Όπως εξηγεί ο Νίκος Λούντος, οι φιλοδοξίες του ελληνικού καπιταλισμού απλώνονται από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή.
Εκτός από τα μεγάλα λόγια, βρίσκεται σε εξέλιξη έντονη κινητικότητα. Μετά τον “διπλωματικό Δεκέμβρη” με τη Σύνοδο του ΟΑΣΕ στην Αθήνα, τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ και τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, ακολουθούν επισκέψεις και επαφές από τα Βαλκάνια μέχρι τις ΗΠΑ. Η κριτική που ασκούν οι σημερινοί υπουργοί στην κυβέρνηση Καραμανλή είναι ότι δεν κινήθηκε αρκετά, υπήρξε παθητική και δεν πήρε αρκετές πρωτοβουλίες. Ο Παπανδρέου έχει κρατήσει ο ίδιος το Υπουργείο Εξωτερικών για να ανεβάσει το κύρος των επαφών και να δείξει τις προτεραιότητες.
Το ερώτημα που ανοίγει είναι τι στάση πρέπει να κρατήσει η Αριστερά απέναντι σε όλα αυτά. Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε, απαντώντας, είναι να ξεκαθαρίσουμε πόσο ψεύτικη είναι η εικόνα που φιλοτεχνεί η κυβέρνηση. Δεν βρισκόμαστε στα πρόθυρα της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, αλλά μπροστά σε μια πιο ανεξέλεγκτη πορεία των ανταγωνισμών.
Η ίδια η οικονομική κρίση αποτελεί απόδειξη ότι τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται σταθερό. Οι αδύναμες οικονομίες των Βαλκανίων δέχονται καινούργια, συντριπτικά χτυπήματα και κανένα από τα πολιτικά συστήματα της περιοχής δεν έχει δυνατότητες να βγει αλώβητο. Σε ευρύτερο επίπεδο, η κρίση φουντώνει τους ήδη υπάρχοντες ανταγωνισμούς. Εντείνονται και δεν υποχωρούν οι κούρσες για το ποιος αγωγός πετρελαίου και αερίου θα επικρατήσει και μαζί η μάχη για το πόση θα είναι επιρροή της κάθε μιας από τις μεγάλες δυνάμεις, ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία.
Αυτά σε μια περιοχή που δεν έχει σταματήσει να έχει αλλαγές συνόρων τα τελευταία 20 χρόνια, με πιο πρόσφατες την ανεξαρτητοποίηση του Μαυροβουνίου και τη δημιουργία του προτεκτοράτου “Κόσοβο”. Χιλιάδες στρατιώτες του ΝΑΤΟ και του ΟΗΕ είναι αναπτυγμένοι στα Βαλκάνια και οι πολεμικές εντάσεις, είτε στο Τέτοβο, είτε στο Κόσοβο, δεν ανήκουν στο μακρινό παρελθόν. Συνεπώς, όποιος λέει ότι η ευρωπαϊκή προοπτική του 2014 είναι η μαγική οδός προς την ειρήνη, αν δεν λέει συνειδητά ψέματα είναι αφελής.
Πόσο μάλλον που αυτή η προοπτική δεν είναι απλώς “ευρωπαϊκή”, αλλά σύμφωνα με την ορολογία της κυβέρνησης Παπανδρέου, “ευρω-ατλαντική”. Τα Δυτικά Βαλκάνια, δηλαδή, πρέπει να μπουν και στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Είναι, αν μη τι άλλο, παράδοξο να παρουσιάζουν την ανάπτυξη του μεγαλύτερου δολοφονικού μηχανισμού ως προϋπόθεση για την ειρήνη. Η ένταξη των βαλκανικών χωρών στο ΝΑΤΟ σημαίνει στην πράξη αύξηση των δαπανών για εξοπλισμούς, μεγαλύτερους στρατούς και πάνω απ' όλα περισσότερες εντάσεις. Ηδη η διείσδυση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή προκάλεσε το 2008 τον ρωσο-γεωργιανό πόλεμο στον Καύκασο και έχει καθοριστικό ρόλο για την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και άλλων χωρών του παλιού ανατολικού μπλοκ. Το ΝΑΤΟ πίεσε τις χώρες της “νέας Ευρώπης” να στείλουν φαντάρους σε Ιράκ και Αφγανιστάν, πολύ πάνω από τις δυνάμεις τους. Η Πολωνία και η Τσεχία κινδύνεψαν και κινδυνεύουν να μετατραπούν εξ ολοκλήρου σε αμερικάνικες βάσεις με ό,τι συνέπειες θα είχε αυτό. “Ευρω-ατλαντική” προοπτική των Βαλκανίων σημαίνει ότι όλες οι χώρες γίνονται υποψήφια θύματα των μεγάλων ανταγωνισμών.
Σίγουρα λοιπόν η Αριστερά δεν πρέπει να τσιμπήσει στα παραμύθια του ευρωπαϊκού δρόμου προς την ειρήνη. Ζούμε σε μια χώρα όπου η εργατική τάξη έζησε από πρώτο χέρι τα ψέματα για την ευημερία που θα έφερνε η Ευρωπαϊκή Ενωση. Ούτε ευημερία ούτε ειρήνη θα φέρει και στους γείτονές μας. Το ίδιο επικίνδυνο όμως για την Αριστερά είναι να πάρει μέρος στους εκβιασμούς και τις απειλές απέναντι στις γειτονικές χώρες. Η ελληνική άρχουσα τάξη παίζει ιδιαίτερο και πολύ βρόμικο ρόλο στην περιοχή και αυτόν το ρόλο η αριστερά πρέπει να τον πάρει πολύ σοβαρά υπόψη της, αν δεν θέλει να καταλήξει στο ίδιο στρατόπεδο με τους έλληνες τραπεζίτες και εφοπλιστές.
Η ελληνική άρχουσα τάξη δεν παίζει μόνο το παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων. Εχει τους δικούς της λόγους που επιδιώκει να βάλει τις βαλκανικές χώρες στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Οι έλληνες καπιταλιστές αλωνίζουν, έχουν αρπάξει μεγάλο κομμάτι της οικονομίας και εκμεταλλεύονται την εργατική τάξη σε μια σειρά χώρες. Οι πιο αδύναμες από αυτές, όπως η Αλβανία και η Μακεδονία, έχουν μετατραπεί σε ελληνικά προτεκτοράτα. 20% του τραπεζικού δυναμικού στις δύο αυτές χώρες και στη Βουλγαρία βρίσκεται σε ελληνικά χέρια. Οι τράπεζες που βρίσκονται στην πρωτοπορία αυτής της εισβολής έχουν φτάσει πλέον να έχουν 3.500 υποκαταστήματα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο δρόμος προς την ΕΕ και το ΝΑΤΟ είναι στρωμένος με σκληρούς εκβιασμούς πάνω στις φτωχές χώρες για ακόμη περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και μεγαλύτερη χαλάρωση των εργατικών δικαιωμάτων. Τα ελληνικά αφεντικά είναι αυτά που περιμένουν πρώτα στη σειρά να αρπάξουν περισσότερα φιλέτα. Αν η Ελλάδα βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Τρισέ, οι χώρες των Βαλκανίων έχουν να αντιμετωπίσουν, εκτός από τους τραπεζίτες του ΔΝΤ και της ΕΕ, τους “Ελληνες Τρισέ” που πιέζουν για συμμόρφωση.
Πολιτικοί εκβιασμοί
Η άλλη όψη αυτής της σχέσης είναι οι πολιτικοί εκβιασμοί. Ο ίδιος ο ελληνικός καπιταλισμός που πιέζει τις βαλκανικές χώρες να μπουν στην ΕΕ είναι ο ίδιος που βάζει βέτο στη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Οσο περισσότερη ανάγκη υπάρχει στην άλλη πλευρά, τόσο μεγαλύτερη είναι η δύναμη που νιώθει στα χέρια του το ελληνικό κεφάλαιο για να επιβληθεί και να αρπάξει. Στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, ούτε καν τέθηκε το αίτημα να πάρει ημερομηνία ένταξης η Δημοκρατία της Μακεδονίας. Το ελληνικό βέτο ήταν σίγουρο, αλλά για το Γιώργο Παπανδρέου ήταν προτιμότερο να μην έχει ούτε καν αυτό το κόστος. Αντί γι'αυτό οργάνωσε την “συνάντηση των Πρεσπών” για να βγάλει φωτογραφίες μαζί με τους δύο ηγέτες των προτεκτοράτων, του Μπερίσα και του Γκρουέφσκι. Το μήνυμα ήταν ότι όσο και σκληρό να είναι το αφεντικό της περιοχής, οι υποτακτικοί δεν έχουν και πουθενά αλλού να πάνε. Η ΕΕ λέει ότι θα ανοίξει την ένταξη της Μακεδονίας μόνο όταν Ελλάδα και Μακεδονία τα βρουν μεταξύ τους. Και φυσικά αυτό θα γίνει με τους όρους του ισχυρού, όχι μιας φτωχής χώρας με 2 εκατομμύρια πληθυσμό και 33% ανεργία. Η Αλβανία θα μπει στη ζώνη Σένγκεν, πιθανώς μέσα στο 2010, ενώ χαλάρωσε το καθεστώς της βίζας και για τη Μακεδονία. Βήμα-βήμα υπό το ελληνικό μαστίγιο, με τον κατά τα άλλα “ακραίο” Γκρουέφσκι να κατηγορείται εντός της χώρας για πρωτοφανείς υποχωρήσεις και να δηλώνει ότι “Θα αποδεχθούμε συμβιβασμό, αλλά όχι κάτω από πίεση και εκβιασμούς. Το ζήτημα του ονόματος θα λυθεί όταν ο γείτονάς μας αρχίσει να μας φέρεται σαν έθνος με τις ανάγκες μας, τα αισθήματα και τα συναισθήματά μας, με αξιοπρέπεια και κουλτούρα, ως μακεδονικό έθνος με τη δική μας γλώσσα και ταυτότητα, μοναδικότητα, ως ανθρώπους και όχι σαν αντικείμενα που μπορούν να αγοραστούν ή να μεταπειστούν υπό πίεση”.
Η εργατική τάξη και η Αριστερά στην Ελλάδα όχι μόνο δεν έχουν συμφέρον να ταχθούν με αυτούς τους εκβιασμούς, αλλά έχουν συμφέρον και να τους μπλοκάρουν. Πρέπει να απαλλάξουμε τους βαλκάνιους συναδέλφους μας από την ελληνική θηλιά που τους πνίγει και τους καταδικάζει στην εξαθλίωση. Είναι δικό τους και μόνο δικαίωμα να αποφασίσουν αν θα γίνουν μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ, όχι της ελληνικής άρχουσας τάξης και οποιουδήποτε βέτο. Η “αριστερή” υποστήριξη του βέτο που αυτοπροβάλλεται ως “αντιμπεριαλισμός” είναι σκέτο άλλοθι για υποστήριξη στους επιθετικούς σχεδιασμούς των ελλήνων καπιταλιστών. Το περιοδικό “Επίκαιρα” που εκδίδει ο Αντώνης Λιβάνης έχει μετατραπεί σε φωλιά τέτοιας “αριστεροπατριωτικής” αρθρογραφίας και από αυτήν την άποψη είναι αποκαλυπτικό. Είναι θλιβερός ο “αντιμπεριαλισμός” που τάσσεται από τη μία ενάντια στην ΕΕ, αλλά ταυτόχρονα δεν θέλει την διεύρυνσή της επειδή “θα αποδυναμωθεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση”. Μάλιστα, αυτού του είδους η επιχειρηματολογία συνδυάζεται τελευταία με μια καταγγελία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Ερντογάν ως “νεο-οθωμανικής”. Το παλιό “πατριωτικό” επιχείρημα έλεγε ότι η Τουρκία ήταν η αγαπημένη των Αμερικάνων. Τώρα το επιχείρημα αντιστρέφεται και γελοιοποιείται. Ο Ερντογάν κάνει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική σαν “Οθωμανός Σουλτάνος”.
Οντως η κυβέρνηση Ερντογάν ακολουθεί μια πιο ανοιχτή εξωτερική πολιτική σε σχέση με προηγούμενες τουρκικές κυβερνήσεις. Αυτό όμως είναι μια απόδειξη για το πόσο πιο ασταθείς γίνονται συνολικά οι συσχετισμοί στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Ο αρθρογράφος των Φαινάνσιαλ Τάιμς Γκίντεον Ραχμάν στις 4 Γενάρη περιέγραφε ως εξής την τουρκική στροφή: “Η Τουρκία, που κάποτε θεωρείτο κρίσιμος σύμμαχος των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο και στη συνέχεια διαφημίστηκε ως το μοναδικό παράδειγμα κοσμικής, φιλοδυτικής, μουσουλμανικής δημοκρατίας, δεν αποτελεί πλέον αξιόπιστο συνομιλητή για τη Δύση. Μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πολύ υψηλά επίπεδα αντιαμερικανισμού. Η κυβέρνηση υπό το μετριοπαθές ισλαμιστικό κόμμα AKP διαλέγεται με τους τοπικούς εχθρούς της Αμερικής – συμπεριλαμβανομένης της Χαμάς, της Χεζμπολάχ και του Ιράν – και έχει σημάνει συναγερμό στους Αμερικάνους καθώς κράτησε μια ιδιαίτερα εχθρική στάση προς το Ισραήλ”. Ο αρθρογράφος, μάλιστα, εντάσσει αυτή τη στροφή της Τουρκίας σε ένα ευρύτερο σχήμα χωρών που φεύγουν από τον έλεγχο των ΗΠΑ: Βραζιλία, Νότια Αφρική, Ινδία και Τουρκία.
Δυνατότητες
Είναι τρεις παράγοντες που δίνουν στον Ερντογάν αυτές τις δυνατότητες. Ο πρώτος είναι η συνολική αποδυνάμωση της αμερικάνικης ηγεμονίας. Ο δεύτερος είναι η κρίση στη Μέση Ανατολή που έχουν προκαλέσει οι πόλεμοι των ΗΠΑ. Η Τουρκία μπόρεσε να παρέμβει με το κύρος της τοπικής δύναμης που έστω και στα λόγια κατήγγειλε τις ισραηλινές θηριωδίες. Με αυτή την ευκαιρία ο Ερντογάν μπόρεσε να ξανανοίξει σχέσεις ακόμη και με τη Συρία και την Αρμενία με τις οποίες υπάρχουν συνοριακές διαφορές. Ο τρίτος λόγος είναι πολιτικός. Η προσπάθεια εθνικιστικής κλιμάκωσης από το στρατό γύρισε μπούμερανγκ ειδικά μετά τη δολοφονία Χραντ Ντινκ και την αποκάλυψη του παραστρατιωτικού δικτύου Εργκενεκόν. Οι στρατηγοί βρίσκονται στη γωνία και ο Ερντογάν μπόρεσε να κάνει βήματα για το Κουρδικό και τις άλλες μειονότητες εξασφαλίζοντας κάποια συναίνεση.
Το ζήτημα είναι τι ρόλο παίζουν τα ελληνοτουρκικά σε αυτήν την κατάσταση. Η απάντηση είναι μόνο αρνητική. Την ώρα που ο Ερντογάν βοηθάει τα καραβάνια αλληλεγγύης να φτάσουν στη Γάζα, ο Έλληνας Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Δρούτσας δίνει ετεροχρονισμένα συγχαρητήρια στην Ντόρα Μπακογιάννη για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον αποκλεισμό του Λιβάνου και στην κρίση της Γάζας, στο πλευρό του Ισραήλ. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση έχουν δεδομένο το βέτο στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, απαιτώντας από την Τουρκία να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία και να ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στα ελληνοκυπριακά πλοία και αεροπλάνα. Ο Παπανδρέου δηλώνει ότι για την Ελλάδα η Τουρκία παραμένει “σε ευρωπαϊκή τροχιά”, μια τροχιά όμως που καταλήγει στο βέτο. Μέσα στις γιορτές, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, με δηλώσεις περί “Σταύρωσης του Πατριαρχείου” και Σχολής της Χάλκης, έδωσε ένα μικρό δώρο στο Γ. Παπανδρέου αλλά ένα μεγαλύτερο δώρο στους τούρκους στρατηγούς. Ηταν οι ίδιες μέρες που το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας έβγαζε παράνομο το μεγαλύτερο κουρδικό κόμμα της Βουλής, ξεσηκώνοντας την οργή του κόσμου αλλά και του ίδιου του Ερντογάν. Αντί να βοηθάνε για τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, όπως ισχυρίζονται, οι πιέσεις της Ελλάδας και της ΕΕ απειλούν να την αποσταθεροποιήσουν.
Στο μεταξύ οι ελληνοτουρκικοί ανταγωνισμοί φαίνεται να έκλεισαν το πιο ευνοϊκό παράθυρο που υπήρξε ποτέ για βήματα μπροστά στην Κύπρο. Σε Βορρά και Νότο του νησιού, υπάρχουν κυβερνήσεις που τις εξέλεξε ο κόσμος έξω από το άρμα του σωβινισμού. Όταν όμως οι “προστάτιδες δυνάμεις” δεήσουν να δώσουν την έγκρισή τους, οι προεδρικές εκλογές που γίνονται φέτος στη Βόρεια Κύπρο πιθανώς να έχουν ξαναγυρίσει την Προεδρία της χώρας στους εθνικιστές. Αν παρουσιαστεί σχέδιο λύσης πάνω σε αυτή τη συγκυρία, δεν θα φταίει ο κόσμος αν δεν δείξει την παραμικρή εμπιστοσύνη.
Η ελληνική και η τουρκική άρχουσα τάξη είναι δεμένες με τις πιο απαίσιες σχέσεις που δημιουργεί ο καπιταλισμός. Ως γειτονικοί καπιταλισμοί έχουν αμοιβαίες επενδύσεις και κοινό συμφέρον από τη διασφάλιση της «τάξης». Την ίδια στιγμή έχουν και τον πιο άγριο ανταγωνισμό για το ποιος από τους δύο θα αποδειχθεί πιο ισχυρός παίχτης και θα διασφαλίσει τις περισσότερες επενδύσεις στην περιοχή. Ο καθένας χρησιμοποιεί τα δικά του ισχυρά όπλα. Η ελληνική πλευρά αξιοποιεί το ότι είναι μέλος της ΕΕ και έχει δικαίωμα βέτο, αξιοποιεί τα μεγάλα ανοίγματα στα Βαλκάνια και τα προτεκτοράτα που έχει καταφέρει να δημιουργήσει. Η τούρκικη πλευρά χρησιμοποιεί τις δυνατότητες που έχει στον Καύκασο και στη Μέση Ανατολή. Όσο περισσότερο δυναμώνουν οι ανταγωνισμοί τόσο περισσότερα χρήματα φεύγουν από τις τσέπες μας και πηγαίνουν σε άχρηστους εξοπλισμούς. Και ποτέ δεν βγαίνει από την ημερήσια διάταξη η πιθανότητα ενός αιματηρού πολέμου. Οι ανταγωνισμοί έχουν και ένα ακόμη επικίνδυνο υποπροϊόν. Δίνουν τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν το χαρτί του εθνικισμού για να πειθαρχούν την εργατική τάξη και τη νεολαία.
Για όλους αυτούς τους λόγους η Αριστερά πρέπει να βρίσκεται στην αντίπερα όχθη από το στρατόπεδο του κάθε είδους “βέτο”, εθνικισμού και πολεμοκαπηλίας. Ο Καραμανλής χρησιμοποίησε το βέτο στο Βουκουρέστι για να γαντζωθεί στην εξουσία ενάμιση ακόμη χρόνο. Δεν θέλουμε ο Παπανδρέου την ώρα που θα επιτίθεται στους μισθούς και στις συντάξεις μας και θα αφήνει τα εργοστάσια να κλείνουν, να βρει την ευκαιρία να ακούσει κανένα “μπράβο” για την πυγμή που δείχνει απέναντι στους εργάτες των Βαλκανίων. Ο δρόμος για το σπάσιμο των συνόρων δεν περνά ούτε μέσα από την ΕΕ ούτε από το ΝΑΤΟ, αλλά από τους εργατικούς αγώνες ενάντια στον πόλεμο, τα αφεντικά και τις διχαστικές τους ιδεολογίες.