Άρθρο
1944: H Απελευθέρωση

Παρίσι, Αύγουστος 1944.

Με γενικές απεργίες πανηγύρισαν οι εργάτες την ήττα των ναζί σε όλη την Ευρώπη, όπως περιγράφει ο Ιάσονας Χανδρινός.

Το 1944 οι εξελίξεις στα μέτωπα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ραγδαίες. Το ίδιο ραγδαία και εντυπωσιακή ήταν η ανάπτυξη των κινημάτων της Αντίστασης. Η Γαλλία και η Ιταλία προσφέρουν τα πιο γνωστά παραδείγματα. Τον Αύγουστο του 1944 τα εργατικά και λαϊκά προάστια του Παρισιού έγιναν το κέντρο μιας εξέγερσης που απελευθέρωσε ουσιαστικά την πόλη πριν την άφιξη των Συμμάχων.

Εκατοντάδες πόλεις και κωμοπόλεις βίωσαν την ίδια εμπειρία εκείνες τις μέρες, με ένα συνδυασμό της δράσης των «μακί» (αντάρτες) που κατέβηκαν από τα βουνά και των εργατών που ξεσηκώθηκαν μέσα σε αυτές. Στην Ιταλία, την πρώτη χώρα που επικράτησε ο φασισμός στη δεκαετία του ’20, η Αντίσταση ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος ενάντια στους φασίστες του Μουσολίνι. Την άνοιξη του 1944 ένα μαζικό απεργιακό κίνημα σάρωσε τη βόρεια και κεντρική Ιταλία που κατεχόταν από τους Γερμανούς και οι παρτιζάνοι έφτασαν να ελέγχουν μεγάλες περιοχές στην ύπαιθρο τις «παρτιζάνικες δημοκρατίες».

Στα σχετικά άγνωστα παραδείγματα περιλαμβάνονται χώρες όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Δανία. Ο κοινωνικός πολιτικός ριζοσπαστισμός ήταν κοινό γνώρισμα που εκφραζόταν συχνά με την εντυπωσιακή ανάπτυξη της Αριστεράς, ιδιαίτερα των Κομμουνιστικών Κομμάτων.

Μέχρι τα τέλη του 1942, τα στρατεύματα κατοχής στην Ευρώπη δεν αντιμετώπιζαν ιδιαίτερα προβλήματα, με την εξαίρεση των αντάρτικων κινημάτων στις χώρες που συνόρευαν με το ανατολικό Μέτωπο και τη Γιουγκοσλαβία. Η δυσμενής για τους Γερμανούς εξέλιξη του πολέμου, η λεηλασία πρώτων υλών και προϊόντων σε κάθε χώρα και η προσαρμογή της εξουσίας στο στόχο της ολοκληρωτικής εκμετάλλευσης έμψυχου δυναμικού και πλουτοπαραγωγικών πηγών (στα πλαίσια του «ολοκληρωτικού πολέμου») στις αρχές του 1943, πυροδότησε μαζικές αντιδράσεις στην κατοχική εξουσία, προσφέροντας τα αποτελεσματικά όπλα για την καταπολέμηση, έως και την ανατροπή της.

Μετά την ιστορική καμπή του Στάλινγκραντ, με την πρώτη μεγάλη ήττα του γερμανικού στρατού στον πόλεμο τον Φλεβάρη του 1943, η ψυχολογία των πολιτών μεταβλήθηκε. Η προοπτική της απελευθέρωσης συμπύκνωνε την ρευστή αντίδραση και παράλληλα απελευθέρωνε την συσωρευμένη απογοήτευση που προκαλούσε η οικονομική δυσπραγία. Η διαμαρτυρία αποκτούσε σαφέστερο περιεχόμενο, τα μηνύματα της Αντίστασης άρχισαν να απευθύνονται (και να γίνονται δεκτά) από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Αιτήματα για βελτίωση των όρων ζωής, περισσότερα τρόφιμα και αυξήσεις μισθών έμοιαζαν να έρχονται από άλλη εποχή, ωστόσο περιέγραφαν απόλυτα τις συνθήκες στην Ευρώπη το 1943-44.

Οι διαμαρτυρίες για συνεργασία με τους Γερμανούς αποσπάστηκαν από το πεδίο της ηθικής καταγγελίας και συνδέθηκαν αμετάκλητα με αιτήματα δικαιότερης κατανομής του πλούτου και ενίσχυσης των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Τον Αύγουστο του 1943, ένα από τα πολλά συνθήματα του πρώτου απεργιακού ξεσπάσματος στην Κοπεγχάγη ήταν «όχι εγωισμός στα τρόφιμα». Οι απεργίες άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και η Αντίσταση άρχισε να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά μαζικού κινήματος με εθνικοαπελευθερωτικούς και ταξικούς όρους.

Η πολιτική επιστράτευση

Ήταν η περίοδος που ο ναζισμός επιχείρησε να δεσμεύσει με τη βία τις μάζες των Ευρωπαίων εργατών. Η επιστράτευση εργατικού δυναμικού ήταν μονόδρομος προκειμένου να διατηρηθεί η γερμανική πολεμική μηχανή σε σταθερή λειτουργία, με αποτέλεσμα, στην τελευταία φάση του Πολέμου, η Γερμανία να είναι απόλυτα εξαρτημένη από το εργατικό δυναμικό των υπόδουλων χωρών.

Τον Μάιο του 1942, υπήρχαν 4,1 εκατομμύρια εργάτες στο Γ’ Ράιχ. Ένα χρόνο αργότερα ο αριθμός είχε φτάσει τα 6,1 εκατομμύρια, ενώ τον Μάιο του 1944 – όταν η εργασία ήταν σχεδόν αποκλειστικά αναγκαστική – τα ξένα εργατικά χέρια (ή μάλλον τα ζεύγη χεριών) που εκτοπίζονταν μαζικά στα γερμανικά εργοστάσια ξεπερνούσαν τα 7,1 εκατομμύρια. Τα 5 εκατομμύρια ήταν πολίτες και οι υπολοιποι αιχμάλωτοι πολέμου. Το 1944, ένας στους δύο βιομηχανικούς εργάτες στο Γ’ Ράιχ δεν ήταν Γερμανός.1

Η απότομη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης λειτούργησε αποσταθεροποιητικά για την κατοχική πολιτική και, παράλληλα, αποτέλεσε σημείο κάμπής για την μαζικοποίηση της Αντίστασης. Τα ναζιστικά διατάγματα πολιτικής επιστράτευσης εργατών ήταν το «ανέλπιστο δώρο» που οι ναζί προσέφεραν στην Αντίσταση, επιτρέποντάς της να αποκτήσει τεράστιο κοινωνικό έρεισμα. Αποτέλεσε αφετηριακό σημείο για την ανάπτυξη του κινήματος των Μακί στη Γαλλία, τον ραγδαίο πολλαπλασιασμό των Ιταλών παρτιζάνων και τις πρώτες, αναγνωρίσιμες μορφές μαζικής αντίστασης σε Ολλανδία, Δανία και Ελλάδα.

Γύρω από δεκάδες χιλιάδες εργάτες που διέφευγαν την επιστράτευση περνώντας σταδιακά στην παρανομία, υφάνθηκαν δίκτυα προστασίας και απόκρυψης τα οποία συμπύκνωσαν το αντικατοχικό αίσθημα και του έδωσαν συλλογικές διαστάσεις. Στην Ολλανδία, η Αντίσταση αναπτύχθηκε ραγδαία μόνο μετά τον Φεβρουάριο του 1943. Στην Ελλάδα, το ίδιο διάταγμα, την ίδια περίοδο, σχηματοποίησε μια εργατοϋπαλληλική αντίδραση στις πόλεις που κατέληξε σε επανειλημμένες κινητοποιήσεις στο δρόμο.

Μιλώντας για το 1944, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας διαφεύγει η έντονη σύμπλεξη οικονομίας και καταστολής. Τα Υπουργεία Εργασίας απέκτησαν σχεδόν απόλυτες εξουσίες επί των απολύσεων και αυξημένες αρμοδιότητες σε ό,τι αφορούσε την αξιολόγηση των επιχειρήσεων. Η εργατική πολιτική κάθε χώρας αναλάμβανε να προσανατολίζει, χωρίς προσχήματα, το «αργούν» και «πλεονάζον» εργατικό προσωπικό στην κατεύθυνση της αναγκαστικής εργασίας για λογαριασμό των Γερμανών διαλύοντας οριστικά τα υπολείμματα του κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζομένους.

Οι εργάτες στην Ιταλία

Η Αντίσταση έριξε όλες τις δυνάμεις της στην αναχαίτιση της εργατικής εκμετάλλευσης. Το καλοκαίρι του 1944, μια ιταλική προκήρυξη στο Τορίνο καλούσε «να αντισταθούμε στην αποστολή των μηχανημάτων στη Γερμανία. Τα μηχανήματα μας ανήκουν. Είναι εθνική περιουσία. Να μη δεχτούμε την αρπαγή τους, να τις αχρηστεύσουμε. Να κρύψουμε τα εξαρτήματά τους και σε έσχατη ανάγκη να τις καταστρέψουμε. Να διαμαρτυρηθούμε κατά των απολύσεων, κατά των εκτοπίσεών μας στη Γερμανία. Να απεργήσουμε, να εγκαταλείψουμε μαζικά τους τόπους εργασίας.

Να ενωθούμε με τις λαϊκές μάζες για να εμποδίσουμε κάθε επιστράτευση εργατών και μεταφορά των τόπων εργασίας στη Γερμανία [...] Να ενωθούμε με τους παρτιζάνους και να καθοδηγήσουμε την ένοπλη λαϊκή εξέγερση». Το χειμώνα του 1943-44, το μεγάλο όπλο της απεργίας επανέκαμψε δυναμικά στο βιομηχανικό ιταλικό βορρά. Στα μέσα Ιανουαρίου απέργησαν 50.000 εργάτες στη Γένοβα, στα μέσα Φεβρουαρίου 5.000 στο Φόρλι, αρχές Μαρτίου 45.000 στο Μιλάνο, 35.000 στο Τορίνο, 6.000 στη Βερόνα.

Οι απεργίες συνοδεύτηκαν από απόπειρες εναντίον φασιστών αξιωματούχων και Γερμανών αξιωματικών, από δολιοφθορές και «λεηλασίες». Στην Πάβια απεργοί κατέστρεψαν όλο τον μηχανολογικό εξοπλισμό του υφαντουργείου τους. Σύμφωνα με τα γερμανικά δελτία πληροφοριών, οι απεργίες τον Φεβρουάριο πήραν «χαρακτήρα καθαρά πολιτικών διαδηλώσεων», ενώ η μεγάλη κομμουνιστική επιρροή στον εργατόκοσμο προδίκαζε «αύξηση των πολιτικών απεργιών στο μέλλον».

Το φασιστικό κράτος που είχε ανασυγκροτηθεί στο κέντρο και το βορρά της Ιταλίας, οι Γερμανοί, Ες-Ες και βιομήχανοι επιτέθηκαν συντονισμένα κατά των απεργών. Ακολούθησαν καταλήψεις βασικών εργοστασίων, αποκλεισμός για αρκετές ημέρες και διακοπή της μισθοδοσίας. «Σε περίπτωση μη επιστροφής στην εργασία μετά τη λήξη της παύσης εργασίας», ανακοίνωνε ο στρατηγός Ρούντολφ Τουσσέν, στρατιωτικός ακόλουθος της Βέρμαχτ στην ψευδοκυβέρνηση του Μουσολίνι, «θα ακολουθήσει αποστολή για αναγκαστική εργασία στη Γερμανία, σύλληψη των συνομωτών και εκτοπισμός τους στη Γερμανία». Ο ίδιος ο Χίτλερ διέταξε πως το 20% των απεργών εργατών από τις περιοχές της Άνω Ιταλίας θα εκτοπίζεται στη Γερμανία και θα τίθεται υπό τη δικαιοδοσία των Ες-Ες.

Στα μέσα Ιουνίου έφυγε για τα κάτεργα της Γερμανίας, πιθανότατα η τελευταία μεγάλη αποστολή απεργών εργατών. Είχαν συλληφθεί μετά την απεργία 12.000 εργατών στις 9 Ιουνίου στη Γένοβα. Ήταν η τελευταία «νίκη» των κατακτητών. Το σχέδιο μεταφοράς ενάμισυ εκατομμυρίου Ιταλών εργατών στη Γερμανία μέσα στο 1944 – εκ των οποίων το ένα εκατομμύριο μέσα στους τέσσερις πρώτους μήνες – είχε αποτύχει παταγωδώς.

Η ανυπακοή είχε κυριαρχήσει σε όλη την Ιταλία, αφού τον Αύγουστο του 1944 σχεδόν κανείς επιστρατευμένος σε Τορίνο, Μιλάνο, Γένοβα, Βενετία, Φεράρα και Πάδοβα δεν εμφανιζόταν. Η αναγκαστική εκτόπιση απεργών στο Ράιχ απέδωσε τελικά μόλις μερικές χιλιάδες, ενώ τα συνεχιζόμενα χτυπήματα των Παρτιζάνων ξήλωναν ένα από τα τελευταία προγεφυρώματα της ναζιστικής πολεμικής βιομηχανίας.

Η αναγκαστική εργασία ως μέτρο αντιποίνων

Το κύμα της εργατικής ανυπακοής-απάντησης στην μαζική τρομοκρατία αγκάλιασε ακόμα και χώρες που μέχρι τότε είχαν δώσει ελάχιστα έως καθόλου αντιστασιακά δείγματα. Λίγοι θα διαφωνούσαν πως μια από τις κορυφαίες μάχες στην Ευρώπη του 1944 ήταν η λαϊκή εξέγερση της Κοπεγχάγης στις αρχές Ιουλίου. Μια μετωπική σύγκρουση πολιτών και κατοχικών δυνάμεων, με εκατοντάδες θύματα αλλά και σημαντικές νίκες. Το έναυσμα δόθηκε στις 22 Ιουνίου, με ένα μεγάλο σαμποτάζ στο λιμάνι της Κοπεγχάγης, κατά του εργοστασίου Riffelsyndikat που παρήγαγε αυτόματα όπλα. Οκτώ εκτελεσμένοι σε αντίποινα και καταστροφή δημόσιων κτιρίων και του εργοστασίου Königliche Porzellanfabrik από τα δοσιλογικά Schalbourg Korps ήταν τα αντίποινα που άνοιξαν τους ασκούς του αιόλου. 

Η απεργία επεκτάθηκε σε όλες τις μεγάλες μονάδες παραγωγής και τα ναυπηγεία, ενώ ξεκίνησαν οδομαχίες και στήσιμο οδοφραγμάτων σε όλη την πόλη. Στις 26 Ιουνίου, λόγω αυξημένου κινδύνου σαμποτάζ αποφασίστηκε αυξημένη προστασία των νευραλγικών βιομηχανικών μονάδων και επέκταση της απαγόρευσης κυκλοφορίας για όλη την πόλη της Κοπεγχάγης. Ωστόσο, στις 30 Ιουνίου, η δουλειά στις περισσότερες επιχειρήσεις στην Κοπεγχάγη είχε σταματήσει κάτω «από πίεση των κομμουνιστών».

Οκτώ λόχοι πεζικού διατάχθηκαν να καταλάβουν θέσεις στην πόλη, ενώ στάλθηκαν και ενισχύσεις από τη Γιουτλάνδη. Η πόλη αποκλείστηκε και όλα τα εργοστάσια εφοδιασμού (ηλεκτρικό, αέριο, ύδρευση) καταλήφθηκαν από τη Βέρμαχτ και αποκόπηκαν εντελώς από την υπόλοιπη πόλη. Από συμπλοκές ανάμεσα σε απεργούς και στρατιώτες υπήρχαν ήδη 20 πολίτες νεκροί και περίπου 250 τραυματίες.

Παρά τις απειλητικές διαταγές που απαιτούσαν άμεση επανάληψη της εργασίας στις 12.00 της 1ης Ιουλίου, ο πληθυσμός δεν πειθαρχούσε. Ο Ανώτατος Διοικητής Κοπεγχάγης, αντιστράτηγος Ρίχτερ κήρυξε στρατιωτικό νόμο και χώρισε την δανέζικη πρωτεύουσα σε στρατιωτικούς τομείς. Η κυκλοφορία απαγορεύτηκε. Πολίτες επιστρατεύτηκαν να απομακρύνουν τα οδοφράγματα. Παρά την πρόσκαιρη ηρεμία, κανένα εργοστάσιο δεν λειτουργούσε. Το βράδυ της επομένης, σημειώθηκαν νέες διαδηλώσεις που διαλύθηκαν βίαια.

Οι κυβερνητικές αρχές κατέβαλλαν προσπάθειες να αποκατασταθεί η διανομή ηλεκτρικού και αερίου, και να ομαλοποιηθεί η κίνηση οχημάτων, ποδηλάτων και μέσων μεταφοράς το πρωί της 3ης Ιουλίου. Τα οχήματα άρχισαν να κινούνται κατά τις 07.00, ωστόσο δεν υπάκουσαν όλοι τη διαταγή. Πολίτες συνέχιζαν να συγκεντρώνονται κατά χιλιάδες σε δρόμους και πλατείες, χωρίς να εργάζονται, φαινόμενο πρωτοφανές για χώρα υπό ναζιστική κατοχή.

Αφού απείλησαν μέχρι και με βομβαρδισμό συνοικιών της πόλης (sic), οι Γερμανοί πέτυχαν στις 4 Ιουλίου την επαναλειτουργία των περισσότερων επιχειρήσεων (τα περισσότερα εργοστάσια λειτούργησαν με 60-80% συμμετοχή του προσωπικού) και απέσυραν συμβολικά τα δύο αντιαεροπορικά πυροβόλα που είχαν τοποθετηθεί στην πλατεία Δημαρχείου. Στις 5 Ιουλίου, ο στρατιωτικός νόμος έπαψε.

Παράλληλα, έγινε δεκτό το αίτημα της αμνηστείας των απεργών και της απομάκρυνσης των μισητών Schalburg Korps από την Κοπεγχάγη. Η εξέγερση είχε τελειώσει με νίκη των απεργών και των πολιτών της Κοπεγχάγης, με κόστος 92 νεκρούς και 664 τραυματίες έναντι έξι Γερμανών στρατιωτών νεκρών και 19 τραυματιών. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες και πιο έντονα ταξικές εξεγέρσεις που σημειώθηκαν την περίοδο του Πολέμου.

Μαζικοποίηση της ένοπλης δράσης

Αυτό το μαζικό κίνημα που έδινε τον τόνο στην τελευταία φάση της Κατοχής δεν θα μπορούσε παρά να συνυπάρχει με μια παράλληλη μαζικοποίηση της ένοπλης δράσης. Εκτός από τις ιδεολογικές προϋποθέσεις, υπήρχε και μεγάλη κοινωνική διαθεσιμότητα. Όλο και περισσότεροι εργάτες, μαθητές και φοιτητές απέφευγαν την επιστράτευση και περνούσαν στην παράνομη δράση.

Από τα μέσα του 1943, η Αντίσταση ήταν περισσότερο συνειδητοποιημένη και οργανωμένη για τον μεγάλο αγώνα κατά της πολιτικής επιστράτευσης και μια κόκκινη αντιτρομοκρατία (που κάποιες χώρες έβλεπαν πρώτη φορά) άρχισε να απαντά στη μαζική τρομοκρατία των Ναζί. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1943, η εφτάψυχη Ομάδα Μανουσιάν των Εβραίων μεταναστών του FTP-MOI2 εκτέλεσε στον Παρίσι τον συνταγματάρχη των Ες-Ες και απεσταλμένο του Ζάουκελ3 στη Γαλλία, Γιούλιους Ρίττερ, επόπτη της «Υπηρεσίας Αναγκαστικής Εργασίας» (Service du Travail Obligatoire –STO) και άμεσα υπεύθυνο για την οργάνωση αποστολών στα γερμανικά πολεμικά εργοστάσια.

Παντού στοχοποιούνταν οι υπεύθυνοι για την επίθεση του κατοχικού καθεστώτος στην εργασία. Στις 3 Ιανουαρίου 1944, ο γερμανόφιλος διευθυντής της ολλανδικής Υπηρεσίας Εργασίας πυροβολήθηκε ανεπιτυχώς από αγνώστους στην Χάγη. Στις 27 του ίδιου μήνα, μια ομάδα αγνώστων σκότωσε τον Έλληνα «υφυπουργό παρά τω Υπουργώ» Εργασίας, Νικόλαο Καλύβα έξω από το γραφείο του, στο γερμανοκρατούμενο κέντρο της Αθήνας. Λίγες μέρες πριν ή μετά, η Βαρσοβία απαλλασσόταν από τον δικό της «εργατοδήμιο», όταν ο υπεύθυνος του Γραφείου Εργασίας της πολωνικής πρωτεύουσας, Κουρτ Χόφμανν έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες μιας ειδικής ομάδας κρούσης του «Στρατού της Πατρίδας» (που, σημειωτέον, δεν ανήκε στην κομμουνιστική αντίσταση).

Η γαλλική «Εθνική Εξέγερση» του Αυγούστου

Το 1944, η επιλογή των όπλων διαφαινόταν ως φυσική εξέλιξη του κύματος λαϊκής διαμαρτυρίας των πόλεων. Την τελευταία περίοδο της Κατοχής, η προοπτική της Απελευθέρωσης σε συνδυασμό με τη ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης δημιουργούσε εκρηκτικό μείγμα. Την άνοιξη του 1944, το απεργιακό κίνημα επανέκαμψε στη Γαλλία, η οποία περίμενε με αγωνία την συμμαχική απόβαση. Η μεγαλύτερη κινητοποίηση ήταν μια γενική απεργία στη Μασσαλία στις 25 Μαΐου, η οποία ξεκίνησε από διαμαρτυρίες των γυναικών της πόλης για παροχή τροφίμων.

Μέσω των μετωπικών οργανώσεων στις πόλεις, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα κήρυξε απεργία σε όλες τις πόλεις για τις 6 Ιουνίου και τις 14 Ιουλίου και κάλεσε για σχηματισμό πολιτοφυλακών. Ο πόθος που κυριαρχούσε για την επικείμενη απελευθέρωση ήταν σφυρηλατημένος από την οργή για τις μεγάλες ελλείψεις τροφίμων που είχαν προκαλέσει οι πολεμικές επιχειρήσεις στη Νορμανδία. Στο Παρίσι, η κατανάλωση ψωμιού, γάλακτος και κρέατος είχε πέσει στα 60, 12 και 20% των προπολεμικών επιπέδων. Το φάσμα της πείνας έκανε πολλούς να θυμούνται την πολιορκία του 1870-1. Στις 14 Ιουλίου, παρελάσεις, εμβατήρια και σημαιοστολισμοί εναλλάσσονταν με συλλαλλητήρια – και σποραδικές ένοπλες κινητοποιήσεις – στις νότιες εργατικές συνοικίες της πόλης.

Η χώρα ζούσε ήδη αυτό που έχει καταγραφεί στη γαλλική ιστορία ως insurrection nationale («εθνική εξέγερση»). Στη μεγάλη εξέγερση του Αυγούστου στο Παρίσι σκοτώθηκαν 901 μέλη της ένοπλης αντίστασης των FFI και 582 πολίτες, ενώ υπήρξαν και 2.000 περίπου τραυματίες. Εξεγέρσεις σημειώθηκαν και σε άλλες γαλλικές πόλεις (Μασσαλία, Λυών, Τουλούζη). Η αντιγερμανική δράση συνυπήρχε με διαθέσεις βίαιης ανατροπής του αστικού καθεστώτος, άσχετα με το γεγονός πως ο πολιτικός συμβιβασμός δεν επέτρεψε την ολοκλήρωσή τους. Σύμφωνα με μια γερμανική αναφορά, το δεύτερο μισό του Ιουνίου, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Ρεν, συνολικά 98 ένοπλες ενέργειες.

Το επόμενο δεκαπενθήμερο οι ένοπλες ενέργειες ανήλθαν σε 230. Στην ίδια περιφέρεια, έως τα μέσα Ιουλίου, οι ένοπλες ενέργειες αυξήθηκαν σε 328, ενώ πραγματοποιήθηκαν 93 ληστείες σε σπίτια, τράπεζες, φορολογικούς σταθμούς και δημόσια κτίρια και καταστήματα, 34 επιθέσεις εναντίον δημάρχων, δημοτικών υπαλλήλων και εφοριακών, 17 εκτελέσεις, δύο απαγωγές και μία επίθεση σε αστυνομικό τμήμα. Κανένας δοσίλογος δε μπορούσε να ζήσει πια στην ύπαιθρο ή σε επαρχιακές πόλεις, καθώς είχε ξεκινήσει η «εκκαθάριση» των συνεργατών από τις αντιστασιακές δυνάμεις.

Η επαναστατική κληρονομιά του 1944

Σε χώρες όπως η Ιταλία, το 1943, οι μνήμες ενός προ-φασιστικού παρελθόντος ήταν πολύ μακρινές, η ανάμνηση του πολιτικού φιλελευθερισμού είχε πλέον σβήσει. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η κοινοβουλευτική παράδοση ήταν ζωντανή, στην περίοδο της Κατοχής, η χρησιμοποίηση της ως όπλο ιδεολογικής συσπείρωσης κατά του ναζιστικού ολοκληρωτισμού ήταν αδύνατη, εφόσον η συγκεκριμένη αναμέτρηση είχε ήδη αναδείξει νικητή.

Αντίθετα, όφειλε να εγγυηθεί το μελλον, παράγοντας νέα πολιτικά σχήματα, νέες ιδέες και πρακτικές κοινωνικής οργάνωσης, αναπτύσσοντας γνήσια επαναστατικές λογικές. Ενώ στην ανατολική Ευρώπη, οι γενοκτονικές πολιτικές των Ναζί είχαν καταστρέψει όλες τις πολιτικές, πνευματικές και στρατιωτικές ηγεσίες οι οποίες θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν αντιστασιακές κινήσεις, στη Δυτική Ευρώπη τα προβλήματα παρουσιάζονταν ανεστραμμένα: εκεί το αντικατοχικό στρατόπεδο έπρεπε να πολεμήσει αυτές τις ηγεσίες οι οποίες όχι μόνο είχαν παραμείνει (σχετικά) άθικτες αλλά είχαν ταυτίσει την κρατική πολιτική με τα ναζιστικά συμφέροντα.

Η Αντίσταση σε Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Δανία και Ελλάδα, έπρεπε να αντιπαρατεθεί στην πολιτική νομιμοποίηση του Δοσιλογισμού ο οποίος εκπροσωπούσε την αδιάσπαστη συνέχεια του κράτους και των «εθνικών συμφερόντων». Οι θεσμοί της κατοχής ήταν συνώνυμοι του πολιτικού αυταρχισμού οι οποίοι, για μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, συμβόλιζαν την αποτυχία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Η πολυπόθητη πολιτική και ιδεολογική ανανέωση έστρεφε μεγάλο τμήμα αυτής της κοινωνίας προς τον πολιτικό ριζοσπαστισμό. Από τα τέλη του 1943, πόλεις και περιοχές που είχαν δοκιμαστεί σκληρά από τη μετωπική σύγκρουση εργατικών μαζών και κρατικής εξουσίας, υπό τη σκέπη του φασισμού, όπως ο ιταλικός βορράς, ακολουθούσαν το μονοπάτι προς την Αριστερά.

Οι δυτικές κοινωνίες με την μακρά κοινοβουλευτική παράδοση είχαν επηρεαστεί εξίσου από την οικονομική αποσταθεροποίηση και την καταβαράθρωση των υλικών συνθηκών ζωής, αλλά και την πολιτική αναταραχή που προκάλεσε η συνεργασία του αστικού καθεστώτος με τους Ναζί. Ο ιταλικός βορράς ήταν καταδικασμένος να γίνει κόκκινος, σημείωνε ένας Βρετανός αξιωματικός πληροφοριών στο ημερολόγιό του, ενώ και ο παραδοσιακός, ημιφεουδαρχικός νότος ζούσε εποχές εξεγερσιακές. Στην Ελλάδα του 1944, ακόμα και για τους αντικειμενικούς παρατηρητές, τα αστικά κέντρα είχαν μπει για τα καλά «στην ακτίνα του μπολσεβκισμού», όπως σημείωνε στο ημερολόγιό του ο συγγραφέας Γ. Θεοτοκάς.

Ακόμα και στην Νορβηγία, ένας έπαρχος του δοσιλογικού Nasjonal Samling (NS) σημείωνε πως στην περιφέρειά του αυξάνονταν οι φωνές που σηματοδοτούσαν μια άμεση και ριζική αλλαγή νοοτροπίας: «Τώρα που δοκιμάσαμε και τη Δημοκρατία και τον Εθνικοσοσιαλισμό, μας μένει ο Κομμουνισμός. Προφανώς θα είναι πολύ καλύτερος, γιατί χειρότερα από τώρα δεν υπάρχει». Στην αυγή της Απελευθέρωσης, η μακρόχρονη οικονομική αφαίμαξη η οποία είχε υποτάξει ολόκληρες χώρες, είχε κλονίσει κραταιές οικονομίες και είχε αποδιοργανώσει πλήρως τα συστήματα κατανομής εισοδήματος σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, έκανε το φάντασμα με το οποίο ο Καρλ Μαρξ είχε στερήσει τη γαλήνη της γηραιάς Ηπείρου, να κυκλοφορεί ξανά ελεύθερο.