Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στη συλλογή Δοκίμια για τον Ιστορικό Υλισμό, εκδόσεις Bookmarks, 1998. Βασίζεται σε ομιλία του Κρις Χάρμαν στο Σχολείο Ιστορίας του περιοδικού International Socialism. Τη μετάφραση έκανε ο Νίκος Λούντος.
Ιστορικά, είναι εντυπωσιακό πόσες φορές οι άρχουσες τάξεις έχουν προσπαθήσει να εμποδίσουν τους ανθρώπους να κατανοούν το παρελθόν. Το αγαπημένο μου παράδειγμα είναι από την ίδρυση της πρώτης Πανκινέζικης Αυτοκρατορίας το 221 π.Χ. Ο Αυτοκράτορας διέταξε να καούν όλα τα βιβλία που αναφέρονταν στις παλιές παραδόσεις: “Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι των γραμμάτων που δεν βασίζονται στο παρόν αλλά μελετούν το παρελθόν με σκοπό να ασκήσουν κριτική στη σύγχρονη εποχή. Μπερδεύουν και ενθουσιάζουν το λαό... Κρίνω σκόπιμο να απαγορευτούν.” Οι άνθρωποι που θα τολμούσαν να συζητήσουν για τα απαγορευμένα βιβλία: “θα πρέπει να εκτελεστούν, με δημόσια έκθεση των πτωμάτων τους. Αυτοί που χρησιμοποιούν το παρελθόν για να ασκήσουν κριτική στο παρόν πρέπει να θανατωθούν μαζί με τους συγγενείς τους.” Αντίστοιχα πράγματα συνέβησαν κατ' επανάληψη από τότε και συμβαίνουν ακόμη και σήμερα σε αρκετά μέρη του κόσμου.
Οταν οι Αζτέκοι, τον 15ο αιώνα, ίδρυσαν την Αυτοκρατορία τους στη σημερινή περιοχή του Μεξικού και της Γουατεμάλας, καταπιάστηκαν με την καταστροφή όλων των παλιών αρχείων, έτσι ώστε να μπορεί να επινοηθεί μια παράδοση που θα νομιμοποιούσε την εξουσία των Αζτέκων αυτοκρατόρων. Οι Iσπανοί κονκισταδόρες στην ίδια περιοχή, 100 χρόνια αργότερα, κινήθηκαν στα ίδια σχεδόν βήματα. Κατέστρεψαν όλους τους ναούς και τα μνημεία των Αζτέκων και όσα περισσότερα κείμενά τους μπορούσαν ώστε να ξεριζώσουν τη μνήμη του Αζτέκικου πολιτισμού.
Πιο πρόσφατα είχαμε το κάψιμο των βιβλίων από τους Ναζί. Επειτα, είχαμε το σταλινικό ξαναγράψιμο της ιστορίας, τη χάλκευση των φωτογραφιών, των κινηματογραφικών φιλμ, την απαγόρευση κάθε συζήτησης ώστε τελικά κάθε ιστορικό ντοκουμέντο οποιασδήποτε σημασίας κλειδώθηκε στα έγκατα των κεντρικών γραφείων της Γκε-Πε-Ου στην πλατεία Λουμπιάνκα. Στην Ουγγαρία, μέχρι πριν από δέκα χρόνια, οποιαδήποτε συζήτηση για την επανάσταση του 1956 απαγορευόταν. Αρκούσε να θέσεις μόνο το ερώτημα, και ρίσκαρες να χάσεις τη δουλειά σου, να υποστείς διώξεις από την αστυνομία, να φυλακιστείς και ούτω καθεξής. Παρόμοια, στην Ισπανία μέχρι πριν από 20 χρόνια, η καταστροφή της Γκερνίκα ήταν ζήτημα που δεν μπορούσες να θέσεις, ούτε εντύπως, ούτε σε γραπτή εργασία αν ήσουν φοιτητής, ούτε σε συζήτηση. Επρεπε να επικρατήσει ο μύθος ότι την Γκερνίκα την είχαν κάψει οι Βάσκοι και να εξαφανιστεί η μνήμη του πρώτου αεροπορικού βομβαρδισμού της ιστορίας.
Συνεπώς οι άρχουσες τάξεις κρίνουν ότι η ιστορία παίζει σημαντικό ρόλο για τον έλεγχο των ιδεών του κόσμου. Τα πρώτα ιστορικά ντοκουμέντα που έχουμε στη διάθεσή μας και προέρχονται από την Αρχαία Αίγυπτο και την Αρχαία Σουμερία είναι Κατάλογοι Βασιλέων. Οι βασιλιάδες έβαζαν τους γραμματικούς τους να καταγράφουν λίστες με τους προκατόχους των θρόνων τους, συνήθως φτάνοντας προς τα πίσω σε κάποιον μυθικό θεό, έτσι ώστε να διαιωνίζεται η αντίληψη πως οι βασιλιάδες αποτελούσαν την προσωποποίηση της κοινωνίας. Αυτή η προσέγγιση παραμένει κομβική για την κυρίαρχη ιστορία μέχρι και σήμερα. Από ό,τι μου λένε, σήμερα στα σχολεία τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, όμως όταν εγώ πήγαινα σχολείο ξεκινούσαμε μαθαίνοντας τα ονόματα και τις ημερομηνίες όλων των Αγγλων βασιλιάδων από τον Αλφρέδο το Μέγα και μετά. Ενα κάρο βιβλία ιστορίας σήμερα συνεχίζουν να γράφονται πάνω στην ίδια βάση: όταν ο τάδε ηγέτης ανέβηκε στην εξουσία, υποτίθεται ότι έκανε τούτο, εκείνο και το άλλο, ενώ στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον επόμενο ηγέτη και τον μεθεπόμενο.
Μια διαφορετική αντίληψη για την ιστορία σε σχέση με τους Καταλόγους Βασιλέων εμφανίζεται όταν μια κοινωνία αντιμετωπίζει κάποια βαθειά κρίση και οι άνθρωποι σ' αυτήν την κοινωνία προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στην κρίση. Αυτός είναι ο λόγος που τα δύο αρχαιότερα ιστορικά έργα – η Ιστορία του Ηρόδοτου και η περιγραφή των Πελοποννησιακών Πολέμων από τον Θουκυδίδη – γράφτηκαν καθώς η ελληνική κοινωνία βρισκόταν εν μέσω βαθιών μετασχηματισμών. Ο Θουκυδίδης, για παράδειγμα, έγραψε σε μια περίοδο τεράστιας κρίσης. Η αθηναϊκή εξουσία είχε καταλυθεί και η κοινωνία σπαρασσόταν λόγω της στρατιωτικής ήττας. Ο Θουκυδίδης έπρεπε να προσπαθήσει να ερμηνεύσει αυτήν την κατάσταση και δεν του έφτανε ένας κατάλογος με βασιλιάδες για να το καταφέρει. Επρεπε να προσπαθήσει να οδηγηθεί σε κάποιου είδους επιστημονική κατανόηση του παρελθόντος.
Η ανάδυση της σύγχρονης ιστορίας ήταν κομμάτι του Διαφωτισμού, κατά τον οποίο μια ολόκληρη σειρά στοχαστών του 18ου αιώνα σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά κυρίως στη Γαλλία και τη Σκοτία, αντιμέτωποι με μια κοινωνία που άλλαζε, προσπάθησαν να οδηγηθούν σε κάποια ορθολογιστική κατανόηση. Εκεί θα βρούμε την Ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Γκίμπον και την Ιστορία της Αγγλίας από τον Χιουμ, αλλά και τα γραπτά του Ρουσό, του Φέργκιουσον και του Σμιθ. Η προσπάθεια για επιστημονική ιστορία, όπως όλα τα εγχειρήματα του Διαφωτισμού, προήλθε από στοχαστές που ταυτίζονταν με την άνοδο μιας νέας τάξης, η οποία συνδεόταν με ένα νέο τρόπο οργάνωσης και παραγωγής, της αστικής τάξης. Προσπάθησαν να κατανοήσουν και να εξηγήσουν με ποιον τρόπο μπορεί η κοινωνία να αναδιοργανωθεί προς όφελος της αστικής τάξης. Ομως για να το καταφέρουν, έπρεπε να υπερβούν την αντίληψη περί ιστορίας με Καταλόγους Βασιλέων, και στη θέση μιας απαρίθμησης γεγονότων που δεν συνδέονται μεταξύ τους να βάλουν κάποιο συνολικό σχήμα.
Οι επιθέσεις εναντίον του Διαφωτισμού είναι πολύ της μόδας σήμερα. Ομως, όποιος θέλει να μετασχηματίσει την κοινωνία πρέπει να υπερασπίσει την επιστημονική προσέγγιση του Διαφωτισμού και να οικοδομήσει πάνω σε αυτήν την προσέγγιση. Οι συντηρητικοί συγγραφείς το καταλάβαιναν πάντα αυτό. Αντιδρούν με τρεις τρόπους. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει καθόλου ιστορία. Στην Αγία Γραφή λέει ότι τους φτωχούς θα τους έχετε πάντα μαζί σας, σήμερα λένε ότι θα έχετε πάντα τα γονίδιά σας. Ετσι, η άρνηση της ιστορίας μετατρέπεται σε αναφορά για αφηρημένες βιολογικές παρορμήσεις, ώστε τίποτα δεν αλλάζει ποτέ και η κοινωνία ποτέ δεν βιώνει οποιαδήποτε ριζική μεταβολή.
Η δεύτερη αντίδραση είναι ο παλιός ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει κανένα γενικό σχήμα στην ιστορία. Η αντίληψη αυτή είναι πολύ δημοφιλής σήμερα. Ολα είναι συμπτωματικά, μας λένε, όλα είναι τυχαία. Το πού βρισκόμαστε σήμερα είναι απλώς το αποτέλεσμα μια τυχαίας αλυσίδας γεγονότων του παρελθόντος, πιθανώς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αυτήν την αλυσίδα και δεν πρέπει ούτε καν να προσπαθήσουμε.
Η τρίτη αντίδραση είναι να λένε ότι αν υπάρχει οποιοδήποτε γενικό σχήμα στην ιστορία, αυτό επιβάλλεται καθαρά και μόνο από το μυαλό μας. Η ιστορία γίνεται κατανοητή ως σειρά από μύθους. Αυτό έπειτα δικαιολογεί τους ιστορικούς να παράγουν τους δικούς τους μύθους. Οι μύθοι που συνήθως κατασκευάστηκαν τον 19ο αιώνα ήταν οι μύθοι του ένδοξου έθνους, της χιλιόχρονης ιστορίας των Κροατών ή της χιλιόχρονης ιστορίας των Γερμανών. Ολα ερμηνεύονταν από τη σκοπιά της ενίσχυσης του έθνους, με το έθνος να είναι ένα εξιδανικευμένο υποκείμενο που δρα μέσα στην ιστορία.
Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο πρέπει να κατανοήσουμε τον Μαρξ. Οι ιδέες του αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του 1840, όταν ο Διαφωτισμός παρέμενε σχεδόν στη ζωντανή μνήμη και η παράδοσή του ήταν ακόμη ζωντανή. Την ίδια στιγμή, ο Μαρξ βρισκόταν αντιμέτωπος με την απαρχή της ανορθολογικής άρνησης της κατανόησης της ιστορίας. Αυτό που έκανε ο Μαρξ ήταν να δει τα όρια της παράδοσης του Διαφωτισμού αλλά να προσπαθήσει να πάει πέρα από το Διαφωτισμό θεμελιώνοντας μια πραγματικά επιστημονική κατανόηση της ιστορίας.
Μετακινήθηκε σε σχέση με την προσέγγιση του Διαφωτισμού με δύο τρόπους. Πρώτον, ο Διαφωτισμός υπέθετε πάντα ότι η ιστορία είχε σταματήσει στο παρόν. Οπως το έλεγε ο Μαρξ: “Για την αστική τάξη, υπήρξε ιστορία, αλλά πλέον δεν υπάρχει.” Με το που ήρθε η αστική τάξη στην εξουσία, δεν είχε πλέον κανένα συμφέρον από την κατανόηση της αλλαγής – μάλιστα την φοβόταν.
Δεύτερον, ο Μαρξ είδε πως οι παλιότεροι ιστορικοί είχαν κατανοήσει την ιστορία με όρους ιδεών, με όρους πολιτικών θεσμών, με όρους κράτους, με όρους ανόδου και πτώσης πολιτισμών σε κάποιες περιπτώσεις. Αυτό που δεν είχαν κάνει ποτέ ήταν να κατανοήσουν την ιστορία ως προϊόν της δραστηριότητας των απλών ανδρών και γυναικών. Ο Μαρξ επέμενε ότι αν πραγματικά θέλεις να κατανοήσεις την ανθρώπινη ιστορία, πρέπει να ξεκινήσεις με το απλό γεγονός ότι τα ανθρώπινα πλάσματα, αντίθετα με τα άλλα ζώα, δεν έχουν άλλο τρόπο επιβίωσης ή βιοπορισμού από το να εργάζονται από κοινού, σε συνεργασία μεταξύ τους. Για να αποκομίσουν τα προς το ζην, χρειάζεται να έχουν ορισμένες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους, και ο βαθμός στον οποίο πετυχαίνουν να βιοπορίζονται καθορίζει όλα τα υπόλοιπα που μπορούν να κάνουν.
Η ρίζα κάθε κοινωνικής ανάπτυξης και κάθε κοινωνικής αλλαγής βρίσκεται εκεί που βρίσκονται και τα ανθρώπινα πλάσματα – στον τρόπο με τον οποίο βιοπορίζονται και στον τρόπο που σχετίζονται μεταξύ τους στη διαδικασία αυτού του βιοπορισμού. Οπως το διατύπωνε ο Μαρξ στις πρώτες σελίδες της Γερμανικής Ιδεολογίας:
“Οι προϋποθέσεις από όπου ξεκινούμε δεν είναι αυθαίρετες, δεν είναι δόγματα... Είναι τα πραγματικά άτομα, η δραστηριότητά τους και οι υλικοί όροι της ζωής τους, τόσο αυτοί που τους βρήκαν να υπάρχουν, όσο και εκείνοι που τους δημιούργησαν με τη δική τους δραστηριότητα... Οι προϋποθέσεις της είναι οι άνθρωποι [...] στην πραγματική τους, εμπειρικά αντιληπτή διαδικασία ανάπτυξης σε καθορισμένες συνθήκες. Από τη στιγμή που θα περιγραφεί αυτή η διαδικασία ζωής, η ιστορία παύει να είναι μια συλλογή νεκρών γεγονότων, όπως τη θεωρούν οι εμπειριστές [...] ή μια φανταστική δραστηριότητα φανταστικών υποκειμένων, όπως συμβαίνει με τους ιδεαλιστές” .1
Ελεγε ότι η επιστημονική ιστορία πρέπει να ξεκινά:
“από την υλική παραγωγή της άμεσης ζωής, και να καταλαβαίνουμε τη μορφή επικοινωνίας, που συνδέεται μ' αυτή και δημιουργείται απ' αυτό τον τρόπο παραγωγής [...] σαν βάση όλης της ιστορίας, και να τη δείξουμε στη δράση της σαν κράτος, να εξηγήσουμε μέσω αυτής όλα τα διαφορετικά θεωρητικά προϊόντα και μορφές συνείδησης, τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, την ηθική, κτλ., κτλ., και να παρακολουθήσουμε τη γέννησή τους και την ανάπτυξή τους απ' αυτή τη βάση, πράγμα ασφαλώς που θα επιτρέψει να παρουσιάσουμε το θέμα στην ολότητά του (και επομένως την αμοιβαία επίσης δράση αυτών των πλευρών ανάμεσά τους)”.2
Η αφετηρία έπρεπε να είναι η υλική αλληλεπίδραση των ανθρώπων σε όλον τον κόσμο στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τη ζωή τους. Αν δεν ξεκινήσεις με αυτό, δεν μπορείς να καταλάβεις τίποτα άλλο. Αυτή είναι η εξήγηση που συνοψίζει εκπληκτικά ο Μαρξ στον Πρόλογο στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας – μια εξήγηση που δέχεται συχνά επιθέσεις από εχθρούς του μαρξισμού και από κάποιους υποτιθέμενους φίλους του λόγω της χρήσης των όρων “βάση” και “εποικοδόμημα”.
Ηταν πολύ συνηθισμένο μια εποχή να λέγεται ότι ο Μαρξ έκανε λάθος όταν έγραφε αυτά τα πράγματα, ότι δεν τα εννοούσε και ότι είναι κάπως χοντροκομμένα. Ομως οι έννοιες της βάσης και του εποικοδομήματος, και κοντά σε αυτά η σχέση μεταξύ των “παραγωγικών δυνάμεων” και των “παραγωγικών σχέσεων” είναι απολύτως κεντρικές στη συνολική προσέγγιση του Μαρξ. Αν τις απορρίψεις, καταλήγεις ακόμη και αν δεν το θες σε μία από τις συντηρητικές προσεγγίσεις της ιστορίας.
Τι υποστήριζε ουσιαστικά ο Μαρξ; Πρώτον υποστήριζε ότι τα ανθρώπινα πλάσματα αναπτύσσουν μέσα στην ιστορία όλα και μεγαλύτερες ικανότητες να εξασφαλίζουν στους εαυτούς τους τον βιοπορισμό μέσω της εργασίας. Αυτό είναι που αποκαλεί “παραγωγικές δυνάμεις” – την ανθρώπινη ικανότητα να ελέγχεις τον εξωτερικό κόσμο. Δεύτερον, υποστήριζε ότι μια τέτοια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς να αλλάζουν διαρκώς οι σχέσεις που έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Καθώς αναπτύσσουν νέους τρόπους για να βγάζουν τα προς το ζην, εμφανίζονται νέες σχέσεις μεταξύ των ατόμων. Αυτές οι σχέσεις έπειτα καθορίζουν τις κάθε είδους υπόλοιπες σχέσεις σε ολόκληρη την κοινωνία. Ετσι οδηγούμαστε στην περίφημη διάκριση μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος. Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι σε ένα συγκεκριμένο σημείο στην ιστορία, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εξαρτάται από μια κοινωνική μειοψηφία που αρπάζει για τον εαυτό της όλο ή το περισσότερο πλεόνασμα ώστε να διατηρείται η πλειοψηφία της κοινωνίας μόλις στο όριο της επιβίωσης. Με δεδομένο ένα χαμηλό επίπεδο υλικής παραγωγής, αν το πλεόνασμα μοιραστεί εξίσου σε όλους, το αποτέλεσμα είναι μια αμελητέα βελτίωση των όρων διαβίωσης της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Ομως, αν μια προνομιούχα ομάδα συγκεντρώσει το πλεόνασμα στα χέρια της, μπορεί όχι μόνο να δώσει στον εαυτό της τεράστια προνόμια αλλά και να εξασφαλίσει περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Μπορεί για παράδειγμα να διασφαλίσει ότι θα χτιστούν φράγματα, ότι θα ανοιχτούν αρδευτικά κανάλια, ότι θα παρασχεθούν τα μέσα σε ανθρώπους για να ταξιδέψουν μεγάλες αποστάσεις και να φέρουν σπάνια προϊόντα από μακρινές κοινωνίες. Μπορεί επίσης να αποθηκεύσει τρόφιμα για το μέλλον, αντιμετωπίζοντας ένα λιμό ή μια επιδημία.
Με αυτήν την έννοια, μέσω της εκμετάλλευσης της πλειοψηφίας της κοινωνίας, αυτή η προνομιούχα ομάδα μπορεί να επιτελεί μια προοδευτική λειτουργία σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της ιστορίας. Ο Μαρξ δεν υποστηρίζει πουθενά ότι οι τάξεις εμφανίζονται κατά τύχη. Υποστηρίζει ότι σε ένα συγκεκριμένο σημείο της ιστορίας, για να αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις, πρέπει να αναπτυχθούν και οι τάξεις. Και υποστηρίζει πως χωρίς την ανάπτυξη των τάξεων δεν θα είχαμε την εμφάνιση του πολιτισμού, την ανάπτυξη των πόλεων, την ανάπτυξη της τέχνης, της γραφής και της διανόησης.
Υποστηρίζει όμως επίσης ότι από τη στιγμή που αναδειχθεί μια ομάδα που ελέγχει το πλεόνασμα, τότε εγκαθιδρύει θεσμούς για να σταθεροποιήσει την κυριαρχία της. Οι θεσμοί αυτοί αποτελούν το εποικοδόμημα. Κατ'αρχάς υπάρχει ένα κράτος – σώματα ένοπλων ανδρών, υποχείρια αυτών που ελέγχουν το πλεόνασμα. Επειτα, υπάρχουν θεσμοί που παρέχουν ιδεολογικές δικαιολογίες – ιεραρχίες κληρικών που τροφοδοτούν με μυστικιστικές ιδέες σχεδιασμένες για να εξαρτούν τους ανθρώπους πάνω στην κυρίαρχη τάξη. Ετσι, ο Μαρξ επισημαίνει ότι σε κάθε σημείο της ιστορίας της κοινωνίας υπάρχουν τρεις παράγοντες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Υπάρχει η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στη βάση – οι άνθρωποι συνεργάζονται και μαθαίνουν νέους τρόπους να ελέγχουν τη φύση. Μέσα από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ξεπηδάνε καινούργιες παραγωγικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Τέλος, υπάρχει το εποικοδόμημα που ορθώνει κάθε άρχουσα τάξη προσπαθώντας να μην αφήσει την περαιτέρω κοινωνική αλλαγή να υπονομεύσει την εξουσία της. Ομως αυτό σημαίνει ότι περιορίζει τις βελτιωμένες μεθόδους παραγωγής στο βαθμό που αυτές οδηγούν σε καινούργες κοινωνικές σχέσεις που υπονομεύουν τις παλιές. Υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ της πίεσης του εποικοδομήματος από τα πάνω για να παρεμποδιστεί η αλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις και της πίεσης της παραγωγικής διαδικασίας από τα κάτω η οποία προκαλεί μια τέτοια αλλαγή.
Ενα ιστορικό παράδειγμα μπορεί να δείξει με ποιον τρόπο λειτουργεί αυτή η αντίφαση. Γνωρίζουμε πως μετά το 4000 π.Χ. συνέβησαν τεράστιες εξελίξεις στις παραγωγικές δυνάμεις της περιοχής που σήμερα ονομάζεται Ιράκ. Υπήρξε η πρώτη χρήση μετάλλων, άνοιξαν αρδευτικά κανάλια, χτίστηκαν φράγματα, εφευρέθηκε η γραφή. Πραγματοποιήθηκε τεράστια ανάπτυξη, όμως μέρος αυτής της διαδικασίας ανάπτυξης ήταν η σταθεροποίηση μιας άρχουσας τάξης που είχε ως βάση της τους ναούς, περίπου το έτος 3000 π.Χ. Χωρίς αυτήν την τάξη, δεν θα υπήρχε συσσώρευση αρκετού πλεονάσματος για μεταλλουργία, για να φτιαχτούν φράγματα και κανάλια και για να δημιουργηθεί ένα κοινωνικό στρώμα απαλλαγμένο από τη δουλειά στα χωράφια ώστε να μελετήσει τη γραφή και την ανάγνωση. Γνωρίζουμε επίσης ότι, όταν πλέον η κυρίαρχη τάξη σταθεροποιήθηκε, ενίσχυσε τον έλεγχό της πάνω στην πλειοψηφία του κόσμου. Εσπευσε να εμποδίσει την εμφάνιση ιδεών και κοινωνικών ομάδων που πιθανώς θα αμφισβητούσαν την εξουσία της. Ιδρυσε κρατικούς και θρησκευτικούς θεσμούς που ήταν όσο πιο μονολιθικοί γινόταν. Τέλος, από το 3000 π.Χ και μετά, βλέπουμε και κάτι ακόμη. Είναι σχεδόν σαν να σταμάτησε το ρολόι της ιστορίας. Οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονταν με πολύ χαμηλότερη ταχύτητα, υπήρχαν πολύ λιγότερες νέες εφευρέσεις, μικρότερη αποδοτικότητα της γης και παραγωγή τροφίμων, μέχρι που η κοινωνία μπήκε σε μια πολύ μεγάλη κρίση, περίπου στα έτη 2.300 ή 2.200 π.Χ.
Δηλαδή, ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγής ήταν απαραίτητο για την εμφάνιση μιας άρχουσας τάξης. Η άρχουσα τάξη ενίσχυσε τη θέση της με ένα εποικοδόμημα, μια ιεραρχία αξιωματούχων, ενόπλων δυνάμεων, αστυνομίας και ιερέων. Αυτοί επιδίωκαν να ελέγξουν κάθε πλευρά της κοινωνίας και έτσι περιορίστηκε η περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής. Εμφανίστηκε μια σύγκρουση μεταξύ του εποικοδομήματος και των εξελίξεων στην κοινωνική παραγωγή.
Αυτό ακριβώς είναι το μοντέλο του Μαρξ. Είναι πολύ διαφορετικό σε σχέση με την καρικατούρα του μαρξισμού που βρίσκει κανείς συχνά, η οποία προήλθε από την σταλινική διαστρέβλωσή του. Σύμφωνα με την καρικατούρα αυτή, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδηγεί αυτόματα σε ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής και αυτό οδηγεί αυτόματα σε ανάπτυξη του εποικοδομήματος. Ολο αυτό είχε μια απλή εξήγηση στην εποχή του Στάλιν: “Η ζωή είναι άθλια”, έλεγαν στην πραγματικότητα οι σταλινικοί. “Αν οικοδομήσουμε βιομηχανία, εξαφανίσουμε κάθε δημοκρατία και ισότητα, κάποια μέρα θα έχουμε δημοκρατικό σοσιαλισμό – στο μεταξύ πρέπει να δολοφονούμε ανθρώπους ή να τους ρίχνουμε στα Γκούλαγκ”.
Αυτή δεν είναι με κανένα τρόπο η εικόνα που παρουσίασε ο Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία και στον Πρόλογό του στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Πρόκειται για μηχανιστική διαστρέβλωση. Ο Μαρξ παρουσίασε μια δυναμική εικόνα. Οι αλλαγές στις παραγωγικές δυνάμεις συνεχίζουν να προκαλούν χαμηλής κλίμακας αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις. Το εποικοδόμημα προσπαθεί να παγώσει τις παραγωγικές σχέσεις. Τα δύο οδηγούνται σε σύγκρουση. Η σύγκρουση επιλύεται μόνο αν κάνει την εμφάνισή της η ταξική πάλη και αναδειχθεί μια καινούργια τάξη που θα διαλύσει το εποικοδόμημα και θα οδηγήσει τις παραγωγικές δυνάμεις προς τα μπρος. Δεν υπάρχει τίποτα το μηχανιστικό σε αυτήν την εικόνα.
Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αντίληψη στον Μαρξ ότι η νέα άρχουσα τάξη θα κάνει αναπόφευκτα τη ρήξη. Λέει ότι οι εναλλακτικές είναι είτε η νίκη της νέας τάξης είτε η αμοιβαία καταστροφή των δύο αντιμαχόμενων τάξεων. Βέβαια, ο όρος “αμοιβαία καταστροφή” μπορεί να είναι κάπως υπερβολικός σε ορισμένες περιπτώσεις. Στην Αρχαία Σουμερία και την Αρχαία Αίγυπτο, υπήρξε τεράστια κρίση χωρίς να αναδειχθεί κάποια νέα τάξη, και το αποτέλεσμα ήταν στασιμότητα αντί για πλήρη κατάρρευση. Ωστόσο υπήρξαν άλλες περιπτώσεις ολοσχερούς κατάρρευσης – ο πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού στην αρχαία Ινδία, ο Μινωικός και ο Μυκηναϊκός πολιτισμός στην Ελλάδα της Εποχής του Χαλκού, οι πολιτισμοί του Τεοτιουακάν και των Μάγιας στο Μεξικό.
Η εικόνα που δίνει ο Μαρξ δεν είναι ποτέ μηχανιστική. Ο Μαρξ καταλάβαινε πως στην Ευρώπη τον 13ο, τον 14ο και τον 15ο αιώνα, εμφανίστηκαν νέες μέθοδοι παραγωγής, με κέντρο τους τεχνίτες, οι απαρχές του συστήματος της οικοτεχνίας, μια ορισμένη εκμετάλλευση ελεύθερης εργασίας και αύξηση του εμπορικού κεφαλαίου. Υπήρχαν νέες παραγωγικές σχέσεις που αντιπαρατίθενταν με τις παλιές παραγωγικές σχέσεις και το παλιό εποικοδόμημα. Το αποτέλεσμα στον 16ο και τον 17ο αιώνα ήταν η Μεταρρύθμιση, ο Τριακονταετής Πόλεμος, η Αγγλική Επανάσταση και η Ολλανδική Επανάσταση. Ο Μαρξ καταλάβαινε εξίσου καλά ότι στην περίπτωση της Γερμανίας, η ανικανότητα μιας νέας τάξης να διασφαλίσει την ηγεσία της κοινωνίας δεν οδήγησε αυτόματα σε πρόοδο της κοινωνίας, αλλά έφερε την κοινωνία να κινείται προς τα πίσω για 150 με 200 χρόνια. Κανένας Γερμανός της γενιάς του Μαρξ που έζησε με αυτήν την κληρονομιά δεν θα μπορούσε να δει την ιστορία με κάποιον άλλο τρόπο. Η αντίληψη ότι η προσέγγιση του Μαρξ ήταν μηχανιστική έχει εισαχθεί στον μαρξισμό από ανθρώπους που είτε θέλουν να κάνουν τον μαρξισμό καρικατούρα ή να τον χρησιμοποιήσουν για άλλους σκοπούς.
Παρ'όλα αυτά, ας είμαστε ξεκάθαροι. Αν απορρίψεις το μοντέλο του Μαρξ, απορρίπτεις οποιαδήποτε αίσθηση ενότητας στην ανθρώπινη ιστορία. Μόνο αυτό μας παρέχει μια εικόνα για το πώς εξελίσσεται η ανθρώπινη κοινωνία ή γιατί προκύπτουν διαφορετικές κοινωνίες σε διαφορετικές συνθήκες. Οι άνθρωποι βιοπορίζονταν, έπρεπε να αλλάζουν τη σχέση τους με τη φύση, έπρεπε να αλλάζουν τις μεταξύ τους σχέσεις και έτσι αναδύθηκαν διαφορετικές μορφές κοινωνίας. Μόνο το μοντέλο του Μαρξ βλέπει ενότητα μέσα στην πορεία της ιστορίας, η οποία έχει μία κοινή αρχή – άτριχα ζώα με μεγάλους εγκεφάλους που συνεργάζονται και προσπαθούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Υπήρχε μια ενιαία αρχή και ένα ενιαίο τέλος, με την εγκαθίδρυση της παγκόσμιας αγοράς και του καπιταλισμού, με τη μεσολάβηση κάθε είδους διαφορετικής πορείας στο μεταξύ. Αν πετάξεις το μοντέλο του Μαρξ, καταλήγεις σε μια εντελώς τυχαία αντίληψη της ιστορίας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ολόκληρη η μη-μαρξιστική ιστοριογραφία είναι άχρηστη. Σημαίνει όμως ότι το σχήμα που εφαρμόζουν οι μη-μαρξιστές στα γεγονότα προέρχεται από τον κοινό νου. Μερικές φορές ο κοινός νους έχει καλές προθέσεις, όπως για παράδειγμα στην ιστορία του Ισπανικού Εμφύλιου που έγραψε ο Χιου Τόμας. Πρόκειται για μια καλή περιγραφή του Ισπανικού Εμφυλίου, όμως βασίζεται σε φιλελεύθερες ιδέες σαν κι αυτές που θα εφάρμοζε στην Ισπανία της δεκαετίας του '30 ένας αναγνώστης των Τάιμς ή του Γκάρντιαν της δεκαετίας του '60. Ομως, αυτός ο κοινός νους μπορεί να εκφράζει και κάποιες από τις χειρότερες κοινωνικές προκαταλήψεις – όπως συμβαίνει με την πρόσφατη ιστορία της δουλείας που έγραψε ο ίδιος συγγραφέας. Μια εναλλακτική αντιμετώπιση σε σχέση με τη χρήση της κοινής λογικής και μόνο, είναι να επιλέγεις κάποια ιδέα γενικού σχήματος από κάπου και στη συνέχεια να το εφαρμόζεις στην ιστορία. Ο γάλλος ιστορικός Φερνάν Μπροντέλ έχει παραγάγει ιδιαίτερα χρήσιμο έργο. Αλλά το σχήμα που εφάρμοσε ήταν βασικά η ιδέα των επαναλαμβανόμενων μακρών κύκλων στην ιστορία, χωρίς να προσφέρει κάποια αιτιολόγηση για αυτό.
Οι γνήσιοι μαρξιστές είχαν πάντοτε ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους υπόλοιπους ιστορικούς, διότι οι μαρξιστές μπορούν να παράσχουν ένα σχήμα που δεν είναι ξένο ως προς τα γεγονότα. Για τον Μαρξ, η εμπειρική πραγματικότητα είναι μια πραγματικότητα που προκύπτει από τις προπάθειες των ανθρώπων να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, από τις κοινωνικές σχέσεις που γι'αυτόν το λόγο αναπτύσσονται μεταξύ τους και από τις συγκρούσεις που προκύπτουν μεταξύ διαφορετικών τάξεων. Η εικόνα αυτή δεν έχει επιβληθεί πάνω στην πραγματικότητα – προκύπτει μέσα από την πραγματικότητα. Αυτός είναι ο λόγος που οι μαρξιστές συχνά επηρέασαν άλλους ιστορικούς και ο μαρξισμός είχε μια επιρροή που αυξήθηκε με τις εξεγέρσεις που έγιναν τη δεκαετία του '60 σε όλο τον κόσμο. Στη Βρετανία ή τη Γαλλία, τη δεκαετία του '60 και στις αρχές της δεκαετίας του '70, είχαν μεγάλη επιρροή ιστορικοί που είτε ήταν μαρξιστές ή επηρεάζονταν σε κάποιο βαθμό από τη μαρξιστική παράδοση.
Πιο πρόσφατα, υπήρξε μια μετατόπιση από το μαρξισμό και ορισμένοι που λένε πως προέρχονται από την Αριστερά εξαπέλυσαν κάποιες πολύ παραδοσιακές επιθέσεις στον μαρξισμό. Πρόκειται για τους “μεταμοντέρνους”. Συνήθως ξεκινούσαν ισχυριζόμενοι ότι βρίσκονται στα αριστερά και ενδιαφέρονται για αυτό που αποκαλούν “υπάλληλη ιστορία”, δηλαδή την ιστορία από τη σκοπιά των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων – το είδος της ιστορίας που δεν βρίσκεις στην ιστορία τύπου Καταλόγου Βασιλέων. Ομως, πλέον επιτίθενται στο μαρξισμό. Πρώτον, υποστηρίζουν ότι ο μαρξισμός προσπαθεί να “αναγάγει” τα πάντα σε ζητήματα οικονομίας και κοινωνικής τάξης. Χαρακτηριστικό είναι ένα άρθρο του Πάτρικ Τζόις στο περιοδικό Social History. Λέει πως το φύλο δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βάση την υλική ζωή και αν δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε το φύλο με όρους υλικής ζωής τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε ούτε την τάξη με τέτοιους όρους. “Η κοινωνική τάξη”, γράφει ο Τζόις, “δεν μπορεί να εξαρτηθεί από κάποιον εξωτερικό κοινωνικό ‘όρο αναφοράς' ώστε αυτός να αποτελεί τη βάση της ή την αιτία της”. Με άλλα λόγια, ανήκεις στην κοινωνική τάξη στην οποία πιστεύεις ότι ανήκεις. Ή, σύμφωνα με μια πιο ξεκάθαρη διατύπωσή του: “είναι πολύ δύσκολο να διανοηθούμε κάποια δομή κοινωνικών σχέσεων, ή μια δομή οποιωνδήποτε “κοινωνικών” μεταβλητών (επαγγέλματα, εισόδημα κλπ.) η οποία να βρίσκεται αντικειμενικά έξω από το δρων υποκείμενο ή τον παρατηρητή.”3 Σκεφτείτε τι σημαίνει να πούμε ότι “το εισόδημα δεν βρίσκεται αντικειμενικά έξω από το δρων υποκείμενο ή τον παρατηρητή”. Σημαίνει ότι αν βλέπεις παιδιά στην τηλεόραση να πεινάνε στην Αφρική, το ζήτημα δεν είναι ότι δεν έχουν εισόδημα, αλλά ότι εσύ πιστεύεις πως δεν έχουν εισόδημα!
Δεύτερον, οι μεταμοντέρνοι επιμένουν ότι γνωρίζουμε οτιδήποτε μόνο μέσω των δικών μας εννοιών ή μέσω της γλώσσας μας και πως αυτή η γλώσσα, σύμφωνα με τον Τζόις, είναι μια “συμβατική και αυθαίρετη δομή σχέσεων διαφοροποίησης, της οποίας η τελική μορφή είναι αποτέλεσμα σχέσεων κουλτούρας και ισχύος.” Αυτό που λέει βασικά ο Τζόις είναι ότι δεν υπάρχουν γεγονότα στην ιστορία. Υπάρχει μόνο αυτό που οι άνθρωποι είπαν ότι συνέβη. Ετσι, για παράδειγμα, δεν γνωρίζουμε αν οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν στους Βιβλικούς χρόνους – γνωρίζουμε μόνο ότι έλεγαν πως λιμοκτονούσαν. Το γεγονός ότι οι αρχαιολόγοι ίσως βρουν σωρούς από πτώματα δεν φαίνεται να περνά από το μυαλό τέτοιων μεταμοντέρνων. Ακόμη όμως κι αν αναγνώριζαν ότι υπήρχαν γεγονότα, θα επέμεναν πως όταν οι ιστορικοί συνθέτουν τα στοιχεία μεταξύ τους, απλώς επιβάλλουν ένα αυθαίρετο γενικό σχήμα πάνω στα στοιχεία. Κατά συνέπεια, οποιουδήποτε είδους ιστορία είναι εντελώς αυθαίρετη.
Το τρίτο πράγμα που λένε είναι ότι ολόκληρη η ιστορία είναι ένας μύθος, άρα κάθε αφήγηση είναι εξίσου καλή με κάποια άλλη. Η λογική συνέπεια είναι ότι η Γένεσις αποτελεί εξίσου καλή περιγραφή της καταγωγής της ανθρωπότητας με την Καταγωγή των Ειδών του Δαρβίνου. Κάθε μύθος είναι εξίσου καλός με τους άλλους. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για οποιονδήποτε εξωτερικό κόσμο. Τα πάντα είναι μια κατασκευή μέσα στο μυαλό μας. Με βάση αυτό, φτάνουν να ισχυριστούν ότι η προσπάθεια για απόκτηση γνώσης της ιστορίας, με τα λόγια του Τζόις, δεν είναι παρά “εξάσκηση της ισχύος”, δηλαδή προσπάθεια μίας ομάδας να επιβάλει την ισχύ της πάνω σε μια άλλη. Συνεπώς, οποιαδήποτε συνολική ιστορία, οποιαδήποτε προσπάθεια να περιγραφεί η ιστορία ως συνολική διαδικασία εξέλιξης της ανθρωπότητας είναι στην πραγματικότητα ένα παιχνίδι ισχύος από αυτούς που επιδιώκουν να θέσουν υπό την κυριαρχία τους όλους τους υπόλοιπους. Με άλλα λόγια, ο μαρξισμός είναι σταλινισμός.
Αν υιοθετήσει κανείς την αντίληψη της ιστορίας ως μύθου, αυτό που θα μετράει φυσικά θα είναι ποιος είναι καλύτερος μυθοπλάστης. Το λογικό αποτέλεσμα είναι να παρουσιάζονται φανταστικές, κατασκευασμένες διηγήσεις ως ιστορία – κάτι που κάνει, για παράδειγμα, κάνει ο Ορλάντο Φάιτζιζ στο πολυδιαφημισμένο βιβλίο του για τη Ρώσικη Επανάσταση, όπως έχει δείξει ο Μάικ Χέινς.4
Φυσικά, όποιος απορρίπτει τον μαρξισμό δεν είναι κατ' ανάγκη και μεταμοντέρνος. Ο Ρίτσαρντ Εβανς πρόσφατα δημοσίευσε μια συντριπτική κατάρριψη ορισμένων από τους ισχυρισμούς των μεταμοντέρνων. Τους άνοιξε μάχη σε σχέση με το Ολοκαύτωμα. Αν τα πάντα αποτελούν μύθο, υποστηρίζει, γιατί να μην έχουν δίκιο και οι αναθεωρητές του Ολοκαυτώματος; Αν δεν γνωρίζουμε τίποτα, αν δεν υπάρχει αντικειμενική βάση κάτω από κάθε γλώσσα και κάθε επιχείρημα που αρθρώνουμε, γιατί η ιστορία που αρνείται το Ολοκαύτωμα να μην είναι εξίσου καλή με κάθε άλλη ιστορία; Επισημαίνει ότι:
“Υπάρχει μια τεράστια, προσεγμένα εμπειρική βιβλιογραφία για την εξολόθρευση των Εβραίων από του Ναζί. Αναμφισβήτητα, αν την θεωρήσουμε φανταστική, εξωπραγματική ή εξίσου κοντά στην ιστορική πραγματικότητα όσο και το έργο των “αναθεωρητών” που αρνούνται ότι το Αουσβιτς πραγματικά συνέβη, διαπράττουμε ένα ξεκάθαρο λάθος. Πρόκειται για ένα ζήτημα όπου τα στοιχεία πραγματικά μετράνε και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να τεκμηριώσουμε τα πραγματικά γεγονότα. Το Αουσβιτς δεν ήταν Λόγος. Αν το δούμε μόνο ως κείμενο είναι σαν να καλαμπουρίζουμε με τις μαζικές δολοφονίες... Και αν κάτι τέτοιο ισχύει για το Αουσβιτς, τότε πρέπει να είναι αλήθεια τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό και για άλλα περιστατικά, γεγονότα, θεσμούς και πρόσωπα του παρελθόντος.”5
Έχει απόλυτο δίκιο. Το παράδειγμα του Ολοκαυτώματος ανατρέπει ολόκληρη την προσέγγιση του μεταμοντερνισμού. Μια ιστορική μέθοδος που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα του 20ού αιώνα είναι μια μέθοδος που πρέπει να απορριφθεί.
Ωστόσο, ο Εβανς δεν φτάνει μέχρι εκεί. Διώχνει τον μεταμοντερνισμό από την μπροστινή πόρτα και τον ξαναβάζει από την πίσω. Ο λόγος είναι ότι κι αυτός απορρίπτει την μαρξιστική αντίληψη περί ενιαίας ιστορίας. Είναι φανερό ιδιαίτερα στην αντιμετώπισή του απέναντι σε δύο βιβλία που είναι πολύ της μόδας, το βιβλίο του Σάμα για τη Γαλλική Επανάσταση και το βιβλίο του Φάιτζιζ για τη Ρώσικη Επανάσταση. Ο Έβανς λέει ότι πρόκειται για “εξαιρετικά καλογραμμένες αφηγήσεις”. Ωστόσο, παραδέχεται πως και τα δύο βασίζονται σε “λεπτομερείς υπο-πλοκές και βιογραφίες, των οποίων η επιλογή είναι κατά παραδοχή των ίδιων των συγγραφέων προσωπική και αυθαίρετη”, και πως παραγνωρίζουν απολύτως κεντρικά φαινόμενα όπως ο μαζικός λιμός την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Με άλλα λόγια, ο Έβανς επιστρέφει στην μεταμοντέρνα αντίληψη ότι αν είναι καλοί μυθοπλάστες, οι ιστορικοί μπορούν να ποδοπατήσουν τα γεγονότα. Και φυσικά, ο μύθος που λογαριάζεται ως “καλός” είναι αυτός που ταιριάζει με τις προκαταλήψεις που ισχύουν την εποχή που γράφεται. Η ιστορία με αυτόν τον τρόπο αποκτά χαρακτήρα Απολογητικής – γίνεται πραγματικό “παιχνίδι ισχύος” για χάρη της καθεστηκυίας τάξης. Ανθρωποι όπως ο Έβανς δεν εγκρίνουν τις ακρότητες του μεταμοντερνισμού, όμως απορρίπτουν την μαρξιστική αντίληψη για την ύπαρξη ενότητας στην ιστορία, η οποία προκύπτει από τις παραγωγικές δυνάμεις, τις παραγωγικές σχέσεις, τη βάση και το εποικοδόμημα, την αλληλεπίδρασή τους και τη δυναμική σύγκρουση μεταξύ τους όπως και από το ρόλο των κοινωνικών τάξεων μέσα σε όλα αυτά. Μ' αυτόν τον τρόπο υπάρχει ένα πισωγύρισμα στις μεταμοντέρνες ιδέες.
Τέλος, ποιά είναι η προέλευση του μεταμοντερνισμού; Εχει και ο ίδιος υλικές ρίζες. Θυμάμαι μια τηλεοπτική σειρά που προβαλλόταν πριν από 10-15 χρόνια, με τίτλο “Ο άνθρωπος ιστορία”. Έδειχνε έναν ριζοσπάστη λέκτορα σε κάποιο Πανεπιστήμιο που φτιάχνει την καριέρα του χρησιμοποιώντας κάθε βρόμικο κόλπο και στο τέλος καταλήγει δεξιός καθηγητής. Ο μεταμοντερνισμός ταιριάζει πολύ καλά με τέτοιου είδους ανθρώπους. Έπαιξαν με τον μαρξισμό όταν ήταν νέοι, έπαιξαν με τις ριζοσπαστικές ιδέες, και τώρα που έχουν μπει στο κατεστημένο, καταλήγουν να προωθούν ιδέες εντελώς ασφαλείς και άνευρες, και σε κάποιες περιπτώσεις ανταμείβονται γι' αυτό. Απορρίπτοντας την ύπαρξη κάποιας ενιαίας αντίληψης του κόσμου, μπορούν να αντιμετωπίζουν με ασφάλεια τις παραξενιές της ιστορίας, εφαρμόζοντας κάποια εθνογραφική προσέγγιση που κανείς δεν είχε ξαναχρησιμοποιήσει. Ετσι, δεν προχωρούν σε καμιά αμφισβήτηση απέναντι σε αυτούς που κυριαρχούν στα Πανεπιστήμια ή στην κοινωνία.
Ομως, ο μεταμοντερνισμός έχει και μια δεύτερη ρίζα, στην ιστορία της διανόησης. Η ρίζα αυτή βρίσκεται, εν μέρει, σε αυτό που θεωρούσαν μαρξισμό στα Πανεπιστήμια της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας στις δεκαετίες του '60 και του '70. Ο κόσμος θεωρούσε ακόμη τον σταλινισμό μια βάσιμη εκδοχή του μαρξισμού, και πολλά μέλη της αριστερής διανόησης ένιωθαν από τη μια να τους έλκει και από την άλλη να τους απωθεί. Στην περίπτωση του Ε. Π. Τόμπσον αυτό ήταν ξεκάθαρο. Διαμορφώθηκε ιδεολογικά κάτω από τον σταλινισμό στο κομμουνιστικό κόμμα της Μ. Βρετανίας. Το 1956 είχε σπάσει από τον σταλινισμό σε πρακτικό επίπεδο, υποστήριξε την Ουγγρική Επανάσταση και ούτω καθεξής. Όμως, όταν έσπασε από τον σταλινισμό πίστευε πως ο σταλινισμός ήταν μια εκδοχή του μαρξισμού και κατά συνέπεια μισοέσπασε και από τον μαρξισμό. Συνήθιζε να κάνει ένα καλό καλαμπούρι για τον “υστερικό και διαβολικό” υλισμό (λογοπαίγνιο με τη φράση “ιστορικός διαλεκτικός” υλισμός). Προτιμούσε να αποκαλείται Μαρξίζοντας παρά μαρξιστής. Και, πιο συγκεκριμένα, απέρριπτε τη διάκριση βάσης και εποικοδομήματος ως “χονδροειδή μεταφορά”. Δεν πιστεύω ότι την κατάλαβε ποτέ. Γι' αυτό και την αποκαλούσε χονδροειδή. Δυστυχώς, η μερική ρήξη του με τον μαρξισμό άνοιξε την πόρτα στους μεταμοντέρνους – παρόλο που θα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή για να τους καταγγείλει.
Στην περίπτωση του Αλτουσέρ, είναι ακόμη πιο ξεκάθαρο. Στο πρώτο του βιβλίο Για τον Μαρξ – με γαλλικό τίτλο που δίνει ένα καλό λογοπαίγνιο στα αγγλικά6 – θα δείτε να λέει: “Ο Στάλιν είπε τούτο”, “Ο Στάλιν δεν είχε εντελώς άδικο πάνω στο άλλο”, λες και ο Στάλιν ήταν καμιά σοβαρή αναφορά για έναν διανοούμενο στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Στην πραγματικότητα, ο Αλτουσέρ ξεκίνησε παίρνοντας για δεδομένη κάθε είδους παραδοχή από τον σταλινισμό και έπειτα προσπάθησε να αναπτύξει μια θεωρία στη βάση αυτών των παραδοχών. Αυτό σήμαινε ουσιαστικά ότι δεν μπόρεσε να αποδεχθεί τη διάκριση βάσης και εποικοδομήματος και έφτασε στο σημείο να διατυπώσει μια ιδέα την οποία ο Μαρξ απορρίπτει κατηγορηματικά στο Κεφάλαιο. Ο Αλτουσέρ έλεγε ότι η διάκριση βάσης και εποικοδομήματος εφαρμόζεται σωστά στον καπιταλισμό, όμως σε άλλες κοινωνίες η οικονομία δεν είναι θεμελιωδώς καθοριστική. Σε ορισμένες κοινωνίες καθοριστική είναι η πολιτική, σε ορισμένες είναι η θρησκεία, σε κάποιες είναι άλλες πλευρές. Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ αντιμετωπίζει ακριβώς αυτό το επιχείρημα όταν εξετάζει τον ισχυρισμό πως ο τρόπος παραγωγής ήταν καθοριστικός στον καπιταλισμό αλλά όχι στο Μεσαίωνα όπου καθοριστική ήταν η θρησκεία, ούτε στην αρχαία Ρώμη και την Αθήνα όπου την ανώτατη θέση είχε η πολιτική: “Αυτό είναι ξεκάθαρο. Ούτε ο Μεσαίωνας μπορούσε να ζήσει από τον Καθολικισμό του, ούτε ο αρχαίος κόσμος από την πολιτική του. Αντίθετα, είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι εξασφάλιζαν τα προς το ζην που εξηγει γιατί τον κύριο ρόλο τον έπαιζε εδώ ο Καθολικισμός και εκεί η πολιτική”.
Ολόκληρη η δομή του Αλτουσέρ βασιζόταν στη ρήξη με τον μαρξισμό και γινόταν όλο και πιο περίπλοκη και σχολαστική. Αρχικά υποστήριξε ότι η οικονομία καθορίζει σε τελευταία ανάλυση, έπειτα ότι αυτή η “τελευταία ανάλυση δεν συμβαίνει ποτέ”, έπειτα ότι η οικονομία δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας, είναι ένας “δομικά καθοριστικός” παράγοντας. Κινήθηκε ολοένα και πιο μακριά από τη μαρξιστική ενιαία κατανόηση της ανθρώπινης ιστορίας και αποκήρυξε για “ιστορικισμό” και “ανθρωπισμό” όσους προσπαθούσαν να υπερασπιστούν αυτήν την προσέγγιση. Μάλιστα, στο θεμελιώδες ζήτημα των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων, αναποδογυρίζει τον Μαρξ. Ο Μαρξ υποστήριζε ότι οι παραγωγικές δυνάμεις οδηγούν συνεχώς σε εμφάνιση νέων παραγωγικών σχέσεων οι οποίες αρχίζουν να σπαράσσουν την κοινωνία. Η μεταφορά που χρησιμοποιεί ο Μαρξ είναι αυτή του πυρήνα μιας καινούργιας κοινωνίας που μεγαλώνει μέχρι που συγκρούεται με το περίβλημα (το τσόφλι) της παλιάς κοινωνίας, και το διαλύει. Αντίθετα ο Αλτουσέρ έλεγε πως οι καθοριστικές είναι οι παραγωγικές σχέσεις, όχι οι παραγωγικές δυνάμεις. Και νομίζω ότι μπορούμε να το ε