Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό International Socialism, Νο35, Χειμώνας 1968, και κατόπιν στην ομώνυμη συλλογή, από τις εκδόσεις Pluto Press αρχικά και Bookmarks στη συνέχεια. Τη μετάφραση έκανε ο Θανάσης Καμπαγιάννης.
Κι όμως οι αρχές που αποτελούν τη βάση αυτής της συζήτησης είναι συνήθως συγχυσμένες. Κι αυτό παρά τη σημασία των εμπλεκόμενων ζητημάτων. Για παράδειγμα, η διάσπαση ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους μενσεβίκους για τη φύση της κομματικής οργάνωσης το 1903 βρήκε πολλούς που θα ήταν στην αντίθετη πλευρά των οδοφραγμάτων από τον Λένιν το 1917 στη φράξια του (για παράδειγμα τον Πλεχάνωφ), ενώ εναντίον του βρέθηκαν επαναστάτες του μεγέθους του Τρότσκι και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Αλλά ούτε και αυτή η σύγχυση ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό. Ήταν ένα διαρκές στοιχείο της συζήτησης στους κόλπους των επαναστατών. Αξίζει να θυμηθούμε το σχόλιο του Τρότσκι στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομιντέρν απέναντι στον ισχυρισμό του Πάουλ Λέβι ότι οι μάζες στην Ευρώπη και την Αμερική κατανοούν την αναγκαιότητα του κόμματος. Ο Τρότσκι επισημαίνει ότι η κατάσταση είναι πολύ πιο σύνθετη:
Αν το ερώτημα τίθεται αφηρημένα, τότε βλέπω τον Σάιντεμαν από τη μια πλευρά και από την άλλη τους Αμερικάνους, Γάλλους και Ισπανούς συνδικαλιστές που δεν θέλουν απλώς να πολεμήσουν ενάντια στην μπουρζουαζία, αλλά που – αντίθετα με τον Σάιντεμαν – θέλουν πραγματικά να της κόψουν το κεφάλι. Γι’ αυτόν τον λόγο λέω ότι προτιμώ να συζητώ με αυτούς τους Ισπανούς, Αμερικάνους και Γάλλους συντρόφους ώστε να τους αποδείξω ότι το κόμμα είναι αναντικατάστατο για την πραγματοποίηση της ιστορικής αποστολής που τους έχει ανατεθεί… Θα προσπαθήσω να τους το αποδείξω αυτό με έναν συντροφικό τρόπο, στη βάση της δικής μου εμπειρίας, και όχι αντιπαραθέτοντάς τους την μακρά εμπειρία του Σάιντεμαν, λέγοντας πως για την πλειοψηφία το ερώτημα έχει ήδη απαντηθεί… Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα σε μένα και τον Ρενωντέλ που αντιλαμβάνεται μια χαρά την αναγκαιότητα του κόμματος, ή τον Αλμπέρ Τομάς και άλλους τέτοιους κυρίους που δεν θέλω καν να αποκαλώ «συντρόφους» για να μην παραβιάσω τις αρχές της αξιοπρέπειας;…1
Η δυσκολία στην οποία αναφέρεται ο Τρότσκι – ότι δηλαδή τόσο οι σοσιαλδημοκράτες όσο και οι μπολσεβίκοι αναφερόντουσαν στην «αναγκαιότητα του κόμματος», εννοώντας όμως τελείως διαφορετικά πράγματα – μεγάλωσε στα χρόνια που ακολούθησαν την άνοδο του σταλινισμού. Το λεξιλόγιο του μπολσεβικισμού καταλήφθηκε και χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς αντίθετους από εκείνους για τους οποίους είχε δημιουργηθεί. Κι όμως, πολύ συχνά, αυτοί που συνέχισαν την επαναστατική παράδοση σε αντιπαράθεση τόσο με το σταλινισμό όσο και με τη σοσιαλδημοκρατία δεν πήραν στα σοβαρά τη συμβουλή του Τρότσκι το 1920. Συχνά, βασίζονταν στην «εμπειρία» για να αποδείξουν την αναγκαιότητα του κόμματος, ακόμα και αν η εμπειρία ήταν αυτή του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας.
Ισχυρισμός αυτού του άρθρου θα είναι ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της συζήτησης ακόμα και σε επαναστατικούς κύκλους παραμένει, ως συνέπεια όσων περιέγραψα, μια αντιπαράθεση υπέρ ή κατά βασικά των σταλινικών και σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων της οργάνωσης. Θα υποστηριχθεί ότι το είδος των οργανωτικών απόψεων που αναπτύχθηκαν υπόρρητα στα γραπτά και τις πράξεις του Λένιν είναι ριζικά διαφορετικό και από τις δύο αυτές αντιλήψεις. Το γεγονός αυτό έχει συσκοτιστεί από την σταλινική παραμόρφωση της θεωρίας και της πράξης της Οκτωβριανής Επανάστασης και από το γεγονός ότι η ανάπτυξη του μπολσεβίκικου κόμματος έλαβε χώρα σε συνθήκες παρανομίας και συχνά επιχειρηματολογήθηκε με το λεξιλόγιο της ορθόδοξης σοσιαλδημοκρατίας.
Η σοσιαλδημοκρατική άποψη για τη σχέση μεταξύ κόμματος και τάξης
Οι κλασικές θεωρίες της σοσιαλδημοκρατίας – που δεν είχαν θεμελιακά αμφισβητηθεί από οποιονδήποτε μαρξιστή πριν το 1914 – αναγκαστικά έδιναν στο κόμμα κεντρικό ρόλο στην πορεία προς το σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα, αυτή η πορεία θεωρούταν ότι περνούσε μέσα από μια συνεχή και ανεμπόδιστη ανάπτυξη της εργατικής οργάνωσης και συνειδητοποίησης μέσα στον καπιταλισμό. Ακόμα και αυτοί οι μαρξιστές, όπως ο Κάουτσκι, που απέρριπταν την ιδέα ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια σταδιακή μετάβαση προς το σοσιαλισμό, αποδέχονταν ότι αυτό που ήταν αναγκαίο προς το παρόν ήταν η διαρκής επέκταση της οργανωτικής δύναμης και του εκλογικού ακροατηρίου της σοσιαλδημοκρατίας. Η ανάπτυξη του κόμματος ήταν απαραίτητη ώστε να εξασφαλιστεί ότι όταν η μετάβαση στον σοσιαλισμό αναπόφευκτα θα ερχόταν, είτε μέσω εκλογών είτε μέσω αμυντικής βίας εκ μέρους της εργατικής τάξης, το κόμμα θα ήταν ικανό να καταλάβει την εξουσία και να διαμορφώσει τις βάσεις του νέου κράτους (ή του παλιού με κάποιες αλλαγές).
Η ανάπτυξη ενός μαζικού κόμματος της εργατικής τάξης έμοιαζε να είναι αναπόφευκτο συμπλήρωμα των τάσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης. «Κι αυτό γιατί όλο και μεγαλύτερος γίνεται ο αριθμός των προλετάριων, πιο γιγάντιος ο στρατός των άνεργων εργατών και πιο οξεία η αντίθεση ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους».i Οι κρίσεις «ξεσπούν σαν φυσικό φαινόμενο όλο και πιο συχνά», «η πλειοψηφία των ανθρώπων βυθίζεται όλο και βαθύτερα στη δυστυχία», «τα διαλείμματα της ευημερίας γίνονται όλο και συντομότερα ενώ η διάρκεια της κρίσης όλο και μακρύτερη». Αυτό οδηγεί ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια εργατών «σε ενστικτώδη αντίθεση προς το υπάρχον καθεστώς». Η σοσιαλδημοκρατία, που βασίζεται «στην ανεξάρτητη επιστημονική έρευνα αστών θεωρητικών», υπάρχει για να ανεβάζει τους εργάτες σε εκείνο το επίπεδο συνείδησης όπου θα έχουν «καθαρή εικόνα των κοινωνικών νόμων».2
Ένα τέτοιο κίνημα «που ξεσπάει μέσα από τους ταξικούς ανταγωνισμούς… δεν μπορεί να συναντήσει παρά προσωρινές ήττες, τελικά όμως θα κερδίσει».3 «Οι επαναστάσεις δεν γίνονται κατά βούληση… Γεννιούνται από αναπότρεπτη αναγκαιότητα». Ο βασικός μηχανισμός που εμπλέκεται σ’ αυτή είναι αυτός των κοινοβουλευτικών εκλογών (αν και ο ίδιος ο Κάουτσκι φλέρταρε με την ιδέα της Γενικής Απεργίας την περίοδο αμέσως μετά το 1905-1906).4 «Δεν έχουμε κανέναν λόγο να πιστεύουμε ότι η ένοπλη εξέγερση… θα παίξει έναν κεντρικό ρόλο στις μέρες μας».5 Μάλλον «το κοινοβούλιο θα είναι το πιο ισχυρό εργαλείο που θα χρησιμεύσει στην άνοδο του προλεταριάτου από την οικονομική, κοινωνική και ηθική του εξαχρείωση».6 Η χρήση αυτή του κοινοβουλίου από την εργατική τάξη «κάνει τον κοινοβουλευτισμό να αρχίσει να αλλάζει χαρακτήρα. Παύει να είναι ένα απλό εργαλείο στα χέρια της μπουρζουαζίας».7 Μακροπρόθεσμα τέτοιες δραστηριότητες οδηγούν αναγκαστικά στην οργάνωση της εργατικής τάξης και σε μια κατάσταση όπου το Σοσιαλιστικό κόμμα έχει την πλειοψηφία και σχηματίζει κυβέρνηση. «(Το Εργατικό κόμμα) πρέπει να έχει για σκοπό του την κατάκτηση της κυβέρνησης για τα συμφέροντα της τάξης που εκπροσωπεί».8
Όχι μόνο αυτή η οπτική έθεσε τα θεμέλια για το μεγαλύτερο μέρος της σοσιαλιστικής πρακτικής στη Δυτική Ευρώπη στα 40 χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά πέρασε και χωρίς πρακτικά καμία θεωρητική αμφισβήτηση, τουλάχιστον από την Αριστερά. Η έκπληξη του Λένιν για τη στήριξη του SPD στον πόλεμο είναι γνωστή. Αυτό που ωστόσο δεν κατανοείται συχνά είναι το γεγονός ότι ακόμα και αριστεροί κριτικοί του Κάουτσκι, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, δεν είχαν απορρίψει τα θεμέλια αυτής τη θεωρίας για τη σχέση κόμματος-τάξης και για την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης που αυτή υπονοούσε. Οι κριτικές τους για τον Καουτσκισμό έτειναν να παραμένουν στα γενικά θεωρητικά πλαίσια που ο ίδιος ο Καουτσκισμός είχε θέσει.
Αυτό που είναι κεντρικό για τον σοσιαλδημοκράτη είναι ότι το κόμμα αντιπροσωπεύει την τάξη. Έξω από το κόμμα ο εργάτης δεν έχει καθόλου συνείδηση. Πραγματικά, ο ίδιος ο Κάουτσκι φαινόταν να έχει μια παθολογική φοβία για το τι θα έκαναν οι εργάτες χωρίς το κόμμα και για τους κινδύνους που περιείχε μια «πρόωρη» επανάσταση. Γι’ αυτό και έπρεπε το κόμμα να πάρει την εξουσία. Άλλες μορφές εργατικής οργάνωσης και δραστηριότητας μπορούσαν να βοηθήσουν, αλλά έπρεπε να υποταχτούν στον φορέα της πολιτικής συνείδησης. «Αυτή η «άμεση δράση» των σωματείων μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο υποβοηθητικά και ενισχυτικά, αλλά όχι σε υποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δράσης».9
Η Επαναστατική Αριστερά και οι σοσιαλδημοκρατικές θεωρίες
Καμία κατανόηση οποιασδήποτε από τις συζητήσεις που γίνανε σχετικά με τα ζητήματα της οργάνωσης του κόμματος πριν το 1917 δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να αντιληφθούμε ότι η σοσιαλδημοκρατική άποψη για τη σχέση κόμματος και τάξης δεν είχε πουθενά ρητά αμφισβητηθεί (εκτός από τους κύκλους των αναρχικών που απέρριπταν οποιαδήποτε έννοια κόμματος). Τις υποθέσεις της τις συμμερίζονταν ακόμα και όσοι (όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ) ήταν αντίθετοι στην ορθόδοξη σοσιαλδημοκρατία από τη σκοπιά της μαζικής εργατικής αυτενέργειας. Δεν επρόκειτο απλώς για μια θεωρητική αποτυχία. Ήταν αποτέλεσμα της ιστορικής συγκυρίας. Η Παρισινή Κομμούνα ήταν η μόνη μέχρι τότε εμπειρία εργατικής εξουσίας, και αυτή συνέβη για μονάχα δύο μήνες σε μια κυρίαρχα μικροαστική πόλη. Ακόμα και η επανάσταση του 1905 έδωσε μονάχα στην πιο εμβρυακή μορφή της την έκφραση τού πώς θα μπορούσε να οργανωθεί ένα εργατικό κράτος. Οι θεμελιώδεις μορφές της εργατικής εξουσίας – τα Σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια – δεν ήταν ακόμα αναγνωρίσιμες. Έτσι, ο Τρότσκι, που ήταν ο Πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης το 1905, δεν τα ανέφερε καν στην ανάλυσή του για τα διδάγματα του 1905, στο βιβλίο Αποτελέσματα και Προοπτικές. Αν και μόνος στην πρόβλεψη τού σοσιαλιστικού χαρακτήρα της Ρώσικης Επανάστασης, ο Τρότσκι δεν είδε εξαρχής τη μορφή που αυτή θα έπαιρνε.
Η επανάσταση είναι πρώτα και κύρια ζήτημα εξουσίας – όχι κρατικής μορφής (συντακτική συνέλευση, αβασίλευτη δημοκρατία, ενωμένα κράτη) αλλά κοινωνικού περιεχομένου της κυβέρνησης.10
Υπήρχε μια παρόμοια παράβλεψη στην αντίδραση της Ρόζας Λούξεμπουργκ στο 1905, στο βιβλίο της Μαζική Απεργία. Και δεν ήταν παρά μετά την επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 που τα Σοβιέτ έγιναν κεντρικά στα κείμενα και τη σκέψη του Λένιν.11
Η Επαναστατική Αριστερά δεν είχε ποτέ συνολικά αποδεχτεί τη θέση του Κάουτσκι που έβλεπε το κόμμα ως τον άμεσο πρόδρομο του εργατικού κράτους. Τα γραπτά της Λούξεμπουργκ, για παράδειγμα, από αρκετά νωρίς αναγνωρίζουν τον συντηρητισμό του κόμματος και την ανάγκη οι μάζες να το υπερβούν.12 Αλλά δεν υπάρχει ποτέ μια ρητή απόρριψη της επίσημης σοσιαλδημοκρατικής θεωρίας. Κι όμως, χωρίς το θεωρητικό ξεκαθάρισμα της σχέσης ανάμεσα στο κόμμα και την τάξη, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα καθαρής απάντησης στο ζήτημα της απαιτούμενης εσωτερικής οργάνωσης του κόμματος. Χωρίς μια απόρριψη του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου, δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει καν μια πραγματική συζήτηση σχετικά με την επαναστατική οργάνωση.
Αυτή ήταν πολύ καθαρά η περίπτωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Θα ήταν λάθος να πέσουμε στην παγίδα (προσεκτικά στημένη τόσο από τους σταλινικούς όσο και από τους μελλοντικούς οπαδούς της Λούξεμπουργκ) να της αποδώσουμε μια θεωρία του «αυθόρμητου» που αγνοεί την αναγκαιότητα του κόμματος. Όλα τα κείμενά της διατρέχονται από την έμφαση στην αναγκαιότητα του κόμματος και στον θετικό ρόλο που πρέπει αυτό να διαδραματίσει.
Στη Ρωσία, ωστόσο, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα πρέπει να καλύψει με τις δικές του προσπάθειες μια ολόκληρη ιστορική περίοδο. Πρέπει να οδηγήσει τους Ρώσους προλετάριους από την τωρινή εξατομικευμένη τους κατάσταση που παρατείνει το αυταρχικό καθεστώς, σε μια ταξική οργάνωση που θα τους βοηθήσει να αποκτήσουν συνείδηση των ιστορικών τους σκοπών και να τους προετοιμάσει για τη μάχη της κατάκτησής τους.13
Το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας δεν έγκειται στην τεχνική προετοιμασία και διεύθυνση των μαζικών απεργιών, αλλά πρώτα και κύρια στην πολιτική ηγεσία ολόκληρου του κινήματος.14
Οι σοσιαλδημοκράτες είναι η πιο φωτισμένη, η πιο ταξικά συνειδητή πρωτοπορία του προλεταριάτου. Δεν θα τολμήσουν να περιμένουν και δεν θα περιμένουν, με έναν μοιρολατρικό τρόπο, με σταυρωμένα τα χέρια, την έλευση της «επαναστατικής κατάστασης».15
Κι όμως υπάρχει διαρκώς μια διφορούμενη στάση στα γραπτά της Λούξεμπουργκ όσον αφορά τον ρόλο του κόμματος. Την απασχολούσε ο ηγετικός ρόλος του κόμματος να μην είναι υπερβολικά μεγάλος – τον όριζε μάλιστα ως «την συνετή θέση της σοσιαλδημοκρατίας». Ταύτιζε τον «συγκεντρωτισμό» τον οποίο θεωρούσε απαραίτητο («η σοσιαλδημοκρατία είναι εξ ορισμού εχθρική σε κάθε εκδήλωση τοπικισμού και φεντεραλισμού») με τον «συντηρητισμό που είναι εγγενής σε κάθε τέτοιο όργανο (σ.σ.: την Κεντρική Επιτροπή)».16 Αυτή η διφορούμενη στάση δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς να λάβουμε υπόψη τη συγκεκριμένη κατάσταση για την οποία ανησυχούσε η Λούξεμπουργκ. Ήταν ηγετικό μέλος του SPD, αλλά πάντοτε ανήσυχη σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του. Όταν πραγματικά ήθελε να επιδείξει τους κινδύνους του συγκεντρωτισμού, αναφερόταν σ’ αυτό:
Η παρούσα τακτική στην πολιτική της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας έχει κερδίσει την γενική εκτίμηση επειδή είναι ευλύγιστη όσο και σταθερή. Αυτό είναι ένα σημάδι της τέλειας προσαρμογής του κόμματός μας στις συνθήκες ενός κοινοβουλευτικού καθεστώτος... Κι όμως, αυτή η ίδια η τελειότητα της προσαρμογής μας κλείνει ήδη ευρύτερους ορίζοντες για το κόμμα μας.17
Όσο καταπληκτικά προφητικό και αν είναι αυτό το σχόλιο για ό,τι έμελλε να συμβεί το 1914, δεν κατορθώνει να εξηγήσει τις ρίζες της αυξανόμενης αρτηριοσκλήρωσης και τυπολατρίας στο SPD, πόσο μάλλον να υποδείξει τρόπους για το πώς αυτή παλεύεται. Συνειδητοποιημένα άτομα και ομάδες δεν μπορούσαν να αντισταθούν σε αυτή την τάση. Κι αυτό γιατί «τέτοιος συντηρητισμός είναι αναμενόμενος, σε ένα μεγάλο βαθμό εξαιτίας του ότι είναι αδύνατο να καθορίσεις μέσα σε ένα κενό αφηρημένων υποθέσεων, την εξέλιξη και τις μορφές πολιτικών καταστάσεων που δεν έχουν υπάρξει ακόμα».18 Η γραφειοκρατικοποίηση σε ένα κόμμα αντιμετωπίζεται ως ένα αναπόφευκτο φαινόμενο που μόνον ο περιορισμός της συνοχής και της αποτελεσματικότητας του κόμματος μπορεί να την υπερβεί.
Δεν είναι μια συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης και συνειδητής διεύθυνσης, αλλά η οργάνωση και η συνειδητή διεύθυνση ως τέτοιες που περιορίζουν τις δυνατότητες του «συνειδητού κινήματος της πλειοψηφίας για τα συμφέροντα της πλειοψηφίας».
Το μη συνειδητό προηγείται του συνειδητού. Η λογική της ιστορίας έρχεται πριν την υποκειμενική λογική των ανθρώπινων όντων που συμμετέχουν στην ιστορική διαδικασία. Η τάση είναι για τα διευθυντικά όργανα του σοσιαλιστικού κινήματος να παίζουν συντηρητικό ρόλο.19
Υπάρχει ένα σωστό και σημαντικό στοιχείο σ’ αυτό το επιχείρημα: η τάση συγκεκριμένων οργανώσεων να μην μπορούν (ή να μην θέλουν) να ανταποκριθούν στις γρήγορες αλλαγές της συγκυρίας: ας σκεφτούμε μόνο την Μαξιμαλιστική πτέρυγα του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1919, ολόκληρο το «Κέντρο» της 2ης Διεθνούς το 1914, τους μενσεβίκους διεθνιστές το 1917 ή το KPD το 1923. Ακόμα και το μπολσεβίκικο κόμμα είχε να επιδείξει μια πολύ ισχυρή τάση ενός τέτοιου συντηρητισμού. Αλλά η Λούξεμπουργκ, έχοντας κάνει τη διάγνωση, δεν κάνει καμία προσπάθεια, εκτός από επιστημολογικές γενικότητες, να εντοπίσει την πηγή της, αναζητώντας οργανωτικές θεραπείες. Υπάρχει μια γερή δόση μοιρολατρίας στην ελπίδα της ότι το «μη-συνειδητό» θα καταφέρει να διορθώσει το «συνειδητό». Παρόλη την υπέροχη ευαισθησία της στο περίεργο τέμπο της ανάπτυξης του μαζικού κινήματος – ειδικά στη Μαζική Απεργία – αποφεύγει την προσπάθεια να επεξεργαστεί μια καθαρή αντίληψη του είδους της πολιτικής οργάνωσης που μπορεί να κατευθύνει τέτοιες αυθόρμητες εξελίξεις. Παραδόξως, αυτή η πιο καυστική κριτικός της γραφειοκρατικής τυπολατρίας και του κοινοβουλευτικού κρετινισμού επιχειρηματολόγησε στη διαμάχη του 1903 υπέρ εκείνης ακριβώς της φράξιας του ρωσικού κόμματος που θα αναδεικνυόταν στην πιο τέλεια ιστορική ενσάρκωση αυτών των αποτυχιών: των μενσεβίκων. Έτσι, στη Γερμανία, η πολιτική αντίθεση στον Καουτσκισμό, που αναπτυσσόταν ήδη από το γύρισμα του αιώνα και είχε πλήρως αποκρυσταλλωθεί το 1910, δεν πήρε συγκεκριμένη οργανωτική μορφή για πέντε ακόμα χρόνια.
Σημαντικές αναλογίες υπάρχουν μεταξύ της θέσης της Λούξεμπουργκ και αυτής την οποία υποστήριζε μέχρι το 1917 ο Τρότσκι. Και αυτός είχε μεγάλη συναίσθηση του κινδύνου της γραφειοκρατικής τυπολατρίας.
Το έργο της ζύμωσης και της οργάνωσης στις γραμμές του προλεταριάτου έχει έναν εγγενή συντηρητισμό. Τα ευρωπαϊκά Σοσιαλιστικά κόμματα, ειδικά το μεγαλύτερο από αυτά, το γερμανικό SPD, έχουν αναπτύξει έναν συντηρητισμό κατ’ αναλογία με τις τεράστιες μάζες που έχουν αγκαλιάσει το σοσιαλισμό και όσο περισσότερο αυτές οι μάζες γίνονταν οργανωμένες και πειθαρχημένες. Ως συνέπεια αυτού, η σοσιαλδημοκρατία ως οργάνωση που ενσαρκώνει την πολιτική εμπειρία του προλεταριάτου μπορεί σε μια δεδομένη στιγμή να γίνει ένα άμεσο εμπόδιο στην ανοιχτή σύγκρουση ανάμεσα στους εργάτες και την αστική αντίδραση.20
Ξανά, το επαναστατικό πνεύμα του Τρότσκι τον οδηγεί να δυσπιστεί απέναντι σε όλες τις συγκεντρωτικές οργανώσεις. Η αντίληψη του Λένιν για το κόμμα μπορεί, σύμφωνα με τον Τρότσκι το 1904, να οδηγήσει μονάχα σε μια κατάσταση στην οποία:
Η οργάνωση του κόμματος υποκαθιστά το κόμμα στο σύνολό του, μετά η Κεντρική Επιτροπή υποκαθιστά την οργάνωση, και τέλος ο «δικτάτορας» υποκαθιστά την Κεντρική Επιτροπή.21
Αντίθετα, για τον Τρότσκι, τα πραγματικά προβλήματα της εξουσίας της εργατικής τάξης μπορούσαν μονάχα να λυθούν:
μέσω μιας συστηματικής διαπάλης ανάμεσα… στα πολλά ρεύματα εντός του σοσιαλισμού, ρεύματα τα οποία αναπόφευκτα θα αναδύονται καθ’ όσον η προλεταριακή δικτατορία θα θέτει δεκάδες και εκατοντάδες νέα… προβλήματα. Καμία «καταδυναστευτική» οργάνωση – όσο ισχυρή και αν είναι – δεν θα μπορέσει να καταπνίξει αυτά τα ρεύματα και αυτές τις διαμάχες.22
Και όμως ο φόβος του Τρότσκι για την οργανωτική ακαμψία τον οδηγεί επίσης στο να υποστηρίζει εκείνη την τάση στην εσωκομματική αντιπαράθεση στη Ρωσία που ιστορικά αναδείχτηκε η πιο φοβισμένη απέναντι στο αυθόρμητο της μαζικής δράσης. Αν και σταδιακά θα αποξενωνόταν πολιτικά από τους μενσεβίκους, άρχισε να χτίζει μια οργάνωση σε αντιπαράθεσή μαζί τους πάρα πολύ αργά. Είτε ήταν σωστός είτε όχι στις κριτικές του απέναντι στον Λένιν το 1904 (και πιστεύουμε ότι ήταν λάθος), δεν αναδείχτηκε σε αποτελεσματικό ιστορικό πρωταγωνιστή παρά μόνο μετά το 1917 με το να γίνει μέλος του κόμματος του Λένιν.
Αν η ίδια η οργάνωση παράγει τη γραφειοκρατία και τον συντηρητισμό, η Λούξεμπουργκ και ο νεαρός Τρότσκι είχαν αναμφίβολα δίκιο για την ανάγκη να περιοριστούν οι βλέψεις για συγκεντρωτισμό και συνοχή στους κόλπους των επαναστατών. Αλλά είναι σημαντικό να αποδεχτούμε όλες τις συνέπειες αυτής της θέσης. Η πιο σημαντική είναι μια ιστορική μοιρολατρία. Τα άτομα μπορούν να παλεύουν μέσα στην εργατική τάξη για τις ιδέες τους, και αυτές οι ιδέες μπορούν να είναι σημαντικές στο να δίνουν στους εργάτες την απαραίτητη συνείδηση και αυτοπεποίθηση για να μάχονται για την απελευθέρωσή τους. Αλλά οι επαναστάτες δεν μπορούν ποτέ να χτίσουν μια οργάνωση ικανή να τους δώσει αποτελεσματικότητα και συνοχή στη δράση, συγκρίσιμη με αυτή όσων υπόρρητα αποδέχονται τις παρούσες ιδέες. Γιατί, κάνοντας κάτι τέτοιο, αναπόφευκτα περιορίζουν την αυτενέργεια των μαζών, το «μη συνειδητό» που προηγείται του «συνειδητού». Το αποτέλεσμα είναι να περιμένει κανείς αναγκαστικά για «αυθόρμητες» εξελίξεις μέσα στις μάζες. Στο ενδιάμεσο πρέπει να συμβιβαστεί με τις υπάρχουσες οργανώσεις, έστω κι αν διαφωνεί πολιτικά μαζί τους, ωσάν να ήταν οι καλύτερες δυνατές, η μέγιστη έκφραση στο παρόν της αυθόρμητης εξέλιξης των μαζών.
Ο Λένιν και ο Γκράμσι για το κόμμα και την τάξη
Στα γραπτά του Λένιν υπάρχει μια πανταχού παρούσα αναγνώριση των υπαρκτών προβλημάτων που τόσο απασχολούν τη Ρόζα και τον Τρότσκι. Αλλά ο Λένιν δεν υποκύπτει μοιρολατρικά σ’ αυτά τα προβλήματα. Υπάρχει μια ολοένα μεγαλύτερη αναγνώριση ότι δεν είναι η οργάνωση ως τέτοια αλλά συγκεκριμένες μορφές και όψεις της που γεννούν τα προβλήματα. Μόνον μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και τα γεγονότα του 1917 που έδωσαν μια οξυμένη έκφραση των λαθών των παλιών μορφών οργάνωσης ήταν που ο Λένιν ξεκίνησε να δίνει ρητά προσοχή στις ριζικά νέες αντιλήψεις που ο ίδιος διαμόρφωνε. Ακόμα και τότε οι απόψεις του αυτές δεν ήταν πλήρως διαμορφωμένες. Η καταστροφή της ρωσικής εργατικής τάξης, η κατάρρευση κάθε έννοιας Σοβιετικού συστήματος (σ.σ.: ενός συστήματος που να βασίζεται στα εργατικά συμβούλια) και η άνοδος του σταλινισμού κατέπνιξαν την ανανέωση της σοσιαλιστικής θεωρίας. Η γραφειοκρατία, που αναδύθηκε με τον αποδεκατισμό και το σπάσιμο του ηθικού της εργατικής τάξης, κατέλαβε τα θεωρητικά θεμέλια της επανάστασης για να τα παραμορφώσει σε μια ιδεολογία που δικαιολογούσε τα δικά της συμφέροντα και εγκλήματα. Η άποψη του Λένιν για το τι είναι κόμμα και για το πώς έπρεπε να λειτουργεί σε σχέση με την τάξη και τους θεσμούς της δεν είχε προλάβει να ξεκαθαρίσει σε αντιπαράθεση με τις παλιές σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, πριν παραμορφωθεί ξανά από τη νέα σταλινική ιδεολογία.
Πολλές, ωστόσο, από τις αντιλήψεις του Λένιν επαναλαμβάνονται και παίρνουν καθαρή και συνεκτική μορφή από τον Ιταλό Αντόνιο Γκράμσι.23
Αυτό που συνήθως αγνοούν οι αναλυτές του Λένιν είναι ότι σε όλα τα κείμενά του υπάρχουν δύο αλληλένδετες και συμπληρωματικές αντιλήψεις, που για τον επιφανειακό παρατηρητή μοιάζουν αντιφατικές. Πρώτα, υπάρχει μια διαρκής έμφαση στις δυνατότητες ξαφνικών μετασχηματισμών στη συνείδηση της εργατικής τάξης, στα μη αναμενόμενα ξεσπάσματα που χαρακτηρίζουν την εργατική αυτενέργεια, στα βαθιά ριζωμένα ένστικτα της εργατικής τάξης που την οδηγούν να αρχίζει να απορρίπτει τις συνήθειες της υπακοής και της υποταγής.
Στην ιστορία των επαναστάσεων έρχονται στο φως αντιφάσεις που έχουν ωριμάσει για δεκαετίες και αιώνες. Η ζωή γίνεται ασυνήθιστα πλούσια σε γεγονότα. Οι μάζες, που πάντοτε στέκονταν στο σκοτάδι και γι’ αυτό ήταν συχνά αντικείμενο περιφρόνησης από επιφανειακούς παρατηρητές, μπαίνουν στην πολιτική αρένα σαν ενεργοί μαχητές… Αυτές οι μάζες κάνουν ηρωικές προσπάθειες να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να φέρουν σε πέρας τα γιγάντια καθήκοντα παγκόσμιας σημασίας που τους έχουν επιβληθεί από την ιστορία. Και όσο μεγάλες και αν είναι οι ξεχωριστές ήττες, όσο συγκλονιστικά και αν μας φαίνονται τα ποτάμια αίματος και τα χιλιάδες θύματα, τίποτα δεν μπορεί ποτέ να συγκριθεί σε σημασία μ’ αυτή την άμεση εξάσκηση που οι μάζες και οι τάξεις λαμβάνουν στην πορεία της ίδιας της επαναστατικής μάχης.24
Είμαστε ικανοί να εκτιμήσουμε τη σημασία της αργής, σταθερής και συχνά ανεπαίσθητης εργασίας της πολιτικής εκπαίδευσης που οι σοσιαλδημοκράτες έχουν διενεργήσει και πάντα θα διενεργούν. Αλλά δεν πρέπει να επιτρέψουμε αυτό που στις παρούσες συνθήκες θα ήταν το πιο επικίνδυνο – μια έλλειψη πίστης στη δύναμη του λαού. Πρέπει να θυμόμαστε τι φοβερή εκπαιδευτική και οργανωτική δύναμη έχει η επανάσταση, όταν πανίσχυρα ιστορικά γεγονότα ωθούν τον άνθρωπο στο δρόμο, έξω από την απομονωμένη του σοφίτα ή το γωνιακό υπόγειο, και τον μετατρέπουν σε πολίτη. Οι μήνες της επανάστασης μερικές φορές εκπαιδεύουν πολίτες πιο γρήγορα και αποτελεσματικά απ’ ό,τι δεκαετίες πολιτικής στασιμότητας.25
Η εργατική τάξη είναι ενστικτωδώς, αυθόρμητα σοσιαλδημοκρατική.26
Οι ειδικές συνθήκες του προλεταριάτου στην καπιταλιστική κοινωνία οδηγούν στην πάλη των εργατών για το σοσιαλισμό. Η ένωσή τους με το Σοσιαλιστικό κόμμα έρχεται ταυτόχρονα με μια αυθόρμητη δύναμη στα πολύ πρώιμα στάδια του κινήματος.27
Ακόμα και στους χειρότερους μήνες μετά το ξέσπασμα του πολέμου το 1914, μπορούσε να γράφει:
Η αντικειμενική κατάσταση που δημιούργησε ο πόλεμος γεννάει αναπόφευκτα επαναστατικά αισθήματα. Εξάπτει και διαφωτίζει όλους τους καλύτερους και πιο ταξικά συνειδητούς προλετάριους. Μια ξαφνική αλλαγή στη διάθεση των μαζών δεν είναι μόνο δυνατή, αλλά γίνεται ολοένα και πιο πιθανή.28
Το 1917 αυτή η πίστη στις μάζες τον οδηγεί τον Απρίλη και τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη σε σύγκρουση με το ίδιο του το κόμμα:
Ο Λένιν ήξερε περισσότερες από μια φορές ότι οι μάζες ήταν στα αριστερά του κόμματος. Ήξερε ότι και το κόμμα ήταν στα αριστερά του ανώτερου στρώματός του, των «Παλιών μπολσεβίκων».29
Σε σχέση με τη «Δημοκρατική Συνδιάσκεψη» έγραφε:
Πρέπει να φέρουμε τις μάζες στη συζήτηση αυτού του ερωτήματος. Οι ταξικά συνειδητοί εργάτες πρέπει να πάρουν το ζήτημα στα χέρια τους, να οργανώσουν τη συζήτηση και να ασκήσουν πίεση σ΄ αυτούς που «είναι στην κορυφή».30
Υπάρχει ωστόσο ένα δεύτερο θεμελιώδες στοιχείο στη σκέψη και την πρακτική του Λένιν: η έμφαση στο ρόλο της θεωρίας και του κόμματος ως φορέα της. Η πιο διάσημη αναγνώριση αυτού υπάρχει στο Τι να κάνουμε όπου ο Λένιν γράφει ότι «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατική πράξη».31 Αλλά αυτό είναι το θέμα που επανεμφανίζεται σε κάθε στάδιο της δράσης του, όχι μόνο στο 1903, αλλά και στο 1905 και το 1917, ακριβώς την ίδια στιγμή που καταριόταν την αποτυχία του κόμματος να ανταποκριθεί στη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών. Γι’ αυτόν, το κόμμα είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τις μαζικές οργανώσεις ολόκληρης της τάξης. Είναι πάντα μια οργάνωση της πρωτοπορίας, που για να γίνεις μέλος της οφείλεις μια αφοσίωση που δεν υπάρχει στην πλειοψηφία των εργατών (αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Λένιν ήθελε ποτέ μια οργάνωση μονάχα επαγγελματιών επαναστατών).32 Αυτό μπορεί να μοιάζει ξεκάθαρη αντίφαση, ειδικά καθώς το 1903 ο Λένιν χρησιμοποιεί επιχειρήματα αντλημένα από τον Κάουτσκι που υπονοούν ότι μόνο το κόμμα μπορεί να διαποτίσει την τάξη με σοσιαλιστική συνείδηση, αν και στη συνέχεια λέει ότι η τάξη είναι «στα αριστερά» του κόμματος. Στην πραγματικότητα, όμως, το να βλέπεις μια αντίφαση εδώ ισοδυναμεί με αποτυχία να αντιληφθείς τα θεμέλια της σκέψης του Λένιν σε αυτά τα ζητήματα. Κι αυτό γιατί η πραγματική θεωρητική βάση του επιχειρήματός του για το κόμμα δεν είναι ότι η εργατική τάξη είναι ανίκανη από μόνη της να φτάσει σε θεωρητική σοσιαλιστική συνείδηση. Αυτό το αποδέχεται στο Β’ Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ όταν αρνείται ότι «ο Λένιν δεν λογαριάζει καθόλου το γεγονός ότι και οι ίδιοι οι εργάτες έχουν μερίδιο στη συγκρότηση της ιδεολογίας» και προσθέτει ότι «οι “οικονομιστές” είχαν φτάσει στο ένα άκρο. Για να ισιώσω το ζήτημα έπρεπε να λυγίζω το ραβδί στην αντίθετη κατεύθυνση – και αυτό έκανα».33
Η πραγματική βάση του επιχειρήματος είναι ότι το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης δεν είναι ποτέ ομοιόμορφο. Όσο ραγδαία και αν διδάσκεται η μάζα των εργατών στη διάρκεια μιας επαναστατικής κατάστασης, μερικά κομμάτια της θα εξακολουθούν να είναι πιο προχωρημένα από κάποια άλλα. Το να αρκείσαι απλώς στον αυθόρμητο μετασχηματισμό ισοδυναμεί με το να δέχεσαι άκριτα οποιαδήποτε παροδική κατάσταση δημιουργεί το αυθόρμητο. Αλλά κάθε τέτοια παροδική κατάσταση αντανακλά τόσο την οπισθοδρόμηση της τάξης όσο και την κίνησή της προς τα εμπρός, την θέση της μέσα στην αστική κοινωνία όσο και τη δυναμική της για περαιτέρω ανάπτυξη μέχρι να φτάσει στην επανάσταση. Οι εργάτες δεν είναι ρομπότ χωρίς ιδέες. Αν δεν κερδηθούν σε μια σοσιαλιστική κοσμοθεωρία από την παρέμβαση συνειδητών επαναστατών, θα συνεχίσουν να δέχονται την αστική ιδεολογία της υπάρχουσας κοινωνίας. Αυτό είναι και το πιο πιθανό, καθώς πρόκειται για μια ιδεολογία που χρωματίζει όλες τις πλευρές της ζωής στο σήμερα και ενισχύεται από όλα τα μέσα ενημέρωσης. Ακόμα και όταν κάποιοι εργάτες «αυθόρμητα» φτάσουν σε μια τέλεια επιστημονική κατανόηση του κόσμου, θα πρέπει να επιχειρηματολογήσουν γι’ αυτή σε εκείνους που δεν την έχουν κατακτήσει ακόμα.
Το να ξεχνάς τη διάκριση ανάμεσα στην πρωτοπορία και το σύνολο της τάξης που έλκεται προς αυτή, το να ξεχνάς το διαρκές καθήκον της πρωτοπορίας να υψώνει πλατύτερα κομμάτια εργατών στο δικό της επίπεδο συνείδησης, σημαίνει απλά το να αυταπατάσαι, να κλείνεις τα μάτια σου στο τεράστιο μέγεθος των καθηκόντων μας και να στενεύεις αυτά τα καθήκοντα.34
Αυτό το επιχείρημα δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Δεν είναι επιχείρημα, όπως θα ήθελαν πολλοί να επιχειρηματολογήσουν, που εφαρμόζεται μόνο στην καθυστερημένη ρωσική εργατική τάξη του 1902 και όχι στα ανεπτυγμένα έθνη του σήμερα. Οι αντικειμενικές δυνατότητες για την άνοδο τής συνείδησης της εργατικής τάξης μπορεί να είναι καλύτερες στη δεύτερη περίπτωση, παρά στην πρώτη, αλλά η ίδια η φύση της καπιταλιστικής κοινωνίας συνεχίζει να διαμορφώνει μια τεράστια ανισομέρεια στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Το να αρνείται αυτό κανείς ισοδυναμεί με το να συγχέει την επαναστατική δυναμική της εργατικής τάξης με την παρούσα κατάστασή της. Όπως γράφει ο Λένιν ενάντια στους μενσεβίκους (και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ!) το 1905:
Χρησιμοποιήστε λιγότερες κοινοτοπίες για την ανάπτυξη της ανεξάρτητης δράσης των εργατών – οι εργάτες επιδεικνύουν ατελείωτη ανεξάρτητη επαναστατική δραστηριότητα που ούτε καν την προσέχετε! – αλλά φροντίστε περισσότερο να μην αποθαρρύνετε τους λιγότερο προχωρημένους εργάτες με την δική σας πολιτική ουράς.35
Υπάρχουν δύο είδη ανεξάρτητης δραστηριότητας. Υπάρχει η ανεξάρτητη δραστηριότητα ενός προλεταριάτου που διαθέτει επαναστατική πρωτοβουλία, και υπάρχει η ανεξάρτητη δραστηριότητα ενός προλεταριάτου που είναι υπανάπτυκτο και κρέμεται από τα νήματα της ηγεσίας… Υπάρχουν σοσιαλδημοκράτες μέχρι σήμερα που κοιτάζουν με ευλάβεια αυτό το δεύτερο είδος δραστηριότητας και πιστεύουν ότι μπορούν να αποφεύγουν μια άμεση απάντηση στα πιεστικά ζητήματα της συγκυρίας επαναλαμβάνοντας τη λέξη «τάξη» ξανά και ξανά.36
Κοντολογίς: σταματήστε να μιλάτε για το τι μπορεί να πετύχει η τάξη ως σύνολο και ξεκινήστε να μιλάτε για το πώς θα δράσουμε εμείς ως κομμάτι της ανάπτυξής της. Όπως γράφει ο Γκράμσι:
Ο καθαρός αυθορμητισμός δεν υπάρχει στην ιστορία: θα συνέπιπτε με τον καθαρό μηχανικισμό. Στα «πιο αυθόρμητα» κινήματα, τα στοιχεία της «συνειδητής διεύθυνσης» είναι απλώς έξω από κάθε έλεγχο… Υπάρχει μια πολλαπλότητα στοιχείων συνειδητής διεύθυνσης σ’ αυτά τα κινήματα, αλλά κανένα από αυτά δεν είναι κυρίαρχο…37
Ο άνθρωπος δεν υπάρχει ποτέ χωρίς κάποια αντίληψη του κόσμου γύρω του. Δεν αναπτύσσεται ποτέ έξω από κάποιου είδους συλλογικότητα. «Για την αντίληψη του κόσμου γύρω του, ο άνθρωπος πάντοτε ανήκει σε κάποια ομάδα, και ιδίως σε εκείνο από όλα τα κοινωνικά στοιχεία που συμμερίζεται τον ίδιο τρόπο σκέψης και εργασίας». Εκτός αν βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία κριτικής της κοσμοθεωρίας του ώστε να κρατά τη συνοχή της:
Ανήκει ταυτόχρονα σε μια πολλαπλότητα ανθρώπων-μαζών, η ίδια του η προσωπικότητα διαμορφώνεται με έναν περίεργο τρόπο. Περιέχει στοιχεία του ανθρώπου των σπηλαίων και αρχές τις πιο μοντέρνας και προχωρημένης επιστήμης, ξεφτισμένες προκαταλήψεις όλων των περασμένων ιστορικών φάσεων, μαζί με διαισθήσεις μιας μελλοντικής φιλοσοφίας της ανθρωπότητας ενωμένης απ’ άκρη σ’ άκρη της γης.38
Ο ενεργός άνθρωπος των μαζών δουλεύει πρακτικά, αλλά δεν έχει μια καθαρή θεωρητική συνείδηση των πράξεών του, που είναι ταυτόχρονα και μια γνώση του κόσμου στο βαθμό που τον αλλάζει. Μπορεί μάλιστα η θεωρητική του συνείδηση να έρχεται σε αντίθεση με τις πράξεις του. Μπορούμε σχεδόν να πούμε ότι αυτός έχει δύο θεωρητικές συνειδήσεις (ή μία αντιφατική συνείδηση), μία που υπονοείται στη δραστηριότητά του και τον ενώνει με όλους τους συναδέλφους του στον πρακτικό μετασχηματισμό της πραγματικότητας, και μία εκφραζόμενη επιφανειακά ή φραστικά που έχει κληρονομήσει από το παρελθόν και που την αποδέχεται άκριτα…(Αυτή η διχοτόμηση μπορεί να φτάσει στο σημείο) όπου η αντίφαση στη συνείδησή του δεν θα του επιτρέπει οποιαδήποτε δράση, απόφαση ή επιλογή, και θα παράγει μια κατάσταση ηθικής και πολιτικής παθητικότητας.39
Κάθε δραστηριότητα είναι αποτέλεσμα διαφορετικών θελήσεων επηρεασμένων από ποικίλους βαθμούς έντασης, συνειδητοποίησης και ομοιογένειας με ολόκληρη τη μάζα της συνολικής θέλησης. Είναι φανερό ότι η αντίστοιχη υπονοούμενη θεωρία θα είναι ένας συνδυασμός πίστεων και απόψεων το ίδιο συγχυσμένων και ετερογενών. Αν οι πρακτικές δυνάμεις που θα απελευθερωθούν σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή προορίζονται να είναι αποτελεσματικές και πλατιές, είναι απαραίτητο να κατασκευάσουμε πάνω σε μια καθορισμένη πρακτική μία θεωρία που, συμπίπτοντας και ταυτιζόμενη με τα αποφασιστικά στοιχεία αυτής της ίδιας πρακτικής, θα επιταχύνει την ιστορική διαδικασία στην πράξη, θα κάνει την πρακτική πιο ομοιογενή, συνεκτική, αποτελεσματική σε όλα της τα στοιχεία…40
Με αυτή την έννοια, το ερώτημα σχετικά με το αν είναι προτιμότερο το «αυθόρμητο» από τη «συνειδητή διεύθυνση» ταυτίζεται με το αν είναι:
προτιμότερο να σκέφτεται κανείς χωρίς να διαθέτει κριτική γνώση, μ’ έναν ασύνδετο και ακαθόριστο τρόπο, με άλλα λόγια να «συμμετέχει» σε μια αντίληψη του κόσμου «επιβεβλημένη» μηχανικά από το εξωτερικό περιβάλλον, δηλαδή από μια από τις πολλές κοινωνικές ομάδες στην οποία ο καθένας εντάσσεται αμέσως με την είσοδό του στο κοινωνικό σύνολο, ή αν είναι προτιμότερο να δημιουργήσει μια δικιά του αντίληψη του κόσμου συνειδητά και κριτικά.41
Τα κόμματα υφίστανται για να δρουν σε μια τέτοια κατάσταση, προπαγανδίζοντας μια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία και δρώντας πρακτικά κατ’ αντιστοιχία με αυτή. Επιχειρούν να ενώσουν σε μια συλλογικότητα όλους όσους μοιράζονται μια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία και να τη διαδώσουν. Υπάρχουν για να δίνουν ομοιογένεια στη μάζα των ατόμων που επηρεάζονται από μια ποικιλία ιδεολογιών και συμφερόντων. Αλλά μπορούν να το κάνουν αυτό με δύο τρόπους.
Ο Γκράμσι αναφέρει ως πρώτο τρόπο αυτόν της Καθολικής Εκκλησίας. Αυτή επιχειρεί να συνενώνει μια ποικιλία κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων σε μια κοινή ιδεολογία. Προσπαθεί να ενώσει τους διανοούμενους και τους «καθημερινούς ανθρώπους» σε μια μοναδικά οργανωμένη κοσμοθεωρία. Αλλά μπορεί να το κάνει αυτό μόνο μέσω μιας σιδερένιας πειθαρχίας πάνω στους διανοούμενους, τους οποίους μειώνει στο επίπεδο των «καθημερινών ανθρώπων». «Ο μαρξισμός είναι αντίθετος σε αυτή την Καθολική θέση». Αντίθετα προσπαθεί να ενώσει τους διανοούμενους και τους εργάτες ώστε να εξυψώνει διαρκώς το επίπεδο συνείδησης των μαζών, με στόχο να τις καθιστά ικανές για πραγματικά ανεξάρτητη δράση. Αυτός είναι ο λόγος που οι μαρξιστές δεν μπορούν απλώς να «λατρεύουν» το αυθόρμητο των μαζών: θα ήταν σαν να αντέγραφαν τους Καθολικούς στην προσπάθειά τους να επιβάλλουν στα πιο προχωρημένα κομμάτια την οπισθοδρόμηση των λιγότερο προχωρημένων.
Για τον Γκράμσι και τον Λένιν, αυτό σημαίνει ότι το κόμμα προσπαθεί διαρκώς να ανεβάσει τα νεότερα μέλη του στο επίπεδο κατανόησης των παλιότερων. Πρέπει πάντα να είναι ικανό να αντιδρά στις «αυθόρμητες» εξελίξεις μέσα στην τάξη, να προσελκύει εκείνα τα στοιχεία που αναπτύσσουν μια καθαρή συνείδηση ως αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων.
Για να είμαστε κόμμα μαζών όχι μόνο κατ’ όνομα, πρέπει να κάνουμε τις πλατύτερες μάζες να συμμετέχουν σ’ όλες τις κομματικές υποθέσεις, σταθερά να τις ανυψώνουμε από την πολιτική αδιαφορία στη διαμαρτυρία και τον αγώνα, από ένα γενικό κλίμα δυσαρέσκειας σε μια υιοθέτηση των σοσιαλδημοκρατικών απόψεων, από την υιοθέτηση αυτών των απόψεων στην υποστήριξη του κινήματος, από την υποστήριξη στην οργάνωσή τους ως μέλη του κόμματος.42