Εξώφυλλο του τευχους 89
Ο Σπύρος Μαρκέτος, πανεπιστημιακός, συγγραφέας του βιβλίου “Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι”, ανατρέχει στις δεκαετίες ’20 και ‘30 και στις σχέσεις των αστών με τους φασίστες.
Άκρα δεξιά και φασισμός
Η άκρα δεξιά έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεσοπολεμική Ελλάδα, όπως μαρτυρούν άλλωστε και οι συχνές εκτροπές και τελικά η κατάλυση της έστω και περιορισμένης πολιτικής δημοκρατίας που είχε αναπτυχθεί τον δέκατο ένατο αιώνα. Παρά την πολυδιάσπασή της πρωταγωνίστησε στις πολιτικές εξελίξεις και συχνά βρέθηκε να κυβερνά, άλλοτε μόνη της και άλλοτε με συμμάχους από το Φιλελεύθερο ή το αντιβενιζελικό στρατόπεδο. Σ’ αυτήν ανήκαν οι βασιλείς Κωνσταντίνος και Γεώργιος Γλύξμπουργκ και όλοι σχεδόν οι αυλικοί τους, οι πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Ιωάννης Μεταξάς και πολλά αντιβενιζελικά στελέχη, καθώς και αρκετοί πολιτικοί και οι περισσότεροι στρατιωτικοί του Κόμματος Φιλελευθέρων, από τον θαυμαστή του Μουσσολίνι Νικόλαο Πλαστήρα και τον αντισημίτη Αλέξανδρο Γονατά ως τον Γεώργιο Κονδύλη, δηλωμένο ναζιστή που αργότερα προσχώρησε στους αντιβενιζελικούς. Από τους αντιβενιζελικούς δημόσιους διανοούμενους, στην άκρα δεξιά κινούνταν ο Ίωνας Δραγούμης και ο αδελφός του Φίλιππος, ο Σωτήριος Γκοτζαμάνης, πανεπιστημιακοί όπως ο Δημήτριος Βεζανής και δημοσιογράφοι όπως ο Άριστος Καμπάνης και ο Γεώργιος Βλάχος· από τους βενιζελικούς, ο πανεπιστημιακός Γεώργιος Φραγκούδης, ο λογοτέχνης Σπύρος Μελάς, και πολλοί άλλοι.
Ο φασισμός, τώρα, αποτελεί ένα κομάτι της άκρας δεξιάς, το οποίο δίνει έμφαση στη δημιουργία μαζικού κινήματος με αντιδραστικούς στόχους.1 Η Ελλάδα ήταν μια από τις χώρες που τού πρόβαλαν μεγάλη αντίσταση, και δεν είδε την ανάπτυξη μαζικών φασιστικών κινημάτων (με εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη) παρά μόνο τη δεκαετία του 1940 –βλέπε Τάγματα Ασφαλείας και Οργάνωσις «Χ» του Γρίβα – παράλληλα με την ανάπτυξη της αριστεράς. Ο φόβος της κοινωνικής αλλαγής οδήγησε τότε τους αστούς στο φόβο της δημοκρατίας, από εκεί στην ενίσχυση της αντιδημοκρατικής μερίδας της δεξιάς και τελικά στην εδραίωση αυταρχικών θεσμών.
Ένας σημαντικός λόγος γι’ αυτό ήταν ότι στο Μεσοπόλεμο πραγματοποιήθηκαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που ανέκοψαν τη ροπή προς τα δεξιά. Μια σημαντική ιδιομορφία της Ελλάδας, σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ήταν ότι, μετά τη συντριβή του κινήματος Μεταξά το 1923, η άκρα δεξιά απέτυχε να ματαιώσει τη μεγάλη τομή που πραγματοποίησαν η αριστερά και οι Φιλελεύθεροι, δηλάδή την αγροτική μεταρρύθμιση. Η αλλαγή των ιδιοκτησιακών σχέσεων και άλλα μέτρα στην ύπαιθρο, όπου εξακολουθούσε να μένει η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, υπόσχονταν να βελτιώσουν τη ζωή των πολλών. Προσδίδοντας νομιμοποίηση στο κοινωνικό καθεστώς και το πολιτικό σύστημα, περιόρισαν τις δυνατότητες ανάπτυξης της αριστεράς, τουλάχιστον ως τις αρχές της δεκαετίας του 1930 ενώ, από την άλλη πλευρά, κατέστρεψαν το στρώμα των μεγαλοϊδιοκτητών που στις περισσότερες χώρες, και χαρακτηριστικά στην Ουγγαρία, την Ιταλία και τη Γερμανία, στήριξε με πολλούς τρόπους την άκρα δεξιά.
Η στάση αυτή αποτύπωνε τον κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων. Το μεγάλο πρόβλημα για την άρχουσα τάξη ήταν οι αγρότες, με τους οποίους άλλωστε ο συμβιβασμός ήταν ευκολότερος καθώς είχαν μικρότερες δυνατότητες οργάνωσης και δεν είχαν ακόμη προσβληθεί από το μικρόβιο του διεθνισμού. Αντιμετωπίστηκαν λοιπόν πιο ευνοϊκά. Στην ύπαιθρο ως και τη δεκαετία του 1940 οι κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ακροδεξιών, επιδίωξαν ένα ελάχιστο συναίνεσης, και γενικά το πέτυχαν, παρ’ όλες τις αιματηρές αγροτικές εξεγέρσεις στην Πελοπόννησο και αλλού.
Αντίθετα στις πόλεις όλες οι κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εκλεγμένων, έδωσαν προτεραιότητα στην πάταξη της αριστεράς και την ωμή καταστολή των εργαζομένων. Υποστηρίζοντας σταθερά τα συμφέροντα των αστών καλλιεργούσαν τον εθνικισμό και το φόβο του κομμουνισμού, που παρουσιαζόταν σαν συνώνυμος με τον εδαφικό ακρωτηριασμό της χώρας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της κυβερνητικής ροπής προς τις πρακτικές της άκρας δεξιάς, η θέσπιση της δίωξης των ιδεών με το Ιδιώνυμο από τον Βενιζέλο το 1929, ή ο περιορισμός των ελευθεριών και η προκλητική περιστολή, και πάλι από τη βενιζελική παράταξη, των πολιτικών δικαιωμάτων των εργατών πριν από τις εκλογές του 1933, με τις οποίες πέρασε η εξουσία από τη λεγόμενη φιλελεύθερη στη δηλωμένα συντηρητική δεξιά. Στο τελευταίο ζήτημα θα επεκταθούμε παρακάτω.
Οικονομική κρίση και εργατική αντίσταση
Πλαίσιο της αυταρχικής στροφής των αστών ήταν βεβαίως η οικονομική κρίση. Από τον χειμώνα του 1931 προς το 1932 η κρίση ρευστότητας προκάλεσε σημαντική κοινωνική αναταραχή, ιδίως στις πόλεις, η οποία αντιμετωπίστηκε κυρίως με καταστολή. Ιδιαίτερα άσχημη ήταν η κατάσταση στον βορρά. Στη Θεσσαλονίκη ο αριθμός των ανέργων είχε εκτοξευτεί στα ύψη και υπολογιζόταν σε δεκάδες χιλιάδες – εξήντα χιλιάδες, κατά τον δήμαρχο. Οι φτωχοί αδυνατούσαν να βρουν τροφή, ρούχα ή ξύλα για ν’ αντιμετωπίσουν τον ασυνήθιστα βαρύ χειμώνα, κι επιβίωναν χάρη στις διανομές σούπας που οργάνωνε ο δήμος σε τριάντα πέντε σημεία της πόλης. Οι εργατικές διαδηλώσεις που είχαν προγραμματιστεί για τα τέλη Φεβρουαρίου αποτράπηκαν με μια δόση στρατιωτικού καθεστώτος. Ένα σύνταγμα ιππικού και άλλο ένα πεζικού, μαζί με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις της χωροφυλακής, περιπολούσαν ακατάπαυστα στους δρόμους. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Καβάλα. Στη Νάουσα όμως, όπου τα κλωστήρια απέλυαν συνεχώς, έγιναν διαδηλώσεις με κύριο αίτημα το ψωμί. Στην Ξάνθη ομάδες ανέργων εισέβαλαν σ’ έναν φούρνο και πήραν όσο ψωμί βρήκαν· κλήθηκε το ιππικό γιατί η χωροφυλακή δεν επαρκούσε.2
Το συνδυασμένο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και της κατασταλτικής πολιτικής ήταν η ολοένα εντονότερη δυσφορία των εργατών απέναντι στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Ο παράγοντας αυτός βάραινε ιδιαίτερα στους πολιτικούς υπολογισμούς γιατί η εργατική τάξη, μολονότι δεν αποτελούσε μεγάλο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού, ήταν συγκεντρωμένη στα αστικά κέντρα κι επηρέαζε το εκλογικό αποτέλεσμα στις αμφίρροπες εκλογές. Πριν από τις εκλογές του 1932 εκτιμούνταν πως οι εργάτες θα καταψήφιζαν την κυβέρνηση.3 Ωστόσο και η αντίπαλη αστική παράταξη, των Λαϊκών, που ήρθε στην εξουσία εκείνη τη χρονιά, κράτησε την ίδια πολιτική. Ο αρχηγός της, Παναγής Τσαλδάρης, κατηγορούσε τον Βενιζέλο επειδή, εφαρμόζοντας το αναλογικό εκλογικό σύστημα, επέτρεψε να μπουν στη βουλή αντιπρόσωποι ‘με αρχάς, αι οποίαι αποτελούν ανατροπήν της υποστάσεως του κράτους’.4 Ο Ιωάννης Μεταξάς, υπουργός Εσωτερικών τότε, διατύπωσε από το βήμα της βουλής τη θεωρία πως οι εργάτες δεν απολάμβαναν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συγκέντρωσης σε κλειστό χώρο, γιατί «αρχίζουν με την συζήτησιν των επαγγελματικών των ζητημάτων και εκτρέπονται κατόπιν εις ζητήματα τοιαύτα ώστε να προσβάλλωνται οι νόμοι του Κράτους, το ιδιώνυμον [ο νόμος του Βενιζέλου που πρόβλεπε τη δίωξη των αριστερών ιδεών και χρησιμοποιήθηκε για να κυνηγηθεί και κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα], να προσβάλλεται αυτή η κοινωνία και να λαμβάνουν σχεδόν στασιαστικόν χαρακτήρα».5 Γι’ αυτόν το λόγο η χωροφυλακή απαγόρευε συστηματικά τις εργατικές συγκεντρώσεις. Μόνον οι κομμουνιστές αντιτάχθηκαν σ’ αυτή την κατάφωρη περιστολή των συνταγματικών ελευθεριών μιας ολόκληρης τάξης του πληθυσμού.
Καθώς η κρίση χειροτέρευε, ο κυβερνητικός αυταρχισμός εντεινόταν. Την εποχή εκείνη το κράτος είχε πολύ μεγαλύτερα περιθώρια παρά σήμερα ν’ ασκεί ωμή βία εναντίον των εργαζομένων. Οι επιθέσεις των δυνάμεων καταστολής κλιμακώθηκαν από την περιφέρεια προς το κέντρο. Τέλη Ιανουαρίου του 1933 ο στρατός πυροβόλησε εναντίον μιας εργατικής συγκέντρωσης στη Νάουσα, με θύματα τέσσερις νεκρούς και τουλάχιστον είκοσι τραυματίες. Αν έμεναν αμφιβολίες για τη στάση που σκόπευε να τηρήσει απέναντι στους εργάτες ο Βενιζέλος μετά τις εκλογές, τις έσβησε μια νέα σφαγή στη Θεσσαλονίκη. Έγινε αληθινή μάχη όταν η αστυνομία επιτέθηκε στο εργατικό κέντρο, στις 15 Φεβρουαρίου, με θύματα τουλάχιστον οχτώ νεκρούς και πάνω από εκατό τραυματίες. Τέλος, παραμονές των εκλογών της 5ης Μαρτίου οργανώθηκαν νέες επιθέσεις της αστυνομίας ενάντια στα εργατικά κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά, που ελέγχονταν από τους κομμουνιστές.
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, αλλά και σε πολλές άλλες, οι συγκρούσεις ήταν επιλογή των δυνάμεων καταστολής, και δεν οφείλονταν σε οποιαδήποτε προκλητική συμπεριφορά των εργατών. Αν στη Νάουσα είχε προηγηθεί μια εργατική συγκέντρωση διαμαρτυρίας σε ανοιχτό χώρο, αντίθετα στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και τον Πειραιά έγιναν απρόκλητες επιθέσεις της αστυνομίας σε εργατικά κέντρα, δηλαδή κλειστούς χώρους που χρησιμοποιούνταν για τον προεκλογικό αγώνα του κομμουνιστικού κόμματος. Υπήρξε επομένως άμεση επέμβαση στις συνθήκες διεξαγωγής των εκλογών, απαράδεκτη σ’ ένα έστω και απλώς τυπικά δημοκρατικό καθεστώς. Μάλιστα, οι αντιδράσεις της πολιτικής ηγεσίας επιβεβαιώνουν ότι αυτές οι αλλεπάλληλες διωκτικές επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν με την έγκριση της.
Η αιματηρή καταστολή των εργατών συνεχίστηκε και αφού πήραν την κυβέρνηση οι αντιβενιζελικοί. Σημαντικές ταραχές στην Καβάλα προκάλεσαν την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην πόλη.6 Στο Αλιβέρι η χωροφυλακή πυροβόλησε εναντίον εργατών που διαμαρτύρονταν επειδή είχαν μείνει πέντε μήνες απλήρωτοι, αφήνοντας στον τόπο δυο από αυτούς· οι τραυματίες ήταν δεκάδες. Οι Φιλελεύθεροι απέφευγαν να πιέσουν στον σχετικό κοινοβουλευτικό έλεγχο, ενώ ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ηγέτης του σοσιαλιστικών τάσεων Αγροτεργατικού Κόμματος, δήλωνε χλιαρά ότι δεν έπρεπε να επιτρέπεται στους αστυνομικούς να χτυπούν τόσο πολύ τους εργάτες,7 ξαναβρίσκοντας έτσι κοινωνικές ευαισθησίες τις οποίες είχε χάσει όσο οι εργατικοί αγώνες έμεναν ατροφικοί.
Αν όμως η διωκτική μανία εστιαζόταν κυρίως στην καταστολή των εργατικών κινητοποιήσεων, πάντως κάλυπτε και τη διάδοση των ιδεών, με μεθόδους που ελάχιστα διαφοροποιούνταν από εκείνες της φασιστικής Ιταλίας. Για παράδειγμα, αν η ελευθεροτυπία, τυπικά, έμενε σεβαστή στην πρωτεύουσα, δεν ίσχυε το ίδιο και για την επαρχία. Μια ωραία ημέρα σ’ ένα χωριό της Αχαίας ο σταθμάρχης της χωροφυλακής ανακαλύπτει ότι οι τοπικοί κομμουνιστές ‘περιετύλισον [sic] τα οψώνια των παντοπωλείων με φύλλα της εφημερίδος «Εργάτης», διαδίδοντες ούτω
το περιεχόμενον των κομμουνιστικών αντιτύπων’.8 Ακολουθούν κατασχέσεις εντύπων, ο εισαγγελέας ξεκινά ανακρίσεις, και ο τύπος καλύπτει με απόλυτη σοβαρότητα το ζήτημα. Το μικρό αυτό επεισόδιο είναι ενδεικτικό του υστερικού κλίματος, στα όρια του παραλογισμού, που καλλιεργείται από τις αρχές και τον τύπο, και των μάλλον ανύπαρκτων δημοκρατικών ευαισθησιών τους.
Το παράδειγμα των φασιστικών καθεστώτων
Ωστόσο, η επιλογή της καταστολής, πόσο μάλλον του φασισμού, έχει πάντοτε ρίσκο και για τους κυβερνώντες. Χάρη στην ασάφεια των κατασταλτικών νόμων μετά το 1935 οι μοναρχικές κυβερνήσεις, επικαλούμενες τον τρομερό κίνδυνο του ‘βενιζελοκομμουνισμού’, τούς έστρεψαν κι εναντίον των Φιλελεύθερων εμπνευστών τους. Πάντως η κύριά τους λειτουργία ήταν πάντοτε η πάταξη της αριστεράς. Η θέσπιση και η συστηματική χρήση του Ιδιώνυμου αναδεικνύουν, διαψεύδοντας τις φιλελεύθερες επαγγελίες του Βενιζέλου, την πρακτική σύγκλιση σημαντικών πτυχών της εσωτερικής πολιτικής του με κείνη του ιταλικού φασισμού.9 Από την άλλη πλευρά, δείχνουν ότι το κοινοβουλευτικό καθεστώς είχε τη βούληση και τη δυνατότητα να προχωρήσει στην καταστολή της αριστεράς διατηρώντας τις τυπικές όψεις της δημοκρατίας. Και αυτό έγινε με σύμπνοια όχι μόνον των αστικών κομμάτων, αλλά και του σοσιαλιστή Παπαναστασίου, ο οποίος μάλιστα υποστήριζε ότι η ύπαρξη του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν ανταποκρινόταν στις ελληνικές συνθήκες, αλλά συντηρούνταν χάρη στην ενίσχυση των σοβιετικών.10
Καθώς διαπιστώθηκε όμως ότι η κρατική καταστολή δεν αρκούσε για να σπάσει το εργατικό κίνημα, ενισχύθηκε συμπληρωματικά ο φασισμός, το μαζικό κίνημα που υποσχόταν να σώσει, χρησιμοποιώντας οργανωτικές τεχνικές και συνθήματα της αριστεράς, κάθε τι το συντηρητικό. Τα σχετικά παραδείγματα της Ιταλίας και της Γερμανίας ήταν πρόσφατα. Παρ’ όλη την αντικαπιταλιστική ρητορική τους, μια σταθερά των φασιστικών κινημάτων και καθεστώτων ήταν η πάταξη της αριστεράς, που συχνά συνοδευόταν από μέτρα για την ενσωμάτωση μέρους των λαϊκών τάξεων. Στην Ιταλία η επικράτηση του φασισμού συνοδεύτηκε από την απαγόρευση της δράσης όλων των κομμάτων της αριστεράς, την απομάκρυνση των οπαδών της από τους κρατικούς θεσμούς και την καταστροφή του ανεξάρτητου συνδικαλισμού· αποτέλεσμα ήταν η ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, και η κατάργηση προηγούμενων συνδικαλιστικών κατακτήσεων, όπως ήταν το οκτάωρο. Στη Γερμανία ο Χίτλερ αμέσως μετά τις εκλογές του 1933 συνέλαβε σύσσωμη τη συνδικαλιστική ηγεσία, κατάργησε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και απαγόρευσε τις απεργίες. Και τα δυο καθεστώτα έδωσαν στις επιχειρήσεις τα προνόμια που αυτές απολάμβαναν προτού αρχίσει να εφαρμόζεται η προστατευτική εργατική νομοθεσία, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των συντηρητικών και των αστών, μολονότι οι τελευταίοι τούς αφαίρεσαν την πολιτική εξουσία.11
Οι έλληνες αστοί θαύμαζαν την εργατική πολιτική του ιταλικού και του γερμανικού φασισμού, και το διακήρυσσαν ανοιχτά. Καλύτερος μάρτυρας αυτού του γεγονότος είναι ο τύπος της εποχής. Η μεγάλη διείσδυση των φασιστικών και ναζιστικών προτάσεων στα ‘σοβαρά’ περιοδικά του βενιζελικού χώρου, Εργασία και Πειθαρχία, μελετήθηκε πρόσφατα,12 εδώ αρκεί να δούμε κάποια άλλα παραδείγματα. Η πατρινή εφημερίδα Νεολόγος, που συνδεόταν στενά με τον υπαρχηγό του Βενιζέλου Ανδρέα Μιχαλακόπουλο και ήταν μια από εκείνες που διερμήνευαν καλύτερα τις απόψεις της ηγεσίας των Φιλελευθέρων, σ’ όλο το διάστημα μέχρι τις εκλογές του 1933 προβάλλει σαν ισχυρά προτερήματα του ναζισμού τον αντικομμουνισμό του Χίτλερ και την αιματηρή πάταξη της αριστεράς από την κυβέρνησή του. Ένα άλλο πλεονέκτημά του είναι ότι θα λύσει, όταν θα έρθει η ώρα του, και το εργατικό πρόβλημα. Ο Χίτλερ, στον επινίκειο λόγο που εκφωνεί μετά τις εκλογές, στη μεγαλύτερη διαδήλωση που οργανώθηκε ποτέ στο Βερολίνο, «εξήρε τας φιλεργατικάς διαθέσεις του, τονίσας ότι θ’ αποδώση το δίκαιον εις τους εργάτας όταν καταπνιγή οριστικώς ο κομμουνισμός».13
Ο Νεολόγος από τη μέρα που παίρνει την εξουσία ο Χίτλερ αναπαράγει την προπαγάνδα της ναζιστικής κυβέρνησης, και τονίζει τον εξαίρετο ρόλο της στην αντιμετώπιση του συνεχιζόμενου κομμουνιστικού κίνδυνου. Οι κομμουνιστές συνεχίζουν να εξοπλίζονται και να οργανώνονται συνομωτικά,14 καλώς λοιπόν τα πολιτικά τους δικαιώματα καταργούνται. Όπως δηλώνει ο ναζιστής υπουργός Εσωτερικών Φρικ, «Ού μόνον οι κομμουνισταί θα εξαφανισθούν, αλλά και οι ερυθροί, ερυθροσοσιαλδημοκράται σύμμαχοί των, διότι αυτοί αποτελούν την ρίζα εξ ης φύεται ο κομμουνισμός. Αυτός είναι ο σκοπός του Χίτλερ, και εκείνος όστις τόν γνωρίζει δεν δύναται να αμφιβάλλη περί της επιτυχίας του».15 Η θέση των αριστερών δεν είναι στο κοινοβούλιο, αλλά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης: «Πρέπει, είπεν, οι κύριοι αυτοί να συνειθίσουν να ασχολούνται με άλλην επωφελή εργασίαν. Θα τούς δοθή δε η ευκαιρία αυτή εις τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Όταν γίνουν εκ νέου ωφέλιμα μέλη του έθνους θα γίνουν ευπρόσδεκτοι ως συστρατιώται άξιοι του ονόματός των».16 Οι τρόποι με τους οποίους μπορούν οι κομμουνιστές να επανέλθουν στους κόλπους του έθνους περιγράφονται αναλυτικά. «Εις την πόλιν Σπέρλιχερ ενώπιον απείρου πλήθους και τμημάτων εθνικοσοσιαλιστών, ομάς πρώην κομμουνιστών απεκήρυξε τας αρχάς της. Οι εν λόγω κομμουνισταί έκαυσαν δημοσία την ερυθράν σημαίαν. Ο εν τη πόλει ταύτη αρχηγός των χαλυβδοκράνων τούς προσεφώνησεν εκφράσας την χαράν του, διότι έγιναν και πάλιν καλοί πατριώται».17
Κοινό μοτίβο ναζιστών και των πιο ακραίων προπαγανδιστών του φασισμού στην Ελλάδα, κατεξοχήν των κονδυλικών, ήταν η ιδέα της φυσικής εξόντωσης των κομμουνιστών – κάτι διαφορετικό από τον απλό αντικομμουνισμό. Έτσι, για παράδειγμα, η κονδυλική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Μακεδονικά Νέα παραθέτει με θαυμασμό την προεκλογική δέσμευση των ναζί, «να κανονίσωμεν πρώτον τους λογαριασμούς μας μετά του Μπολσεβικισμού», για την οποία θα χρησιμοποιούσαν ολόκληρη την κρατική μηχανή αμέσως μετά την αναμενόμενη εκλογική τους επικράτηση. «Δεν θα βραδύνη η ημέρα, καθ’ ην ο Μπολσεβικισμός θα μείνη εις ημάς ως θρύλος».18 Η αποτροπή του μπολσεβικικού κινδύνου ήταν η λαμπρή υπηρεσία του Χίτλερ στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Βεβαίως οι κονδυλικοί την ίδια εποχή, και μέχρι να συντριβεί το αντίπαλο βενιζελικό στρατόπεδο το 1935, ενώ επαγγέλλονταν την καταστροφή της αριστεράς, δεν έπαυαν να επικαλούνται, όποτε τούς συνέφερε, τις δημοκρατικές ελευθερίες.
Οι αστοί χρηματοδοτούν τους φασίστες
Ωστόσο, όλα αυτά δεν έφταναν για να συντρίψουν τον ελληνικό λαό, που εξαιτίας της οικονομικής κρίσης είχε αρχίσει να ριζοσπαστικοποιείται. Ακολουθώντας το παράδειγμα των αστών σ’ όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, οι έλληνες ομόλογοί τους πόνταραν στη δημιουργία ενός ισχυρού φασιστικού κινήματος και με κάθε τρόπο την επιδίωξαν. Ο πρόδρομος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών ενίσχυε οικονομικά και όχι μόνο τις φασιστικές οργανώσεις, και δεν μπήκε καν στον κόπο να διαψεύσει τα σχετικά έγγραφά του που κάποια στιγμή δημοσίευσε πρωτοσέλιδα, σε φωτοτυπίες, ο Ριζοσπάστης. Τα αναδημοσιεύουμε χωρίς σχολιασμό παρακάτω:
Πηγή: ‘Τα παράσιτα και οι βδέλλες τραπεζίτες-κεφαλαιούχοι υποδείχνουν τους ένορκους και μισθοδοτούν τους φασίστες των Ε.Ε.Ε.’, Νέος Ριζοσπάστης, φ. της 18ης Φεβρουαρίου του 1933. Ο Ριζοσπάστης δεν μετέγραψε ολόκληρο το κείμενο του (δυσανάγνωστου) φωτοτυπημένου εγγράφου· το κείμενο που ακολουθεί στηρίζεται στην αντιπαραβολή της φωτοτυπίας με το κείμενο που παραθέτει ο Ριζοσπάστης.
Συνδέσμος των εν Ελλάδι Ανωνύμων Εταιρειών
Αρ. 46
Προς απάσας τας εν Ελλάδι Ανωνύμους Εταιρείας ημεδαπάς και αλλοδαπάς, μέλη του ‘Συνδέσμου των εν Ελλάδι Ανωνύμων Εταιρειών’.
Αξιότιμοι Κύριοι!
Έχομεν την τιμήν να σας ανακοινώσωμεν τα εξής, τα οποία παρακαλούμεν όπως ευαρεστούμενοι λάβητε υπό ιδιαιτέραν σημείωσιν, δεδομένου ότι ο ‘Συνδέσμος των εν Ελλάδι Ανωνύμων Εταιρειών’ αποδίδει όλως εξαιρετικήν σημασίαν εις το εθνικόν έργον της οργανώσεως περί ής κατωτέρω:
Η περί ής ο λόγος οργάνωσις ονομάζεται ‘Εθνική Ένωσις Ελλάς’, ιδρύθη εν Θεσσαλονίκη, επεκταθείσα κατ’ αρχήν και εν Αθήναις (οδός Κέκροπος 7).
1. Σκοπός
Η Ε.Ε.Ε. ιδρύθη το 1927 με σκοπόν την εξύψωσιν του Εθνικού φρονήματος, την προστασίαν Θρησκείας, Πατρίδος, Οικογενείας, και των Εθνικών παραδόσεων. Η επικράτησις [δυσανάγνωστο] απετέλεσε την αιτίαν της ιδρύσεώς της.
2. Επέκτασις
Αριθμεί δύναμιν περί τας 50.000 μελών εγκατεστημένων εις τας κυριοτέρας πόλεις της Ελλάδος, και οργανωμένων εις τμήματα, [δυσανάγνωστο] ανέρχονται [δυσανάγνωστο] ως η εσώκλειστος κατάστασις.
3. Δράσις
Α. Γενικώς. Ως επισήμως ανεγνωρίσθη εξουδετέρωσε πάσαν κομμουνιστικήν προσπάθειαν εν Θεσσαλονίκη και τας κυριωτέρας πόλεις της Μακεδονίας εις άς λειτουργούν παραρτήματα (Κιλκίς, Μυτιλήνη), ενισχύσασα πάσαν εθνικήν προσπάθειαν.
Β. προς τας εργατικάς μάζας. Ίδρυσις Εθνικού Σωματείου Καπνεργατών εν Θεσ/νίκη, Σέρρας, Καβάλλα, Ξάνθη, αριθμούντος δύναμιν συνολικήν 2.500 καπνεργατών εις ό ανετέθη εν λευκώ η επεξεργασία των Κρατικών καπνών (κ. Καραπάνος) μετά την συσπείρωσιν των κομμουνιζόντων καπνεργατών εις ενιαίον μπλοκ.
Ήδη τα καπνεργοστάσια Θεσσαλονίκης, [δυσανάγνωστο] σήμερον απασχολούν αποκλειστικώς καπνεργάτας της.
Ίδρυσις σωματείου υποδηματεργατών αριθμούντος δύναμιν εκ μελών [δυσανάγνωστο] εξουδετερώσαντος κατ’ επανάληψιν [δυσανάγνωστο] απεργίας [δυσανάγνωστο]
Ο απολογισμός του 1932 αφήνει χρέη ανερχόμενα εις 67 χιλ. Δρχ. και οφειλόμενα εις την μη καταβολήν παρά του Δήμου Θεσ/νίκης λόγω οικονομικής αδυναμίας της κατ’ έτος χορηγουμένης επιχορηγήσεως εξ 60.000 δραχμών.
Η δράσις της [δυσανάγνωστο]
Μετά πάσης τιμής
Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των Εν Ελλάδι Ανωνύμων Εταιρειών (Υπ.) Δ. Λοβέρδος
Ο Γεν. Γραμματεύς Μ. Ρινόπουλος - Ο Διευθυντής Α. Μίχας
Πηγή: ‘Ο Λοβέρδος υπουργός των Οικονομικών χρηματοδότης των συμμοριών Ε.Ε.Ε.’, Νέος Ριζοσπάστης, φ. της 13ης Μαρτίου του 1933.
Συνδέσμος των εν Ελλάδι Ανωνύμων Εταιρειών
Αρ. Πρωτ. 101
Προς απάσας τας εν Ελλάδι Ανωνύμους Εταιρείας ημεδαπάς και αλλοδαπάς, μέλη του ‘Συνδέσμου των εν Ελλάδι Αν. Εταιρειών’.
Αξιότιμοι Κύριοι!
Αναφερόμενοι εις την υπ’ αριθ. 220 εγκύκλιον του Συνδέσμου, σχετικήν με την ‘Εθνικήν Ένωσιν Ελλάς’ ως και την υπ’ αριθμόν 83 και από 13 Φεβρουαρίου ε.ε. σχετικήν επιστολήν του προέδρου του Συνδέσμου προς τας Διευθύνσεις των Ανωνύμων Εταιρειών, έχομεν την τιμήν να σας ανακοινώσωμεν τα εξής.
Τας αποφασισθησομένας συνδρομάς υμών υπέρ της εν λόγω Εθνικής Οργανώσεως παρακαλείσθε όπως καταβάλητε εις το εν Αθήναις Κεντρικόν της Λαϊκής Τραπέζης, εις ειδικόν λογαριασμόν δηλούντες ότι πρόκειται περί της ενισχύσεως της ‘Εθνικής Ενώσεως Ελλάς’. Η Λαϊκή Τράπεζα θα φροντίζη δια την διαβίβασιν των ποσών τούτων εις την διοίκησιν του εν λόγω Σωματείου.
Μετά πάσης τιμής
Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των Εν Ελλάδι Ανωνύμων Εταιρειών (Υπ.) Δ. Λοβέρδος
Ο Γεν. Γραμματεύς Μ. Ρινόπουλος - Ο Διευθυντής Α. Μίχας
1. Αναλυτικά βλ. το καλύτερο σύγχρονο συνθετικό έργο, που έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά: Robert O. Paxton, Η Ανατομία του φασισμού, μετάφραση Κατερίνα Χαλμούκου, Κέδρος, Αθήνα 2006.
2. Αρχεία του Foreign Office, στο Public Records Archive, Kew, Λονδίνο, φάκελος FO 371/15966/32, πρόξενος Θεσσαλονίκης H. Ramsay προς Sargent, από 30.4.1932. Ο Κώστας Φουντανόπουλος εκτιμά ότι η ανεργία κορυφώθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1932, για ν’ αρχίσει η κατάσταση να βελτιώνεται από την επόμενη χρονιά: Κώστας Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη 1908-1936. Ηθική οικονομία και συλλογική δράση στο Μεσοπόλεμο, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σ. 47. Για τις τραγικές συνθήκες ζωής στην πόλη τα χρόνια εκείνα βλ. στο ίδιο, σ. 231 κ.ε.
3. FO 371/15966/236, πρόξενος Πάτρας J. Vaughan-Russell προς Cavendish Bentinck, τηλ. 45 από 14.9.1932.
4. Π. Τσαλδάρης, σε Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής (στο εξής, ΕΣΒ), συζήτησις 7η της 12ης Ιανουαρίου του 1933, σ. 90.
5. Ι. Μεταξάς, σε ΕΣΒ, συζήτησις 5η της 14ης Νοεμβρίου του 1932, σ. 65.
6. Βλ. σε M. Mazower, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001, σ. 298 κ.ε.
7. EΣB, Συνεδρίασις 17η της 11ης Αυγούστου του 1933, σ. 263-264.
8. Η διάδοσις των κομμουνιστικών ιδεών’. Νεολόγος (Πάτρα), φ. της 28ης Φεβρουαρίου του 1933.
9. Βλ. την προκαταβολική του απολογία σε Στέφανος Στεφάνου (επιμ.), Tα κείμενα του Eλευθερίου Bενιζέλου, τ. Γ'. Aθήνα: Λέσχη Φιλελευθέρων - Mνήμη Eλευθ. Bενιζέλου 1981-1983, σ. 559-563.
10. Αλ. Παπαναστασίου, σε ΕΣΒ, συζήτησις 4η της 12ης Νοεμβρίου του 1932, σ. 23.
11. Για την αντίσταση της εργατικής τάξης στον φασισμό βλ. πρώτα πρώτα Jane Caplan (επιμ.), Nazism, Fascism, and the Working Class: Essays by Tim Mason, Cambridge University Press, Καίμπριτζ, Νέα Υόρκη 1995.
12. Μαρία Φράγκου, «Αντιφασιστικός και φασιστικός λόγος στο περιοδικό Πειθαρχία», αδημοσίευτη ακόμη εργασία που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Πολιτική Θεωρία και Φιλοσοφία του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2011. Βλ. επίσης Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι. Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006, όπου εξετάζονται άλλες όψεις του ίδιου ζητήματος.
13. Νεολόγος (Πάτρα), φ. της Δευτέρας 13ης Μαρτίου του 1933.
14. Νεολόγος (Πάτρα), φ. της Παρασκευής 10ης Μαρτίου του 1933· φ. της Κυριακής 19ης Μαρτίου του 1933.
15. Νεολόγος (Πάτρα), φ. του Σαββάτου 11ης Μαρτίου του 1933.
16. Νεολόγος (Πάτρα), φ. του Σαββάτου 11ης Μαρτίου του 1933.
17. Νεολόγος (Πάτρα), φ. της Τετάρτης 15ης Μαρτίου του 1933.
18. Μακεδονικά Νέα , φ. της 9ης Φεβρουαρίου 1933.