ενός μαζικού κινήματος αρνείται να αξιοποιήσει μια επαναστατική κατάσταση, τότε γρήγορα το εκκρεμές μπορεί να κινηθεί στην αντίθετη κατεύθυνση: μια ματωβαμμένη αντεπανάσταση. Αυτό το στοίχημα παίχτηκε στην Ελλάδα από το 1944 ως το 1947».

Το βιβλίο κλείνει με δυο κεφάλαια που αφορούν το διεθνές πλαίσιο του Εμφύλιου από δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Το πρώτο, απορρίπτει την άποψη ότι «το κίνημα στην Ελλάδα ήταν μόνο του» - και άρα ήταν καταδικασμένο να ηττηθεί. Δεν ήταν καθόλου έτσι. Η μακροσκελής - και αρκετά άγνωστη - περιγραφή της πορείας των κινημάτων στην Ιταλία και τη Γαλλία μετά τον πόλεμο, δείχνει πως αντίστοιχες επαναστατικές καταστάσεις υπήρχαν και στην υπόλοιπη Ευρώπη μετά την απελευθέρωση, άσχετα αν οι εκεί ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων κατόρθωσαν να ταπώσουν πολύ γρήγορα την έκρηξη. Στο τελευταίο κεφάλαιο εξετάζονται οι σχέσεις του ΚΚΕ με το «διεθνές κέντρο», δηλαδή τη Ρωσία του Στάλιν και τις βαλκανικές προεκτάσεις του, όπως για παράδειγμα τη «ρήξη Τίτο-Στάλιν» το 1948.

Αυτό το βιβλίο είναι το τρίτο του Λέανδρου Μπόλαρη. Έχουν προηγηθεί το «ΣΕΚΕ, οι επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα» και το «Αντίσταση, η επανάσταση που χάθηκε», καθώς και η συμμετοχή του στο συλλογικό «Ιουλιανά 1965» (όλα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου). Όλα τα βιβλία του συνδυάζουν τη βαθιά γνώση των περιόδων που αναφέρονται με την μαρξιστική ανάλυση, την αφοσίωσή του στην προοπτική της επανάστασης και του σοσιαλισμού, όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στην πράξη (είναι δημοσιογράφος στην Εργατική Αλληλεγγύη και μέλος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος). Αυτός ο συνδυασμός είναι που κάνει και αυτό το βιβλίο πραγματικά πολύτιμο σήμερα.