Σωστά ερωτήματα, λάθος απαντήσεις
Ο Μπολόνια υπήρξε ηγετική μορφή του ρεύματος της εργατικής αυτονομίας που μεσουράνησε στην Ιταλία τη δεκαετία του '70 (πλάι στον Νέγκρι και σε άλλους). Η έκδοση του βιβλίου αυτού (που αποτελεί το κείμενο μιας διάλεξης που έδωσε ο Μπολόνια σε αντιφασιστική εκδήλωση στο Μιλάνο το 1993) επιχειρεί, με αφορμή την άνοδο των ναζί στην εξουσία, να δώσει απαντήσεις στα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής που απασχολούν το αντιφασιστικό κίνημα από την ιδιαίτερη σκοπιά εκείνου του κομματιού του που πρόσκειται στην Αυτονομία.
Τρία είναι τα σημαντικότερα κρατούμενα που πρέπει να πιστωθούν στα θετικά αυτής της παρέμβασης. Το πρώτο είναι η επιμονή ότι η εργατική τάξη της Γερμανίας αντιστάθηκε ενεργά στην άνοδο του ναζισμού στην εξουσία, και μάλιστα η αντίσταση αυτή ήταν επίμονη και αρκετές φορές βίαιη. Ο Μπολόνια ανήκει σε κείνη την ιστορική σχολή που αντιστέκεται στο ρεύμα των “αναθεωρητών” ιστορικών οι οποίοι αποδίδουν τη νίκη του φασισμού στον “συντηρητισμό” των μαζών και ειδικότερα στην υποστήριξή του απο την πλειοψηφία των εργατών. Το δεύτερο κρατούμενο είναι ότι στην πρώτη γραμμή της μάχης ενάντια στον φασισμό βρέθηκαν οι αγωνιστές του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, ακόμα και αν το κόμμα αυτό ήταν ήδη ένα σταλινικό κόμμα. Τα μέλη του ΚΚ Γερμανίας συγκρούστηκαν με τους φασίστες στους δρόμους, με ηρωισμό και με πολλά θύματα, χωρίς όμως δυστυχώς να κατορθώσουν να τους φράξουν το δρόμο προς την εξουσία. Τέλος, το τρίτο κρατούμενο είναι ότι η εργατική τάξη δεν έπαψε να αντιστέκεται στον ναζισμό ούτε όταν αυτός είχε ήδη ανέβει στην εξουσία, έστω και πλέον με συντριπτικούς σε βάρος της συσχετισμούς. Αντί για “εκσυγχρονισμό” και “αφομοίωση της εργατικής τάξης” (όπως υποστηρίζουν οι αναθεωρητές), ο ναζισμός σήμανε καταστολή και στρατιωτικοποίηση της εργασίας προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου, με κατάργηση κάθε ελευθερίας των εργατών, επιμήκυνση του χρόνου εργασίας και τσάκισμα κάθε συλλογικότητας.
Ποιά ήταν όμως η γερμανική εργατική τάξη; Εδώ είναι που τα θεωρητικά εργαλεία του Μπολόνια υπονομεύουν και τελικά ακυρώνουν τα θετικά κρατούμενα της παρέμβασής του. Η εργατική τάξη, λόγω κοινωνικού κατακερματισμού και πολιτικών διασπάσεων, λέει ο Μπολόνια, δεν μπορούσε να νικήσει τους φασίστες. Το να μιλάμε για “ενιαίο εργατικό κίνημα” είναι ένα “ιστορικό σφάλμα”. Οι εργάτες στις μεγάλες βιομηχανίες, που συνδικαλίζονταν και ανήκαν στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), ήταν “αφομοιωμένοι”. Αντίθετα, οι μισθωτοί της “εργασιακής περιπλάνησης”, οι μακροχρόνια άνεργοι, οι ασυνδικάλιστοι, ήταν αυτοί που πύκνωσαν τις γραμμές του ΚΚ Γερμανίας και έχυσαν το αίμα τους στη μάχη ενάντια στους φασίστες. Ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες υπήρχε μια άβυσσος τόσο μεγάλη, που ο Μπολόνια υποστηρίζει ότι η εργατική ενότητα απέναντι στους φασίστες ήταν εξ αρχής ανέφικτη.
Το γεγονός ότι το ΚΚ συσπείρωνε περισσότερους άνεργους εργάτες, ενώ το SPD ήταν κατά βάση το κόμμα της οργανωμένης εργατικής τάξης μέσα στην παραγωγή είναι πραγματικό. Όμως, το μίσος ενάντια στους φασίστες και η διάθεση για αγώνα ενάντια στον Χίτλερ ήταν μια κοινή υπόθεση της γερμανικής εργατικής τάξης. Ο ίδιος ο Μπολόνια κάθε φορά που αναφέρεται σε συγκεκριμένες αντιφασιστικές μάχες παραδέχεται αυτή τη δυναμική. Τρία παραδείγματα: περιγράφοντας την Πρωτομαγιά του 1929 (που οι Σοσιαλδημοκράτες ηγέτες σαμποτάρισαν και μάλιστα στην Πρωσία την αιματοκύλισαν), ο Μπολόνια αναφέρει ότι “εργατες έφευγαν από τις “εσωτερικού χώρου” εκδηλώσεις των σοσιαλδημοκρατικών συνδικάτων” για να συμμετάσχουν στις συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής δίπλα στους κομμουνιστές. Διηγούμενος μια από τις πολλές “απεργίες ενοικίου” ενάντια στην προσπάθεια διείσδυσης των ναζί στις εργατογειτονιές, ο Μπολόνια αναφέρεται στον τραυματισμό εργατών τόσο της κομμουνιστικής “Αγωνιστικής Ένωσης ενάντια στο Φασισμό” όσο και της σοσιαλδημοκρατικής “Reichsbanner”. Και ακόμα και μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η παράθεση των στοιχείων της αντιφασιστικής δράσης είναι αποκαλυπτική: την περίοδο 1936-1937, “3.238 άνθρωποι καταδικάστηκαν σε συνολικά 8.294 χρόνια φυλάκιση, από τους οποίους 898 ήταν μέλη του ΚΚ, 730 μέλη της ADGB (συνδικαλιστική Ομοσπονδία του SPD) και 473 του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος”.
Ο κοινωνικός κατακερματισμός της εργατικής τάξης (που μεγάλωνε λόγω των συνεπειών της οικονομικής κρίσης), αλλά και η πολιτική χρεοκοπία των ηγετών του SPD και των συνδικάτων, ήταν προβλήματα υπαρκτά. Αλλά αυτό δεν σήμαινε εκ των προτέρων και μοιραία την ήττα του εργατικού κινήματος και την νίκη των φασιστών. Μια διαφορετική πολιτική από πλευράς του ΚΚ θα μπορούσε να αξιοποιήσει την πλατιά αντιφασιστική διάθεση, να υπερβεί τα προβλήματα και να τσακίσει τους φασίστες. Αλλά, γι' αυτά ο Μπολόνια δεν έχει να πει κυριολεκτικά τίποτα. Το ΚΚ αποδέχτηκε παθητικά ότι η πλειοψηφία της οργανωμένης εργατικής τάξης δεν μπορούσε να κερδηθεί από τη σοσιαλδημοκρατία και πως η μάχη θα διεξαγόταν είτε βίαια στο δρόμο είτε στις κάλπες. Η πολιτική της “Τρίτης Περιόδου” (όπως έχει μείνει γνωστή στην ιστορία της Κομιντέρν) ταύτιζε τους σοσιαλδημοκράτες με τους φασίστες (από όπου και ο χαρακτηρισμός “σοσιαλφασίστες”) και δεν διαφοροποιούσε ανάμεσα στην ηγεσία και την εργατική βάση της σοσιαλδημοκρατίας.
Ο Μπολόνια δυστυχώς δεν αφιερώνει ούτε μια γραμμή σε αυτή την κρίσιμη παράμετρο. Σε κάποιο σημείο μάλιστα υπονοεί ότι το ΚΚ από το 1931 και μετά οπισθοχώρησε από τις βίαιες συγκρούσεις με τους φασίστες, υπέρ μιας (υπονοείται ρεφορμιστικής) πολιτικής ενιαίου μετώπου με τους σοσιαλδημοκράτες. Δυστυχώς, το ενιαίο μέτωπο των εργατικών οργανώσεων υλοποιήθηκε όχι το 1931 αλλά το 1933, μέσα στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του ναζιστικού καθεστώτος. Η εργατική τάξη από την εμπειρία της και το ταξικό της ένστικτο μισούσε τους ναζί και έδωσε μάχες ενάντια στην επικράτησή τους. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μπολόνια: “το Κομμουνιστικό Κόμμα υπήρξε η οργάνωση εκείνη που με αποφασιστικότητα και ριζοσπαστισμό διεξήγε τον αγώνα αυτό χρησιμοποιώντας όλα τα αναγκαία μέσα – ακόμα και τα παράνομα... Σε σύγκριση με αυτές τις τάσεις... η δράση και η πολιτική των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων έτειναν περισσότερο προς τις διαδηλώσεις και λιγότερο προς τη σύγκρουση...”.
Αυτό το εργατικό κίνημα θα μπορούσε να νικήσει τους ναζί. Αλλά η ηγεσία του SPD προτίμησε να προστατεύσει τη σταθερότητα της αστικής δημοκρατίας της Βαϊμάρης, και όχι τους εκατομμύρια εργάτες που την ακολουθούσαν. Το δυστύχημα ήταν ότι η πολιτική του ΚΚ, αν και τα μέλη του συγκρούστηκαν ηρωικά, δεν αμφισβήτησε ποτέ αποτελεσματικά αυτή την ηγεσία, αφού θεωρούσε όσους την ακολουθούσαν “ηλίθιους” και “αφομοιωμένους”. Ο Μπολόνια αναπαράγει τα αδιέξοδα αυτής της πολιτικής χωρίζοντας τους αντιφασίστες σε “βίαιους” και “μη βίαιους”, συσκοτίζοντας τα πολιτικά αίτια της ήττας του 1933. Καταλήγει έτσι να μας δώσει ένα βιβλίο που θέτει τα σωστά ερωτήματα, αλλά δίνει τις λάθος απαντήσεις.
Τιμή 7€, 192 σελίδες, Εκδόσεις Antifa Scripta