Η Μαρία Στύλλου γράφει για την πάλη των γυναικών σήμερα.
Εκτός από το οικογενειακό δίκαιο που δεν άλλαξε ριζικά, δεν άλλαξαν 35 χρόνια μετά ούτε οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών. Σε άρθρο της Καθημερινής με τίτλο «Κλείνει το χάσμα των φύλων» (6 Μάρτη 2010), το 54% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα πιστεύει ότι η ανισότητα ανάμεσα στα δυο φύλα συνεχίζει να ισχύει, ιδιαίτερα στους χώρους εργασίας. Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία παρατηρεί ότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μάλιστα στην Ελλάδα. Τι σημαίνει βελτίωση; «Μόνο» το 25% των γυναικών που βγαίνει στη σύνταξη ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Η ψαλίδα ανάμεσα στους μισθούς των γυναικών και των ανδρών είναι «μόνο» 20%.
Κι όμως, αυτά τα στοιχεία είναι μόνο η μύτη του παγόβουνου. Δεν παίρνουν υπόψη ότι μια σειρά από επισφαλείς εργασίες είναι γένους θηλυκού και ότι μια σειρά νέες και κερδοφόρες επιχειρήσεις εμπορεύονται το σεξ σε διάφορες εκδοχές και απασχολούν γυναίκες τις οποίες αναγκάζουν να δουλεύουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.
Το περιοδικό Ιστορείν έκανε μια έκτακτη έκδοση αφιερωμένη στην Κωνσταντίνα Κούνεβα με τίτλο: Επισφαλής εργασία, «γυναικεία εργασία». Το ενδιαφέρον της έκδοσης είναι ότι πάει πέρα από την ιστορία της Κούνεβα γενικεύοντας την εικόνα. Η Έφη Αβδελά υποστηρίζει ότι «οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας δεν είναι νέο φαινόμενο. Αντίθετα επισφαλείς ήταν πάντα οι συνθήκες αμειβόμενης εργασίας των γυναικών: απολύονται πρώτες, πληρώνονται λιγότερο, αντιμετωπίζονται με καχυποψία από τα συνδικάτα και οι νόμοι τις ήθελαν προσωρινές».1
Αυτές οι εικόνες δεν περιορίζονται στον τομέα της καθαριότητας. Στην ίδια έκδοση υπάρχει άρθρο του Γιάννη Κουζή που δείχνει ότι η επισφαλής απασχόληση έχει επεκταθεί και σε ολόκληρα κομμάτια εργαζόμενων στο δημόσιο μέσα από την ιδιωτικοποίηση και την ανάθεση σε εργολάβους μιας σειράς από λειτουργίες που παλιότερα τις έκαναν μόνιμοι.2 Αυτό το άρθρο δείχνει ότι οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης δεν περιορίζονται μόνο στις μετανάστριες, αλλά αγκαλιάζουν μεγάλο κομμάτι νέων εργατριών και εργατών, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους. Αυτή η εικόνα προσδιορίζει και τις διαστάσεις αυτής της μάχης.
Αντίσταση και γένους θηλυκού
Η Μεταπολίτευση είναι ταυτισμένη με τους πιο μεγάλους αγώνες της εργατικής τάξης. Αγώνες οικονομικοί, συνδικαλιστικοί και πολιτικοί ταυτόχρονα. Για αυξήσεις, για καινούργια συνδικάτα, για συνθήκες και οργάνωση στους χώρους δουλειάς κάτω από τον έλεγχο των πιο πρωτοπόρων εργατριών και εργατών.
Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι σε ένα μεγάλο κομμάτι των απεργιακών κινητοποιήσεων πρωτοστάτησαν οι γυναίκες. Μαχητικές εργάτριες στην κλωστοϋφαντουργία, στα ηλεκτρικά είδη, στον ΟΤΕ, στις τράπεζες, στα σχολεία, παντού έδωσαν τον τόνο. Σε μια σειρά κλάδους δεν περιορίστηκαν στα κοινά αιτήματα αλλά διεκδίκησαν και το τέλος των διακρίσεων ανάμεσα σε αυτές και τους άντρες.
Οι τηλεφωνήτριες εξεγέρθηκαν ενάντια στις συνθήκες που δούλευαν. Σε ανακοίνωση που κυκλοφόρησε ο Σύλλογος Τηλεφωνητριών Ελλάδος το 1978 διεκδικούσε να δουλεύουν 6ωρο, να εξισωθούν μισθολογικά και βαθμολογικά με τους άντρες υπαλλήλους του ΟΤΕ, να δίνεται οικογενειακό επίδομα και στις ίδιες, να φτιαχτούν παιδικοί σταθμοί του ΟΤΕ και να λειτουργούν με βάρδιες, να σταματήσει η αστυνόμευση και η τρομοκρατία του ΟΤΕ σε βάρος τους.
Οι τηλεφωνήτριες δεν ήταν οι μόνες. Την ίδια περίοδο κατέβηκαν σε απεργία οι Μαίες στο μαιευτήριο της Έλενας. Προχώρησαν σε κατάληψη μιας ολόκληρης πτέρυγας και την έκαναν ορμητήριο για όλα τα νοσοκομεία όπου δούλευαν μαίες διεκδικώντας να πάψουν να αντιμετωπίζονται σαν εργαζόμενες δεύτερης διαλογής. Εκείνη η εξέγερση απλώθηκε και σε σχολές που είχαν τμήματα μαιευτικής και που η πλειοψηφία ήταν γυναίκες σπουδάστριες.
Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση το 1981 δεν σήμανε την γυναικεία απελευθέρωση ούτε, παρά τις υποσχέσεις, την ικανοποίηση των αιτημάτων για ισότητα αμοιβών γυναικών και αντρών. Αυτό που φρόντισε να κάνει ήταν να αναβαθμίσει τη Γραμματεία Ισότητας και να την επανδρώσει με επώνυμες γυναίκες από τις γυναικείες κινήσεις των κομμάτων και κάποιες από το αυτόνομο κίνημα των γυναικών.
Το 1987, στο συνέδριο της ΟΤΟΕ, με πρωτοβουλία μιας ομάδας γυναικών από τις τράπεζες βγήκε ομόφωνα ψήφισμα για τις ανάγκες των εργαζόμενων γυναικών. Δυο χρόνια μετά, η Επιτροπή Γυναικών της ΟΤΟΕ οργανώνει πανελλαδική σύσκεψη για να τονίσει ότι υπάρχει «γυναικείο ζήτημα» στις τράπεζες, ότι οι γυναίκες δεν είναι ισότιμες παρόλο που αποτελούν το 40% του προσωπικού.
Οι αγώνες δεν περιορίζονται μόνο στις οικονομικές διεκδικήσεις, ανοίγουν ταυτόχρονα και τα ζητήματα της ελεύθερης αντισύλληψης και έκτρωσης. Ανάμεσα στο 1976 και το 1980 κυκλοφορούν πλήθος ενημερωτικά φυλλάδια για τους τρόπους αντισύλληψης και για το δικαίωμα στην ελεύθερη έκτρωση διεκδικώντας να αναλάβουν αυτή την υποχρέωση τα ασφαλιστικά ταμεία.
Το 1977, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να περάσει από τη Βουλή νομοσχέδιο για τη στράτευση των γυναικών. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε, αλλά (όπως και πολλά άλλα) ποτέ δεν εφαρμόστηκε, γιατί αντιμετώπισε μεγάλες αντιδράσεις. Κυκλοφόρησαν προκηρύξεις που δεν τσίμπησαν στο επιχείρημα ότι η στράτευση των γυναικών θα ήταν «ένα βήμα προς την ισότητα» και πρόβαλαν σαν βασικό σύνθημα «όχι ισότητα στην καταπίεση».
΄Όταν σήμερα το ΠΑΣΟΚ (και η ΝΔ) χρησιμοποιεί το επιχείρημα της «ισότητας» για το ασφαλιστικό και την εξίσωση προς τα πάνω των ορίων ηλικίας ανδρών και γυναικών, είναι απαραίτητο να θυμηθούμε τις αντιδράσεις του γυναικείου κινήματος ενάντια στην αντίστοιχη παγίδα της στράτευσης και να επιμείνουμε στο αίτημα για λιγότερα χρόνια για να βγαίνουν οι γυναίκες στη σύνταξη.
Ήταν ένα αίτημα που αγκάλιασε όλο το εργατικό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Το 1928, οι δασκάλες από τα Χανιά υπέβαλαν υπόμνημα στα υπουργεία Εθνικής Παιδείας και Οικονομικών με αίτημα οι παντρεμένες να βγαίνουν στη σύνταξη μετά από 15 χρόνια υπηρεσίας και οι ανύπαντρες μετά από 20 χρόνια. Το αίτημα υποστηρίχτηκε από τη Διδασκαλική Ομοσπονδία και πολύ γρήγορα γίνεται το κύριο αίτημα των δημοσίων υπαλλήλων. Οι πρώτες που αντέδρασαν θετικά ήταν οι «τριατατικές» (εργαζόμενες στα τρία Τ, τηλέφωνα τηλέγραφος ταχυδρομεία) που αντιμετώπιζαν και αυτές σκληρές συνθήκες στη δουλειά τους.
Το Φλεβάρη του 1936 δημιουργείται η Επιτροπή Γυναικών των Δημοσίων Υπαλλήλων που συγκαλεί συνέλευση για να προωθήσει τις διεκδικήσεις τους. Συμμετέχουν 250 γυναίκες από όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και εκλέγει δικές της αντιπροσώπους στο δημοσιοϋπαλληλικό συνέδριο που γίνεται τον Μάρτη. Το συνέδριο υιοθετεί τα αιτήματα των γυναικών όπως «συνταγματική κατοχύρωση της εργασίας τους», «βαθμολογική και μισθολογική εξίσωση με τους άντρες», «κατάργηση όλων των περιοριστικών νόμων», «προστασία της μητρότητας και συνυπηρεσία των συζύγων».3
Οι δασκάλες και οι τηλεφωνήτριες δεν ήταν τα μόνα μαχητικά κομμάτια του Μεσοπολέμου. Στο βιβλίο της η Λήδα Παπαστεφανάκη4 δίνει πολύ χρήσιμες εικόνες.
Οι γυναίκες εργάτριες στο μεσοπόλεμο δεν δούλευαν περιστασιακά στα εργοστάσια. Το 1921 πάνω από το 50% των εργατριών στην κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά δούλευαν ήδη πάνω από 10-15 χρόνια. ΄Ηταν δηλαδή εργάτριες ήδη από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Και ο ρόλος που έπαιζαν στις απεργίες ήταν εντυπωσιακός.
«Στις 30 Ιουνίου 1933, περίπου 300 εργάτριες στο Ε’΄εργοστάσιο του Ρετσίνα κατέβηκαν σε απεργία όταν η διεύθυνση επέβαλε βαριά πρόστιμα σε 30 εργάτριες».5 Η απεργία γενικεύτηκε, η περιφρούρηση δεν άφησε κανέναν απεργοσπάστη να δουλέψει, οι απεργοί εκλέξαν απεργιακή επιτροπή διεκδικώντας αύξηση 40% στο μεροκάματο, εφαρμογή του δώρου και αναγνώριση του σωματείου. Η απεργία κράτησε για περίπου ένα μήνα και έκλεισε με υπόσχεση της εργοδοσίας ότι θα δώσει αύξηση 10%, ότι θα εφαρμοστεί ο εσωτερικός κανονισμός για τα πρόστιμα, θα σταματήσει η τρομοκρατία και σύντομα θα εφαρμοστεί το δώρο στο εργοστάσιο.
Η δύναμη των γυναικών σαν κομμάτι της εργατικής τάξης επιβεβαιώνεται από μια πολύ πλούσια παράδοση. ΄Όχι μόνο αγωνιστική αλλά και θεωρητική, πηγαίνοντας πίσω στον ΄Ενγκελς.
Οι ρίζες της γυναικείας καταπίεσης
Η ιδιοκτησία δεν χωρίζει την κοινωνία μόνο σε τάξεις, αλλά καθορίζει και τη θέση της γυναίκας μέσα σ’ αυτήν, το ρόλο της οικογένειας σαν μονογαμικό θεσμό και την υποχρέωση της γυναίκας για ανατροφή των παιδιών και υποταγή στον άντρα. Οι γυναίκες εργάτριες στον καπιταλισμό κουβαλούν δυο φορτία: την εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Ο Ένγκελς στο βιβλίο του Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ιδιοκτησίας και του Κράτους εξηγεί πώς η καταπίεση των γυναικών εμφανίζεται μαζί με την ανάδυση της ταξικής κοινωνίας. Η ιδιοκτησία που δεν υπήρχε πιο πριν αλλάζει τη μορφή της οικογένειας που υπήρχε μέχρι τότε. Η οικογένεια είναι η ιδιωτική σφαίρα του κάθε ιδιοκτήτη, είναι εκεί που αναπαράγονται οι κληρονόμοι του και πρέπει να τους ξέρει. Άρα μονογαμική οικογένεια, η γυναίκα ανήκει σε έναν μόνο άντρα, η σεξουαλικότητα καθορίζεται από το τι θεωρείται «φυσικό» μέσα στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας.
Στον καπιταλισμό, η ανάγκη για «ελεύθερους» εργάτες που δεν έχουν τίποτε να πουλήσουν παρά μόνο την εργατική τους δύναμη, καθορίζει και τη μορφή που παίρνει η εργατική οικογένεια και το ρόλο της γυναίκας μέσα σ’ αυτήν. Η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης γίνεται μέσα στην οικογένεια κι αυτό σημαίνει ότι δουλεύει σαν ένα μικρό εργοστάσιο, μόνο που η δουλειά που δίνει κύρια η γυναίκα μέσα σ’ αυτό μένει απλήρωτη. Οι καπιταλιστές βρίσκουν έτοιμους εργάτες χωρίς να χρειαστεί να ξοδέψουν τίποτα σ’ αυτή τη διαδικασία.
Αυτός ο ρόλος της οικογένειας στον καπιταλισμό καθορίζει δυο πράγματα. Από τη μια, την ανισότητα των γυναικών με τις διακρίσεις σε βάρος τους και από την άλλη την κυριαρχία των ιδεών που δικαιολογούν αυτή την κατάσταση. Αυτό σημαίνει την ανάδειξη σεξιστικών θεωριών που προσπαθούν να εμφανίσουν ότι η γυναίκα είναι κατώτερη από τον άντρα. Δεν είναι πολύ διαφορετικά επιχειρήματα από αυτά που χρησιμοποιούν οι ρατσιστικές θεωρίες.
Υπάρχουν απόψεις που δεν συμφωνούν με τη μαρξιστική ερμηνεία και υποστηρίζουν ότι η αιτία της γυναικείας καταπίεσης βρίσκεται στην πατριαρχική αντίληψη της οποίας φορείς είναι οι άντρες. Η μαρξιστική και η πατριαρχική αντίληψη για την καταπίεση των γυναικών δεν είναι δυο δρόμοι που οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα.
Για τους μαρξιστές, ο αγώνας για την απελευθέρωση των γυναικών σημαίνει ταυτόχρονα σύγκρουση με τον καπιταλισμό. Οι υποστηρικτές της πατριαρχικής αντίληψης θεωρούν ότι η αλλαγή μπορεί να έρθει μέσα από την αλλαγή των ιδεών, της «νοοτροπίας». Γι’ αυτό προσανατολίζονται πολύ στην αλλαγή μέσα από την εκπαίδευση, τη διαφορετική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, την αλλαγή των ρόλων, ακόμα και τον πλήρη διαχωρισμό των γυναικών από τους άντρες. Είναι ιδεαλιστική αντιμετώπιση που χάνει την κοινωνική διάσταση και συνήθως δεν πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία όπου όλοι θα είναι ελεύθεροι και ίσοι. Η συγκλονιστική ιστορική εμπειρία των πρώτων χρόνων της Ρώσικης επανάστασης και όλα όσα σήμαινε για την απελευθέρωση των γυναικών χάνεται και συχνά ισοπεδώνεται με αντιλήψεις ότι όλα εκείνα οδήγησαν στα γκούλαγκ του Στάλιν.
Θεωρία και πράξη
Οι αντιλήψεις αυτές καταλήγουν σε αντιδραστικές θέσεις σε διάφορα ζητήματα. Για το ασφαλιστικό, παραδείγματος χάρη, υπάρχουν ομάδες που θεωρούν ότι η «εξίσωση» των ορίων ηλικίας είναι σωστή και προσφέρουν ιδεολογικό άλλοθι για τη «μεταρρύθμιση» αυτή, όχι μόνο σήμερα αλλά και το 1992 όταν ο Μητσοτάκης και ο Σιούφας ξεκινούσαν την επίθεση.
Ένα άλλο παράδειγμα αφορά στις γυναίκες που δουλεύουν στη βιομηχανία του σεξ, από τα pornoshop μέχρι τα πορνεία. Στη Βρετανία έγινε μια προσπάθεια να συνδικαλιστούν και να γραφτούν σε σωματεία. Σε αντίθεση με αυτή την προσπάθεια, κάποιες φεμινιστικές ομάδες πρότειναν να τιμωρούνται οι άντρες που πάνε σε πορνεία ή χρησιμοποιούν άλλες «υπηρεσίες» της βιομηχανίας του σεξ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βιομηχανία του σεξ εξασφαλίζει κέρδη στους καπιταλιστές και μετατρέπει τον έρωτα και το σεξ σε εμπόρευμα. Η συνδικαλιστική προστασία των γυναικών που δουλεύουν εκεί θα περιόριζε τη βία που όλο αυτό το κύκλωμα ασκεί πάνω στις γυναίκες.
Ίσως το χειρότερο παράδειγμα έχει να κάνει με τη στάση τέτοιων φεμινιστικών ομάδων απέναντι στις γυναίκες που φοράνε μαντίλα, τσαντόρ ή χιτζάμπ. Στη Γαλλία, η ακτιβίστρια Ιλάμ Μουσαΐντ που κατεβαίνει υποψήφια στις τοπικές εκλογές με το ΝΡΑ (Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα), έγινε στόχος επιθέσεων γιατί φοράει μαντίλα. Η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος αλλά και του Κόμματος της Αριστεράς (διάσπαση από το ΣΚ με επικεφαλής τον Μελανσόν) καθώς και κάποιες γυναικείες οργανώσεις την αποδοκίμασαν γιατί «η μαντίλα δεν συμβιβάζεται με τον φεμινισμό». Σε μια χώρα όπου ζουν μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού από μουσουλμανικές χώρες, οι τοποθετήσεις ότι αυτές οι γυναίκες δεν μπορούν να φοράνε μαντίλα ενισχύουν την ισλαμοφοβία και τον εθνικισμό που καλλιεργεί ο Σαρκοζί.
Αντικαπιταλιστική απάντηση
Βρισκόμαστε στη δίνη της χειρότερης κρίσης του καπιταλισμού και οι επιθέσεις των διαχειριστών του χτυπάνε σκληρά τις γυναίκες. Οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες απειλούν να ρίξουν τα βάρη της φροντίδας για τα παιδιά και τους ηλικιωμένους στις πλάτες των γυναικών. Το 56% του κόσμου στην Ελλάδα πιστεύει ότι χρειάζεται μεγαλύτερη στήριξη από το κράτος για τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη είναι 41%.6 Είναι και αυτό ένα δείγμα για το πόσο ψεύτικες είναι οι προπαγάνδες που προσπαθούν να μας διχάσουν, να πείσουν ότι η Ελλάδα έχει «σπάταλο» δημόσιο και πρέπει να αποδεχθεί τις περικοπές, ή ότι οι γυναίκες πρέπει να αποδεχθούν χειρότερες συνθήκες συνταξιοδότησης.
Η αντίσταση στις σεξιστικές διακρίσεις περνάει μέσα από την κοινή πάλη ενάντια σε αυτές τις επιθέσεις.
Τα συνδικάτα πρέπει να παλέψουν για να μην περάσει η «εξίσωση» των ορίων ηλικίας σε βάρος των γυναικών, για δημόσια και δωρεάν υγεία, πρόνοια και παιδεία ώστε να αναλάβει το κράτος το κόστος της αναπαραγωγής και όχι η εργατική οικογένεια και οι γυναίκες, για νέους παιδικούς σταθμούς σε κάθε γειτονιά ενάντια στα σχέδια του «Καλλικράτη».
Ένα 81% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα υποστηρίζει ότι είναι επείγον να ληφθούν μέτρα κατά της βίας σε βάρος των γυναικών. Αυτό σημαίνει πλατιά υποστήριξη για διεκδικήσεις όπως το σταμάτημα των αστυνομικών ελέγχων στους δρόμους γιατί αυτοί ευθύνονται για τα περισσότερα κρούσματα βίας ιδιαίτερα σε βάρος των μεταναστριών. Σημαίνει σταμάτημα του trafficking μέσα από το άνοιγμα των συνόρων, τη νομιμοποίηση των μεταναστών και την ιθαγένεια για τα παιδιά τους, έτσι ώστε να μην πέφτουν οι γυναίκες των φτωχών χωρών στα νύχια των κυκλωμάτων της πορνείας και της αστυνομικής προστασίας όταν προσπαθούν να έρθουν για μια καλύτερη ζωή.
Μπορούμε και πρέπει να προβάλουμε όλα αυτά και πολλά ακόμα συγκεκριμένα αιτήματα. Αλλά πρέπει και να τα συνδέσουμε με το παλιό συνολικό σύνθημα του κινήματος του 1968: «Τα θέλουμε όλα και μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο». Εκατό χρόνια από το 1910 και την απόφαση του σοσιαλιστικού κινήματος να βάλει την μάχη για την απελευθέρωση των γυναικών στο κέντρο της πάλης του, ο στόχος για την ανατροπή αυτού του συστήματος που εμπορευματοποιεί ακόμα και τις πιο ωραίες ανθρώπινες σχέσεις παραμένει πιο επίκαιρος παρά ποτέ.
- Έφη Αβδελά, «Η όψιμη ανακάλυψη της επισφαλούς εργασίας», Ιστορείν, εκδόσεις Νεφέλη, σελ13.
- Γιάννης Κουζής, «Η περίπτωση των εργαζομένων στις εργολαβίες καθαρισμού», στο ίδιο, σελ.49.
- Έφη Αβδελά, Δημόσιοι υπάλληλοι γένους θηλυκού, εκδόσεις Ιδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας, Αθήνα 1990.
- Λήδα Παπαστεφανάκη, Εργασία, τεχνολογία και φύλο στην ελληνική βιομηχανία, παρουσίαση στις σελίδες της βιβλιοκριτικής αυτού του τεύχους.
- Λήδα Παπαστεφανάκη, όπου και παραπάνω.
- Καθημερινή, 6 Μάρτη.