Πως πρέπει να κινηθεί η Αριστερά μέσα στο κύμα αντίστασης στα μέτρα του ΠΑΣΟΚ; Ο Λέανδρος Μπόλαρης εξετάζει τις δυνατότητες που ανοίγονται.
Πριν τρεις μόλις μήνες, στις αρχές του Δεκέμβρη οι συνδικαλιστικές ηγεσίες πατούσαν πόδι για να μην γίνει ούτε απογευματινή συγκέντρωση ενάντια στον προϋπολογισμό και ενάντια στο πρόγραμμα σταθερότητας που μαγειρευόταν. Τώρα ο Παναγόπουλος κι ο Παπασπύρος ετοιμάζονται να εξαγγείλουν την επόμενη γενική απεργία. Δεν άλλαξαν μυαλά, αυτό που μεσολάβησε ήταν ένα τρίμηνο που ένιωσαν να χάνουν τον έλεγχο. Μεσολάβησαν δηλαδή η κατάληψη της ELITE, η πρώτη «γενική απεργία από τα κάτω» στις 17 Δεκέμβρη, οι απεργίες των τελωνειακών, των εφοριακών και του Υπουργείου Οικονομίας και μια απεργία της ΑΔΕΔΥ στις 10 Φλεβάρη με επιτυχία τέτοια που αιφνιδίασε ακόμα κι αυτούς που την κάλεσαν.
Η κυβέρνηση και το κίνημα
Δεν φοβάται μόνο η συνδικαλιστική γραφειοκρατία μήπως χάσει τον έλεγχο που ασκεί – με νύχια και με δόντια – πάνω στην κίνηση του κόσμου των συνδικάτων. Τον ίδιο φόβο έχει κι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ συνολικά για τον έλεγχό της στις εξελίξεις. Είναι ένας φόβος που μετατρέπεται με ταχείς ρυθμούς σε πραγματικότητα.
«Εν αρχή ην» η οικονομική κρίση. Δεν είναι μόνο τα ελλείμματα που έφυγαν από κάθε έλεγχο· μεγάλα ελλείμματα έχουν υπάρξει ξανά. Είναι ο συνδυασμός τους με μια βαθιά ύφεση της οικονομίας συνολικά και ακόμα πιο τρομαχτικά, με την συνολικότερη εικόνα της κρίσης παγκόσμια.
Οταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του περσινού Οκτώβρη με αυτή την τεράστια ψαλίδα από την ΝΔ, ακουγόταν από δεξιά κι αριστερά η άποψη ότι η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να «βάλει σε μια τάξη» τα πράγματα.
Όμως, οι αιφνιδιασμοί δεν άργησαν να έρθουν. Οι εργαζόμενοι στον ΟΛΠ συνέχισαν τις απεργίες τους ενάντια στο ξεπούλημα στην Cosco. Η κυβέρνηση με την Κατσέλη μπροστά έτρεξε να απασφαλίσει αυτή την ωρολογιακή βόμβα που ήταν στο παρά ένα να σκάσει. Χρειάστηκε ο «όγκος» του Πάγκαλου κι η συναίνεση από όλα τα ΜΜΕ για να σιδερωθούν οι ρωγμές στο εσωτερικό της κυβέρνησης.
Με τους αγρότες δεν πρόλαβε την σύγκρουση. Ο Παπανδρέου είχε ρίξει ιδιαίτερο βάρος στην προεκλογική του εκστρατεία σε αυτή την κατηγορία. Οι υποσχέσεις δεν αρκούνε σε κόσμο που βλέπει τη ζωή του να γίνεται σμπαράλια από τις δυνάμεις της αγοράς. Οι τιμές των προϊόντων τους πέφτουν, οι πιέσεις των τραπεζών γίνονται ασφυκτικές σε συνθήκες κρίσης κι η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και των «αναδιαρθρώσεων» της ΕΕ και των κυβερνήσεων έχουνε διαλύσει κάθε προστατευτικό δίχτυ για τους αγρότες, από τους συνεταιρισμούς μέχρι τους μηχανισμούς επιδοτήσεων. Τα μπλόκα στήθηκαν ξανά όπως στήνονται επίμονα όλα τα τελευταία χρόνια. Κι αυτή τη φορά η απήχηση των συνηθισμένων συκοφαντιών για τους «νέους τσιφλικάδες» που εκβιάζουν την κοινωνία ήταν μηδαμινή.
Σε σχέση με τους μετανάστες, το ΠΑΣΟΚ υποσχόταν αντί για στρατόπεδα συγκέντρωσης νομιμοποίηση κι αντί για ρατσισμό «ενσωμάτωση». Αυτό που έκανε ήταν να συνεχίσει την ρατσιστική πολιτική της ΝΔ. «Μηδενική ανοχή» στην λεγόμενη λαθρομετανάστευση, ενίσχυση του δολοφονικού μηχανισμού της Frontex. Το νομοσχέδιο περί ιθαγένειας στα παιδιά των μεταναστών που καταθέτει, στην πραγματικότητα, είναι οικοδομημένο πάνω στον ρατσιστικό νόμο του Παυλόπουλου. Αποτελεί το προϊόν της συναίνεσης με την ΝΔ και το φασιστικό ΛΑΟΣ. Όμως και εδώ, η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε ένα δυναμικό αντιρατσιστικό κίνημα. Η συμμετοχή των μεταναστών στην πανεργατική της 24 Φλεβάρη είναι απόδειξη πόσο έχει προχωρήσει αυτό το κίνημα.
Παραδοσιακά, η σοσιαλδημοκρατία αναλάμβανε τον ρόλο του «ελεγκτή» και του «εκτονωτή» της κατάστασης σε περιόδους οικονομικών και πολιτικών κρίσεων για την κυρίαρχη τάξη. Είναι ένας παλιός και κατάπτυστος ρόλος, από την εποχή της Γερμανικής Επανάστασης του 1918 μέχρι την περίοδο της πτώσης των δικτατοριών στον ευρωπαϊκό νότο στη δεκαετία του ’70.
Αλλαγές
Το ΠΑΣΟΚ έχει να παίξει σήμερα αυτόν τον ρόλο. Από την μια, συνεχίζει να στηρίζεται στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία σε μεγάλο βαθμό. Άλλωστε και να ήθελε να το ξεχάσει ο Παπανδρέου δεν μπορεί· χωρίς τον μηχανισμό που ελέγχει ο Παναγόπουλος δεν θα ήταν πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Όμως, οι δεσμοί με την οργανωμένη εργατική τάξη που εξασφαλίζει η στήριξη σε αυτούς τους μηχανισμούς έχει αδυνατίσει. Αυτό συμβαίνει για δυο λόγους.
Η ίδια η γραφειοκρατία έχει πάει πολύ δεξιά. Το 1985, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου κι ο Σημίτης ξεκίνησαν ένα άλλο «πρόγραμμα σταθεροποίησης» με το πάγωμα των μισθών, η ηγεσία της ΠΑΣΚΕ στην ΓΣΕΕ έσπασε στα δυο. Αν και μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται. Η βάση των συνδικάτων είναι σε αναβρασμό και όλη η εμπειρία των τελευταίων χρόνων δείχνει ότι ο κόσμος των συνδικάτων έχει μάθει να οργανώνει τις μάχες του ασκώντας αφόρητες πιέσεις στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Αυτή τη στιγμή ο Παπανδρέου δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε την ανοιχτή στήριξη των ανώτερων συνδικαλιστικών ηγεσιών στο πρόγραμμα σταθερότητας.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι και η εργατική τάξη έχει αλλάξει. Έχει συσσωρεύσει πολιτικές εμπειρίες καταρχήν. Όταν οι εφοριακοί της ΔΟΥ Βύρωνα ξεκινάνε την απόφαση της συνέλευσής τους με απόσπασμα του Χάουαρντ Ζιν, είναι ένα δείγμα για τις μετατοπίσεις στην συνείδηση πλατιών στρωμάτων της τάξης μας. Εχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι από τότε που και τα πιο μαχητικά τμήματα του εργατικού κινήματος περίμεναν από τον Ανδρέα να φέρει «στις 18 σοσιαλισμό». Οι εμπειρίες από τις προδοσίες της σοσιαλδημοκρατίας, των ανταρσιών ενάντιά της, οι σκληροί αγώνες ενάντια στην ΝΔ, αλλά κι η σπορά που έχουν αφήσει στις συνειδήσεις πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας το Σιάτλ, η Γένοβα, το αντιπολεμικό κίνημα – έχουν δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες για την αριστερά, αλλά και προκλήσεις.
Η Αριστερά
Αμέσως μετά τις εκλογές από τις σελίδες αυτού του περιοδικού υποστηρίζαμε ότι τα εκλογικά αποτελέσματα δίνουν την δυνατότητα στην Αριστερά να καθορίσει την κατεύθυνση που θα πάρει η διάψευση των όποιων ελπίδων για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Στο τρίμηνο που έχει περάσει από τότε, αποδεικνύεται ότι αυτή η δυνατότητα είναι παραπάνω από υπαρκτή.
Οι πιέσεις για συμμόρφωση της Αριστεράς στην «εθνική προσπάθεια» της κυβέρνησης που τα χαρίζει όλα στους τραπεζίτες, για υιοθέτηση της «αριστερής λιτότητας», είναι τεράστιες. Και υπάρχουν τμήματα της αριστεράς που υποκύπτουν ανοιχτά, με ενθουσιασμό. Το «πάρτι γενεθλίων» του Κύρκου στην Αίγλη του Ζαππείου δεν ήταν μια γραφική εκδήλωση ενός νοσταλγού της συγκυβέρνησης του ’89. Ήταν πολιτική παρέμβαση στήριξης για τον Παπανδρέου. Η ηγεσία του ΚΚΕ είχε δώσει τα σχετικά διαπιστευτήρια ευθύνης και ρεαλισμού τον Δεκέμβρη του 2008. Για μια συγκεκριμένη περίοδο οι «από πάνω» είχαν την ελπίδα ότι αυτές «οι παρακαταθήκες» θα λειτουργούσαν και τώρα. Όμως, τα πράγματα δεν λειτούργησαν έτσι. Ο Μητσοτάκης έκφρασε πρόσφατα την απογοήτευσή του – μιλώντας στο Μέγκα – για την στάση της σημερινής Αριστεράς, σε αντίθεση με την «υπευθυνότητά» της το 1989.
Η Αριστερά παραμένει το σημείο που στρέφουν με ελπίδα τα μάτια τους όσοι συγκρούονται με τις επιλογές της κυβέρνησης. Φαίνεται από την εμπειρία της απεργίας της 17 Δεκέμβρη: μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε από δυο πρωτοβάθμια σωματεία εκπαιδευτικών, με καθοριστική συμβολή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σ’ αυτά, έσπρωξε το ΠΑΜΕ να μπει σε αυτή την προσπάθεια, αλλά εκτός από αυτό δεκάδες σωματεία και ομοσπονδίες. Χωρίς τις 17 Δεκέμβρη δεν θα υπήρχε η 24 Φλεβάρη. Όταν στην ΟΕΝΓΕ, στην ομοσπονδία των νοσοκομειακών γιατρών, σημειώνεται μια «αριστερή ανατροπή» δεν πρόκειται για μοναχική εξαίρεση. Στις δημοτικές εκλογές του Νοέμβρη μπορεί να εκφραστεί και στην κάλπη αυτή η δυναμική.
Όμως, τίποτα δεν θα έρθει από μόνο του, αυτόματα και «αντανακλαστικά». Υπάρχουν τρία πράγματα που πρέπει να κάνει η αριστερά και η αντικαπιταλιστική αριστερά ιδιαίτερα.
Να δώσει τα πάντα στην στήριξη των απεργιών, στην στήριξη της οργάνωσης, συντονισμού και κλιμάκωσής τους ενάντια στο «Πρόγραμμα Σταθερότητας» και στην συνολικότερη πολιτική της κυβέρνησης. Αυτό πρώτα απ’ όλα σημαίνει: κανένας δισταγμός στο όνομα τάχα ρεαλιστικών επιφυλάξεων για το «πόσο τραβάει ο κόσμος». Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραφε στις αρχές του αιώνα, στην μπροσούρα της για το κόμμα, τα συνδικάτα και την μαζική απεργία, ότι «εκεί που σφυρηλατούνται οι αλυσίδες της εκμετάλλευσης εκεί θα σπάσουν». Η δύναμη της τάξης μας βρίσκεται εκεί που δουλεύει και μπορεί να οργανώνει συλλογικά τη δράση της. Τα συλλαλητήρια είναι ένας τρόπος να φανεί η διαμαρτυρία, η εναντίωση στις επιθέσεις. Όμως, δεν πρέπει να γίνουν άλλοθι για την αποφυγή των πραγματικών μαχών που θα κρίνουν την πορεία της σύγκρουσης, δηλαδή τις σκληρές απεργίες.
Οι αγώνες χρειάζονται πολιτική στήριξη από την Αριστερά. Σε δυο επίπεδα. Το πρώτο, είναι η απάντηση στην προπαγάνδα της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης ότι για την κρίση φταίμε όλοι μας και όλοι μας πρέπει να πληρώσουμε «δίκαια». Η οικονομική ύφεση και ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός δεν είναι πρόβλημα του «ελληνικού παραγωγικού μοντέλου», ούτε απλά πρόβλημα της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της οικονομίας. Είναι πρόβλημα του παγκόσμιου καπιταλισμού, που ταλανίζει όλες τις κυβερνήσεις και τις άρχουσες τάξεις.
Γι’ αυτό η απάντηση στην κρίση πρέπει να είναι αντικαπιταλιστική. Δεν πρόκειται για λύσεις αφηρημένες, μακριά από τις εμπειρίες και τις διαθέσεις που επικρατούν σε πολύ πλατιά τμήματα των εργατών και της νεολαίας. Το αίτημα για κρατικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση έρχεται να συναντήσει την μαζική οργή και αηδία για την απληστία των τραπεζιτών. Να τους κρατικοποιήσουμε, με έλεγχο των εργατών, αντί να τους πληρώνουμε – μέχρι και τον 13ο και 14ο μισθό. Ο συνδυασμός της ύφεσης και της λιτότητας σημαίνει κύμα απολύσεων. Η απάντηση πρέπει να είναι: κατάληψη, με αίτημα την κρατικοποίηση και την απαγόρευση των απολύσεων. Είναι ο τρόπος να ενωθούν και συντονιστούν οι δεκάδες αγώνες ενάντια στις απολύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Από αυτή την άποψη, η πρόταση για δημοψήφισμα για το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ είναι εκτός τόπου και χρόνου. Θα ήταν μεγάλο λάθος η αριστερά να ρίξει το βάρος της σε τέτοιες κινήσεις. Όχι μόνο γιατί είναι ουτοπικό να περιμένει κανείς μια φιλεργατική ΕΕ, ή έναν «ευρωπαϊκό κεϋνσιανισμό». Αλλά και γιατί υπάρχει πολύ πρόσφατη εμπειρία από το πού οδηγούν αυτές οι προτάσεις.
Η πρόταση για δημοψήφισμα δεν είναι καινούργια. Την άνοιξη του 2008 όταν το απεργιακό κύμα ενάντια στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο της Πετραλιά βρισκόταν στο απόγειό του, ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε δημοψήφισμα για το Ασφαλιστικό και ξεκίνησε συγκέντρωση υπογραφών. Την ίδια πρόταση έσπευσε να υιοθετήσει κι η ηγεσία της ΓΣΕΕ. Μ’ αυτόν τον τρόπο υποσχόταν ότι θα συνεχίσει τον «αγώνα με άλλα μέσα». Έκλεισε τις απεργίες, και μετά από το κλείσιμό τους, το δημοψήφισμα παραπέμφθηκε στις καλένδες.
Προοπτική
Η προοπτική που μπορεί να ακολουθήσει το σημερινό κίνημα είναι πράγματι να στείλει το πρόγραμμα σταθερότητας στα σκουπίδια και να επιβάλλει τις δικές του λύσεις απέναντι στην καπιταλιστική κρίση. Να σπάσει την λιτότητα και να κερδίσει αυξήσεις, να επιβάλλει πάγωμα των απολύσεων απέναντι στις ελαστικές σχέσεις εργασίας, την κρατικοποίηση των τραπεζών και όλων των επιχειρήσεων που απολύουν, απέναντι στις ιδιωτικοποιήσεις.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση. Η απεργία της 24 Φλεβάρη ήταν και μια απόδειξη για αυτές τις δυνατότητες. Ούτε στην δεκαετία του ’80, στην προηγούμενη μεγάλη σύγκρουση με ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης, ούτε στη δεκαετία του ’90 η αντικαπιταλιστική αριστερά ήταν σε θέση να παίξει αυτόν τον ρόλο. Είναι κι αυτό ένα δείγμα για το πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα στην εργατική τάξη και την νεολαία.
Αυτό που χρειάζεται είναι να μπει μπροστά στους αγώνες. Ενωτικά, χωρίς να θέτει προαπαιτούμενο τη συμφωνία με την συνολική προοπτική της αλλά και αιχμηρά: ενότητα στη δράση που προωθεί την κλιμάκωση και τον συντονισμό των απεργιών, όχι σε συμβολικές ενέργειες και διακυρήξεις χωρίς αντίκρισμα.
Ούτε η κρίση, ούτε η αντίσταση στο πρόγραμμα σταθερότητας είναι ένα μονόπρακτο έργο. Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις ότι από αυτή την αναμέτρηση θα βγει κερδισμένη η δική μας πλευρά. Το ΣΕΚ θα ρίξει όλες του τις δυνάμεις για να γίνει αυτή η προοπτική πραγματικότητα.