Απαιτητική συζήτηση Πέτρος Παπακωνσταντίνου Επιστροφή στο μέλλον. Η κρίση του υπαρκτού καπιταλισμού και η Αριστερά. Τιμή 12 ευρώ, 239 σελίδες Εκδόσεις: Λιβάνη
Αυτός από μόνος του είναι ένας φιλόδοξος στόχος και ο συγγραφέας ανεβάζει τις απαιτήσεις ακόμη πιο ψηλά. Αναζητάει τις απαντήσεις από αντικαπιταλιστική σκοπιά και αποζητάει να φτάσουν σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό καθώς το βιβλίο εκδίδεται από τον οίκο Λιβάνη.
Όλα αυτά δίνουν στη συγκεκριμένη έκδοση ξεχωριστό ενδιαφέρον. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα να κυκλοφορούν βιβλία που δίνουν την εικόνα ότι για την κρίση φταίει ο ίδιος ο καπιταλισμός σαν σύστημα, ότι η διέξοδος πρέπει να έχει σαν ορίζοντα μια κομμουνιστική κοινωνία και ότι η Αριστερά μπορεί να αναζητήσει αυτή την προοπτική πιάνοντας το νήμα από τον Μαρξ, τον Λένιν και τον Γκράμσι.
Αυτές είναι οι βασικές ιδέες που αναπτύσσει στις 240 σελίδες ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου και δεν διστάζει να ανοιχτεί σε όλα τα ζητήματα που προκύπτουν σε μια τέτοια προσπάθεια. Ποια ήταν η πορεία του συστήματος τα τελευταία εξήντα χρόνια, πόσο άλλαξε ο καπιταλισμός, μήπως άλλαξε και η εργατική τάξη; Γιατί κατάρρευσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» και τι σημαίνει αυτό για την Αριστερά και τις εναλλακτικές λύσεις της;
Αναζητώντας τις απαντήσεις ο Π.Π. ανοίγει λογαριασμούς με πολλούς από τους πιο γνωστούς διανοούμενους που έχουν προσπαθήσει να επηρεάσουν τις ιδέες του κινήματος τα τελευταία χρόνια όπως ο Νέγκρι, ο Μπαντιού, ο Πρέβε, ο Χόλογουεϊ. Και υπερασπίζεται τη μαρξιστική προσέγγιση από τις αμφισβητήσεις τους.
Γράφει για τον Νέγκρι στη σελίδα 167:
«Εδώ ο παλιός αριστεριστής μας ξεφουρνίζει σε υπερεπαναστατική συσκευασία όλη τη σκουριά από το παλιατζίδικο της πιο αντιδραστικής αστικής σκέψης. Οι συλλογικές διεκδικήσεις, απόδειξη συντεχνιακού πνεύματος, ζήλιας και μνησικακίας! Αναρωτιέται κανείς τι παραπάνω έχουν να πουν τα τηλεδικεία των καναλιών στις ειδήσεις των οχτώ απέναντι σε κάθε σημαντική απεργία».
Όσο καυστικός είναι για την εγκατάλειψη της εργατικής τάξης από τον Νέγκρι και άλλους στο όνομα του «πλήθους», άλλο τόσο σκληρός είναι για τον Μπαντιού γράφοντας
«Η μεσσιανική οπτική του Μπαντιού γίνεται ορατή με την υποκατάσταση της στρατηγικής και της επίμονης πολιτικής μαζών από το «συμβάν». (...) Σε τι διαφέρει αυτό το αποκαλυπτικό συμβάν, που έρχεται από το πουθενά, χωρίς ρίζες σε οποιαδήποτε κοινωνική αιτιότητα, από το θρησκευτικό θαύμα;» (σελ.164).
Σε αντίθεση με τέτοιου είδους αναζητήσεις, ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου ζητάει από την Αριστερά να ξεπεράσει τη «διάσπαση μεταξύ ακτιβισμού και θεωρητικισμού. Ανάμεσα στους μαχητικούς συνδικαλιστές ή τους ακτιβιστές του Σιάτλ και στους εκπροσώπους του πανεπιστημιακού μαρξισμού δεν υπάρχει αυτό που θα ενοποιούσε τους δυο κόσμους, προφυλάσσοντας τους μεν από την κινηματική στενότητα και τους δε από τον ακαδημαϊσμό: η αριστερή πολιτική, δηλαδή η Αριστερά όχι ως προφήτης μιας ιδανικής κοινωνίας στη μέλλουσα ζωή, αλλά ως μάχιμη δύναμη ανατροπής του σκληρού παρόντος».
Στην αναζήτηση αυτής της Αριστεράς, ο συγγραφέας απορρίπτει «μια κατοικίδια Αριστερά, ομάδα πίεσης ή δωρητή σώματος της σοσιαλδημοκρατίας και μια Αριστερά πολιτικό ερημίτη, που ικανοποιείται με τη διαφύλαξη της επαναστατικής της αγνότητας». Για όσους γνωρίζουν την πολιτική ένταξη του Π.Π. με το ΝΑΡ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η απόρριψη μιας αριστεράς τύπου ΣΥΡΙΖΑ ή ΚΚΕ προφανώς δεν είναι έκπληξη.
Ωστόσο οι δυσκολίες αρχίζουν στον θετικό προσδιορισμό αυτής της νέας αριστεράς της εποχής μας. Εδώ μπορούμε να επισημάνουμε τρεις αδυναμίες.
Η πρώτη έχει να κάνει με την ανάλυση του καπιταλισμού που οδηγήθηκε σε μια νέα βαθιά κρίση, τη μεγαλύτερη από το Μεσοπόλεμο. Ο συγγραφέας μπαίνει στον πειρασμό να υιοθετήσει μια τυπολογία του καπιταλισμού που ακολουθεί τα στάδια των τεχνολογικών επαναστάσεων. Γράφει στη σελίδα 102:
«Όπως η πρώτη τεχνολογική επανάσταση της ατμομηχανής κυοφορούσε το βιομηχανικό καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού και η δεύτερη, του εξηλεκτρισμού, της χημικής βιομηχανίας και του κινητήρα εσωτερικής καύσης ωρίμαζε τον κλασικό μονοπωλιακό καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό, η τεχνολογική επανάσταση της πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας συνοδεύεται από την τάση προς μια νέα μορφή «ολοκληρωτικού» καπιταλισμού».
Μια τέτοια απόπειρα περιοδοποίησης πάσχει διπλά. Χάνει σε μεγάλο βαθμό τη συνέχεια της εσωτερικής δυναμικής του συστήματος που παραμένει η ίδια σε κάθε περίοδο. Η τυφλή ανταγωνιστική συσσώρευση του κεφάλαιου και ο συνακόλουθος μηχανισμός της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους υποβαθμίζονται ως παράγοντες και ανοίγει η πόρτα για αντιλήψεις «νεοκαπιταλισμού» που ψάχνουν περισσότερο στα Γκρουντρίσε παρά στο Κεφάλαιο του Μαρξ.
Ένα παράδειγμα για τα λάθη στα οποία μπορεί να οδηγήσει αυτή η οπτική υπάρχει στη σελίδα 92, όπου ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι:
«η μοναδικότητα του προϊόντος της γνώσης έγκειται στο ότι όλο το κόστος παραγωγής πέφτει πάνω στην έρευνα, την επινόηση, την κατασκευή και τον ποιοτικό έλεγχο της αρχικής μήτρας, είτε πρόκειται για το λογισμικό των Windows, είτε για το νέο φαρμακευτικό μόριο. Από εκεί και πέρα, η παραγωγή εκατομμυρίων αντιτύπων είναι πάμφθηνη, καθώς το κόστος της πρώτης ύλης και των ημερομισθίων στον τομέα της μαζικής παραγωγής αντιγράφων είναι σχεδόν αμελητέο».
Αν ο καπιταλισμός είχε καταφέρει να κάνει το κόστος των πρώτων υλών και της εργατικής δύναμης «σχεδόν αμελητέο», όλη η συζήτηση για την κρίση του δεν θα είχε νόημα.
Το πρόβλημα αυτού του είδους της τυπολογίας εμφανίζεται και σε μια δεύτερη αδυναμία, γιατί παρασέρνει τον συγγραφέα σε μια περίεργη κατηγοριοποίηση της πορείας της Αριστεράς και των εναλλακτικών λύσεών της: «Μετά τον κομμουνισμό-κίνημα και τον κομμουνισμό-κόμμα, το πολιτικό βάρος πέφτει στον κομμουνισμό-μέτωπο» (σελ. 236). Υποτίθεται ότι ο Μαρξ αντιστοιχεί στον καπιταλισμό της βιομηχανικής επανάστασης, ο Λένιν στον καπιταλισμό της αυτοκινητοβιομηχανίας και η σημερινή αριστερά στον καπιταλισμό της πληροφορικής και μιας «εργατικής τάξης μιλφέϊγ» που έχει ανάγκη μια «δικτυακή» μορφή οργάνωσης με πολλά και διαφορετικά κόμματα που συνεργάζονται. Αυτή η ταξινόμηση σίγουρα αδικεί τον Μαρξ και τον Λένιν και δεν βοηθάει τους επαναστάτες του σήμερα να προσανατολιστούν.
Έτσι προκύπτει και η τρίτη αδυναμία του βιβλίου, όταν φτάνει να μιλήσει για το πρόγραμμα της Αριστεράς σήμερα. Στις σελίδες 206-210 διαβάζουμε για «πολιτική μερικού ευρωπαϊκού προστατευτισμού» που θα μπορούσε να διεκδικηθεί με το «αίτημα του δημοψηφίσματος» και να υλοποιηθεί από μια «μεταβατική, αριστερή κυβέρνηση».
Μια αριστερά που παλεύει για να ανατρέψει τον καπιταλισμό και τις βαρβαρότητες της κρίσης του μπορεί και πρέπει να αναπτύσσει κοινή ενιαιομετωπική δράση με τα τμήματα της αριστεράς που διατηρούν ρεφορμιστικές αυταπάτες. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να υιοθετεί στο δικό της πρόγραμμα στοιχεία από αυτές τις αυταπάτες στο όνομα μιας συνύπαρξης «μιλφέϊγ».
Ευτυχώς, το Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο ετοιμάζει δυο εκδόσεις που βοηθούν να ξεπεραστούν αυτές οι αδυναμίες. Η πρώτη είναι μια συλλογή κειμένων με γενικό τίτλο «Ο ελληνικός καπιταλισμός, η παγκόσμια οικονομία και η κρίση» και η δεύτερη είναι η ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Κρις Χάρμαν «Zombie Capitalism» (που παραδόξως λείπει από τις εκτεταμένες βιβλιογραφικές αναφορές του Πέτρου Παπακωνσταντίνου).