Άρθρο
Η χρεοκοπία είναι του συστήματος

Εξώφυλλο του τευχους 78

Ο Σωτήρης Κοντογιάννης εξηγεί γιατί ο καπιταλισμός σήμερα είναι η οικονομία των ζόμπι.

Τρία γεγονότα ήρθαν να δείξουν, στα τέλη της περασμένης χρονιάς, ότι η κρίση που χτύπησε την παγκόσμια οικονομία το καλοκαίρι του 2008 θα συνεχίσει, πέρα από τις φιλολογίες για ανάκαμψη, να καταδιώκει τον πλανήτη για πολύ καιρό ακόμα. Και όχι μόνο αυτό: παρά τα τρισεκατομμύρια της κρατικής βοήθειας, ο κίνδυνος μιας κατάρρευσης σαν της δεκαετίας του 1930 δεν έχει απομακρυνθεί, σχεδόν ούτε κατά ένα χιλιοστό.

Το πρώτο ήταν η χρεoκοπία του Ντουμπάι – του πιο φιλόδοξου από τα επτά λιλιπούτεια βασίλεια των “Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων” (ΗΑΕ).

Τον περασμένο Μάρτη οι κοσμικές στήλες μας πληροφορούσαν, όλο θαυμασμό, ότι η Αυτού Μεγαλειότης του, ο Σεΐχης Μοχάμεντ μπιν Ρασίντ αλ-Μακτούμ, ο Εμίρης του Ντουμπάι, θα γινόταν ο ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου, πολυτελέστερου και ακριβότερου κότερου στον κόσμο: σύμφωνα με το περιοδικό Super-yacht Times, το Γκόλντεν Σταρ θα έχει μήκος 531 πόδια, οκτώ καταστρώματα, πισίνα, ελικοδρόμιο, μπάνια με τζακούζι και τραπεζαρίες με θέα τον ουρανό. Το κόστος: 350 εκατομμύρια δολάρια. Το Γκόλντεν Σταρ δεν ήταν απλά και μόνο ένα βίτσιο του Σεΐχη – ήταν το “χρυσό άστρο” της πιο ελπιδοφόρας οικονομίας ολόκληρου του Αραβικού Κόσμου. Το Ντουμπάι είχε βάλει πλώρη να μετατραπεί στην Ελβετία του Αραβικού Κόσμου, σε ένα σύγχρονο χρηματοπιστωτικό κέντρο γεμάτο με ξενοδοχεία πολυτελείας, πανάκριβα εστιατόρια, καζίνο και ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή της υψηλής πελατείας που συνωστίζεται σε αυτά τα μέρη για να συνδυάσει τις μπίζνες με την διασκέδαση.

Τον Δεκέμβρη η Dubai World, η κρατική εταιρεία που βρίσκεται πίσω από αυτά τα μεγαλόπνοα σχέδια, κήρυξε στάση πληρωμών. Ολόκληρο το Εμιράτο χρεοκόπησε, αφήνοντας πίσω του μια μαύρη τρύπα τουλάχιστον 35 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η κατάρρευση του Ντουμπάι προκάλεσε σοκ στις παγκόσμιες χρηματαγορές. Η κρίση που είχε ξεσπάσει έναν σχεδόν χρόνο πρωτύτερα, έλεγαν οι αναλύσεις, είχε στη ρίζα της τα εξωτικά χρεόγραφα μέσα στα οποία είχαν πακετάρει οι αμερικανικές (και όχι μόνο οι αμερικανικές) τράπεζες τα δεκάδες χιλιάδες επισφαλή στεγαστικά δάνεια που είχαν μοιράσει τα προηγούμενα χρόνια σε δανειολήπτες, παρόλο που ήταν βέβαιο ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να τα αποπληρώσουν.

Το Ντουμπάι έδειχνε τώρα ξαφνικά ότι τα “τοξικά προϊόντα” δεν περιορίζονταν πια σε αυτά τα εξωτικά προϊόντα: ακόμα και οι πιο “υγιείς” και “σίγουρες” παλιές επενδύσεις μετατρέπονταν τώρα σε παλιόχαρτα. Τα χρέη της Αυτού Μεγαλειότητος Σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ρασίντ αλ-Μακτούμ άξιζαν τόσο όσο και τα χρέη από τα στεγαστικά δάνεια των φτωχών ανέργων της Νέας Ορλεάνης. Δηλαδή τίποτα.

Πριν προλάβει να συνέλθει η διεθνής χρηματοπιστωτική κοινότητα από το σοκ του Ντουμπάι, ήρθε το δεύτερο χαστούκι – “η Ελληνική Τραγωδία” όπως την ονόμασε ο διεθνής τύπος: η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου πρώτα από την Fitch, ύστερα από την Standard & Poor και λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, λίγο πιο συγκρατημένα, και από την Moody's.

Εδώ στην Ελλάδα οι εφημερίδες και τα κανάλια προσπάθησαν στην αρχή να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις που προκάλεσαν αυτές οι υποβαθμίσεις, παρουσιάζοντάς τες – ως συνήθως – απλά σαν μια ανθελληνική επίθεση. Πρόκειται για γελοία θεωρία.

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι οι “Οίκοι Αξιολόγησης” δεν είναι παρά ιδιωτικές εταιρείες. Οι κρίσεις τους δεν έχουν τίποτα το αντικειμενικό. Οι πελάτες τους βαθμολογούνται κατά κανόνα με επιείκεια. Οι μη πελάτες τους με αυστηρότητα – τόσο προκλητικά που πολλές φορές έχει πλησιάσει τα όρια του εκβιασμού. Η Moody's οδήγησε, με τις απανωτές της υποτιμήσεις, μια γερμανική ασφαλιστική εταιρεία, την Hannover De, στα πρόθυρα της πτώχευσης – απλά γιατί αρνιόταν πεισματικά να γίνει πελάτης της.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: η βαθμολογία των Οίκων Αξιολόγησης στηρίζεται στα κριτήρια της αγοράς – στα ίδια κριτήρια, με άλλα λόγια, που έκαναν τους επενδυτές να πέφτουν όλα τα προηγούμενα χρόνια με τα μούτρα από τη μια φούσκα στην άλλη. Τον Ιούνη του 2007, η Fitch αναβάθμισε την Lehman Brothers από Α σε ΑΑ, μια αναβάθμιση που, σύμφωνα με την ανακοίνωση της ίδιας της Fitch, “ήταν αποτέλεσμα των αυξημένων εσόδων και της διαφοροποίησης των κερδών ανά προϊόν και γεωγραφικό τομέα”. Όταν χρεοκόπησε, έναν σχεδόν χρόνο αργότερα, η βαθμολογία της ήταν ακόμα Α – δηλαδή θεωρείτο ελάχιστα μόνο λιγότερο ασφαλής από έναν λογαριασμό ταμιευτηρίου.

Αυτό που μετατρέπει τα ελλείμματα και τα χρέη του ελληνικού δημοσίου σε τραγωδία δεν είναι οι αξιολογήσεις της Fitch και των αδελφών τους, αλλά η φρικιαστική ομοιότητα που έχει η “ελληνική ασθένεια” με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλες σχεδόν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Βρετανία – η έκτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη: ο προϋπολογισμός του 2010 προβλέπει ένα αστρονομικό έλλειμμα, 178 δισεκατομμύρια λίρες (200 δισεκατομμύρια ευρώ). "Τα δημόσια οικονομικά του Ηνωμένου Βασιλείου", λέει ένας οικονομικός αναλυτής της τράπεζας BNP Paribas, "είναι σε τόσο άθλια κατάσταση όπου οποιαδήποτε καθυστέρηση (στην αντιμετώπισή τους) θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια εμπιστοσύνης (των αγορών), υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ηνωμένου Βασιλείου και μια κρίση στα δημόσια οικονομικά" (Financial Times 3.1.2010).

Το 2009, το έλλειμμα της δημόσιας διοίκησης ξέφυγε από κάθε έλεγχο εδώ στην Ελλάδα. Το διαβόητο Σύμφωνο Σταθερότητας υποχρεώνει τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έχουν ελλείμματα μικρότερα από το 3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της νέας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, τα ελλείμματα θα φτάσουν φέτος στο 12.5%. Τη νέα χρονιά, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του Παπακωνσταντίνου, τα ελλείμματα θα περιοριστούν στο 9.5% του ΑΕΠ. Με απλούς υπολογισμούς, αυτό σημαίνει ότι το ελληνικό κράτος θα αναγκαστεί να δανειστεί περίπου 54 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στη νέα χρονιά για να πληρώσει τα παλιά ομόλογα που λήγουν και να καλύψει τις νέες ανάγκες του προϋπολογισμού.

Το ελληνικό δημόσιο, όμως, συναντάει όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες να βρει αγοραστές για τα ομόλογα που εκδίδει. Υπάρχουν δυο λόγοι για αυτό.

Ο πρώτος είναι η έκρηξη της ζήτησης: τα ελλείμματα έχουν διογκωθεί σε όλες σχεδόν τις χώρες – πράγμα που σημαίνει ότι όλοι σχεδόν οι υπουργοί Οικονομικών βρίσκονται στη γύρα για δανειστές. Οι "επενδυτές" – οι μεγάλες τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού δηλαδή – εκμεταλλεύονται αυτή την ζήτηση απαιτώντας ολοένα και μεγαλύτερα επιτόκια. Τον Δεκέμβρη, η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια του ελληνικού και του γερμανικού Δημοσίου χτύπησε κόκκινο, ξεπερνώντας τις 250 μονάδες βάσης (2.5%).

Οι εμπορικές τράπεζες έχουν κερδίσει ήδη εκατοντάδες εκατομμύρια από αυτή την κερδοσκοπία: δανείζονται με επιτόκιο 1% από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και ύστερα αγοράζουν π.χ. δεκαετή ομόλογα του ελληνικού δημοσίου με ονομαστικό επιτόκιο 5.7%. Σαν εγγύηση για τα κεφάλαια που δανείζονται από την ΕΚΤ καταθέτουν τα ίδια τα “υποβαθμισμένα” ομόλογα που έχουν μόλις αγοράσει. Η κερδοσκοπία αυτή σε βάρος του ελληνικού δημοσίου είναι μια από τις βασικές πηγές πίσω από τα αυξημένα κέρδη των ελληνικών τραπεζών μέσα στη χρονιά που μας πέρασε.

Αυτό το παιχνίδι, όμως, όπως και όλα τα κερδοσκοπικά παιχνίδια, δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα – και αυτός είναι ο δεύτερος βασικός λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση θα δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να βρει αγοραστές για τα ομόλογά της.

Η FED, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, έχει ήδη ανακοινώσει ότι τον Φλεβάρη θα αρχίσει να αποσύρει σταδιακά τα μέτρα έκτακτης ανάγκης – τα μέτρα που ξεκίνησαν πριν από ένα χρόνο με το σχέδιο Πόλσον και συνεχίστηκαν με το πακέτο του Ομπάμα και την διάσωση της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Όχι γιατί η αμερικανική οικονομία έχει μπει πια ξανά για τα καλά σε τροχιά ανάκαμψης αλλά, πολύ απλά, γιατί αν συνεχιστεί και άλλο η “χαλαρή” νομισματική πολιτική με τα μηδενικά, σχεδόν, επιτόκια και τα εύκολα δάνεια με εγγύηση αφερέγγυα χρεόγραφα κινδυνεύει να υπονομευθεί ολοκληρωτικά η αξιοπιστία του αμερικανικού δολαρίου – και μαζί της ολόκληρου του αμερικανικού καπιταλισμού.

Οι ανησυχίες αυτές είναι ακόμα πιο έντονες μέσα στην ΕΚΤ: το Ευρώ, παρά τις προσδοκίες και τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει καταφέρει να ανταγωνιστεί στα σοβαρά το δολάριο σαν το παγκόσμιο νόμισμα. Σήμερα, δεκαπέντε μήνες μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, η ΕΚΤ συνεχίζει να δέχεται σαν εγγύηση για τα δάνεια που δίνει στις εμπορικές τράπεζες χρεόγραφα βαθμολογημένα από τους Οίκους Αξιολόγησης ακόμα και με ΒΒΒ+. Στα τέλη της χρονιάς, όμως, αυτή η “χαλαρή” πολιτική θα σταματήσει, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της κεντρικής τράπεζας. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα και αν η Fitch, η Moody's και η Standard & Poor δεν υποβαθμίσουν και άλλο την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, η κυβέρνηση ενδέχεται να αντιμετωπίσει ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες να εξασφαλίσει τις πιστώσεις που χρειάζεται για να εκτελέσει τον προϋπολογισμό.

Και η Ελλάδα δεν είναι μόνη. Κάθε άλλο. Η υπερχρέωση κρατών, τραπεζών, οργανισμών, βιομηχανικών επιχειρήσεων, κλπ, είναι τόσο μεγάλη που έχει οδηγήσει πολλούς οικονομολόγους να κάνουν λόγο για “οικονομία των ζόμπι” – για μια οικονομία διάσπαρτη με οικονομικές οντότητες ουσιαστικά νεκρές, χρεοκοπημένες, που, παρόλα αυτά όμως, συνεχίζουν να κινούνται μέσα στην αγορά κατασπαράζοντας τις σάρκες των ζωντανών.

Και αυτό φάνηκε δραματικά με το τρίτο επεισόδιο που έκλεισε το 2009 – με την απόφαση της General Motors να κλείσει οριστικά την Saab, μια σουηδική αυτοκινητοβιομηχανία με ιστορία 60 χρόνων και 3500 εργαζόμενους – ύστερα από την κατάρρευση των συνομιλιών με τους υποψήφιους αγοραστές.

Η ίδια η General Motors (GM) είναι ένα από τα πιο μεγάλα και επικίνδυνα ζόμπι του σημερινού καπιταλισμού. Το 2008, η GM ήταν η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ και η δεύτερη μεγαλύτερη του πλανήτη. Την 1 Ιούνη του 2009 χρεοκόπησε. Η “νέα” GM ανήκει σχεδόν αποκλειστικά στο αμερικανικό και το καναδικό κράτος – που έτρεξαν να την διασώσουν. Η διάσωση, φυσικά, αυτή δεν περιλάμβανε τους χιλιάδες εργαζόμενους που απολύθηκαν, ούτε τους δεκάδες χιλιάδες συναδέλφους τους που είχαν την ατυχία να δουλεύουν στις διάφορες δορυφορικές επιχειρήσεις (που έκλεισαν), ούτε φυσικά τους εργάτες στις θυγατρικές σαν την Saab που θα βρεθούν, με βεβαιότητα σχεδόν, (ο νέος γύρος των συνομιλιών με τους υποψήφιους αγοραστές αφορά στα περιουσιακά στοιχεία της Saab) στο δρόμο.

Τον Σεπτέμβρη του 2008, όταν χρεοκοπούσε η Lehman Brothers, οι οικονομικοί αναλυτές προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι η κρίση που είχε μόλις ξεσπάσει οφειλόταν στην απληστία των Golden Boys και τα εξωφρενικά ρίσκα που έπαιρναν με μοναδικό κριτήριο τα μπόνους τους. Και οι κυβερνήσεις και οι κεντρικοί τραπεζίτες των μεγάλων οικονομιών έτρεξαν να ρίξουν δισεκατομμύρια στην αγορά, με την ελπίδα ότι αυτή η τεράστια ένεση ρευστότητας θα έκλεινε τις μαύρες τρύπες που είχε αφήσει πίσω της αυτή η κερδοσκοπία και θα επέτρεπε στο σύστημα να λειτουργήσει ξανά κανονικά.

Η κρίση, όμως, δεν οφειλόταν – ούτε οφείλεται – στους κερδοσκόπους και τα Golden Boys. Οι κερδοσκοπικές φούσκες είναι ένα από τα συμπτώματα και όχι η αιτία της κρίσης. Αυτό που κάνει τους επενδυτές να στρέφονται στην κερδοσκοπία των μετοχών, των κρατικών ομολόγων, των νομισματικών ισοτιμιών ή των στεγαστικών δανείων δεν είναι η απληστία τους: η απληστία ήταν πάντα ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της αστικής τάξης. Ο Ανταμ Σμιθ, ο πατέρας της αστικής πολιτικής οικονομίας, πλέκει κυριολεκτικά το εγκώμιο της ιδιοτέλειας: “(Το άτομο) κυνηγώντας το ίδιο συμφέρον”, γράφει, “συχνά προάγει το συμφέρον της κοινωνίας πιο αποτελεσματικά από όταν προσπαθεί να το υπηρετήσει”. “Δεν είναι η φιλευσπλαχνία του χασάπη, του ζυμωτή ή του φούρναρη αυτή που μας εξασφαλίζει το δείπνο μας”, γράφει στο κλασσικό του βιβλίο Ο Πλούτος των Εθνών, “αλλά το ενδιαφέρον τους για τα συμφέροντά τους...”.

Αυτό που στρέφει σήμερα τους καπιταλιστές στην κερδοσκοπία είναι η έλλειψη καλύτερων επενδυτικών ευκαιριών: γιατί να επενδύσουν τα κέρδη τους στην αυτοκινητοβιομηχανία, όταν τα αυτοκίνητα σκουριάζουν απούλητα στις μάντρες; Γιατί να παραγγείλουν νέα καράβια όταν οι θαλάσσιες μεταφορές έχουν συρρικνωθεί και τα υπάρχοντα πλοία παραμένουν δεμένα;

Η αναγέννηση του Μαρξ

Ο Μαρξ είχε προβλέψει, ενάμιση αιώνα πριν, όταν έγραφε το Κεφάλαιο, την εξέλιξη αυτή. Ο καπιταλισμός, έλεγε, είναι καταδικασμένος να πέφτει ξανά και ξανά σε κρίσεις, γιατί η ίδια του η λειτουργία υπονομεύει συνεχώς τον θεμέλιο λίθο του – την κερδοφορία. Η μέση απόδοση των επενδύσεων, έλεγε, μειώνεται συνεχώς, όσο γερνάει το σύστημα. Αναπόφευκτα θα φτάσουμε σε ένα σημείο όπου η αναμενόμενη απόδοση θα είναι τόσο μικρή, όπου οι καπιταλιστές σταματάνε να επενδύουν. Όταν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, δυο φαινόμενα αρχίζουν να παρουσιάζονται: από τη μια μεριά η ύφεση, με τις επιχειρήσεις να ξεμένουν από κέρδη και παραγγελίες και την εργατική τάξη να πιέζεται για ολοένα και μεγαλύτερες θυσίες και από την άλλη η έκρηξη της κερδοσκοπίας με τα κεφάλαια, σε μορφή χρημάτων, να στροβιλίζονται στα χρηματιστήρια και τις χρηματαγορές, παράγοντας φανταστικά – και με τη μεταφορική και την κυριολεκτική έννοια – κέρδη. Η απληστία της αστικής τάξης, αντί να προάγει το καλό της κοινωνίας όπως έλεγε ο Ανταμ Σμιθ, την βυθίζει στην καταστροφή και τη δυστυχία.

Ο Μαρξ δεν πίστευε ότι ο καπιταλισμός θα κατέρρεε από τις οικονομικές κρίσεις. Παρόλο που δεν είχε χρησιμοποιήσει αυτές τις λέξεις (δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή), ο Μαρξ είχε προβλέψει ότι θα μετατρεπόταν σε ένα είδος ζόμπι: για να επιβιώσει το σύστημά τους, οι καπιταλιστές κυριολεκτικά ήταν ικανοί όχι μόνο να κατασπαράξουν τις κατώτερες τάξεις αλλά και να πέσουν σαν τα αρπαχτικά να φάει ό ένας τον άλλο. Το τίμημα για την διάσωση του καπιταλισμού από την ίδια του την καταστροφική μανία ήταν η βύθιση ολόκληρης της κοινωνίας στη βαρβαρότητα. Η Μεγάλη Ύφεση του 1930 και όσα ακολούθησαν – ο φασισμός, το Ολοκαύτωμα, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι – ήρθαν να επιβεβαιώσουν με τον πιο δραματικό τρόπο αυτές τις προβλέψεις.

Ο Παπακωνσταντίνου, οι επίτροποι της ΕΕ και τα στελέχη του ΔΝΤ που επισκέπτονται αυτές τις μέρες που γράφονται αυτές οι γραμμές την Ελλάδα προσπαθούν να μας πείσουν ότι θα πρέπει να αποδεχτούμε το σκληρό πακέτο των μέτρων που μας προτείνουν – για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Λένε ψέματα: οι θυσίες που μας ζητάνε δεν οδηγούν στην ανάκαμψη. Αντίθετα φέρνουν τη βαρβαρότητα ένα βήμα πιο κοντά.

Η μόνη ελπίδα βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Αντιστεκόμαστε σε όλες τις “θυσίες” που προσπαθούν να μας επιβάλλουν. Και ταυτόχρονα χτίζουμε μια δυνατή αντικαπιταλιστική αριστερά, μια αριστερά που βάζει στη σημαία της την ολοκληρωτική ανατροπή αυτού του άδικου και καταστροφικού συστήματος.