Άρθρο
40 χρόνια με τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης

Εξώφυλλο του τευχους 89

Τον Οκτώβρη του 1971 ιδρυόταν η ΟΣΕ, οργάνωση από την όποια προέρχεται το ΣΕΚ. Ο Πάνος Γκαργκάνας θυμίζει σταθμούς και κρατούμενα αυτής της διαδρομής.

Πριν από 40 χρόνια, το φθινόπωρο του 1971, μια μικρή ομάδα συντρόφων ξεκινούσαμε την Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση, γνωστή σαν ΟΣΕ, από την οποία προέρχεται το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Από μια χούφτα ανθρώπων μέσα σε συνθήκες δικτατορίας φτάσαμε να χτίσουμε μια σημαντική συνιστώσα στο σημερινό ψηφιδωτό της αριστεράς, μια συνιστώσα που κρατάει πάντα ψηλά τις σημαίες της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Αυτή είναι μια διαδρομή για την οποία μπορούμε να είμαστε περήφανοι, ιδιαίτερα σήμερα που ο καπιταλισμός στην Ελλάδα και παγκόσμια βρίσκεται στην πιο μεγάλη κρίση του από την εποχή των επαναστάσεων του Μεσοπόλεμου. Η επαναστατική αριστερά έχει ξανά μπροστά της τις μεγάλες προκλήσεις που αποτελούν και το λόγο ύπαρξής της. Αξίζει, λοιπόν, να ανατρέξουμε σε αυτή τη σαραντάχρονη πορεία, όχι για λόγους απλά επετειακούς, αλλά για να εντοπίσουμε τις ρίζες και τις μεγάλες επιλογές που θα μας βοηθήσουν να ανταποκριθούμε στα μεγάλα καθήκοντα του σήμερα.

Οι ρίζες της ΟΣΕ βρίσκονται στη γενιά των αγωνιστών της αριστεράς που σημαδεύτηκε από τρία συνταρακτικά γεγονότα: το κίνημα των Ιουλιανών του 1965, την επιβολή της Χούντας το 1967 και το ξέσπασμα των εκρήξεων του κινήματος διεθνώς που συνοπτικά ονομάζουμε Μάη του 68.

Η ορμητική άνοδος των αγώνων στην Ελλάδα από το 25% της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958 μέχρι τις μέρες που οι κυβερνήσεις της Αποστασίας και το Παλάτι πολιορκούνταν από τους διαδηλωτές το καλοκαίρι του 65, πολιτικοποίησε και ριζοσπαστικοποίησε χιλιάδες που είχαν αρχίσει να αμφισβητούν τις επιλογές των ηγεσιών της αριστεράς, τόσο της νόμιμης ΕΔΑ όσο και του παράνομου ΚΚΕ. Αυτή η αμφισβήτηση έγινε ρήξη μετά το πραξικόπημα της 21 Απρίλη 1967. Γιατί ηττήθηκε ένα τόσο μεγάλο κίνημα; Τι ευθύνες είχε η ηγεσία; Αυτά τα ερωτήματα βασάνιζαν ένα πλήθος αγωνιστών που αναζητούσαν απαντήσεις.

Παρά τις συνθήκες ήττας και παρανομίας, αυτές οι αναζητήσεις στράφηκαν προς τα αριστερά σαν αποτέλεσμα δυο παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η μεγάλη κρίση της παραδοσιακής αριστεράς που διασπάστηκε σε ΚΚΕ και ΚΚΕ(εσωτερικού) κάτω από το βάρος όχι μόνο των ευθυνών της για την ήττα από τη Χούντα αλλά και της εισβολής της ΕΣΣΔ στην τότε ενιαία Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968. Και ο δεύτερος ήταν ο γαλλικός Μάης του 68 που έγινε παγκόσμιο κίνημα με το Καυτό Φθινόπωρο στην Ιταλία το 1969 και το κίνημα ενάντια στον πόλεμο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ.

Πάνω σε αυτό το έδαφος άρχισαν να φυτρώνουν ομάδες στα αριστερά των παραδοσιακών ηγεσιών, ιδιαίτερα ανάμεσα στους χιλιάδες μετανάστες και φοιτητές της Δυτικής Ευρώπης. Ήδη πριν από τη δικτατορία υπήρχαν οι Φίλοι Νέων Χωρών, η Αναγέννηση-ΟΜΛΕ καθώς και οι σύντροφοι του Σωτήρη Πέτρουλα. Μέσα στις νέες συνθήκες ιδρύεται το ΕΚΚΕ, αναπτύσσεται η ΕΔΕ (πρόδρομος του σημερινού ΕΕΚ), ο Φώντας Λάδης εκδίδει στην Ιταλία «Τα άλλα ΝΕΑ», ο Γιώργος Βότσης και ο Περικλής Κοροβέσης συνεργάζονται για να συσπειρώσουν μια κίνηση από «Επαναστατικές Σοσιαλιστικές Ομάδες» γύρω από το περιοδικό «Επανάσταση» και την εφημερίδα «Η Μαμή». Μέσα από αυτή την «ομπρέλα» βγήκε η ΟΣΕ.

Μια πρώτη βασική επιλογή πάνω στην οποία στηρίχτηκε η νέα οργάνωση αφορούσε το δίλημμα ανάμεσα στο μαζικό κίνημα και στο αντάρτικο. Εκείνα ήταν χρόνια όπου η επιρροή των ιδεών του Τσε Γκεβάρα ήταν έντονη. Πολλοί αγωνιστές πίστευαν ότι οι επαναστάτες θα έπρεπε να πάρουν το δρόμο του αντάρτικου είτε ανάμεσα στους αγρότες είτε στις πόλεις σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο αλλά και στις μητροπόλεις του ιμπεριαλισμού. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα μέσα σε συνθήκες δικτατορίας, η ιδέα ότι η εργατική τάξη έχει ανάγκη από εξωτερική «αφύπνιση» με ομάδες που θα έβαζαν βόμβες κατά του καθεστώτος των συνταγματαρχών ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και ενισχυόταν από την επιφανειακή εντύπωση ότι η Χούντα είχε «αποκοιμίσει» τον κόσμο με το ποδόσφαιρο, το ΠΡΟΠΟ και τις επιτυχίες του Παναθηναϊκού που είχε φτάσει στο Γουέμπλεϊ.

Η εμφάνιση μαζικού φοιτητικού κινήματος, η κατάληψη της Νομικής και στη συνέχεια η εξέγερση του Πολυτεχνείου έδειξαν με αποφασιστικό τρόπο πόσο λάθος είχαν οι απόψεις που θεωρούσαν ότι η εργατική τάξη και ιδιαίτερα η νεολαία κοιμάται. Η κεντρικότητα της εργατικής τάξης ως επαναστατικό υποκείμενο ήταν από τα θεμέλια της ΟΣΕ και παραμένει κύριο χαρακτηριστικό του ΣΕΚ μέχρι σήμερα. Να αναφέρουμε ανεκδοτολογικά ότι όταν ο Παναθηναϊκός έπαιζε στο Γουέμπλεϊ, οι επαναστάτες που ήμασταν στο Λονδίνο εκείνα τα χρόνια υποδεχθήκαμε τους φιλάθλους που ήρθαν από την Αθήνα μοιράζοντας προκηρύξεις ενάντια στη Χούντα στις θύρες και στις κερκίδες.

Μεταπολίτευση και σοσιαλδημοκρατία

Μετά την εξέγερση του Νοέμβρη 1973, το επίκεντρο των συζητήσεων και αντιπαραθέσεων μετατοπίστηκε στο ζήτημα της προοπτικής. Οι ρεφορμιστικές απόψεις υποστήριζαν ότι ρεαλιστική προοπτική για το κίνημα ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατίας σαν απαραίτητο στάδιο για πιο προχωρημένους στόχους αργότερα. Συνακόλουθα, θεωρούσαν ότι η εξέγερση ήταν πρόωρη, ότι τα συνθήματα για επανάσταση και μάλιστα ενάντια στους καπιταλιστές ήταν προβοκατόρικα και ότι η κατάληξη ήταν ένα πισωγύρισμα με τη χούντα του Ιωαννίδη να έχει τορπιλίσει την «φιλελευθεροποίηση» Παπαδόπουλου-Μαρκεζίνη. Εμείς απαντούσαμε ότι η κρίση του δικτατορικού καθεστώτος έγινε μεγαλύτερη μετά τον Νοέμβρη, ότι το κίνημα είχε μπροστά του την προοπτική της επαναστατικής ανατροπής και ότι η αναζήτηση ενδιάμεσων σταδίων κινδύνευε να του στερήσει τις νίκες του.

Η «Επανάσταση των Γαρύφαλλων» στην Πορτογαλία τον Απρίλη του 1974 έδειχνε πόσο δίκιο είχαμε και ένα άρθρο στη Μαμή με τίτλο «Να μην χαρίσουμε τις νίκες του κινήματος στους Καραμανλήδες» αποδείχθηκε προφητικό. Δυστυχώς, οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού, προσωρινά συσπειρωμένες σαν Ενωμένη Αριστερά για τις εκλογές του 1974, εκφράστηκαν με την περιβόητη δήλωση του Μίκη Θεοδωράκη «Καραμανλής ή τανκς».

Εκείνες οι επιλογές της ΟΣΕ δεν ήταν συγκυριακές. Πατούσαν πάνω στην υιοθέτηση της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης, όπως διαμορφώθηκε από τον Τρότσκι για το διεθνές κίνημα και τον Παντελή Πουλιόπουλο για την Ελλάδα. Αυτή ήταν και παραμένει μια κληρονομιά πολύτιμη για την ανάδειξη του αντικαπιταλισμού ως ρεύμα μέσα στο σύγχρονο κίνημα. Μπορεί σήμερα που όλοι μιλάνε για τον ελληνικό καπιταλισμό να μοιάζει αυτονόητη, αλλά δεν προέκυψε αυτόματα. Χρειάστηκαν πολλές πολιτικές μάχες για να φτάσουν χιλιάδες αγωνιστές να αυτοπροσδιορίζονται σαν αντικαπιταλιστές και η ΟΣΕ και το ΣΕΚ ήταν πάντα μπροστά σε αυτές.

Μεγάλη καμπή στη σαραντάχρονη πορεία που εξετάζουμε ήταν η αντιμετώπιση της αριστεράς απέναντι στην ανάδυση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα με τη μορφή του ΠΑΣΟΚ. Οι αυταπάτες για τον κοινοβουλευτικό δρόμο προς το σοσιαλισμό ήταν τεράστιες το 1981. Μετά από δεκαετίες με Μεταξά, κατοχή, εμφύλιο, Παπάγο, Καραμανλή και Χούντα, οι ψεύτικες ελπίδες για «Σοσιαλισμό στις 18», με τον Ανδρέα Παπανδρέου να υπόσχεται ότι το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση σημαίνει «ο λαός στην εξουσία», αποτελούσαν μαζικό ρεύμα.

Τόσο ισχυρό ήταν εκείνο το ρεύμα ώστε παρέσυρε τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, και έβαλε τη σφραγίδα του στις επιλογές της ρεφορμιστικής αριστεράς. Το ΚΚΕ εσωτερικού, όπως και άλλα κόμματα του Ευρωκομμουνισμού, περιθωριοποιήθηκε από το ρεύμα της σοσιαλδημοκρατίας γιατί η στρατηγική του «δημοκρατικού δρόμου» προς το σοσιαλισμό ήταν παραδοσιακά η σοσιαλδημοκρατική επιλογή. Η ηγεσία του ΚΚΕ, αντίθετα, αρχικά εκτιμούσε ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν κόμμα του «μικροαστικού σοσιαλισμού» και όπως όλα τα μικροαστικά φαινόμενα θα ήταν παροδικό και ασταθές ώστε μια συνεργασία μαζί του θα άφηνε το ΚΚΕ ως κληρονόμο αυτού του χώρου. Από εκεί ξεκινούσαν τα συνθήματα «αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ» και η συνεργασία της ΕΣΑΚ (παράταξης του ΚΚΕ) με την ΠΑΣΚΕ στη ΓΣΕΕ.

Εμείς, αντίθετα, τονίζαμε ότι το ΠΑΣΟΚ είναι κόμμα σοσιαλδημοκρατικό όπως είχε αναλύσει ο Λένιν τα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς, δηλαδή κόμμα «αστικό εργατικό», με πρόγραμμα και ηγεσία αστική που πατάει πάνω σε μια βάση εργατική χάρη στον έλεγχο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που της δίνει επιρροή στα οργανωμένα τμήματα της εργατικής τάξης.

Ο λενινιστικός ορισμός για τη σοσιαλδημοκρατία εντοπίζει κόμματα που στηρίζονται στις δυο βασικές τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας και άρα κόμματα σταθερά και ισχυρά όσο τα επίπεδα της ταξικής πάλης δεν φτάνουν στα ύψη μιας επαναστατικής κατάστασης. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται από την εμπειρία όλου του εικοστού αιώνα. Επιβεβαιώνεται και από την ίδια την πορεία του ΠΑΣΟΚ που προμήθευσε στον ελληνικό καπιταλισμό τις περισσότερες κυβερνήσεις τα τελευταία 37 χρόνια.

Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ στο αρχικό του στάδιο ισχυριζόταν ότι δεν έχει σχέση με τη σοσιαλδημοκρατία και τοποθετούσε τον εαυτό του στα αριστερά της. Αλλά αυτά παραχώρησαν τη θέση τους αρκετά γρήγορα στην προβολή του Ανδρέα Παπανδρέου στο πλευρό του Μιτεράν, του Φελίπε Γκονζάλες και του Μπετίνο Κράξι, δηλαδή των κορυφαίων ηγετών της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Σήμερα, με τον γιο Παπανδρέου στην προεδρία της Σοσιαλιστικής Διεθνούς αυτό το ζήτημα έχει λήξει και όλα αυτά μοιάζουν πολύ μακρινά και ασήμαντα. Τότε όμως καθόριζαν τις τακτικές του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού.

Η αδυναμία των ηγεσιών της ρεφορμιστικής αριστεράς να αντιμετωπίσουν την ανάδυση του ΠΑΣΟΚ οδήγησε σε παλινωδίες που κόστισαν ακριβά. Το 1989, με το ΠΑΣΟΚ στη δίνη του σκανδάλου Κοσκωτά, οι ηγεσίες αυτές ενωμένες στα πλαίσια του Συνασπισμού διαχειρίστηκαν εκείνη την κρίση με τον τρόπο που όλοι ξέρουμε: πρώτα συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και ύστερα Οικουμενική κυβέρνηση μαζί και με τη ΝΔ και με το ΠΑΣΟΚ. Το αποτέλεσμα ήταν μια ήττα και μια νέα διάσπαση που άφησε τις δυνάμεις της αριστεράς στο χαμηλότερο σημείο όλης αυτής της πορείας που εξετάζουμε.

“Υπαρκτός σοσιαλισμός”

Ωστόσο, η κρίση του 1989 δεν είχε μόνο να κάνει με τις εσωτερικές εξελίξεις και την αδυναμία του ρεφορμισμού να αντιμετωπίσει τη σοσιαλδημοκρατία. Ήταν δεμένη και με ένα άλλο θεμελιακό ζήτημα για την αριστερά, τη φύση των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Δεν ήταν μόνο οι αυταπάτες για το «μικροαστικό ΠΑΣΟΚ» που οδήγησαν στα

τραγικά λάθη του Φλωράκη και του Κύρκου και για τα οποία δεν έχει υπάρξει ακόμη κριτική ούτε από το ΚΚΕ ούτε από τον Συνασπισμό ή τον ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν και οι αυταπάτες για τον Γκορμπατσόφ και την Περεστρόικα.

Η αντίληψη ότι το άνοιγμα στις δυνάμεις της αγοράς μπορεί να είναι λύση για τα οικονομικά προβλήματα δεν περιοριζόταν στον ενιαίο Συνασπισμό εκείνης της εποχής. Ο Μίμης Ανδρουλάκης και οι ιδεοληψίες του για την «τέχνη του επιχειρείν» δεν ήταν προσωπικές απόψεις. Ήταν στα πλαίσια των αποφάσεων του 12ου Συνέδριου του ΚΚΕ και έκφραζαν το πολιτικό υπόβαθρο για τους χειρισμούς του ΚΚΕ/ΣΥΝ απέναντι στον Μητσοτάκη, τον Παπανδρέου και στον Ζολώτα, οι οποίοι υποστήριζαν ότι το φάρμακο για το «κρατικοδίαιτο» σκάνδαλο Κοσκωτά ήταν οι ιδιωτικοποιήσεις. Αν όμως ο αστικός πολιτικός κόσμος εμπνεόταν από τη Θάτσερ (και τον Μιτεράν) για τις μαγικές ικανότητες της αγοράς, η ρεφορμιστική αριστερά εμπνεόταν από τον «ανανεωτή του σοσιαλισμού» που βρισκόταν στο Κρεμλίνο.

Θα ήταν διδακτικό για τους νεώτερους συντρόφους να ξεφυλλίσουν παλιά φύλλα του Ριζοσπάστη και της Αυγής για να πάρουν μια αίσθηση του λιβανωτού που αναδυόταν προς την κατεύθυνση της Μόσχας στα χρόνια 1985-1991, όσο κράτησε η ηγεσία Γκορμπατσόφ. Δεν υπήρχε καμιά αίσθηση της κρίσης που οδήγησε στην κατάρρευση όλων των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ, μόνο άκριτη υιοθέτηση των αγοραίων μεταρρυθμίσεων μέχρι την τελευταία στιγμή. Γι’ αυτό, άλλωστε, αυτό που επακολούθησε ήταν η σύγχυση και η αναζήτηση πρακτόρων του ιμπεριαλισμού στις ηγεσίες όλων των κομμουνιστικών κομμάτων του πλανήτη. Πράκτορας ο Γκορμπατσόφ στη Μόσχα και όλοι οι άλλοι στα Πολιτικά Γραφεία των ΚΚ της Ανατολής είτε ήταν στην Τιφλίδα ή στο ανατολικό Βερολίνο, στην Πολωνία ή στο Καζακστάν. Αλλά το ίδιο και η Άντζελα Ντέιβις στις ΗΠΑ, ο Τζο Σλόβο στη Νότια Αφρική ή ο Γιάννης Δραγασάκης που έχασε την ψηφοφορία για την ηγεσία του ΚΚΕ από την Παπαρήγα για λίγες ψήφους στην Κεντρική Επιτροπή.

Αν, αντίθετα, ξεφυλλίσει κάποιος την Εργατική Αλληλεγγύη της εποχής βλέπει καταρχήν ένα άρθρο που προειδοποιούσε ότι το 12ο Συνέδριο ήταν ένα «Άλμα προς τα δεξιά και στο κενό» και πολλά άρθρα που μιλούσαν ολοκάθαρα για την κρίση του κρατικού καπιταλισμού που οδήγησε τα σταλινικά καθεστώτα στην κατάρρευση.

Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς: μα τι σημασία έχουν πια όλες αυτές οι παλιές διαμάχες; Η απάντηση έχει δυο σκέλη. Η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού επέτρεψε στην ΟΣΕ να έχει την αισιόδοξη ανάλυση ότι αυτός που βρίσκεται σε κρίση είναι ο καπιταλισμός σαν παγκόσμιο σύστημα και ότι η κρίση θα περάσει από την ανατολή στη δύση. Άποψη που σήμερα ξέρουμε ότι επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά. Και ταυτόχρονα να έχει την καλύτερη αφετηρία για την αναζήτηση της πραγματικής προοπτικής του σοσιαλισμού για το μέλλον. Ας σταθούμε σε αυτό το σημείο.

Υπάρχει άρχουσα τάξη σήμερα στις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες; Από πού ξεπήδησε; Την φύτεψαν οι αμερικάνοι και οι γερμανοί ιμπεριαλιστές; Ή μήπως αποτελεί συνέχεια αυτών που διοικούσαν τις επιχειρήσεις και τις εξουσίες στα χρόνια πριν την κατάρρευση; Άλλαξε η ιεραρχία των στρατηγών, των διευθυντών και των μάνατζερ στο στρατό, στην αστυνομία, στη δικαιοσύνη, στα ΜΜΕ στις επιχειρήσεις εκτός από κάποια πρόσωπα στις κορυφές; Οι καταρρεύσεις του 1989-91 ήταν μεταπολιτεύσεις όπου στη θέση των σταλινικών δικτατοριών εμφανίστηκαν κοινοβουλευτικά καθεστώτα ενώ η άρχουσα τάξη διατήρησε τον έλεγχο στην οικονομία και στην κοινωνία ευρύτερα. Η εμπειρία της Κίνας μας διδάσκει ότι τέτοιες αλλαγές με ανοίγματα στην αγορά έγιναν και χωρίς μεταπολίτευση, δηλαδή με το ΚΚ να διατηρεί τον πολιτικό έλεγχο. Η σημερινή καπιταλιστική φύση αυτών των χωρών είναι αναμφισβήτητη. Τι μας λέει, λοιπόν, η συνέχεια με τα προηγούμενα καθεστώτα, αν όχι ότι ήταν καπιταλιστικά;

Σοσιαλισμός και κράτος

Αυτές οι εμπειρίες μας βοηθούν να ξεκαθαρίσουμε τα κριτήρια για να μιλήσουμε για σοσιαλιστικές κοινωνίες. Για πολλά χρόνια, από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και τη δεκαετία του 1960, κυρίαρχη ήταν η άποψη ότι το βασικό κριτήριο για το σοσιαλισμό ήταν ο έλεγχος της οικονομίας από το κράτος. Με αυτό το κριτήριο παρέμενε «σοσιαλιστική» η ΕΣΣΔ και οι χώρες της Κομεκόν, αλλά και η Κίνα και το Βιετνάμ και η Κούβα, ακόμα και άλλες χώρες όπου τα μετα­αποικιακά καθεστώτα επιχειρούσαν οικονομική ανάπτυξη με μοχλό το κράτος. Το κριτήριο δεν περιοριζόταν στους κύκλους της κομμουνιστικής αριστεράς. Ακόμη και η σοσιαλδημοκρατική Σουηδία βαφτιζόταν σοσιαλιστική εξαιτίας της επέκτασης των κοινωνικών υπηρεσιών του κράτους.

Αυτό το κριτήριο τροποποιήθηκε μετά την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα για να προστεθεί ένα άλλο: ποια πτέρυγα του κυβερνητικού ΚΚ είχε τον έλεγχο, η μαοϊκή ή η «ρεβιζιονιστική»; Η ιδεολογία της κυρίαρχης πτέρυγας έκανε τη διαφορά. Οι ρεβιζιονιστές στο τιμόνι σήμαιναν η αστική τάξη στην εξουσία, ενώ αντίθετα η ηγεμονία της πτέρυγας του «Μεγάλου Τιμονιέρη» σηματοδοτούσε την πορεία προς τον κομμουνισμό ακόμα και αν εξασφαλιζόταν με στρατιωτικό πραξικόπημα.

Όλα αυτά μπορεί να μοιάζουν αστεία σήμερα, αλλά ήταν ντυμένα με το κύρος διανοούμενων όπως ο Μπετελέμ και ο Αλτουσέρ και δεν βοηθούσαν καθόλου την επαναστατική αριστερά να απαντήσει όταν π.χ. η Κίνα επιτέθηκε στο Βιετνάμ την άνοιξη του 1979.

Η ΟΣΕ είχε το πλεονέκτημα της δουλειάς που είχε κάνει ο Τόνι Κλιφ πατώντας πάνω στην παράδοση του Τρότσκι. Ο Κλιφ είχε θέσει το θεμελιώδες ερώτημα: «Μπορεί να είναι εργατικό ένα κράτος που δεν ελέγχεται από τους εργάτες;» και είχε απαντήσει κατηγορηματικά αρνητικά, εντοπίζοντας ακόμη και τις αντιφάσεις του ίδιου του Τρότσκι που ήταν ο πρώτος και κορυφαίος αντίπαλος της σταλινικής αντεπανάστασης στη Ρωσία. Το σύνθημα του Λένιν στο δρόμο προς την μεγάλη Οκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση ήταν «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ», όχι όλη η εξουσία στη σωστή φράξια των μπολσεβίκων.

Σήμερα που οι επαναστάσεις επιστρέφουν, όλη αυτή η κληρονομιά μας είναι πολύτιμη. Πορευτήκαμε με οδηγό όλους τους κλασικούς του Μαρξισμού, αλλά και ένα πνεύμα κριτικής αξιοποίησης των κατακτήσεών τους, όπως στάθηκε ο Κλιφ απέναντι στον Τρότσκι. Αυτό βοήθησε την ΟΣΕ και το ΣΕΚ να βρεθούν στη σωστή μεριά σε όλες τις μεγάλες διχάλες που βρήκε μπροστά της η αριστερά αυτά τα 40 χρόνια. Και έτσι σκοπεύουμε να συνεχίσουμε!