Άρθρο
Οι 100 πρώτες μέρες του ΠΑΣΟΚ

Εξώφυλλο του τευχους 78

Oι “αγορές” ανησυχούν ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προχωράει πολύ αργά, οι εργάτες εξοργίζονται γιατί οι υποσχέσεις μετατρέπονται σε επιθέσεις. Ο Πάνος Γκαργκάνας υποστηρίζει ότι είναι ώρα για την Αριστερά να διεκδικήσει ότι αυτός ο κόσμος της ανήκει.

<Η νέα κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου συμπλήρωσε τις πρώτες 100 μέρες της και περηφανεύεται ότι έκανε μέσα σε αυτό το διάστημα περισσότερα από όσα έκανε η ΝΔ σε μια πενταετία. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να ομολογήσει ότι η μύτη της μεγαλώνει πιο γρήγορα και από του Πινόκιο. Ενώ προεκλογικά ισχυριζόταν ότι βρίσκεται στον αντίποδα της κυβέρνησης Καραμανλή, τώρα ισχυρίζεται ότι επιταχύνει τις αλλαγές που δεν έκαναν οι προκάτοχοί της.

Εχουμε μια κυβέρνηση που λέει καθημερινά ψέματα όταν επιμένει ότι τηρεί τις προεκλογικές υποσχέσεις της. Λέει, όμως, ψέματα και όταν αυτοπροβάλεται ως κυβέρνηση που μπορεί να περνάει τα μέτρα που δεν κατάφερνε να επιβάλει ο Καραμανλής. Η αλήθεια είναι ότι βρίσκει μπροστά της την εργατική και νεολαιίστικη αντίσταση με το καλημέρα, όπως έδειξε η απεργία στις 17 Δεκέμβρη.

Ίσως το βραβείο για το χειρότερο ψέμα πρέπει να πάει στον Χρυσοχοίδη για τις δηλώσεις του ότι η Αστυνομία επί των ημερών του θα κυνηγάει τους υπαίτιους για «Νύχτες των Κρυστάλλων». Όχι μόνο για τον υπαινιγμό ότι οι αναρχικοί κουκουλοφόροι είναι…νεοναζί, αλλά και γιατί, όπως εξηγούσε σε άρθρο του στην Εργατική Αλληλεγγύη ο Όμηρος Ταχμαζίδης, αποτελεί δείγμα αντισημιτισμού να παρομοιάζονται οι σπασμένες βιτρίνες μετά από μια διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας με τα πογκρόμ των Ναζί στο Βερολίνο στη δεκαετία του 1930. Και βέβαια η Αστυνομία δεν παρέλειψε να επιβεβαιώσει τους πραγματικούς ρατσιστικούς στόχους της συνεχίζοντας τα κρούσματα βασανισμών μεταναστών. Οι βασανιστές μέχρι θανάτου του Μοχάμεντ Καμράν στη Νίκαια παραμένουν στο απυρόβλητο, ενώ το Αστυνομικό Τμήμα Ακροπόλεως απέδειξε ότι η πρακτική είναι γενικευμένη.

Προφανώς μπορούν να προβληθούν ενστάσεις ότι ο Χρυσοχοίδης δεν εκφράζει «το όλον ΠΑΣΟΚ» και ότι η αλλαγή νοοτροπίας στην Αστυνομία απαιτεί χρόνο. Αλλά τέτοιες δικαιολογίες δεν είναι βάσιμες. ΄Όταν η Αστυνομία παίρνει εντολή να κάνει προληπτικές συλλήψεις όπως έγινε σε μεγάλη κλίμακα στις 6 Δεκέμβρη, αυτό μάλλον δεν αποθαρρύνει τους βασανιστές και τους ακροδεξιούς αστυνομικούς. ΄Οσο για το «προοδευτικό» ΠΑΣΟΚ, η τήρηση των υποσχέσεων δεν είναι το φόρτε του.

Σπασμένες υποσχέσεις

Η Λούκα Κατσέλη είναι η υπουργός που προεκλογικά συμβόλιζε την «άλλη οικονομική πολιτική» την οποία υποσχόταν το ΠΑΣΟΚ. Κουβαλούσε ίσως περισσότερο από κάθε άλλον τις υποσχέσεις ότι η νέα κυβέρνηση θα επαναδιαπραγματευθεί, παραδείγματος χάρη, τη σύμβαση για την παραχώρηση του κορμού του ΟΛΠ στην COSCO. Υποσχέσεις που επανέλαβε ακόμη και όταν ανέλαβε το σχετικό χαρτοφυλάκιο, έστω και αν η τοποθέτησή της εκεί ήταν από μόνη της μια διάψευση των προσδοκιών για αλλαγή οικονομικής πολιτικής. Το βασικό οικονομικό υπουργείο το πήρε ο Παπακωνσταντίνου, ενώ η Κατσέλη πήρε το παλιό υπουργείο Ανάπτυξης στερημένο από τη σημαντικότερη ΔΕΚΟ, τη ΔΕΗ. Πήρε, όμως και το Εμπορικής Ναυτιλίας και αναγκάστηκε από τις πρώτες μέρες να πάει στους εφοπλιστές στο Λονδίνο να τους καθησυχάσει. Άδικα ανησυχούσαν. Η «επαναδιαπραγμάτευση» με την COSCO εγκαταλείφθηκε σε χρόνο ρεκόρ και αντί για αυτό η νέα υπουργός υιοθέτησε την παλιά καλή συνταγή του Αλογοσκούφη στον ΟΤΕ και του Χατζηδάκη στην Ολυμπιακή για να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις των συνδικαλιστών: ένα πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου. Η κυβέρνηση κατάφερε να σταματήσει την απεργία των λιμενεργατών, αλλά η μύτη του Πινόκιο κέρδισε πόντους.

Η πιο σημαντική εξέλιξη, όμως, των 100 πρώτων ημερών έμελλε να είναι η παράδοση της οικονομικής πολιτικής από το δίδυμο Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου στα χέρια των Τραπεζιτών. Εδώ έγινε κανονική αεροπειρατία. Μετά την κρίση στο Ντουμπάι, επικράτησε πανικός στην αγορά των ελληνικών ομολόγων, οι τράπεζες που τα είχαν στα χέρια τους άρχισαν να τα ξεφορτώνονται και να οδηγούν το επιτόκιό τους στα ύψη. Το λεγόμενο spread, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο επιτόκιο του ελληνικού δημοσίου και του αντίστοιχου γερμανικού, έφτασε σε επικίνδυνα επίπεδα. Εκείνο το σαββατοκύριακο του πανικού, ο Παπανδρέου συναντήθηκε με τον Έλληνα αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Λουκά Παπαδήμο και συμφώνησαν ότι ο πρόεδρος της ΕΚΤ Τρισέ, που βρισκόταν στο Πεκίνο για διαπραγματεύσεις με τον κινέζο ομόλογό του, θα έκανε μια καθησυχαστική δήλωση για να ηρεμήσουν οι αγορές. Πράγμα που έγινε. Τα ανταλλάγματα για το deal Παπανδρέου-Παπαδήμου τα βλέπουμε να αποτυπώνονται στα θηριώδη μέτρα που προβλέπονται στον νέο προϋπολογισμό και στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που διαμορφώνεται από κοινού με τις Βρυξέλλες.

Η υπόσχεση ότι το ΠΑΣΟΚ δεν θα παγώσει τους μισθούς, σε αντίθεση με αυτά που έλεγε ο Καραμανλής, ήταν η πιο συγκεκριμένη δέσμευση που είχε πάρει ο Παπανδρέου προεκλογικά. Όλα τα άλλα μπορεί να ήταν μισόλογα και υπονοούμενα περί «Νιου Ντιλ» και τα παρόμοια. Οι αυξήσεις στους μισθούς, όμως, ήταν ρητή υπόσχεση, ντυμένη με θεωρίες για την τόνωση της ζήτησης που βοηθάει στην αντιμετώπιση της κρίσης. Πήγαν περίπατο και στη θέση τους προέκυψαν περικοπές ύψους ανώτερου από τις αντίστοιχες ιρλανδικές, όπως διαβεβαίωνε τους τραπεζίτες του Σίτι ο Παπακωνσταντίνου σε ειδική περιοδεία του σε Βερολίνο και Λονδίνο.

Η εποπτεία των οικονομικών μέτρων από τους τραπεζίτες είναι ανοιχτή και προκλητική. Αρχικά ζήτησαν να γίνει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία «ανεξάρτητη αρχή», δηλαδή να μην λογοδοτεί στην εκλεγμένη κυβέρνηση αλλά στη γραφειοκρατία της ΕΕ. ΄Εφτασαν να διεκδικούν το ίδιο για το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους! Και, με αφορμή τη συνδιαμόρφωση του Προγράμματος Σταθερότητας, το κλιμάκιο της Κομισιόν και της ΕΚΤ προχώρησε σε ελέγχους σε πέντε υπουργεία. Από την εποχή του Εμφύλιου και των ελέγχων της αμερικανικής οικονομικής βοήθειας από αξιωματούχους της AMAG που μπορούσαν να μπλοκάρουν ακόμη και υπογραφές υπουργών έχει να γίνει τέτοια στενή «εποπτεία». Το παραδοσιακά «εθνικά υπερήφανο» ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει να αισθάνεται και πολύ περήφανο.

Δεν χωράει καμιά δικαιολογία ότι όλα αυτά γίνονται κάτω από την πίεση της κρίσης. Ο Παπανδρέου είχε κάνει πριν από τις εκλογές την πρόταση στον Παπαδήμο να έρθει στην Ελλάδα και να του δώσει το υπουργείο Οικονομίας. Τότε ο Παπαδήμος είχε αρνηθεί, βέβαιος ότι μπορεί να παίξει πιο σημαντικό ρόλο από εκεί που βρίσκεται. Ουσιαστικά, ο Παπανδρέου είχε προσχεδιάσει την αντίδραση του σε περίπτωση πανικού. Πίσω από τα ωραία λόγια, η αντιμετώπιση ήταν η παράδοση του οικονομικού επιτελείου στα χέρια των τραπεζιτών.

Ο Μητσοτάκης ήρθε δεύτερος και καταϊδρωμένος με την πρότασή του για κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης, με οικονομικούς υπουργούς τον Παπαδήμο και τον Αλέκο Παπαδόπουλο δίπλα στον Παπακωνσταντίνου και τον Σημίτη αντιπρόεδρο-συντονιστή. Η πρόταση αυτή έκφρασε τη στήριξη ενός μεγάλου μέρους της Νέας Δημοκρατίας για τους χειρισμούς του Παπανδρέου. Η Ντόρα Μπακογιάνη δεν θα μπορούσε να την κάνει χωρίς να οξύνει τις ήδη άσχημες σχέσεις αυτού του στρατόπεδου με τη νέα ηγεσία της ΝΔ. ΄Οσο για τον νικητή της κούρσας διαδοχής του Καραμανλή, βλέπουμε τον Σαμαρά να αποφεύγει τους πανηγυρισμούς ότι το ΠΑΣΟΚ υιοθετεί τα σκληρά μέτρα που είχε προτείνει η ΝΔ προεκλογικά. Προτιμάει να μιλάει για στροφή της ΝΔ προς τον «κοινωνικό φιλελευθερισμό». Είναι και αυτό μια ένδειξη για τις πιέσεις που ασκεί η εργατική αντίσταση στη διαχείριση της κρίσης. Ο Σαμαράς είναι υποχρεωμένος να αναζητεί ισορροπίες ανάμεσα στη συναίνεση που δίνει το παραδοσιακό κόμμα της άρχουσας τάξης προς την κυβέρνηση και στο ρόλο του δημαγωγού με τον οποίο ελπίζει να αναστηλώσει τη ΝΔ μετά την κατάρρευσή της.

Αντιστάσεις

Με τη Νέα Δημοκρατία να δυσκολεύεται να οργανώσει τη συναίνεση από τα δεξιά, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται αντιμέτωπη με όλο το βάρος των πιέσεων από τα αριστερά και από τα κάτω. Το μέγεθος αυτών των αντιστάσεων φάνηκε πολύ καθαρά μέσα στις 100 πρώτες μέρες της κυβέρνησης από δυο κινητοποιήσεις: την επέτειο της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου και την απεργία στις 17 Δεκέμβρη.

Στην πρώτη περίπτωση, η οργή της νεολαίας εκφράστηκε μαζικά ξεπερνώντας ορμητικά τα εμπόδια που βρήκε στο δρόμο της. Τα ΜΜΕ προσπάθησαν να ανακόψουν τη μαζικότητα των διαδηλώσεων φτιάχνοντας κλίμα υστερίας για επεισόδια και διευκολύνοντας έτσι την προληπτική καταστολή της αστυνομίας. Οι επίσημες ηγεσίες της αριστεράς στάθηκαν αμήχανα στην επέτειο. Το ΚΚΕ κάλεσε φοιτητικό συλλαλητήριο πέντε μέρες αργότερα, αποφεύγοντας την παρουσία του έστω και χωριστά στις 6 Δεκέμβρη. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε την πολιτική των αποστάσεων από την εξέγερση του περσινού Δεκέμβρη. Το βάρος έπεσε στην αντικαπιταλιστική αριστερά και στον αυθορμητισμό της νεολαίας και το σήκωσαν με επιτυχία. ΄Όχι μόνο στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις, τα συλλαλητήρια ήταν εντυπωσιακά.

Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η επιτυχία της απεργιακής κινητοποίησης στις 17 Δεκέμβρη. Πρέπει να γυρίσουμε πίσω στην εποχή του Καρακίτσου (δηλαδή πάνω από τριάντα χρόνια) για να βρούμε τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ να στρογγυλοκάθονται ενώ ο κόσμος δίνει μάχη για να βγάλει απεργία. Κι όμως η Αθήνα έμεινε χωρίς εφημερίδες, στον Πειραιά ακινητοποιήθηκαν τα πλοία, παντού τα απεργιακά συλλαλητήρια ήταν μαζικά σε όγκο και μαχητικά σε παλμό. ΄Ηταν μια δυνατή εργατική προειδοποιητική βολή.

Αυτά τα γεγονότα μιλάνε πιο δυνατά από τις όποιες δημοσκοπήσεις. Οι εργάτες και η νεολαία έδειξαν ότι απέναντι σε μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ που εγκαταλείπει με ραγδαίους ρυθμούς τα προσχήματα και προχωράει σε χτυπήματα αναζητούν απάντηση από τα αριστερά. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί συνθήκες πιο πρόσφορες για να διεκδικήσει η Αριστερά ότι αυτός ο κόσμος της ανήκει.

Ιδιαίτερα για τον ΣΥΡΙΖΑ που μόλις πριν από ενάμιση χρόνο συγκέντρωνε τη συμπάθεια μεγάλου μέρους από τον κόσμο που τελικά ψήφισε ΠΑΣΟΚ, θα έλεγε κανείς ότι είναι η στιγμή για να τους ξανακερδίσει. Κι όμως, η ηγεσία του δεν δείχνει καμιά διάθεση να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση.

Δεν είναι μόνο η εικόνα της διαρκούς εσωτερικής σύγκρουσης που είναι απωθητική με την αίσθηση κρίσης που δημιουργεί. Είναι και η παραλυτική τακτική της προσφυγής σε οργανωτικές λύσεις για τα πολιτικά ζητήματα που διχάζουν αυτό το χώρο. Ενώ ο κόσμος δεν δίνει καμιά περίοδο χάριτος σε μια κυβέρνηση που βιάζεται να χτυπήσει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, οι ηγεσίες θεωρούν ότι έχουν όλο το χρόνο μπροστά τους για να παραπέμπουν τα ζητήματα σε εσωκομματικές διαδικασίες. Πανελλαδική συνάντηση του ΣΥΡΙΖΑ για να παραπέμψει σε κάποια επιτροπή το επίμαχο θέμα των μελών του, συνέδριο του ΣΥΝ που ίσως προκύψει ύστερα από ένα γύρο προσυνεδριακών διαδικασιών των περιφερειακών οργανώσεων του. Αν ακόμα και για Συνέδριο χρειάζονται προδιαδικαστικές διαβουλεύσεις, τότε ποιος είναι ο ορισμός της παράλυσης;

Στην πράξη υπάρχει μια συνεχής δεξιά διολίσθηση, σε σημείο ώστε ο Αλαβάνος τώρα να καταγγέλεται ως… «αριστεριστής». Οι συνδικαλιστές του ΣΥΝ όχι μόνο δεν είχαν την πρωτοβουλία για την απεργία της 17 Δεκέμβρη, αλλά ακόμα και όταν αναγκάστηκαν να κινηθούν προς τα εκεί, είχαν σαν κύριο μέλημα τους να μην υπάρξει κοινή απεργιακή συγκέντρωση. Ο Κουβέλης κινείται ανοιχτά προς τις γέφυρες με το ΠΑΣΟΚ την ώρα που το κυβερνητικό κόμμα στρίβει δεξιά με πρωτοφανή ταχύτητα. Και η ηγεσία Τσίπρα φροντίζει να διατηρεί την ενότητα σέρνοντας όλο αυτόν τον χώρο προς αυτή την κατεύθυνση.

Η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ κάνει το ΚΚΕ να φαντάζει σαν «δυναμική» αντιπολίτευση. Οι κυβερνητικές επιθέσεις που χρεώνουν τα πάντα στο ΚΚΕ συντελούν προς την ίδια εντύπωση. Από το ΠΑΣΟΚ έφτασαν στο σημείο να δηλώσουν ότι το ΚΚΕ έκανε στις πρώτες βδομάδες της νέας κυβέρνησης περισσότερη αντιπολίτευση από όση έκανε στα χρόνια της ΝΔ. Αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι τα πράγματα.

Η ηγεσία του ΚΚΕ επιχειρεί να δώσει αίσθηση αριστερής στροφής. Διεκδίκησε για το ΠΑΜΕ την αίγλη της απεργίας της 17 Δεκέμβρη, έστω και αν η πρωτοβουλία για την απεργία ξεκίνησε από τις Παρεμβάσεις των εκπαιδευτικών και η επιτυχία της στηρίχθηκε σε πολύ ευρύτερα κομμάτια όπως μαρτυράει το παράδειγμα των εργαζόμενων στα ΜΜΕ. Ανακάλυψε επίσης τον αντικαπιταλισμό φραστικά. Στον γιορτασμό του Πολυτεχνείου η αφίσα του δήλωνε για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια ότι ο εχθρός το 1973 ήταν ίδιος όπως και σήμερα, ο καπιταλισμός. Στη Διεθνή Κομμουνιστική Επιθεώρηση που άρχισε να εκδίδει, το άρθρο για την κρίση και τις θέσεις του ΚΚΕ γράφει: «Το εργατικό και λαϊκό κίνημα μπορεί και πρέπει να ανασυνταχθεί με σαφή αντιιμπεριαλιστικό - αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό, σε τελευταία ανάλυση αντικαπιταλιστικό».

Είναι σαφές ότι το ΚΚΕ αισθάνεται την πίεση της ριζοσπαστικοποίησης του κόσμου ευρύτερα και της δικής του βάσης μέσα σε αυτήν. Αισθάνεται επίσης την πίεση του γεγονότος ότι στις εκλογές έχασε ένα 2% των ψηφοφόρων του προς τα «λοιπά κόμματα» κατά κύριο λόγο προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και για αυτό δεν μπορεί πια να ξεχνάει τον αντικαπιταλισμό. Όμως, είναι εξίσου σαφές ότι η ώρα της «τελευταίας ανάλυσης» δεν έχει έρθει. Για την ώρα το ΚΚΕ επιμένει ότι η αντεπίθεση της εργατικής τάξης μπορεί να γίνει με τα εργαλεία της «λαϊκής οικονομίας» και της «λαϊκής εξουσίας», τα οποία βέβαια δεν ταυτίζονται με την ανατροπή του καπιταλισμού. Από άποψη στρατηγικού προσανατολισμού, δηλαδή, το ΚΚΕ μας καλεί σε αντεπίθεση κρατώντας τα πιο επιθετικά όπλα της τάξης μας κλειδωμένα για …αργότερα.

Αλλά και από άποψη ταχτικής, η στάση του ΚΚΕ εξακολουθεί να πάσχει από τον παραδοσιακό σεχταρισμό του. Το μεγαλύτερο μέρος των εργατών που ψήφισαν ΠΑΣΟΚ αισθάνονται αυτή τη στιγμή ότι η κυβέρνηση προδίδει τις υποσχέσεις που τους έδωσε. Κι όμως ο Ριζοσπάστης κατακεραυνώνει σαν οπορτουνιστή όποιον λέει ότι το ΠΑΣΟΚ κάνει στροφή 180 μοιρών. Συγκεκριμένα στις 17 Δεκέμβρη έγραφε με τίτλο «Το στροφόμετρο του οπορτουνισμού»:

“Καμία στροφή δεν έκανε το ΠΑΣΟΚ. Ευθεία βαδίζει χρόνια τώρα, στην κατεύθυνση που ορίζουν τα συμφέροντα της τάξης που πολιτικά εκπροσωπεί”.

Το επιστέγασμα αυτής της συγχυσμένης προσπάθειας που κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ είναι ο στόχος που βάζει για την περίοδο, έτσι όπως τον διατύπωσε πρωτοσέλιδα με πηχιαίο τίτλο ο Ριζοσπάστης: «Ο λαός μπορεί με αγώνες να διορθώσει την ψήφο του».

Από όλα τα πράγματα που διεκδικεί η σημερινή αγωνία των εργατών μπροστά τη χρεοκοπία του συστήματος σε όλα τα επίπεδα, το τελευταίο που έρχεται στο νου του κάθε μαχητικού αγωνιστή είναι αν θα διορθώσει την ψήφο του. Αυτός ο κόσμος αξίζει μια Αριστερά λιγότερο κολλημένη στις αδιέξοδες κοινοβουλευτικές διαδρομές της, πιο ανοιχτή στις δικές του αγωνιστικές ανάγκες, πιο τολμηρή στις αναζητήσεις του για αριστερή εναλλακτική λύση.