Άρθρο
Εργατικός έλεγχος: το επόμενο βήμα της εργατικής αντίστασης

Εξώφυλλο του τευχους 89

Ο Σωτήρης Κοντογιάννης εξηγεί τη σημασία του εργατικού ελέγχου απέναντι στα καταστροφικά σενάρια της κρίσης.

Με την οικονομία στο χείλος του γκρεμού και την προοπτική της έξωσης της Ελλάδας όχι μόνο από την Ευρωζώνη αλλά και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση να πλανιέται στον ορίζοντα, η συζήτηση για τις επιπτώσεις που θα έχει η χρεοκοπία και η επιστροφή στη δραχμή έχει κυριολεκτικά φουντώσει. Οι “αναλύσεις” και τα σενάρια – που κατά κανόνα παρουσιάζονται σαν τεκμηριωμένες, αδιάσειστες μελέτες του τάδε ή του δείνα “διάσημου” καθηγητή – έχουν κατακλύσει τις τελευταίες βδομάδες τις οικονομικές στήλες των εφημερίδων. Το παρακάτω απόσπασμα από την Καθημερινή της Κυριακής (6.11.2011) είναι χαρακτηριστικό:

“Σύμφωνα με μελέτες, έξοδος από το ευρώ και υποτίμηση της τάξης του 50%-60% θα επιφέρει άμεσα τις εξής επιπτώσεις...

Στην Ελλάδα θα προκληθεί ύφεση 7.6%, η ανεργία θα φτάσει στο 18.5% και ο πληθωρισμός θα εκτιναχθεί στο 20.2%... Η ισοτιμία θα διαμορφωθεί πχ στις 5 δραχμές ανά δολάριο και στις 4.6 δραχμές ανά ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το νέο νόμισμα θα είναι υποτιμημένο κατά 75% σε σχέση με το σημερινό νόμισμα που έχουμε...”.

Πρόκειται για γελοιότητες: οι “μεγάλοι” οικονομολόγοι που δεν κατάφεραν να δούνε καν το τσουνάμι που θα ακολουθούσε την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς υπολογίζουν τώρα την ύφεση και τον πληθωρισμό στην Ελλάδα με ακρίβεια δεκαδικού ψηφίου. Και οι συνέπειες της υποτίμησης κατά 50%-60% θα είναι η... μια υποτίμηση κατά 75%. Καλύτερα να μας απειλούσαν με τον Εωσφόρο, την φλεγόμενη άμμο και την κοχλάζουσα πίσσα (την οποία, παρεμπιπτόντως, προέβλεπε η Κόλαση του Δάντη για τους διεφθαρμένους πολιτικούς) – τα παραμύθια τους θα ήταν μάλλον πιο πειστικά.

Οι γελοιότητες αυτές δείχνουν ένα πράγμα και μόνο: τον πανικό τους. Η άρχουσα τάξη βρίσκεται εδώ και δυο περίπου χρόνια στις Συμπληγάδες μιας τρομαχτικής οικονομικής κρίσης από τη μια και ενός ακόμα πιο τρομαχτικού (για την ίδια) κινήματος από την άλλη – ενός κινήματος που καταλαμβάνει υπουργεία, πλημμυρίζει τους δρόμους με εκατοντάδες χιλιάδες απεργούς και τρέπει τους επισήμους σε φυγή μετατρέποντας τις παρελάσεις από γιορτές για την “εθνική μας επέτειο” σε οργισμένες διαδηλώσεις.

Τα δημόσια οικονομικά βρίσκονται σε τραγική κατάσταση. Στις αρχές του Νοέμβρη τα δημόσια ταμεία είχαν όλα και όλα 600 εκατομμύρια Ευρώ – ένα μηδαμινό ποσό σε σχέση με τις άμεσες ανάγκες του δημοσίου: μέσα στον μήνα πρέπει να ξεπληρώσει δυο έντοκα γραμμάτια συνολικής αξίας 3.3 δισεκατομμυρίων ενώ χρειάζεται τουλάχιστον ενάμισι δις ακόμα για την καταβολή των μισθών και των συντάξεων. Μέχρι το τέλος του χρόνου λήγουν άλλα δυο έντοκα γραμμάτια αξίας δυο δις το καθένα.

Τα οικονομικά επιτελεία δεν τρέφουν πλέον καμία αυταπάτη ότι θα μπορέσουν να καλύψουν αυτά τα ποσά από τις εισπράξεις των δημοσίων ταμείων – παρά τα νέα χαράτσια και τους εκβιασμούς της διακοπής της ηλεκτροδότησης για τα νοικοκυριά που δεν θα καταφέρουν να τα πληρώσουν. Τα φορολογικά έσοδα όχι μόνο δεν πιάνουν τους στόχους των μνημονίων αλλά υστερούν σημαντικά – κύρια χάρη στην ύφεση – ακόμα και από τα αντίστοιχα έσοδα της περασμένης χρονιάς. Χωρίς την καταβολή της 6ης δόσης το ελληνικό δημόσιο δεν θα καταφέρει να εξυπηρετήσει τα χρέη του. Ανοιχτή, άγρια, μη συντεταγμένη χρεοκοπία με απλά λόγια.

Η άρχουσα τάξη αντιμετωπίζει την προοπτική αυτή σαν την απόλυτη καταστροφή. Καταστροφή και οικονομικά, μια και θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει και την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση – δυο επιλογές που εξακολουθούν να έχουν στρατηγική θέση στον ελληνικό καπιταλισμό. Καταστροφή και πολιτικά, μια και ένα “δυστυχώς επτωχεύσαμεν” μέσα σε συνθήκες κινητοποιήσεων και αναβρασμού σαν τις σημερινές θα απειλήσει, δίχως άλλο, να πυροδοτήσει μια κοινωνική έκρηξη σαν αυτές που είδαμε πρόσφατα στην Βόρεια Αφρική – και ακόμα μεγαλύτερη.

Η Ελλάδα, σε πείσμα των θεωριών “ζούμε με δανεικά, δεν παράγουμε τίποτα”, είναι μια από τις πιο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου. Το 2010 βρισκόταν στην 31η θέση του καταλόγου με τις πλουσιότερες (ως προς το απόλυτο ΑΕΠ) χώρες του κόσμου. Το κατά κεφαλή ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, η παραγωγή ανά κάτοικο, έφτανε στα 28.500 δολάρια, ένα επίτευγμα για το οποίο λίγες μόνο χώρες μπορούν να καυχηθούν.

Η στρατηγική σύνδεση με την ΕΕ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ευρώ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για αυτή την επιτυχία. Ο ελληνικός καπιταλισμός κατάφερε να μετατραπεί, μετά την κατάρρευση της Ανατολικής Ευρώπης το 1989-91, στο κέντρο της λεηλασίας των Βαλκανίων. Οι ελληνικές τράπεζες έγιναν οι τράπεζες των “δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”, με θυγατρικές και υποκαταστήματα από την Άγκυρα μέχρι τα Τίρανα και το Βουκουρέστι. Στο βωμό αυτής της νέας Μεγάλης Ιδέας η άρχουσα τάξη εγκατέλειψε μια ολόκληρη σειρά από τομείς αιχμής του παρελθόντος – από το χάλυβα μέχρι την αγροτική παραγωγή και τα τρόφιμα. Αυτή η στροφή δεν επιβλήθηκε από το “διευθυντήριο των Βρυξελών”, ούτε από κανένα άλλο “ξένο κέντρο” – όπως λένε οι οπαδοί των θεωριών της εθνικής μειοδοσίας: ήταν στρατηγική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου. Ήταν μια στροφή ανάλογη με αυτήν που είχε κάνει η Θάτσερ τη δεκαετία του 1980: η Θάτσερ έκλεισε τα ανθρακωρυχεία και διάλυσε την αυτοκινητοβιομηχανία της Βρετανίας για να μετατρέψει το City του Λονδίνου στον χρηματοπιστωτικό κόμβο του πλανήτη. Το ίδιο έκαναν και οι κυβερνήσεις του Μητσοτάκη, του Σημίτη και του Καραμανλή στη χώρα μας: η Ελλάδα έπαψε να έχει αυτάρκεια σε πχ ζάχαρη ή σιτηρά, αλλά η Αθήνα έγινε πραγματικά η τραπεζική πρωτεύουσα των Βαλκανίων. Χωρίς το Ευρώ, χωρίς ένα “σκληρό νόμισμα” αυτή η “επιτυχία” θα ήταν αδιανόητη.

Δεν είναι καθόλου παράξενο ότι η άρχουσα τάξη υπερασπίζεται τις επιλογές της αυτές με τέτοιο πάθος. Αυτό που υπερασπίζεται είναι την θέση της στη παγκόσμια ιεραρχία. Κανένας δεν πρέπει να έχει την παραμικρή αμφιβολία για το τι είναι ικανοί να κάνουν για να παραμείνουν στην “καρδιά της Ευρώπης”. Πήραμε μια ιδέα την Πέμπτη στις 20 Οκτώβρη, με την επίθεση των ΜΑΤ με δακρυγόνα στην Πλατεία Συντάγματος που άφησε πίσω της νεκρό τον Δημήτρη Κοτζαρίδη. Το τι θα ακολουθήσει αν ηττηθεί αυτό το κίνημα, αυτό ο καθένας μπορεί να το φανταστεί. Τα μελανά σενάρια που περιγράφει η Καθημερινή “αν φύγουμε από το Ευρώ” θα ωχριούν μπροστά σε αυτό μας ετοιμάζουν – με χρεοκοπία “συντεταγμένη” ή μη.

Το κίνημα έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις – αυτό ακόμα και οι πιο πουλημένοι σχολιαστές που μιλάνε συνεχώς για “μειοψηφίες” δεν μπορούν πλέον να το παραβλέψουν. Η ίδια η πίεση της Τρόικας για τον σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Σωτηρίας – μιας κυβέρνησης με ευρύτερη αποδοχή – αντανακλάει τον φόβο που νοιώθουν οι άρχουσες τάξεις απέναντι σε ένα κίνημα που καταφέρνει όχι μόνο να πλημμυρίζει ξανά και ξανά τους δρόμους αλλά και να μπλοκάρει την Στατιστική Αρχή και να αναγκάζει τον υπουργό Εσωτερικών να καταφύγει τελικά στη Βουλή (αφού όχι μόνο το υπουργείο και τα άλλα δημόσια κτήρια που επέλεξε ήταν κατειλημμένα) για να δώσει συνέντευξη στα ΜΜΕ.

Αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή για να αποφύγουμε όλα τα καταστροφικά σενάρια – με ή χωρίς χρεοκοπία – είναι η συνέχιση και η κλιμάκωση των κινητοποιήσεων. Αλλά τι σημαίνει “συνέχιση” και “κλιμάκωση”;

Πώς κλιμακώνουμε;

Συνέχιση και κλιμάκωση κατ' αρχήν δεν μπορεί να είναι απλά και μόνο η προσφυγή στις κάλπες – όπως ισχυρίζονται τόσο το ΚΚΕ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αλήθεια ότι η σύνθεση του κοινοβουλίου βρίσκεται σε απόλυτη αναντιστοιχία με τη “λαϊκή βούληση” – αυτό το καταγράφουν σήμερα ακόμα και τα πιο στημένα γκάλοπ. Αλλά το ζήτημα δεν είναι να εξασφαλίσουμε την αντιπροσωπευτικότητα της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Αυτό που καλείται να κάνει η αριστερά δεν είναι να εγγυηθεί ούτε την εγκυρότητα των θεσμών, ούτε την ομαλότητα.

Και ο λόγος είναι πολύ απλός: οι “θεσμοί της δημοκρατίας” είναι πολύ αδύναμοι μπροστά στους “θεσμούς της αγοράς”. Αν εμπιστευθούμε το μέλλον μας στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες είναι βέβαιο ότι θα ζήσουμε όλα αυτά τα οποία προβλέπει η Καθημερινή (και ακόμα χειρότερα) – είτε χρεοκοπήσει η χώρα, είτε όχι. Ο ίδιος ο κοινοβουλευτικός χρόνος κινείται με ταχύτητες χελώνας, σε σχέση με τις ταχύτητες των αγορών. Μέχρι να συγκληθεί μια νέα Βουλή σε σώμα, να οριστεί μια “προοδευτική” κυβέρνηση, να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης, να συντάξει τα “φιλολαϊκά” νομοσχέδια, να τα ψηφίσει και να δημοσιεύσει τους νόμους στην εφημερίδα της κυβέρνησης – και πάει λέγοντας – οι επενδυτές θα έχουν αδειάσει τις τράπεζες από λεφτά, οι εφοπλιστές θα έχουν μεταφέρει τα καράβια τους στον Παναμά, οι έμποροι δεν θα έχουν αφήσει ούτε μια κονσέρβα στα ράφια των σουπερμάρκετ και οι βιομήχανοι θα έχουν στείλει ό,τι μπορούν να “σηκώσουν” – πρώτες ύλες, εργαλεία, μηχανήματα κλπ – στο εξωτερικό. Εκτός, βέβαια, αν η αριστερά τους έχει έμπρακτα διαβεβαιώσει εκ των προτέρων ότι δεν θα θίξει κανένα από τα προνόμιά τους: όπως έκανε η “κεντροαριστερή” κυβέρνηση του Πρόντι το 2006 στην Ιταλία για παράδειγμα.

Η λύση μπορεί να έρθει μόνο από τα κάτω: οι τραπεζοϋπάλληλοι μπορούν εδώ και τώρα να εμποδίσουν τους πλούσιους να στείλουν τα λεφτά τους στην Ελβετία – πολύ απλά γιατί χωρίς αυτούς καμιά μεταφορά χρημάτων δεν μπορεί να γίνει. Οι εργαζόμενοι στα σουπερμάρκετ μπορούν να εμποδίσουν τα αφεντικά τους να ακολουθήσουν την δόξα των μαυραγοριτών της κατοχής – γιατί χωρίς αυτούς ούτε μια κονσέρβα δεν μπορεί να φύγει (ούτε που είναι τα κλειδιά της αποθήκης “τους” δεν ξέρουν τα αφεντικά). Ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή, στην ίδια την βάση της κοινωνίας, είναι πολύ-πολύ πιο δυνατός από την πιο “ριζοσπαστική” κυβέρνηση.

Ο Τρότσκι για τον εργατικό έλεγχο

Προφανώς ο εργατικός έλεγχος δεν μπορεί να είναι προϊόν κάποιας συνεννόησης ανάμεσα στους εργάτες και τους εργοδότες. Εργατικός έλεγχος σημαίνει σύγκρουση και ρήξη. Δεν είναι ένα καθεστώς σταθερό, που μπορεί να κρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. “Σε μια αναπτυγμένη μορφή”, σημείωνε ο Λέον Τρότσκι το 1931, μέσα στη δίνη της προηγούμενης Μεγάλης Ύφεσης, “ο εργατικός έλεγχος σημαίνει κάποιου είδους δυαδική εξουσία στο εργοστάσιο, στην τράπεζα, στην εμπορική επιχείρηση κλπ. Αν η συμμετοχή των εργατών στη διοίκηση της παραγωγής πρόκειται να είναι διαρκής, σταθερή, “κανονική”

θα πρέπει να στηρίζεται στην ταξική συνεργασία, όχι στην ταξική πάλη. Μια τέτοια ταξική συνεργασία μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από τα ανώτερα στρώματα των συνδικαλιστικών και των εργοδοτικών ενώσεων. Έχουν υπάρξει κάποια τέτοια παραδείγματα... Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν είχαμε έλεγχο των εργατών πάνω στο κεφάλαιο, αλλά την υποταγή της εργατικής γραφειοκρατίας στο κεφάλαιο”. Ο εργατικός έλεγχος δεν έχει καμιά σχέση με την “συνδιαχείριση” των επιχειρήσεων: ο στόχος του δεν είναι η “βιωσιμότητα” της επιχείρησης αλλά η βιωσιμότητα των εργαζομένων – να μην απολυθεί κανείς, να μην μειωθούν οι μισθοί, να μην αφήσουμε το αφεντικό να αδειάζει τα ταμεία και να μένουν οι εργαζόμενοι απλήρωτοι “αφού δεν υπάρχουν” λεφτά. Και η βιωσιμότητα της κοινωνίας: να συνεχίσει η παραγωγή να τροφοδοτεί την κοινωνία με όλα όσα χρειάζεται για να συνεχίσει να υπάρχει. Είναι μια πρακτική απάντηση της εργατικής τάξης στις απολύσεις, την φτώχεια και την ανέχεια που φέρνει η κρίση.

Ο εργατικός έλεγχος θέτει σε αμφισβήτηση όχι μόνο τους κανόνες της αγοράς αλλά και ολόκληρη την αστική εξουσία. “Είναι φανερό ότι η εξουσία δεν βρίσκεται ακόμα στα χέρια του προλεταριάτου, αλλιώς δεν θα είχαμε εργατικό έλεγχο της παραγωγής αλλά τον έλεγχο της παραγωγής από το εργατικό κράτος”, γράφει ο Τρότσκι στο ίδιο κείμενο. “Αυτό για το οποίο μιλάμε είναι εργατικός έλεγχος σε ένα καπιταλιστικό καθεστώς, κάτω από την εξουσία τη αστικής τάξης... Μια αστική τάξη όμως που αισθάνεται ότι κάθεται γερά στο σαμάρι δεν θα ανεχθεί ποτέ δυαδική εξουσία στις επιχειρήσεις της... Ο έλεγχος μπορεί να επιβληθεί μόνο με τη βία πάνω στην αστική τάξη, από ένα προλεταριάτο στην πορεία προς την εξουσία... Το καθεστώς της δυαδικής εξουσίας στα εργοστάσια αντιστοιχεί σε καθεστώς δυαδικής εξουσίας και στο κράτος...”.

Βρισκόμαστε σήμερα σε ένα τέτοιο σημείο; Βρισκόμαστε ήδη στον Φλεβάρη του 1917, για να κάνουμε μια ιστορική αναλογία, όπου η εργατική τάξη έχει όχι μόνο ανατρέψει μια απολυταρχική κυβέρνηση αλλά έχει συγκροτηθεί κιόλας σε σοβιέτ; Η απάντηση είναι προφανώς όχι. Αλλά, όπως λέει και ο Τρότσκι, η μηχανιστική σύνδεση της δυαδικής εξουσίας στους χώρους δουλειάς με τη δυαδική εξουσία πάνω στην ίδια την κεντρική πολιτική σκηνή είναι λάθος:

“Η αντιστοιχία δεν θα πρέπει να γίνει αντιληπτή μηχανικά, δηλαδή σαν να περιμένει κανείς ότι η δυαδική εξουσία στις επιχειρήσεις και η δυαδική εξουσία στο κράτος θα γεννηθούν την ίδια μέρα... Έτσι, σε κάποιες περιστάσεις, μια βαθιά και διαρκής οικονομική κρίση, μια ισχυρή κατάσταση οργάνωσης των εργατών στις επιχειρήσεις... ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή μπορεί να έρθει πολύ πιο νωρίς από μια αναπτυγμένη δυαδική εξουσία στη χώρα... Κάτω από την επίδραση της κρίσης, της ανεργίας και των αρπαχτικών μηχανορραφιών των καπιταλιστών η εργατική τάξη, στην πλειοψηφία της μπορεί να αποδειχτεί ότι είναι έτοιμη να παλέψει για την κατάργηση του επιχειρηματικού απορρήτου και για τον έλεγχο πάνω στις τράπεζες, το εμπόριο και την παραγωγή προτού φτάσει να κατανοήσει την αναγκαιότητα μιας επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας”.

Οι εργατικοί αγώνες των τελευταίων μηνών είναι γεμάτοι από τέτοια παραδείγματα αμφισβήτησης στην πράξη του “διευθυντικού δικαιώματος” – από τους εργαζόμενους της ΔΕΗ και την προσπάθεια να μπλοκάρουν την έκδοση αποδείξεων με τα χαράτσια μέχρι τη Στατιστική Αρχή και την κατάληψη που εμπόδιζε την Τρόικα να πάρει τα στοιχεία που ήθελε ή την σύγκρουση των εργαζομένων στα νοσοκομεία με την επιβολή τέλους στα έκτακτα ιατρεία.

Αυτά τα παραδείγματα είναι η ελπίδα για το μέλλον. Αυτό που πρέπει να κάνει η αριστερά είναι να προσπαθήσει να συνδεθεί με τους πρωταγωνιστές αυτής της εν δυνάμει δυαδικής εξουσίας, να οργανώσει την συμπαράσταση της υπόλοιπης εργατικής τάξης απέναντι σε αυτούς τους αγώνες και να μεταφέρει το μήνυμα της ελπίδας που γεννάνε μέσα σε ολόκληρο το εργατικό κίνημα.

Ζούμε σε μια περίοδο μιας τρομαχτικής επίθεσης από την πλευρά του κεφαλαίου και της άρχουσας τάξης. Αλλά αυτή η επίθεση δεν ξεκινάει από μια θέση ισχύος: η άρχουσα τάξη βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Η “αδιαλλαξία” της, η άρνησή της να δεχτεί σχεδόν οποιονδήποτε συμβιβασμό, πηγάζει απλά και μόνο από το γεγονός ότι δεν έχει πού να οπισθοχωρήσει: δεν μπορείς να κάνεις ένα βήμα πίσω όταν ακριβώς πίσω σου βρίσκεται ο γκρεμός. Αλλά με αυτή την στάση της παίρνει ένα τεράστιο ρίσκο: να μετατρέψει ένα κίνημα που αμύνεται για τα κεκτημένα του σε ένα κίνημα που διεκδικεί ολόκληρη την εξουσία. Αυτόν τον εφιάλτη τους μπορούμε σήμερα να τον κάνουμε πραγματικότητα. Και ο εργατικός έλεγχος είναι το επόμενο σκαλοπάτι που πρέπει να ανεβούμε.