Ο Άλεξ Καλλίνικος απαντά στον Αλαίν Μπαντιού και τον Σλαβόι Ζίζεκ.
Ο Αλαίν Μπαντιού, φιλόσοφος, καθηγητής στην Ecole Normale Superieure και ακτιβιστής των κοινωνικών κινημάτων, έλκει την πολιτική του καταγωγή από την μαοϊκή επαναστατική Αριστερά του Μάη του '68. Το βιβλίο του “Η κομμουνιστική υπόθεση” κυκλοφόρησε τον Νοέμβρη του 2009 και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη.
Ο Σλαβόι Ζίζεκ είναι Σλοβένος φιλόσοφος και καθηγητής στα πεδία του μαρξισμού και της ψυχανάλυσης. Οι φιλοσοφικές και πολιτικές παρεμβάσεις του θεωρούνται προκλητικά ριζοσπαστικές, ανάμεσά τους και μια μαχητική υπεράσπιση της επαναστατικής βίας από τον Ροβεσπιέρο μέχρι τον Λένιν. Το τελευταίο του βιβλίο First as Tragedy, Then as Farce κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Verso.
Ο Άλεξ Καλλίνικος είναι ηγετικό μέλος του Socialist Workers Party (SWP), αδελφού κόμματος του ΣΕΚ στη Μ. Βρετανία, και καθηγητής στο King's College στο Λονδίνο. Το κείμενο αυτό γράφτηκε ως απάντηση στις παρεμβάσεις του Μπαντιού και του Ζίζεκ, στα πλαίσια ενός συνεδρίου που οργάνωσε στο Παρίσι ο Ντανιέλ Μπενσαϊντ.
Η μετάφραση του κειμένου έγινε από το αγγλικό κείμενο από τον Θανάση Καμπαγιάννη.
Οι παρεμβάσεις του Αλαίν Μπαντιού και του Σλαβόι Ζίζεκ για να ξαναδοθεί ζωή σ’ αυτό που ο πρώτος αποκαλεί «κομμουνιστική υπόθεση» είναι καλοδεχούμενες. Σε μια στιγμή που ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει τη σφοδρότερη οικονομική κρίση του από τη Μεγάλη Ύφεση, η δεσπόζουσα πολιτική συζήτηση γίνεται σε τόσο ασφυκτικά στενές παραμέτρους, όπου ακόμα και ο Φόρος Τόμπιν για τις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές μοιάζει με ριζοσπαστική πρόταση.
Η πρώτη σημασία της ιδέας του κομμουνισμού είναι λοιπόν, πολύ απλά, το γεγονός ότι αναφέρεται σε έναν χώρο όπου μια συστημική εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό συνολικά – και όχι άλλη μία «εκδοχή του καπιταλισμού», πιο ανθρώπινη ή πιο «κοινοτιστική» εκδοχή του αγγλοσαξονικού μοντέλου – μπορεί να πάρει σάρκα και οστά. Αλλά το να επαναβεβαιώνεις την «κομμουνιστική υπόθεση» μπορεί να είναι μόνον η αρχή μιας πολύ πιο εκτεταμένης συζήτησης και ανάλυσης.
Αλλά τι ακριβώς είναι αυτή η υπόθεση; Μοιάζει να έχει διαφορετικά και κάπως αντιφατικά νοήματα στον Μπαντιού και τον Ζίζεκ. Για τον Μπαντιού, είναι ταυτόχρονα «μια καθαρή Ιδέα ισότητας» καθώς και οι δύο ιστορικές αλληλουχίες που εξασφάλισαν την πολιτική της υλοποίηση – η πρώτη από τους Γιακοβίνους μέχρι την Κομμούνα και η δεύτερη από τον Οκτώβρη του 1917 μέχρι την πτώση της Συμμορίας των Τεσσάρων.1
Όπως τόσο συχνά με τη σκέψη του Μπαντιού, αυτή η αντιμετώπιση είναι την ίδια στιγμή υπερβολικά αφηρημένη και υπερβολικά συγκεκριμένη. Είναι υπερβολικά αφηρημένη γιατί, θεωρούμενη ως ένα πολιτικό ιδανικό, η ισότητα επιδέχεται ένα πολύ μεγαλύτερο εύρος πιθανής πραγματοποίησης από αυτή που μπορεί εύλογα να συνδεθεί με το είδος της συλλογικής ιδιοκτησίας των παραγωγικών πόρων που συνήθως περιλαμβάνεται στην ιδέα μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Υπάρχει, για παράδειγμα, η παράδοση του εξισωτικού φιλελευθερισμού που άνθησε (τουλάχιστον διανοητικά) ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες από τη δημοσίευση του θεμελιώδους έργου του Τζων Ρωλς Μια Θεωρία της Δικαιοσύνης το 1971. Αυτή η σχολή πιστεύει, εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου, ότι είναι εφικτό να επιτευχθεί η ισότητα χωρίς ρήξη με τον καπιταλισμό.2
Από την άλλη, η αντιμετώπιση του Μπαντιού είναι υπερβολικά συγκεκριμένη, γιατί περιλαμβάνει σε μια ενιαία πρόταση όλα τα σχέδια που συνδέθηκαν με ό,τι συνήθως αποκαλούμε «ιστορικό Κομμουνισμό» – «την επανάσταση που επικράτησε, είτε μέσω εξέγερσης είτε μέσω παρατεταμένου λαϊκού πολέμου, στη Ρωσία, την Κίνα, την Τσεχοσλοβακία, την Κορέα, το Βιετνάμ, την Κούβα».3 Αυτή η πολύ ανεκτική στάση αποκλείει κάθε κριτική συζήτηση για το πόσο χρήσιμο είναι να μεταχειρίζεται κανείς, για παράδειγμα, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας ως στιγμιότυπο της «κομμουνιστικής υπόθεσης». Τι είδους επανάσταση είναι αυτή που ήρθε στην Κορέα το 1945 με τη σκευοφόρο του Σοβιετικού στρατού;
Αυτού του είδους η κριτική φυσικά επαναφέρει παλιές αντιπαραθέσεις που δεν έχω καμιά όρεξη να ξανανοίξω. Αλλά είναι σημαντικό να σημειώσουμε πόσο η αδιαφοροποίητη προσέγγιση του Μπαντιού νομιμοποιεί μια γενική σκούπα όλων όσων υποστηρίζει ότι κατέρρευσαν μαζί με το ναυάγιο των σταλινικών καθεστώτων: «είναι καθαρό ότι αυτό [«μια νέα αλληλουχία της κομμουνιστικής υπόθεσης»] δεν θα είναι – και δεν μπορεί να είναι – μια συνέχιση των προηγούμενων. Ο Μαρξισμός, το εργατικό κίνημα, η μαζική δημοκρατία, ο Λενινισμός, το κόμμα του προλεταριάτου, το σοσιαλιστικό κράτος – όλες οι εφευρέσεις του 20ού αιώνα – δεν είναι πια πραγματικά χρήσιμες για εμάς».4
Είναι αναζωογονητικό τουλάχιστον να απορρίπτεται ο Μαρξισμός – που συνήθως απαξιώνεται ως υπόλειμμα της Βικτωριανής εποχής – ως μια από τις «εφευρέσεις του 20ού αιώνα». Αλλά ένας προσεκτικός αγοραστής θα ήθελε να ξέρει τι πρόκειται να πάρει ως αντάλλαγμα για αυτό που εγκαταλείπει. Και αυτό που προτείνει ο Μπαντιού – το «αξίωμα», ενάντια στην ψευδή ενότητα της παγκόσμιας αγοράς και των πολιτικών ταυτότητας, το ότι «υπάρχει μόνον ένας κόσμος» και μια επίκληση της αρετής του θάρρους – αν και δεν είναι αμελητέα, απέχουν αρκετά από το να δικαιολογούν την απώλεια του Μαρξισμού.5
Και μάλιστα έτσι έχουν τα πράγματα γιατί ένα απαραίτητο βήμα προς την υπέρβαση της πόλωσης ανάμεσα στο υπερβολικά αφηρημένο και το υπερβολικά συγκεκριμένο στην αντιμετώπιση του Μπαντιού για τον κομμουνισμό προσφέρεται από την μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας. Γιατί ήταν αυτή η κριτική που μετέτρεψε τον κομμουνισμό από μια υπεριστορική επιθυμία των καταπιεσμένων (ο Μπαντιού επικαλείται τα γνώριμα ονόματα του Σπάρτακου και του Μύντσερ) σε ένα σχέδιο με συγκεκριμένη ιστορική τοποθεσία ως μία λύση των αντιφάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Θα επιστρέψω στην ιδιαίτερη μαρξιστική κατανόηση του κομμουνισμού σύντομα. Αλλά αξίζει να τονίσουμε το σημείο ότι καταπιανόμαστε με το κομμουνιστικό ιδεώδες στο τερέν του καπιταλισμού. Είναι οι δομικές αδικίες και αστάθειες αυτού του οικονομικού συστήματος και η διάγνωσή τους από τον Μαρξ που ορίζουν τον κομμουνισμό στη σύγχρονη μορφή του. Είναι απόλυτα κατανοητό να επιχειρήσει κάποιος την απεξάρτηση του κομμουνιστικού ιδεώδους από τη συσχέτισή του με τον Μαρξισμό. Αλλά ένα τέτοιο σχέδιο, για να πετύχει, πρέπει να προσφέρει μια δικιά του κριτική της πολιτικής οικονομίας. Είναι μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες του Μπαντιού ότι απορρίπτει έναν τέτοιο εγχείρημα με περιφρόνηση.
Η εξερεύνηση του Ζίζεκ γύρω από την «κομμουνιστική υπόθεση» είναι συγκριτικά πολύ πιο πρόθυμη να συνδεθεί με τις συγκεκριμένες πραγματικότητες του σύγχρονου καπιταλισμού. Ενώ ο Μπαντιού λέει ότι ο κομμουνισμός «είναι αυτό που ο Καντ αποκαλεί μια Ιδέα, με ρυθμιστική λειτουργία, παρά ένα πρόγραμμα», ο Ζίζεκ απορρίπτει μια τέτοια σύλληψη.6 Επιχειρηματολογεί ότι η συνεχιζόμενη αναπαραγωγή του συστήματος απειλείται από τέσσερις ανταγωνισμούς. Οι τρεις αφορούν την ατομική ιδιοποίηση των κοινών αγαθών, της κουλτούρας (για παράδειγμα την επέκταση των πνευματικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας), της εξωτερικής φύσης (τις διάφορες μορφές περιβαλλοντικής καταστροφής) και της εσωτερικής φύσης (για παράδειγμα, τη βιομετρική). Η τέταρτη συμπεριλαμβάνει τις υπόλοιπες τρεις σε μια συνθήκη κοινού αποκλεισμού: «Αυτή η τριπλή απειλή συνολικά στην ύπαρξή μας μάς μετατρέπει όλους σε προλετάριους, μας μειώνει σε μια «ανούσια υποκειμενικότητα», όπως το θέτει ο Μαρξ στα Grundrisse. Η ηθικοπολιτική πρόκληση είναι να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας σε αυτή τη μορφή – με έναν τρόπο είμαστε όλοι αποκλεισμένοι, από τη φύση όσο και από τη συμβολική μας ουσία».7
Φυσικά, υπάρχει πολύ ενδιαφέρον στη συζήτηση αυτών των ζητημάτων από πλευράς Ζίζεκ. Αλλά η αντιμετώπισή του έχει δύο μεγάλες αδυναμίες. Η πρώτη είναι ότι, ενώ σε αντίθεση με τον Μπαντιού υπάρχει μια κριτική της πολιτικής οικονομίας στον Ζίζεκ, αυτή είναι εντελώς ανεπαρκής. Αντιμέτωπος με έναν κλασικό συνδυασμό χρηματοπιστωτικού κραχ και οικονομικής ύφεσης, αυτός επαναλαμβάνει τις φόρμουλες που έχουν αναπτύξει ο Μάικλ Χαρντ και ο Τόνι Νέγκρι για τη γενική διανόηση και την πνευματική εργασία. Αλλά αποτυγχάνει να δείξει πώς αυτές οι έννοιες – καταφανώς άχρηστες ως εργαλεία για την ανάλυση της εκμετάλλευσης και της τάξης στο σύγχρονο καπιταλισμό – μπορούν να προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια στην κατανόηση της παρούσας οικονομικής κρίσης.8
Κατά δεύτερο, ο Ζίζεκ συνεχίζει μια δική του εκδοχή της ενιαίας μεταχείρισης του «ιστορικού Κομμουνισμού». Ο δικός του απολογισμός της επαναστατικής παράδοσης πράγματι διαφέρει λίγο – μια διαδοχή οπορτουνιστικών καταλήψεων της εξουσίας από Κομμουνιστικά Κόμματα που τους έλειπε η λαϊκή υποστήριξη. Το ιδιαίτερο στοιχείο που δίνει στο επιχείρημά του βρίσκεται στο διαχωρισμό που κάνει ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον σοσιαλισμό:
Τα κοινά αγαθά μπορούν επίσης να αποδοθούν εκ νέου στην συλλογική ανθρωπότητα χωρίς τον κομμουνισμό, με ένα αυταρχικό-κοινοτιστικό καθεστώς. Παρομοίως, το από-ουσιοποιημένο, χωρίς ρίζες υποκείμενο μπορεί επίσης να εξουδετερωθεί με τρόπους που τείνουν στην κατεύθυνση του κοινοτισμού, με το υποκείμενο να βρίσκει την θέση του σε μια νέα ουσιαστική κοινότητα. Με αυτή ακριβώς την έννοια, ο αντισοσιαλιστικός τίτλος του Νέγκρι, Goodbye Mr Socialism, ήταν σωστός: ο κομμουνισμός πρέπει να αντιπαρατίθεται στον σοσιαλισμό, ο οποίος στη θέση μιας εξισωτικής κολεκτίβας, προσφέρει μια οργανική κοινότητα. (Ο Ναζισμός ήταν εθνικός σοσιαλισμός, όχι εθνικός κομμουνισμός). Με άλλα λόγια, ενώ μπορεί να υπάρξει ένας σοσιαλιστικός αντισημιτισμός, δεν μπορεί να υπάρχει ένας αντίστοιχος κομμουνιστικός. (Αν εμφανίζεται διαφορετικά, όπως στα χρόνια του Στάλιν, αυτό είναι μονάχα ένδειξη μιας έλλειψης πίστης στο επαναστατικό γεγονός).9
Έτσι, για τον Ζίζεκ, το ελάττωμα του σοσιαλισμού είναι ότι αναζητεί να υπερβεί τους καπιταλιστικούς ανταγωνισμούς σε μια εθνοτικά και φυλετικά περιορισμένη «εθνική κοινότητα». Ενώ ο Μπαντιού δεν θα διαφωνούσε με την εξισωτική αρχή που υπονοείται σε αυτή τη διάγνωση, είναι σημαντικό να δούμε μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στους δύο. Για τον Μπαντιού, η αποτυχία του Κομμουνισμού μπορεί να εντοπιστεί στην εξάρτησή του από την «κρατικίστικη αρχή».10 Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου πρόβλημα για τον Ζίζεκ, που προτείνει:
δύο αξιώματα όσον αφορά τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και την πολιτική: (1) η αποτυχία των κομμουνιστικών αντι-κρατικών πολιτικών είναι κυρίως και πάνω από όλα αποτυχία των αντι-κρατικών πολιτικών γενικά, της προσπάθειας να σπάσουν τα όρια του κράτους, να αντικατασταθούν οι κρατικές μορφές οργάνωσης με «άμεσες» μη-αντιπροσωπευτικές μορφές αυτό-οργάνωσης («συμβούλια»). (2) Αν δεν έχεις καθαρή ιδέα του με τι θέλεις να αντικαταστήσεις το κράτος, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να το αφαιρείς/να αποσύρεσαι από το κράτος. Αντί να παίρνεις αποστάσεις από το κράτος, το πραγματικό καθήκον είναι να κάνεις το ίδιο το κράτος να λειτουργήσει με έναν μη-κρατικό τρόπο.11
Από μια άποψη, το σημείο αυτό είναι σωστό. Όπως το απέδειξε η κρίση, το κράτος παραμένει εκείνος ο θεσμός της σύγχρονης κοινωνίας με τη μακράν μεγαλύτερη ικανότητα να κινητοποιεί πόρους και να παρεμποδίζει ατομικούς και συλλογικούς δρώντες. Κάθε σοβαρή αντικαπιταλιστική πολιτική πρέπει να θέτει αιτήματα στο πώς χρησιμοποιεί το κράτος αυτή την ικανότητα και να στοχεύει σε κοινωνικές κινητοποιήσεις που μπορούν να του επιβάλλουν αυτά τα αιτήματα. Και όταν ο Ούγκο Τσάβεζ ή ο Έβο Μοράλες ασκούν κρατική εξουσία σε όφελος της καταπιεσμένης και εκμεταλλευόμενης πλειοψηφίας, κανένας επαναστάτης δεν μπορεί να μένει αδιάφορος. Αλλά αυτό απέχει πολύ από το να είναι αρκετό. Και δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι η κλασσική μαρξιστική κριτική του καπιταλιστικού κράτους παραμένει αληθινή (κάτι που επαναβεβαιώνεται εμφατικά από τον Ζίζεκ όταν αυτός αναφέρεται επιδοκιμαστικά στο Κράτος και Επανάσταση του Λένιν). Αλλά δεν χρειάζεται να συμφωνήσεις με τον αντι-κρατισμό του Μπαντιού για να σκεφτείς ότι αυτό που πήγε στραβά μετά τη Ρωσική Επανάσταση είχε κάτι να κάνει με την εκ νέου αποκρυστάλλωση των μορφών της ιεραρχικής και γραφειοκρατικής εξουσίας. Η ιδέα ότι η «έλλειψη πίστης στο επαναστατικό γεγονός» εκ μέρους του Στάλιν μπορεί να εντοπιστεί πίσω στο ότι υπήρξε ένας απογοητευμένος Συμβουλιακός Κομμουνιστής είναι υπερβολικά εξωφρενική για οποιαδήποτε σοβαρή εξέταση.
Πού αφήνει αυτό την ιδέα του κομμουνισμού; Εν πολλοίς, εκεί που την άφησε ο Μαρξ, τόσο ως τη διαδικασία ανατροπής του καπιταλισμού, όσο και ως τον τελικό σταθμό αυτής της διαδικασίας. Στη Γερμανική Ιδεολογία ο Μαρξ και ο Ένγκελς γράφουν: «Αποκαλούμε κομμουνισμό το πραγματικό κίνημα που καταργεί την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων».12 Στο διάσημο γράμμα του στον Βαντεμάγερ το Μάρτη του 1852, ο Μαρξ ανακεφαλαιώνει το κίνημα και προσδιορίζει τον κομμουνισμό ως την κατάληξή του:
Η δική μου συνεισφορά ήταν: 1. να δείξω ότι η ύπαρξη των τάξεων είναι απλώς δεμένη με συγκεκριμένες ιστορικές φάσεις στην ανάπτυξη της παραγωγής, 2. ότι η ταξική πάλη αναγκαστικά οδηγεί στη δικτατορία του προλεταριάτου, 3.ότι αυτή η δικτατορία δεν είναι τίποτε παραπάνω από την μετάβαση στην κατάργηση όλων των τάξεων και σε μια αταξική κοινωνία.13
Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτού του τρόπου σκέψης για τον κομμουνισμό βρίσκεται, όπως έχω ήδη σημειώσει, στο ότι τον εντοπίζει μέσα στους ανταγωνισμούς και τους αγώνες στον καπιταλισμό. Οι δύο μεγάλες του αδυναμίες είναι η υπόθεση του Μαρξ (που υποστηρίζεται ελλιπώς αλλά ρητά στο απόσπασμα που προηγήθηκε) ότι η ανατροπή του καπιταλισμού είναι αναπόφευκτη και η πίστη του ότι το να αντιλαμβάνεται τον κομμουνισμό ως ένα ιστορικό κίνημα τον απάλλασσε από την υποχρέωση να πει περισσότερα (εκτός από τις γεμάτες νόημα αλλά αποσπασματικές ενοράσεις που περιέχονται στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα) σχετικά με τη φύση της κοινωνίας που θα αναδυόταν από αυτή τη διαδικασία.
Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του επαναστατικού Μαρξισμού στον 20ό αιώνα, στα γραπτά στοχαστών τόσο διαφορετικών όσο ο Γκράμσι και ο Μπένγιαμιν, ήταν η αφαίρεση από τον ιστορικό υλισμό κάθε εξάρτησης από την αναγκαιότητα. Αλλά η κατάρρευση του Σταλινισμού μάς έχει στερήσει το καταφύγιο που μας παρείχε η κριτική του Μαρξ στον Ουτοπικό Σοσιαλισμό. Χρειαζόμαστε να αναπτύξουμε μια πειστική θεωρία της φύσης της δικής μας εναλλακτικής απέναντι στον καπιταλισμό.14 Η τωρινή οικονομική κρίση, θέτοντας την ανάγκη γι’ αυτή την εναλλακτική, κάνει αυτό το καθήκον ακόμα πιο επείγον.
- Αλαίν Μπαντιού, “The communist hypothesis” [Η κομμουνιστική υπόθεση], New Left Review, νο. 49 (2008), σελ. 35-36.
- Βλέπε την κριτική εξέταση αυτής της παράδοσης από πλευράς μου στο βιβλίο Equality [Ισότητα], Cambridge 2000.
- Μπαντιού, ο.π., σελ. 36.
- Ο.π., σελ. 37.
- Ο.π., σελ. 38-42.
- Ο.π., σελ. 35. Σύγκρινε με: Σλαβόι Ζίζεκ, First As Tragedy, Then As Farce [Πρώτα ως Τραγωδία, Μετά ως Φάρσα], Λονδίνο 2009, σελ. 87.
- Ζίζεκ, ο.π., σελ. 92.
- Ο.π., σελ. 133-148. Για μια σύντομη κριτική των Χάρντ και Νέγκρι στο ζήτημα της τάξης: Καλλίνικος Αλεξ, The resources of Critique [Οι Πηγές της Κριτικής], Cambridge 2006, σελ. 143-146. Για μια πιο συστηματική ανάλυση: Χάρμαν Κρις, Zombie Capitalism [Καπιταλισμός Ζόμπι], Λονδίνο 2009, κεφ. 14.
- Ζίζεκ, ο.π., σελ. 95.
- Μπαντιού, ο.π., σελ. 36.
- Ζίζεκ, ο.π., σελ. 130.
- Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., Collected Works (τόμοι 50, Λονδίνο, 1975-2005), τμ. 5, σελ. 49.
- Ο.π., τμ. 39, σελ. 62,65.
- Αλλά δες: Κουβελάκης Στάθης, Y-a-t-il une vie apres le capitalisme? [Υπάρχει ζωή μετά τον καπιταλισμό;], Παρίσι 2008.