Εξώφυλλο του τευχους 89
Σοσιαλισμός ή βαρβαρότηταΟ Ν. Μπογιόπουλος είναι δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, μέλος του ΚΚΕ, ευρύτερα γνωστός από τις μαχητικές εμφανίσεις του σε τηλεοπτικές εκπομπές. Το ίδιο το βιβλίο στηρίζεται σε κείμενα που έχει δημοσιεύσει αυτά τα χρόνια στην εφημερίδα του. Το γεγονός και μόνο ότι ένα βιβλίο που καταγγέλει τον καπιταλισμό κυκλοφορεί πλατιά και βρίσκεται στις προθήκες όλων των βιβλιοπωλείων σημαίνει ότι αξίζει να διαβαστεί. Ακόμα περισσότερο, δεν είναι μια απλή καταγγελία: προσπαθεί να εξηγήσει την κρίση με βάση τη θεωρία του Μαρξ και παίρνει θέση στα πολιτικά ζητήματα.
Ο τίτλος είναι παράφραση της ατάκας του Κλίντον στην προεκλογική εκστρατεία του 1992 στις ΗΠΑ. Ο πατήρ Μπους θεωρούταν φαβορί λόγω των “επιτυχιών” στην εξωτερική πολιτική, την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, την πρώτη εισβολή στο Ιράκ. Ομως, ο Κλίντον επέμενε ότι την αναμέτρηση θα την κρίνει η οικονομία όπως κι έγινε. Για τον συγγραφέα η αιτία της κρίσης και ο ένοχος για όλες τις αδικίες, τις θυσίες και τα βάσανα που φορτώνει στους εργαζόμενους είναι το καπιταλιστικό σύστημα.
Αυτή είναι μια πολύ σωστή αφετηρία. Η αιτία δεν είναι ούτε η απληστία ή και τα λάθη των κερδοσκόπων, ούτε της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης που θα αλλάξει με κάποια πιο κεϋνσιανή πολιτική. Για παράδειγμα, επισημαίνει πολύ σωστά ότι όσοι καλλιεργούν τέτοιες προσδοκίες ανασύρουν τον κεϋνσιανισμό “από το παλιατζίδικο της Ιστορίας” (σελ. 72) που τον έριξε το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης το 1973. Το ίδιο κάθετος είναι και απέναντι στις αυταπάτες που καλλιεργούνται και μέσα στην Αριστερά, ότι η ΕΕ μπορεί να γίνει το όχημα τέτοιων αντινεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Με πολλά στοιχεία αποδεικνύει επίσης ότι για την κρίση δεν ευθύνονται τα υποτιθέμενα “προνόμια” τμημάτων των εργαζομένων και ότι αντίθετα στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο οι εργάτες ήταν οι χαμένοι περιόδων “οικονομικών θαυμάτων” όπως της δεκαετίας του '90 ή του 2000. Σε άλλα κείμενα απαντά αιχμηρά στις απόψεις που ακούγονται ότι για τα ελλείμματα και το χρέος φταίνε απλά τα “λαμόγια που τα παίρνουν”, οι ρεμούλες και τα σκάνδαλα (σελ. 118-119). Αυτά είναι υπαρκτά, τονίζει ο συγγραφέας, αλλά είναι προϊόν του καπιταλισμού, όχι αιτία των προβλημάτων του.
Οσο για την προπαγάνδα της κυβέρνησης, της τροικας και της άρχουσας τάξης περί της “αναγκαιότητας” των μνημονίων, ο Μπογιόπουλος επιφυλάσσει αποστομωτικές απαντήσεις. Οπως το ρητορικό ερώτημα – και τίτλος κεφαλαίου – “Τα δάνεια πάνε σε μισθούς ή οι μισθοί σε δάνεια;”. Σε άλλο σημείο τονίζει: “Εξω το ΔΝΤ – αποδέσμευση από την ΕΕ – Διαγραφή του χρέους με λαϊκή εξουσία, έξω οι ντόπιοι και ξένοι καπιταλιστές που μόνη 'πατρίδα' έχουν το κέρδος” (σελ. 441). Σ' αυτές τις σελίδες, παρεπιμπτόντως, ο Μπογιόπουλος κάνει μια υπέροχη επίθεση στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής, στο ρατσισμό και την κυβέρνηση που τον υποθάλπτει.
Ομως, η ανάλυση του συγγραφέα πάσχει από συγκεκριμένες αδυναμίες, θεωρητικές και πολιτικές. Αν και υποστηρίζει ότι βασίζεται στη θεωρία του Μαρξ για την κρίση ουσιαστικά αποτυγχάνει να το κάνει και κατά συνέπεια να δώσει μια σωστή ερμηνεία της κρίσης των τραπεζών και του χρέους.
Στο Πρώτο Μέρος του βιβλίου αναφέρεται στο νόμο της πτωτικής τάσης που ποσοστού κέρδους. Ομως η κύρια αιχμή του Μπογιόπουλου είναι ότι η αιτία της τάσης του συστήματος στην κρίση βρίσκεται στην “υποκατανάλωση”, στη συμπίεση των εργατικών εισοδημάτων. Ετσι, η υπεραξία δεν μπορεί να “πραγματοποιηθεί” σε κέρδος. Το πρώτο λάθος εδώ είναι ότι η αντληθείσα υπεραξία δεν πάει αποκλειστικά για την κατανάλωση των εργατών ή για τις πολυτελείς ανάγκες των καπιταλιστών. Ενα μεγάλο μέρος της κατευθύνεται στη συσσώρευση κεφαλαίου, “νεκρής εργασίας”.
Εχουν σημασία αυτά; Ναι, γιατί διαφορετικά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το ποσοστό κέρδους πχ στις ΗΠΑ άρχισε να μειώνεται από τα μέσα της δεκαετίας του '60 όταν η “ενεργός ζήτηση” του πληθυσμού ήταν στο απόγειό της. Η εξέταση αυτής της διαδρομής, από τις δεκαετίες της άνθησης στην περίοδο της κρίσης απουσιάζει παντελώς από το βιβλίο. Διαβάζει κανείς έκπληκτος ότι αφού το σύστημα πάντα υπέφερε από το σπάσιμο των κερδοσκοπικών φουσκών, τότε η σημερινή είναι μια: “κατάσταση τόσο μπανάλ στον καπιταλισμό που μπορεί να την συναντήσει κανείς και στην κρίση του τόσο μακρινού 1836” (σελ. 43) όταν στις ΗΠΑ κατέρρευσαν 1.000 τράπεζες. Τότε γιατί σήμερα οι καπιταλιστές της Ευρώπης φοβούνται τόσο πολύ την κατάρρευση ακόμα και των ελληνικών τραπεζών; Το γεγονός ότι τα ανταγωνιστικά κεφάλαια στο σύγχρονο καπιταλισμό έχουν “μεγαλώσει” τόσο πολύ ώστε να μην μπορεί να λειτουργήσει καθαρτικά ο μηχανισμός της καταστροφής των πιο αδύνατων, είναι η αιτία που η κρίση είναι τόσο παρατεταμένη χρονικά από τη δεκαετία του '70.
Οι πολιτικές αντιφάσεις που διατρέχουν επίσης το βιβλίο είναι σε ένα μεγάλο βαθμό προϊόν αυτών των θεωητικών ανεπαρκειών. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει το ζήτημα του χρέους και το αίτημα για την διαγραφή του είναι ένα παράδειγμα. Διαβάζουμε ότι η “χρεο-τρομοκρατία υπήρξε απλά ένα πρόσχημα...” κι ότι “ο καπιταλισμός παραμένει καπιταλισμός, δηλαδή απάνθρωπος και εκμεταλλευτικός είτε με ελλείμματα είτε με πλεονάσματα είτε με χρέη είτε με αποθέματα” (σελ. 261 και 265). Το αν ο καπιταλισμός είναι αδύνατος ή δυνατός, αν η “χρεο-τρομοκρατία” θέλει απάντηση συγκεκριμένη από το εργατικό κίνημα δεν τίθενται καν σαν θέμα. Ομως, σε επόμενα κεφάλαια του βιβλίου διαβάζουμε ότι “η μη αναγνώριση του χρέους είναι μια απολύτως καθαρή απάντηση που θα μπορούσε να δώσει ο ελληνικός λαός” και ακόμα παρακάτω τις ξεκάθαρες θέσεις για διαγραφή του χρέους και έξοδο από ευρώ και ΕΕ.
Η κρίση στον καπιταλισμό δεν εξελίσσεται σε κάποια ιδεατή σφαίρα της οικονομίας για την οποία μπορούν να αντιπαρατίθενται νωχελικά διάφορες ερμηνείες. Η εργατική τάξη δεν είναι μόνο το θύμα του καπιταλισμού και των κρίσεών του. Είναι και το υποκείμενο της ανατροπής του. Ομως, επίσης εντυπωσιακά, αυτή η τάξη απουσιάζει από το βιβλίο, ακόμα και από την οπτική γωνιά του μεγέθους της, των αλλαγών στη σύνθεσή της. Υπάρχει μόνο σαν θύμα – σε αριθμούς για το εισόδημα, την κοινωνική ανισότητα, τις συνθήκες ζωής. Σε σχεδόν πεντακόσιες σελίδες δεν θα βρει κανείς λέξη για τις Γενικές Απεργίες του Μάη 2010, του Ιούνη 2011, τις απεργίες στις συγκοινωνίες, στα λιμάνια, στα νοσοκομεία.
Σε ένα μεγάλο βαθμό στο βιβλίο αποτυπώνονται οι μετατοπίσεις του ΚΚΕ και τα όριά τους. Εχει κυλήσει πολύ νερό στ' αυλάκι από τότε που οι ηγεσίες του ΚΚΕ αναφέρονταν υποτιμητικά στο “θολό αντικαπιταλισμό”. Στη σελ. 419 του βιβλίου ανακαλύπτουμε την Παπαρήγα να χρησιμοποιεί τη φράση “αντικαπιταλιστική συνείδηση” ως ζητούμενο βέβαια, όχι ως γεγονός. Ομως, το πως αναπτύσσεται αυτή η συνείδηση είναι ακόμα ένα κενό, στην ανάλυση του Μπογιόπουλου και του κόμματός του. Ηγεσίες όπως του ΚΚΕ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τη τάξη και το κίνημά της ως αντικείμενο που “πρέπει” να αποκτήσει τη σωστή συνείδηση, ψηφίζοντας καταρχήν “σωστά”. Στην ουσία, η πολιτική του ΚΚΕ παραμένει εγκλωβισμένη στα αδιέξοδα του κοινοβουλευτικού δρόμου: η “λαϊκή εξουσία” θα είναι έργο μιας κυβέρνησης “λαϊκής συμμαχίας” με κορμό το ΚΚΕ.
Γι' αυτό ανάμεσα στην καταγγελία του καπιταλισμού ακόμα και στην υιοθέτηση σωστών αιτημάτων όπως η διαγραφή του χρέους, και στη μακρινή “λαϊκή εξουσία” δεν μεσολαβεί η αυτενέργεια της εργατικής τάξης, η πάλη για την επιβολή του εργατικού ελέγχου στις τράπεζες για παράδειγμα και σε όλη την κοινωνία. Αντίθετα, για τους επαναστάτες μαρξιστές αυτό το εργατικό κίνημα και όχι κάποιο “καθαρό” μπορεί να επιβάλλει όλα τα αιτήματά του με τον εργατικό έλεγχο αξιοποιώντας τα όπλα του: την απεργία, την οργάνωση στη βάση.
Ο Ν. Μπογιόπουλος επαναφέρει στο τέλος του βιβλίου του το στρατηγικό δίλημμα που είχε θέσει η Ρόζα Λούξεμπουργκ: “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα”. Συμφωνούμε. Ομως, η επανάσταση και ο Σοσιαλισμός δεν είναι μόνο επίκαιρα και αναγκαία σήμερα. Είναι και εφικτά. Κι αυτή η διαφορετική εκτίμηση καθορίζει όχι μόνο την πολιτική αισιοδοξία και τόλμη, αλλά και την συνέπεια της παρέμβασης μιας πολιτικής δύναμης στους αγώνες του σήμερα.
Τιμή 17€, 476 σελίδες, Εκδόσεις Α-Α Λιβάνης
Ο Ν. Μπογιόπουλος είναι δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, μέλος του ΚΚΕ, ευρύτερα γνωστός από τις μαχητικές εμφανίσεις του σε τηλεοπτικές εκπομπές. Το ίδιο το βιβλίο στηρίζεται σε κείμενα που έχει δημοσιεύσει αυτά τα χρόνια στην εφημερίδα του. Το γεγονός και μόνο ότι ένα βιβλίο που καταγγέλει τον καπιταλισμό κυκλοφορεί πλατιά και βρίσκεται στις προθήκες όλων των βιβλιοπωλείων σημαίνει ότι αξίζει να διαβαστεί. Ακόμα περισσότερο, δεν είναι μια απλή καταγγελία: προσπαθεί να εξηγήσει την κρίση με βάση τη θεωρία του Μαρξ και παίρνει θέση στα πολιτικά ζητήματα.
Ο τίτλος είναι παράφραση της ατάκας του Κλίντον στην προεκλογική εκστρατεία του 1992 στις ΗΠΑ. Ο πατήρ Μπους θεωρούταν φαβορί λόγω των “επιτυχιών” στην εξωτερική πολιτική, την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, την πρώτη εισβολή στο Ιράκ. Ομως, ο Κλίντον επέμενε ότι την αναμέτρηση θα την κρίνει η οικονομία όπως κι έγινε. Για τον συγγραφέα η αιτία της κρίσης και ο ένοχος για όλες τις αδικίες, τις θυσίες και τα βάσανα που φορτώνει στους εργαζόμενους είναι το καπιταλιστικό σύστημα.
Αυτή είναι μια πολύ σωστή αφετηρία. Η αιτία δεν είναι ούτε η απληστία ή και τα λάθη των κερδοσκόπων, ούτε της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης που θα αλλάξει με κάποια πιο κεϋνσιανή πολιτική. Για παράδειγμα, επισημαίνει πολύ σωστά ότι όσοι καλλιεργούν τέτοιες προσδοκίες ανασύρουν τον κεϋνσιανισμό “από το παλιατζίδικο της Ιστορίας” (σελ. 72) που τον έριξε το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης το 1973. Το ίδιο κάθετος είναι και απέναντι στις αυταπάτες που καλλιεργούνται και μέσα στην Αριστερά, ότι η ΕΕ μπορεί να γίνει το όχημα τέτοιων αντινεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Με πολλά στοιχεία αποδεικνύει επίσης ότι για την κρίση δεν ευθύνονται τα υποτιθέμενα “προνόμια” τμημάτων των εργαζομένων και ότι αντίθετα στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο οι εργάτες ήταν οι χαμένοι περιόδων “οικονομικών θαυμάτων” όπως της δεκαετίας του '90 ή του 2000. Σε άλλα κείμενα απαντά αιχμηρά στις απόψεις που ακούγονται ότι για τα ελλείμματα και το χρέος φταίνε απλά τα “λαμόγια που τα παίρνουν”, οι ρεμούλες και τα σκάνδαλα (σελ. 118-119). Αυτά είναι υπαρκτά, τονίζει ο συγγραφέας, αλλά είναι προϊόν του καπιταλισμού, όχι αιτία των προβλημάτων του.
Οσο για την προπαγάνδα της κυβέρνησης, της τροικας και της άρχουσας τάξης περί της “αναγκαιότητας” των μνημονίων, ο Μπογιόπουλος επιφυλάσσει αποστομωτικές απαντήσεις. Οπως το ρητορικό ερώτημα – και τίτλος κεφαλαίου – “Τα δάνεια πάνε σε μισθούς ή οι μισθοί σε δάνεια;”. Σε άλλο σημείο τονίζει: “Εξω το ΔΝΤ – αποδέσμευση από την ΕΕ – Διαγραφή του χρέους με λαϊκή εξουσία, έξω οι ντόπιοι και ξένοι καπιταλιστές που μόνη 'πατρίδα' έχουν το κέρδος” (σελ. 441). Σ' αυτές τις σελίδες, παρεπιμπτόντως, ο Μπογιόπουλος κάνει μια υπέροχη επίθεση στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής, στο ρατσισμό και την κυβέρνηση που τον υποθάλπτει.
Ομως, η ανάλυση του συγγραφέα πάσχει από συγκεκριμένες αδυναμίες, θεωρητικές και πολιτικές. Αν και υποστηρίζει ότι βασίζεται στη θεωρία του Μαρξ για την κρίση ουσιαστικά αποτυγχάνει να το κάνει και κατά συνέπεια να δώσει μια σωστή ερμηνεία της κρίσης των τραπεζών και του χρέους.
Στο Πρώτο Μέρος του βιβλίου αναφέρεται στο νόμο της πτωτικής τάσης που ποσοστού κέρδους. Ομως η κύρια αιχμή του Μπογιόπουλου είναι ότι η αιτία της τάσης του συστήματος στην κρίση βρίσκεται στην “υποκατανάλωση”, στη συμπίεση των εργατικών εισοδημάτων. Ετσι, η υπεραξία δεν μπορεί να “πραγματοποιηθεί” σε κέρδος. Το πρώτο λάθος εδώ είναι ότι η αντληθείσα υπεραξία δεν πάει αποκλειστικά για την κατανάλωση των εργατών ή για τις πολυτελείς ανάγκες των καπιταλιστών. Ενα μεγάλο μέρος της κατευθύνεται στη συσσώρευση κεφαλαίου, “νεκρής εργασίας”.
Εχουν σημασία αυτά; Ναι, γιατί διαφορετικά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το ποσοστό κέρδους πχ στις ΗΠΑ άρχισε να μειώνεται από τα μέσα της δεκαετίας του '60 όταν η “ενεργός ζήτηση” του πληθυσμού ήταν στο απόγειό της. Η εξέταση αυτής της διαδρομής, από τις δεκαετίες της άνθησης στην περίοδο της κρίσης απουσιάζει παντελώς από το βιβλίο. Διαβάζει κανείς έκπληκτος ότι αφού το σύστημα πάντα υπέφερε από το σπάσιμο των κερδοσκοπικών φουσκών, τότε η σημερινή είναι μια: “κατάσταση τόσο μπανάλ στον καπιταλισμό που μπορεί να την συναντήσει κανείς και στην κρίση του τόσο μακρινού 1836” (σελ. 43) όταν στις ΗΠΑ κατέρρευσαν 1.000 τράπεζες. Τότε γιατί σήμερα οι καπιταλιστές της Ευρώπης φοβούνται τόσο πολύ την κατάρρευση ακόμα και των ελληνικών τραπεζών; Το γεγονός ότι τα ανταγωνιστικά κεφάλαια στο σύγχρονο καπιταλισμό έχουν “μεγαλώσει” τόσο πολύ ώστε να μην μπορεί να λειτουργήσει καθαρτικά ο μηχανισμός της καταστροφής των πιο αδύνατων, είναι η αιτία που η κρίση είναι τόσο παρατεταμένη χρονικά από τη δεκαετία του '70.
Οι πολιτικές αντιφάσεις που διατρέχουν επίσης το βιβλίο είναι σε ένα μεγάλο βαθμό προϊόν αυτών των θεωητικών ανεπαρκειών. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει το ζήτημα του χρέους και το αίτημα για την διαγραφή του είναι ένα παράδειγμα. Διαβάζουμε ότι η “χρεο-τρομοκρατία υπήρξε απλά ένα πρόσχημα...” κι ότι “ο καπιταλισμός παραμένει καπιταλισμός, δηλαδή απάνθρωπος και εκμεταλλευτικός είτε με ελλείμματα είτε με πλεονάσματα είτε με χρέη είτε με αποθέματα” (σελ. 261 και 265). Το αν ο καπιταλισμός είναι αδύνατος ή δυνατός, αν η “χρεο-τρομοκρατία” θέλει απάντηση συγκεκριμένη από το εργατικό κίνημα δεν τίθενται καν σαν θέμα. Ομως, σε επόμενα κεφάλαια του βιβλίου διαβάζουμε ότι “η μη αναγνώριση του χρέους είναι μια απολύτως καθαρή απάντηση που θα μπορούσε να δώσει ο ελληνικός λαός” και ακόμα παρακάτω τις ξεκάθαρες θέσεις για διαγραφή του χρέους και έξοδο από ευρώ και ΕΕ.
Η κρίση στον καπιταλισμό δεν εξελίσσεται σε κάποια ιδεατή σφαίρα της οικονομίας για την οποία μπορούν να αντιπαρατίθενται νωχελικά διάφορες ερμηνείες. Η εργατική τάξη δεν είναι μόνο το θύμα του καπιταλισμού και των κρίσεών του. Είναι και το υποκείμενο της ανατροπής του. Ομως, επίσης εντυπωσιακά, αυτή η τάξη απουσιάζει από το βιβλίο, ακόμα και από την οπτική γωνιά του μεγέθους της, των αλλαγών στη σύνθεσή της. Υπάρχει μόνο σαν θύμα – σε αριθμούς για το εισόδημα, την κοινωνική ανισότητα, τις συνθήκες ζωής. Σε σχεδόν πεντακόσιες σελίδες δεν θα βρει κανείς λέξη για τις Γενικές Απεργίες του Μάη 2010, του Ιούνη 2011, τις απεργίες στις συγκοινωνίες, στα λιμάνια, στα νοσοκομεία.
Σε ένα μεγάλο βαθμό στο βιβλίο αποτυπώνονται οι μετατοπίσεις του ΚΚΕ και τα όριά τους. Εχει κυλήσει πολύ νερό στ' αυλάκι από τότε που οι ηγεσίες του ΚΚΕ αναφέρονταν υποτιμητικά στο “θολό αντικαπιταλισμό”. Στη σελ. 419 του βιβλίου ανακαλύπτουμε την Παπαρήγα να χρησιμοποιεί τη φράση “αντικαπιταλιστική συνείδηση” ως ζητούμενο βέβαια, όχι ως γεγονός. Ομως, το πως αναπτύσσεται αυτή η συνείδηση είναι ακόμα ένα κενό, στην ανάλυση του Μπογιόπουλου και του κόμματός του. Ηγεσίες όπως του ΚΚΕ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τη τάξη και το κίνημά της ως αντικείμενο που “πρέπει” να αποκτήσει τη σωστή συνείδηση, ψηφίζοντας καταρχήν “σωστά”. Στην ουσία, η πολιτική του ΚΚΕ παραμένει εγκλωβισμένη στα αδιέξοδα του κοινοβουλευτικού δρόμου: η “λαϊκή εξουσία” θα είναι έργο μιας κυβέρνησης “λαϊκής συμμαχίας” με κορμό το ΚΚΕ.
Γι' αυτό ανάμεσα στην καταγγελία του καπιταλισμού ακόμα και στην υιοθέτηση σωστών αιτημάτων όπως η διαγραφή του χρέους, και στη μακρινή “λαϊκή εξουσία” δεν μεσολαβεί η αυτενέργεια της εργατικής τάξης, η πάλη για την επιβολή του εργατικού ελέγχου στις τράπεζες για παράδειγμα και σε όλη την κοινωνία. Αντίθετα, για τους επαναστάτες μαρξιστές αυτό το εργατικό κίνημα και όχι κάποιο “καθαρό” μπορεί να επιβάλλει όλα τα αιτήματά του με τον εργατικό έλεγχο αξιοποιώντας τα όπλα του: την απεργία, την οργάνωση στη βάση.
Ο Ν. Μπογιόπουλος επαναφέρει στο τέλος του βιβλίου του το στρατηγικό δίλημμα που είχε θέσει η Ρόζα Λούξεμπουργκ: “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα”. Συμφωνούμε. Ομως, η επανάσταση και ο Σοσιαλισμός δεν είναι μόνο επίκαιρα και αναγκαία σήμερα. Είναι και εφικτά. Κι αυτή η διαφορετική εκτίμηση καθορίζει όχι μόνο την πολιτική αισιοδοξία και τόλμη, αλλά και την συνέπεια της παρέμβασης μιας πολιτικής δύναμης στους αγώνες του σήμερα.
Τιμή 17€, 476 σελίδες, Εκδόσεις Α-Α Λιβάνης