Άρθρο
Αθήνα, Οκτώβρης 1944: η Απελευθέρωση και η Αριστερά

Διαδήλωση στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση.

Εβδομήντα χρόνια από την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Ναζί, ο Λέανδρος Μπόλαρης απαντάει στο ερώτημα αν οι εξελίξεις μπορούσαν να ήταν διαφορετικές.

Στις 12 Οκτώβρη 1944 οι τελευταίες γερμανικές μονάδες αποχωρούν από την Αθήνα. Τριάμισι χρόνια σκληρής κατοχής είχαν τελειώσει –χρόνια που σημάδεψαν οι φρικτές εμπειρίες του θανατικού που έσπειρε ο λιμός του χειμώνα 1941-2 στις εργατικές και προσφυγικές συνοικίες, οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες και διαδηλώσεις του 1943, η φασιστική τρομοκρατία και τα μπλόκα του 1944.

Το κλίμα στους δρόμους ήταν πανηγυρικό αλλά και εκρηκτικό. Ο λογοτέχνης Γ. Θεοτοκάς το έχει αποτυπώσει στο Ημερολόγιο του, σχολιάζοντας τις διαδηλώσεις που οργάνωσαν το ΕΑΜ και οι «εθνικές οργανώσεις» (της Δεξιάς). «Στον αέρα υπάρχει Ρώσικη Επανάσταση, μα και Γαλλική Επανάσταση και Κομμούνα του Παρισιού και απελευθερωτικός εθνικός πόλεμος και ποιος ξέρει τι άλλα θολά στοιχεία που δεν τα ξεχωρίζουμε ακόμα». Συμπεραίνει: «Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου. Αυτή είναι πια στο εξής η “ελληνική πραγματικότητα”».

Ο ανταγωνισμός δεν γινόταν μόνο με συνθήματα και πανό. Που και που το λόγο τον έπαιρναν οι σφαίρες και οι χειροβομβίδες. Ομάδες ασφαλιτών, δωσίλογων του «ΕΔΕΣ Αθήνας» είχαν οχυρωθεί σε ξενοδοχεία πέριξ της Ομόνοιας και δεν δίσταζαν να ανοίγουν πυρ: «Περί τις 12.30 κατήρχετο της οδού Πανεπιστημίου διαδήλωσις του ΕΑΜ συναντηθείσα με ομάδα του ΕΔΕΣ προ του ξενοδοχείου Ερμής. Εις το σημείον τούτο ερίφθησαν πυροβολισμοί και χειροβομβίδες».1

Ποιες δυνατότητες άνοιγε για την Αριστερά η Απελευθέρωση; Σε ποια κατάσταση βρισκόταν το στρατόπεδο των αντιπάλων της; Πενήντα τρεις μέρες μετά, ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, η ένοπλη σύγκρουση του ΕΛΑΣ με τους Βρετανούς και τη δεξιά. Η αναμέτρηση που κράτησε 33 μέρες τέλειωσε με μια βαριά στρατιωτική ήττα για τον ΕΛΑΣ. Υποτίθεται ότι αυτή η έκβαση δίνει από μόνη της την απάντηση: η Αριστερά δεν μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία, κι όταν η ηγεσία παρασύρθηκε στην σύγκρουση το πλήρωσε όλο το κίνημα. Είναι μια λάθος εκτίμηση.

Το κίνημα

Το ΕΑΜ κυριαρχούσε σε όλη την χώρα την στιγμή της απελευθέρωσης. Είχε στρατό, τον ΕΛΑΣ, δομές κρατικής εξουσίας που ρύθμιζαν την οικονομική δραστηριότητα και άπειρα άλλα ζητήματα της καθημερινότητας. Δηλαδή αντιμετώπιζε την αστική τάξη και τον βρετανικό ιμπεριαλισμό από θέση δύναμης όχι αδυναμίας.

Είναι αλήθεια ότι οι προσωρινές διοικητικές αρχές που αναλάμβαναν τη διαχείριση των πόλεων και των χωριών που απελευθερώνονταν το έκαναν στο όνομα της κυβέρνησης «Εθνικής Ενώσεως» που είχε ορκιστεί στις 2 Σεπτέμβρη με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου και με τη συμμετοχή έξι ΕΑΜικών υπουργών και υφυπουργών. Όμως, η εξουσία του παλιού κράτους κρεμόταν από μια κλωστή, για την ακρίβεια από την καλή διάθεση των ηγεσιών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η κυβέρνηση αυτή αναγνώρισε ως μεταβατική, αλλά ωστόσο επίσημη, αστυνομική δύναμη την Εθνική Πολιτοφυλακή (ουσιαστικά την φοβερή και τρομερή ΟΠΛΑ). Στην Αθήνα για παράδειγμα, ο διοικητής της ο Γ. Τσαπόγας ήταν συνυπεύθυνος για την «δημόσια τάξη» με τον διοικητή της Αστυνομίας Πόλεων, Αγγ. Έβερτ.

Την στιγμή της απελευθέρωσης ο ΕΛΑΣ διέθετε 76.350 άνδρες (και κάμποσες γυναίκες) στον «ενεργό ΕΛΑΣ» και 43.000 στον «εφεδρικό».2 Έχουν δημοσιευθεί πολλές και αντικρουόμενες εκτιμήσεις για τη μαχητική αξία αυτής της δύναμης και τη δυνατότητά της να αντέξει σε αναμετρήσεις με επαγγελματικά στελεχωμένους, εκπαιδευμένους και εφοδιασμένους στρατούς. Το βέβαιο όμως είναι ότι ούτε ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα, ούτε τα Τάγματα Ασφαλείας της δωσιλογικής κυβέρνησης του Ράλλη και τα υπολείμματα της Χωροφυλακής ή οι διάφοροι άλλοι αντικομμουνιστικοί ένοπλοι σχηματισμοί των συνεργατών των ναζί (πχ ΕΕΣ στη Μακεδονία) μπορούσαν να σταθούν απέναντί του.

Η ισχύς του ΕΛΑΣ οφειλόταν στο κίνημα που τον στήριζε. Στην πανελλαδική συνδιάσκεψη του ΕΑΜ που έγινε το στις αρχές Σεπτέμβρη του 1944 ανακοινώθηκε ότι αριθμός των μελών του ξεπερνούσε το 1,7 εκατομμύρια.3 Ακόμα κι αν αυτοί οι αριθμοί είναι «φουσκωμένοι», η πραγματικότητα αποδείκνυε την τεράστια οργανωμένη επιρροή του ΕΑΜ και του ΚΚΕ (400.000 μέλη).

Για παράδειγμα το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ δεν θα μπορούσαν να διεξάγουν με επιτυχία την περίφημη «Μάχη της Σοδειάς» στη Θεσσαλία το 1944, μια επιχείρηση που για να επιτύχει χρειάστηκε όχι απλά να αντιμετωπίσει την απειλή των Γερμανών και των συνεργατών τους (ΕΑΣΑΔ). Επίσης, έπρεπε να εξασφαλίσει την συναίνεση και ενεργητική συμμετοχή του κάμπου και να λύσει «λεπτά» ζητήματα, όπως τη κατανομή των βαρών του παρακρατήματος για τις ανάγκες του ΕΛΑΣ.4

Δεν υπήρχε άλλη χώρα στην κατεχόμενη από τους ναζί Ευρώπη εκτός από την Γιουγκοσλαβία όπου ένας αντάρτικος στρατός να ελέγχει σταθερά και επί μακρό χρονικό διάστημα ολόκληρες περιοχές, η Αντίσταση δηλαδή να αποτελεί κρατική εξουσία. Τον Μάρτη του 1944 αυτή η εξουσία έγινε "επίσημη» με την συγκρότηση της Πολιτική Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) της «Κυβέρνησης του Βουνού».5

Αλλά η μεγάλη διαφορά της Ελλάδας από την Γιουγκοσλαβία ήταν ο ρόλος της εργατικής τάξης και του κινήματός της στην Αντίσταση.6 H Αθήνα έδειξε το δρόμο: εκεί ξέσπασε το πρώτο κύμα απεργιών την άνοιξη του 1942, εκεί οργανώθηκε η Γενική Απεργία του Μάρτη 1943 που ακύρωσε την πολιτική επιστράτευση.7 Ακόμα κι ο ΕΛΑΣ της Αθήνας ξεκίνησε την ζωή του ως «συνδικαλιστικός ΕΛΑΣ» στους χώρους δουλειάς.

Με την Απελευθέρωση αυτός ο κόσμος που είχε παλέψει και ματώσει για τριάμισι χρόνια έλπιζε και απαιτούσε ότι η ζωή του κι η κοινωνία θα αλλάξει ριζικά. Η λέξη «Λαοκρατία» συμπύκνωνε – στην αοριστία της – αυτή τη διάθεση.

Οι απέναντι

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, ήταν φανερό ότι η αστική τάξη «δεν μπορούσε να κυβερνάει όπως παλιά», αντικειμενικά αμφισβητούταν η ίδια η δυνατότητά της να κυβερνήσει.

Πάλι ο Θεοτοκάς σχολιάζει, στις 19 Οκτώβρη, ότι «η αστική τάξη έγειρε προς το άλλο άκρο, υιοθετώντας τις μεθόδους του φασισμού του 1922».

Χαρακτηριστική είναι για παράδειγμα η αναφορά του δικηγόρου Π. Σιφναίου, ηγετικού στελέχους της οργάνωσης «Εθνική Δράσις», που στάλθηκε στο Κάιρο τον Φλεβάρη του 1944, στην οποία επιμένει ότι η μόνη απάντηση στην «κόκκινη τρομοκρατία» του ΕΑΜ που ετοιμάζει «νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου» (δηλαδή σφαγές) είναι οι «άοπλοι νοικοκυραίοι να υπερασπίσουν τον εαυτό τους» μέσω του «εξοπλισμού της κοινωνίας» δηλαδή των δεξιών, οργανώσεων.8 Ο βιομήχανος του Πειραιά Χ. Ζαλοκώστας9 μαζί με τον Σπ. Μαρκεζίνη, σύμβουλο τότε του βασιλιά και «πρωθυπουργό» της χούντας το 1973, της ίδιας οργάνωσης ήταν πιο πρακτικοί. Από τον Γενάρη του 1943 είχαν συγκροτήσει μια «Οικονομική Επιτροπή» βιομηχάνων με τη βοήθεια του Αντώνη Μπενάκη, για τη χρηματοδότηση των «εθνικών οργανώσεων».

Οι «εθνικές οργανώσεις» με το ένα χέρι έπιαναν την δωσιλογική κυβέρνηση του Ράλλη και τους Γερμανούς και με το άλλο αναζητούσαν στήριξη στους Βρετανούς – και την έβρισκαν.

Ο ρόλος του βρετανικού ιμπεριαλισμού ήταν πράγματι καθοριστικός για τις εξελίξεις. Όπως έχει γράψει ο ιστορικός Θ. Σφήκας:

«Η Βρετανία, κυρίαρχη δύναμη στη Μεσόγειο, επιθυμούσε ένα προσωποπαγές καθεστώς υπό τον Γεώργιο Β΄ για τη διατήρηση της Ελλάδας στη βρετανική σφαίρα επιρροής και την αποτροπή ενδεχόμενης σοβιετικής κυριαρχίας. Προτιμητέο μέσο επίτευξης του στόχου ήταν ο εγκλωβισμός του ΕΑΜ ως μειοψηφούσας συνιστώσας σε κυβέρνηση ‘εθνικής ενότητας’ υπό τον έως τότε αντιμοναρχικό Γεώργιο Παπανδρέου, τον οποίο στις 26 Απριλίου 1944 οι Βρετανοί όρισαν πρωθυπουργό της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου».10

Πράγματι με την Συμφωνία του Λιβάνου τον Μάη του 1944 το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δέχτηκαν την συμμετοχή τους σε αυτή την κυβέρνηση με εντελώς ανισοβαρείς όρους (κομμάτι της συμφωνίας ήταν η αποκήρυξη του κινήματος των στρατιωτών και των ναυτών της Μέσης Ανατολής).11

Ο εγκλωβισμός έγινε ακόμα πιο ασφυκτικός με τη Συμφωνία της Καζέρτας στις 26 Σεπτέμβρη, τρεις βδομάδες πριν την απελευθέρωση της Αθήνας. Αρχηγός όλων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων διορίζεται ο Σκόμπι, κι απαγορεύεται στον ΕΛΑΣ – μέσω του καθορισμού των ζωνών δράσης των αντάρτικων οργανώσεων – να μπει στην Αθήνα. Στην ουσία με την υπογραφή της Καζέρτας η ηγεσία της Αριστεράς δηλώνει επίσημα ότι δεν πρόκειται να διεκδικήσει την εξουσία στο «κενό» που θα δημιουργηθεί με την αποχώρηση των Γερμανών, δηλαδή στην πιο ευνοϊκή στιγμή για κάτι τέτοιο.

Όμως, ο «εγκλωβισμός» αφορούσε και το αστικό στρατόπεδο. Η άρχουσα τάξη ήταν πολιτικά διασπασμένη και αδυνατισμένη. Μπορεί για παράδειγμα οι καυγάδες ανάμεσα σε βενιζελογενείς και μοναρχικούς να μετριάζονταν μπροστά στο κοινό φόβο για την άνοδο της Αριστεράς, αλλά ήταν υπαρκτές. Το ίδιο κι οι διχογνωμίες για το πώς θα αντιμετωπιστεί. Ο Λαμπράκης, ο ιδρυτής του ομώνυμου Συγκροτήματος, πίεζε από το 1943 για μια κατευναστική πολιτική απέναντι στο ΕΑΜ.

Ο Παπανδρέου διόρισε στα τέλη Αυγούστου στρατιωτικό διοικητή της Αθήνας τον Σπηλιωτόπουλο, που ήταν διοικητής της Χωροφυλακής επί Τσολάκογλου. Ο Σπηλιωτόπουλος προχώρησε στο συντονισμό και εξοπλισμό της Χ και λοιπών «εθνικών ομάδων» με αγγλικά όπλα και με την συνεργασία των Ταγμάτων. Πάλι τον Σεπτέμβρη, ο Παπανδρέου ικέτευε τον Τσόρτσιλ να στείλει αγγλικά στρατεύματα στην Ελλάδα πριν την οριστική αποχώρηση των Γερμανών για να βάλουν στη θέση της την Αριστερά.

Όμως, η συνέχεια ήταν οι ταλαντεύσεις. Τη μια μέρα αποδεχόταν τις προτάσεις των υπουργών του ΕΑΜ για τη σύνθεση του νέου στρατού που θα σχηματιζόταν και την επόμενη έπαιρνε πίσω την υπογραφή του. Στις 27 Νοέμβρη αναγκάστηκε να απολύσει τον υφυπουργό Στρατιωτικών Λαμπριανίδη μετά την κατακραυγή που ξεσήκωσε ο διορισμός 250 τεταρτοαυγουστιανών αξιωματικών στα συγκροτούμενα Τάγματα Εθνοφυλακής. Αντικαταστάτης ορίστηκε ο Π. Σαρήγιαννης, μέλος της ΚΕ του ΕΛΑΣ το 1943.

Οι ταλαντεύσεις του Παπανδρέου που του εξασφάλισαν τον χαρακτηρισμό «Κερένσκι» από τους κύκλους των Σιφναίων και των Μαρκεζίνηδων, ήταν ενδεικτικός της σύγχυσης και των αδιεξόδων των «από πάνω».

Ελιγμοί

Η ηγεσία της Αριστεράς, ουσιαστικά του ΚΚΕ, αντιμετώπιζε το μαζικό κίνημα ως πολιορκητικό κριό για την απόσπαση ανταλλαγμάτων από την απέναντι πλευρά. Ήθελε να γίνει ισότιμος συνεταίρος σε μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» όπως αυτές που επέλεγαν την ίδια περίοδο να συμμετέχουν τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Ιταλίας και της Γαλλίας. Πίστευε ότι έτσι θα εξασφάλιζε ίσως και την πλειοψηφία στις εκλογές που θα γίνονταν μεταπολεμικά.

Η μια πλευρά αυτής της πολιτικής ήταν οι αλλεπάλληλοι συμβιβασμοί, π.χ. Καζέρτα, για να «στερήσουμε επιχειρήματα από την αντίδραση» και «να κερδίσουμε τους ταλαντευόμενους». Το πρόβλημα με αυτή την τακτική ήταν ότι οι ηγεσίας της Αριστεράς την στιγμή της Απελευθέρωσης είχαν: «εκχωρήσει στη νομιμοφάνεια της κυβέρνησης ‘εθνικής ενότητας’ ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής και κοινωνικής ισχύος που διέθεταν».12

Η άλλη όψη της ήταν οι προσπάθειες να αξιοποιήσει την ισχύ που της έδινε το κίνημα για να επιβάλλει αυτή την ισότιμη σχέση. Η συγκρότηση της ΠΕΕΑ την άνοιξη του 1944 ήταν μια τέτοια κίνηση. Έτσι, τη μια στιγμή η ηγεσία προχωρούσε στη θεσμοθέτηση της εξουσίας που ήδη είχε διαμορφωθεί στα βουνά, προκαλώντας ενθουσιασμό στο κόσμο που πάλευε και την άλλη έστελνε την αντιπροσωπεία στο Λίβανο με την εντολή «το 50% των θέσεων στην κυβέρνηση πίσω από εκεί δεν πάμε» σύμφωνα με τα λόγια του Γ. Σιάντου, γραμματέα του ΚΚΕ.

Τη μια δεχόταν «επί της αρχής» το ξεπούλημα του Λιβάνου και την άλλη παζάρευε τους όρους της συμφωνίας και την σύνθεση της κυβέρνησης – τελικά δέχτηκε τις έξι θέσεις. Αυτοί οι ελιγμοί είχαν ως προϋπόθεση τον απόλυτο έλεγχο της βάσης του κινήματος από την ηγεσία. Ο έλεγχος δεν μπορούσε να είναι μόνο ιδεολογικός, χρειαζόταν να είναι και ήταν, οργανωτικός. Παράδειγμα, ποιος ελέγχει τα όπλα; Πάλι κατά την στιγμή της Απελευθέρωσης, ο ΕΛΑΣ της Αθήνας διέθετε 23.000 μαχητές στα χαρτιά, κι από αυτούς μπορούσε να οπλίσει περίπου τις 6.500 με ελαφρό οπλισμό. Όμως, ούτε αυτοί ήταν οπλισμένοι.

Από την άνοιξη του 1944 η ηγεσία του ΕΛΑΣ Αθήνας είχε προχωρήσει σε μια αναδιοργάνωση με την ίδρυση «φρουραρχείων» στις διάφορες γειτονιές, κυρίως τις νοτιοανατολικές συνοικίες. Μερικές δεκάδες μαχητές σε κάθε ένα από αυτά ήταν μόνιμα οπλισμένοι και στρατωνισμένοι σε διάφορα οικήματα. Η κίνηση αυτή ανταποκρινόταν στις ανάγκες μιας αναμέτρησης με τις δυνάμεις των δωσιλόγων που θα γινόταν ιδιαιτέρως αιματηρή το καλοκαίρι με τα συνεχή μπλόκα και τις δολοφονίες. Οι συνοικίες που είχαν την έδρα τους οι μηχανισμοί του ΕΑΜ και του ΚΚΕ (ο Ριζοσπάστης τυπωνόταν στον Βύρωνα) έπρεπε να προστατευθούν. Όμως, ήταν και ένας βολικός τρόπος για να ελέγχει η ηγεσία ποιός κρατούσε όπλο και τι το έκανε.

Ίδιες υποθέσεις μπορούν να γίνουν για την πορεία του μαζικού κινήματος. Και απεργίες γίνονταν και άλλες κινητοποιήσεις. Όμως, ποτέ το 1944 δεν επαναλήφθηκαν οι σκηνές του 1943 με Γενικές Απεργίες που έπαιρναν εξεγερσιακές διαστάσεις με την ορμητική είσοδο των «συνοικιών» στο «κέντρο» της πόλης. Πάλι, η καταστολή ήταν ένας παράγοντας. Όμως, η άποψη ότι η ηγεσία του ΕΑΜ-ΚΚΕ συνειδητά μετέφερε το κέντρο βάρους στις συνοικίες για να γλυτώσει πολύτιμο αίμα, δεν πείθει.

Αυτό που απέτρεψε συστηματικά η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν η ανάπτυξη μορφών οργάνωσης στους χώρους δουλειάς που θα μπορούσαν να γίνουν όργανα εξουσίας που θα ελέγχονται από τους ίδιους τους εργάτες. Το Εργατικό ΕΑΜ τροφοδότησε τον ΕΛΑΣ της Αθήνας, αλλά ποτέ ο δεύτερος δεν έγινε η πολιτοφυλακή των εργατικών οργανώσεων. Μάλιστα, η απόφαση για τη μετάταξη όλων των μελών του «συνδικαλιστικού ΕΛΑΣ» στον ΕΛΑΣ των συνοικιών πάρθηκε τον Νοέμβρη του 1943,13 όταν είχε αποκτήσει πρόσβαση σε σχετικά μεγάλες ποσότητες οπλισμού μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβρη.

Το ίδιο ίσχυε για την σχέση του «ένοπλου» με τα εργοστάσια και τους αγώνες μέσα και γύρω από αυτά στην Γαλλία και την Ιταλία.14

Πιέσεις

Όμως, η ηγεσία κάθε άλλο ήταν απαλλαγμένη από τις πιέσεις της βάσης της. Αυτές οι πιέσεις δεν εκδηλώθηκαν ως κεραυνός εν αιθρία στην μεθυστική ατμόσφαιρα της απελευθέρωσης, υπήρχαν από πριν. Μέσα στην Κατοχή και την Αντίσταση χιλιάδες «ανώνυμοι» εργάτες και αγρότες είχαν πάρει μια γεύση της δύναμής τους. Γι’ αυτούς δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτό στο οποίο συμμετείχαν ήταν μια επανάσταση.

Όταν στα τέλη του 1942 νομικοί και κατώτερα στελέχη του ΚΚΕ διατύπωναν το πρώτο κώδικα Λαϊκής Αυτοδιοίκησης στην ελεύθερη Ευρυτανία, συνειδητά επέλεγαν ως πρότυπό τους τα σοβιέτ της ρώσικης επανάστασης.15 Μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, οι αγωνιστές που βρίσκονταν στο κέντρο του κινήματος των φαντάρων στη Μέση Ανατολή την άνοιξη του 1944 θεωρούσαν ότι η ΠΕΕΑ είναι ο ένας πόλος της «δυαδικής εξουσίας» και έπρεπε να στηριχτεί με όλα τα μέσα «τώρα που όπως λεν, το ατσάλι κολλάει στη βράση του».16

Η συμμετοχή της ηγεσίας της Αριστεράς στην κυβέρνηση την έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση σε όλα τα μέτωπα. Για παράδειγμα, η «νομισματική σταθεροποίηση» του Νοέμβρη 1944 προκάλεσε μια έκρηξη αγανάκτησης, τόσο στους δημόσιους υπάλληλους που τα ημερομίσθιά τους καθορίστηκαν στο απαράδεκτα χαμηλό επίπεδο των 125 δραχμών όσο και στους εργάτες του ιδιωτικού τομέα. Υπουργός Οικονομικών ήταν ο Αλ. Σβώλος του ΕΑΜ και υπουργός Εργασίας ο Μ. Πορφυρογένης, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.

Ο δεύτερος πέρασε νόμο που έδινε τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να θέτουν σε διαθεσιμότητα χωρίς μισθό το «πλεονάζον προσωπικό».17 Για μια παρόμοια απόπειρα ο Ν. Καλύβας υφυπουργός Εργασίας του Ράλλη είχε εκτελεστεί από την ΟΠΛΑ στο Κολωνάκι στις αρχές του 1944. Την ίδια περίοδο σε μια σειρά εργοστάσια, όπως την Εριουργική ή τα λιγνιτωρυχεία της Καλογρέζας, οι εργάτες προχωρούσαν στην επαναλειτουργία τους υπό τον έλεγχο επιτροπών τους.18 Τα μεροκάματα και η ανεργία ήταν πολιτικά ζητήματα άμεσα δεμένα με τα ζητήματα της εξουσίας.

Οι πιέσεις είχαν την αντανάκλασή τους και στην ηγεσία. Η περίπτωση του Αρη Βελουχιώτη είναι γνωστή. Στις 17 Νοέμβρη, ενώ η ένταση στην Αθήνα κλιμακωνόταν, κάλεσε την περίφημη «σύσκεψη των καπετάνιων» των μεγάλων μονάδων του ΕΛΑΣ στην Λαμία, με πρόταση να κινηθούν οι μονάδες προς την πρωτεύουσα. Η σύσκεψη τέλειωσε χωρίς αποφάσεις – όταν ένας από τους συμμετέχοντες ρώτησε αν έχει ενημερωθεί το Πολιτικό Γραφείο του κόμματος γι’ αυτή την πρωτοβουλία του Άρη.

Στρατηγική

Δεν υπήρχε περισσότερο ευνοϊκή στιγμή για την κατάληψη της εξουσίας από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από τις αρχές του Οκτώβρη του 1944. Αυτή την ευκαιρία την πέταξε η ηγεσία της Αριστεράς.

Συνήθως προβάλλεται ως δικαιολογία ο φόβος της για την επέμβαση των Εγγλέζικων στρατευμάτων. Πράγματι, τον Αύγουστο του 1944 η βρετανική κυβέρνηση είχε αποφασίσει ότι θα στείλει στρατιωτικά τμήματα στην Ελλάδα με την αποχώρηση των Γερμανών. Όμως, οι δυνάμεις που μπορούσε να διαθέσει ήταν πολύ περιορισμένες. Και παρόλο που είχε λάβει την επίσημη συναίνεση της Ρωσίας του Στάλιν για αυτή την αποστολή, είχε και αυτή τους πολιτικούς περιορισμούς της στο τι μπορούσε και τι δεν μπορούσε να κάνει. Για παράδειγμα, η Ορεινή Ταξιαρχία, που είχαν συγκροτήσει οι Βρετανοί με την επιλογή των πιο δεξιών και φιλομοναρχικών στοιχείων από το διαλυμένο στρατό της Μ. Ανατολής, έμεινε στην Ιταλία. Οι Βρετανοί διπλωμάτες καταλάβαιναν ότι αν την έστελναν κατευθείαν στην Αθήνα, οι συνέπειες θα ήταν «απρόβλεπτες».19

Το πρόβλημα δεν ήταν οι λάθος εκτιμήσεις για τις δυνατότητες και τα σχέδια του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Το πρόβλημα ήταν η στρατηγική που παρέλυσε το κίνημα εκείνη την κρίσιμη περίοδο. Η εγκατάλειψη της σοσιαλιστικής επανάστασης στο όνομα του «αστικου-δημοκρατικού» σταδίου στα μέσα της δεκαετίας του ’30 ήταν το καθοριστικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής. Η πολιτική της «εθνικής ενότητας από το βασιλιά ως τον Ζεύγο» είχε τις ρίζες της εκεί, το ίδιο και οι συμβιβασμοί με τους ιμπεριαλιστές.

Στην Ελλάδα του Σεπτέμβρη-Οκτώβρη 1944 υπήρχε κατάσταση «δυαδικής εξουσίας». Τα πάντα θα κρίνονταν στην Αθήνα, το πολιτικό και οικονομικό κέντρο της άρχουσας τάξης και της καρδιάς του κινήματος της εργατικής τάξης. Εκεί η ηγεσία του κινήματος «πάτησε φρένο» – όχι μονομιάς, στις 12 Οκτώβρη, αλλά καιρό πριν. Οι συνέπειες θα φαίνονταν τον Δεκέμβρη του 1944.