Ο Κώστας Βλασσόπουλος εξηγεί τις ιστορικές ρίζες του μεγάλου σχίσματος μέσα στην Αριστερά με την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Καρλ Μαρξ στο Τρίερ της Γερμανίας στεγάζει ένα μουσείο για τη ζωή του. Το σπίτι και το μουσείο ανήκουν στο SPD, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, που ιδρύθηκε το 1875 από οπαδούς του Μαρξ και του Ένγκελς και άλλους σοσιαλιστές. Το SPD υπήρξε το πρώτο μαζικό κόμμα που υιοθέτησε τις ιδέες του Μαρξ και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Β΄Διεθνούς το 1889, που περιλάμβανε δεκάδες κόμματα που αυτοχαρακτηρίζονταν ως μαρξιστικά.
Και όμως, το 1914 το SPD θα έφτανε να πάρει ενεργά το μέρος της γερμανικής άρχουσας τάξης στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο, στάση που ακολούθησαν σχεδόν όλα τα άλλα κόμματα της Β΄Διεθνούς, και το 1919 θα πρωταγωνιστούσε στην κατάπνιξη της Γερμανικής επανάστασης. Σήμερα συμμετέχει για δεύτερη φορά τα τελευταία χρόνια σε μια κυβέρνηση συμμαχίας με τη Μέρκελ. Πως έφτασε το κόμμα του Μαρξ και του Ένγκελς σ’ αυτό το σημείο;
Για να καταλάβουμε την πορεία της Σοσιαλδημοκρατίας και την προδοσία του 1914, πρέπει να πάμε πίσω στο 19ο αιώνα. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υπήρχαν απολυταρχικά καθεστώτα, όπου οι βασιλιάδες κυβερνούσαν χωρίς καν κοινοβούλια (Ρωσία, Αυστρουγγαρία) ή με κοινοβούλια που είχαν διακοσμητικούς ρόλους (Γαλλία, Γερμανία). Ακόμα και στις χώρες όπου τα κοινοβούλια ασκούσαν την εξουσία, όπως στη Βρετανία, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είχε δικαίωμα ψήφου.
Οι διαδηλώσεις, τα συνδικάτα και οι απεργίες ήταν σχεδόν παντού παράνομες, και η βίαιη καταστολή κάθε διαμαρτυρίας ήταν συνηθισμένη. Σε καμιά από τις χώρες που τα πολιτικά κόμματα ήταν νόμιμα δεν υπήρχαν εργατικά κόμματα. Οι εργάτες υποστήριζαν ή αστικά κόμματα όπως οι Φιλελεύθεροι στη Βρετανία, που εμφανίζονταν πιο προοδευτικοί από τους αντιδραστικούς Τόρηδες, ή μικροαστικά κόμματα όπως οι ριζοσπάστες-δημοκράτες στη Γαλλία, που εξέφραζαν όλους τους «μη προνομιούχους».
Σε αυτές τις συνθήκες, και μέσα στη σταδιακή επανεμφάνιση του κινήματος τη δεκαετία του 1860, ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν να αντιμετωπίσουν τρεις ισχυρές παραδόσεις στην αριστερά της εποχής. Η πρώτη παράδοση θεωρούσε ότι για τα κοινωνικά δεινά δεν έφταιγε η αγορά και η ατομική ιδιοκτησία, που ήταν βασικά καλοί θεσμοί, αλλά μια ολιγαρχία που μονοπωλούσε την εξουσία: εργάτες και αστοί δεν είχαν ξεχωριστά ταξικά συμφερόντα, αλλά ήταν οι παραγωγικές τάξεις που πάλευαν μαζί για την ανατροπή της απολυταρχίας.
Η δεύτερη παράδοση, με επίκεντρο ουτοπιστές σοσιαλιστές όπως ο Φουριέ, αναγνώριζε την αδικία του καπιταλισμού και υποστήριζε την δημιουργία μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αλλά για αυτή την παράδοση ο σοσιαλισμός δεν ήταν παρά ένα ιδανικό, και ο μόνος τρόπος για να εφαρμοστεί ήταν η αφηρημένη προπαγάνδα για να πειστούν όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, για την ηθική ανωτερότητα του σοσιαλισμού. Η τρίτη παράδοση, με πιο γνωστό εκφραστή τον Μπλανκί, αναγνώριζε ότι χωρίς επανάσταση δεν μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα. Αλλά η επανάσταση δεν θα γινόταν από τις αμόρφωτες μάζες, αλλά από μικρούς συνωμοτικούς πυρήνες επαναστατών που θα έπαιρναν την εξουσία και θα καλούσαν τις μάζες να τους ακολουθήσουν.1
Νέα εργατικά κόμματα
Απέναντι σε αυτές τις παραδόσεις, ο Μαρξ και ο Ένγκελς πρόβαλαν μια εντελώς διαφορετική στρατηγική. Ο σοσιαλισμός δεν ήταν ένα απλό ιδανικό, αλλά προέκυπτε ως δυνατότητα από την εξέλιξη του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός αφενός είχε παράξει τον υλικό πλούτο που έκανε το σοσιαλισμό εφικτό, και αφετέρου γεννούσε τον ίδιο του το νεκροθάφτη με τη μορφή της εργατικής τάξης.
Η επαναστατική ανατροπή του δεν θα ερχόταν μέσα από τις συνωμοσίες μιας χούφτας επαναστατών, αλλά θα προκαλούνταν από τις επανειλημμένες και βαθύτερες κρίσεις του καπιταλισμού και τη μαζική δράση των εργατών. Αυτό απαιτούσε την οργάνωση των εργατών σε συνδικάτα, για να μπορούν να διεκδικούν άμεσες βελτιώσεις, όπως αυξήσεις και μείωση των ωρών εργασίας, και την δημιουργία ενός μαζικού κόμματος που θα εξέφραζε τα συμφέροντα των εργατών και θα οργάνωνε την πολιτική μάχη για την ανατροπή του καπιταλισμού.2
Η στρατηγική αυτή στέφτηκε από τεράστια επιτυχία και άλλαξε ριζικά τη δυνατότητα των εργατών να παλεύουν και να κερδίζουν. Μετά την ίδρυση του SPD το 1875, ακολούθησαν τα επόμενα 25 χρόνια όλες οι ευρωπαϊκές χώρες. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην δημιουργία συνδικάτων. Μέχρι τη δεκαετία του 1880 δεν υπήρχαν πουθενά εργατικές ομοσπονδίες σε εθνικό επίπεδο (όπως π.χ. η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ), παρά μόνο, όπου δεν ήταν παράνομα, τοπικά σωματεία και οργανώσεις: σχεδόν παντού η δημιουργία εθνικών ομοσπονδιών ακολούθησε την ίδρυση σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Από την ίδρυση της ισπανικής ΓΣΕΕ το 1888 και της γερμανικής το 1891 μέχρι την ιταλική το 1906, οι εργάτες απέκτησαν την δυνατότητα πανεθνικού συντονισμού και οργάνωσης: η γενική απεργία ήταν πλέον κάτι εφικτό. Αυτές οι νέες δυνατότητες και οι αγώνες που προκάλεσαν είχαν ριζικά αποτελέσματα. Ενώ μέχρι και τη δεκαετία του 1880 οι απεργίες και τα συνδικάτα ήταν παράνομες στις περισσότερες χώρες, στις αρχές του 20ου αιώνα οι εργάτες σε πολλές χώρες είχαν κατακτήσει όχι μόνο το δικαίωμα στο συνδικαλισμό, αλλά και τη δυνατότητα τα συνδικάτα να υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε πανεθνικό επίπεδο.
Η μαζικοποίηση των συνδικάτων και η δημιουργία σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έφερε με τη σειρά της σημαντικές επιτυχίες και κατακτήσεις. Στα 20 χρόνια μέχρι το 1914, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης οι εργάτες κατάφεραν να κερδίσουν το δικαίωμα στην ψήφο, την αναγνώριση των συνδικάτων και του δικαιώματος στην απεργία, και μια σειρά από πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες. Η κατάκτηση της ψήφου είχε άμεση αντανάκλαση στα ποσοστά των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Το SPD από 9% στις εκλογές του 1877, εκτοξεύτηκε στο 20% το 1890, το 31.7% το 1903, ενώ στις εκλογές του 1912 πήρε 35% και αναδείχτηκε πρώτο κόμμα στο κοινοβούλιο. Η σταθερή αύξηση των μελών των σωματείων και των κομμάτων και η ραγδαία εκλογική άνοδος δημιουργούσαν την πεποίθηση ότι ήταν απλά θέμα χρόνου μέχρι οι σοσιαλιστές να κατακτήσουν την πλειοψηφία στην κοινωνία.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν είχαν αυταπάτες ότι η έλευση του σοσιαλισμού ήταν απλά θέμα χρόνου, ούτε πίστευαν ότι οι σοσιαλιστές μπορούσαν να πάρουν την εξουσία μέσα από τις εκλογές. Και οι δύο εναντιώθηκαν σε αυτές τις αντιλήψεις που εμφανίστηκαν ήδη με τη δημιουργία του SPD το 1875, όταν οι οπαδοί του Μαρξ και άλλοι σοσιαλιστές υιοθέτησαν το πρόγραμμα του συνεδρίου της Γκότα.
Ο Μαρξ του άσκησε αμείλικτη κριτική, διότι το πρόγραμμα θεωρούσε εφικτή την επίτευξη των σοσιαλιστικών στόχων μέσα στα πλαίσια του παρόντος γερμανικού κράτους. Ο Μαρξ τονίζε τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους, και πρότεινε την εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας του 1871, που είχε διαλύσει το αστικό κράτος και το είχε αντικαταστήσει με μια μορφή εργατικής εξουσίας, ως το μοντέλο για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Το ζήτημα ξαναήρθε στο προσκήνιο όταν το SPD αναζήτησε ένα νέο πρόγραμμα μετά την κατάργηση των αντισοσιαλιστικών νόμων το 1890.
Η δημόσια κριτική του Ένγκελς στο νέο πρόγραμμα της Ερφούρτης συνέχισε την επαναστατική κληρονομιά του Μαρξ. Παρά τις κριτικές τους, ο Μαρξ και ο Ένγκελς πίστευαν ότι στις συνθήκες των δεκαετιών του 1860-1880 η δημιουργία μαζικών συνδικάτων και εργατικών κομμάτων θα ήταν ένα τεράστιο βήμα στην αυτοργάνωση και συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης, και ότι χωρίς αυτά η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού θα ήταν αδύνατη.
Από τη στιγμή που τα μαζικά συνδικάτα και κόμματα θα έπαιρναν σάρκα και οστά, θα μπορούσαν να κερδηθούν στο σύνολο τους στις επαναστατικές ιδέες. Η υιοθέτηση από το συνέδριο της Ερφούρτης ενός προγράμματος που ήταν ασύγκριτα πιο κοντά στις μαρξιστικές θέσεις από αυτό της Γκότα έμοιαζε επιφανειακά να επιβεβαιώνει αυτή την αντίληψη.
Αντιφατική συνείδηση
Ο ρεφορμισμός όμως είναι ένα ιστορικό ρεύμα μέσα στην αριστερά που προκύπτει από την αντιφατική εμπειρία της εργατικής τάξης μέσα στον καπιταλισμό. Από τη μία, όπως τόνιζε ο Μαρξ, οι κυρίαρχες ιδέες σε μια ταξική κοινωνία είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης. Οι ιδέες που λένε ότι ο καπιταλισμός είναι παντοδύναμος, ότι η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει, ότι για την ανεργία φταίνε οι μετανάστες, παίζουν τεράστιο ρόλο στο πως οι εργάτες αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Από την άλλη, ο Μαρξ τόνιζε ότι δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει τη ζωή, αλλά η ζωή που καθορίζει τη συνείδηση.
Η εμπειρία της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, η αυτοπεποίθηση που φέρνει η συλλογική πάλη και η νίκη μιας απεργίας, αμφισβητούν διαρκώς την ηγεμονία των κυρίαρχων ιδεών στα μυαλά των εργατών. Αυτή η αντιφατική κατάσταση χωρίζει τους εργάτες σε μια μειοψηφία που αποδέχεται πλήρως τις αντιδραστικές κυρίαρχες ιδέες, μια άλλη μειοψηφία που υιοθετεί τις επαναστατικές ιδέες, και τη μεγάλη πλειοψηφία που διαθέτει ένα μείγμα κυρίαρχων και επαναστατικών ιδεών.3
Ο ρεφορμισμός είναι η έκφραση αυτής της αντιφατικής πλειοψηφίας μέσα στην εργατική τάξη, αλλά δεν είναι απλά μια αντιφατική ιδεολογία: έχει και οργανωτική δομή, που εκφράζεται από συνδικαλιστικές και πολιτικές ηγεσίες με διαφορετικά συμφέροντα από αυτά των ρεφορμιστών εργατών. Η δημιουργία μαζικών συνδικάτων και κομμάτων μετά το 1880 είχε εκ των πραγμάτων τεράστιες επιπτώσεις, που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν το 1860. Τα μαζικά συνδικάτα απαιτούσαν μια οργανωτική δομή σε πανεθνικό επίπεδο, που ήταν ανύπαρκτη μέχρι τότε: μεταξύ 1899 και 1914 ο αριθμός των επαγγελματιών συνδικαλιστών των γερμανικών συνδικάτων αυξήθηκε από 108 σε 2.867.4 Αυτή η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έπαιζε το ρόλο μεσολαβητή ανάμεσα στα αφεντικά και τους εργάτες και ήταν προσδεμένη στη διαιώνιση της συνύπαρξης με τα αφεντικά και το κράτος.
Αντίστοιχα, η μαζική εμφάνιση σοσιαλδημοκρατών στα κοινοβούλια, δημιούργησε κοινοβουλευτικές ομάδες που έβλεπαν το ρόλο τους στη διεκδίκηση μέσα στους θεσμούς και στην κατάκτηση καρεκλών. Για τη συνδικαλιστική και κοινοβουλευτική γραφειοκρατία η διαπραγμάτευση ήταν το παν, και η επανάσταση έμοιαζε με επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό.
Οι πιέσεις αυτές άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1890 να εκφράζονται ανοιχτά. Η κυρίαρχη τάση μέσα στη Σοσιαλδημοκρατία εκφραζόταν από τον κορυφαίο διανοητή του SPD Καρλ Κάουτσκι, που είχε κατακτήσει τη φήμη του Πάπα του Μαρξισμού. Η έμφαση του Μαρξ ότι η επανάσταση δεν είναι μια συνωμοσία μιας δράκας επαναστατών, αλλά προκύπτει μέσα από τις κρίσεις του καπιταλισμού και τη μαζική δράση των εργατών, μετατράπηκε από σοσιαλδημοκράτες σαν τον Κάουτσκι σε κάτι τελείως διαφορετικό: την αντίληψη ότι η επανάσταση είναι κάτι που θα συμβεί αυτόματα στο μακρινό μέλλον, και ότι οι επαναστάτες μπορούν απλά να περιμένουν στωϊκά πότε θα έρθει.
Όπως το έθετε χαρακτηριστικά ο Κάουτσκι: «Το σοσιαλιστικό κόμμα είναι ένα επαναστατικό κόμμα, αλλά δεν είναι ένα κόμμα που κατασκευάζει επαναστάσεις. Ξέρουμε ότι ο στόχος μας μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την επανάσταση. Αλλά ξέρουμε επίσης ότι είναι τόσο λίγο στο χέρι μας να δημιουργήσουμε αυτή την επανάσταση, όσο λίγο είναι στο χέρι των αντιπάλων μας να την εμποδίσουν. Δεν είναι δικιά μας δουλειά να προκαλέσουμε μια επανάσταση ή να προετοιμάσουμε το δρόμο για αυτήν».5 Αυτή η αντίληψη επέτρεπε στην ηγεσία της Σοσιαλδημοκρατίας να εμφανίζεται ότι διατηρεί τον επαναστατικό της προσανατολισμό, και ταυτόχρονα να μεταθέτει οποιαδήποτε επαναστατική δράση στο μακρινό μέλλον.
Αυτή η στάση την άφηνε έκθετη απέναντι στις πιέσεις που έβαζε μια ανοιχτά ρεφορμιστική τάση, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά καθαρά το 1899, με τη δημοσίευση από τον Έντουαρντ Μπερνστάιν του βιβλίου «Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της Σοσιαλδημοκρατίας». Για πολλούς ανθρώπους που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει κάτω από απολυταρχικά καθεστώτα όπου δεν είχαν κανένα δικαίωμα, φαινόταν λογικό ότι οι νέες συνθήκες θα μπορούσαν να φέρουν ένα σοσιαλιστικό κόμμα στην εξουσία μέσα από τις εκλογές. Ταυτόχρονα, η οικονομική άνθηση που διένυε ο παγκόσμιος καπιταλισμός μετά τις κρίσεις της δεκαετίας του 1870 σήμανε μια διαρκή ανάπτυξη που κράτησε σχεδόν μέχρι και τον πόλεμο του 1914.
Αυτή η ανάπτυξη, σύμφωνα με τον Μπερνστάιν, σήμαινε ότι η θεωρία του Μαρξ για τις κρίσεις στον καπιταλισμό ήταν ξεπερασμένη. Από τη στιγμή που ο καπιταλισμός μπορούσε να αναπτύσσεται απρόσκοπτα, και οι εργάτες να κερδίζουν αυξήσεις και κατακτήσεις, τότε η επάνασταση δεν ήταν αναγκαία προϋπόθεση για το σοσιαλισμό. Αντίθετα, ο καπιταλισμός άλλαζε σταδιακά από τα μέσα και μεταχηματιζόταν αργά, αλλά σταθερά, σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Οι σοσιαλιστές έπρεπε λοιπόν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη και τις θέσεις που είχαν καταχτήσει στους θεσμούς για να επιταχύνουν αυτή την εξέλιξη.6
Η ρεφορμιστική θεωρία του Μπερνστάιν απόκτησε πρακτική αξία όταν την ίδια χρονιά στη Γαλλία η κυβέρνηση του Βαλντέκ-Ρουσσώ κάλεσε τον σοσιαλιστή Μιλλεράν να μπει στην κυβέρνηση στα πλαίσια δημιουργίας ενός «συνταγματικού τόξου» για την προάσπιση της γαλλικής δημοκρατίας από τους μοναρχικούς, τους μιλιταριστές και τους αντισημίτες. Η είσοδος ενός σοσιαλιστή στην κυβέρνηση για πρώτη φορά στην ιστορία προκάλεσε μια τεράστια συζήτηση μέσα στο κίνημα.
Ο Γάλλος σοσιαλιστής Ζωρές δικαιολογούσε την επιλογή υιοθετώντας τα επιχειρήματα του Μπερνστάιν: «Το δημοκρατικό κράτος δεν είναι, όπως τόσο συχνά λένε οι αυτόκλητοι δογματικοί του Μαρξισμού, καθαρά αστικό μόρφωμα...προαναγγέλει το σοσιαλισμό, τον προετοιμάζει, σε κάποιο βαθμό έμμεσα τον εμπεριέχει, γιατί μόνο το δημοκρατικό κράτος μπορεί να οδηγήσει στο σοσιαλισμό μέσω νόμιμης εξέλιξης δίχως ρήξη της συνέχειας».7
Η κριτική της Λούξεμπουργκ
Η πιο καθαρή απάντηση σε αυτά τα επιχειρήματα από τη σκοπιά της επαναστατικής τάσης της Σοσιαλδημοκρατίας ήρθε από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Από τη σκοπιά μιας οπορτουνιστικής αντίληψης του σοσιαλισμού... εάν είναι εφικτό να εισάγει κανείς λαθραία το σοσιαλισμό σταδιακά στην καπιταλιστική κοινωνία, και αν το καπιταλιστικό κράτος μπορεί να μετασχηματιστεί από μόνο του σε σοσιαλιστικό, η προοδευτική αποδοχή σοσιαλιστών σε αστικές κυβερνήσεις είναι στην πραγματικότητα το φυσικό αποτέλεσμα της προοδευτικής εξέλιξης των καπιταλιστικών κρατών».8 Αλλά αυτή η αντίληψη ήταν λάθος, τόνιζε η Ρόζα. «Ο χαρακτήρας μιας αστικής κυβέρνησης δεν καθορίζεται από τον προσωπικό χαρακτήρα των μελών της, αλλά από την οργανική της λειτουργία στην αστική κοινωνία.
Η κυβέρνηση του σύγχρονου κράτους είναι ουσιαστικά η οργάνωση της ταξικής κυριαρχίας, η εύρυθμη λειτουργία της οποίας είναι όρος ύπαρξης του αστικού κράτους. Με την είσοδο των σοσιαλιστών στην κυβέρνηση, όσο συνεχίζεται η ταξική καταπίεση, η αστική κυβέρνηση δεν μετασχηματίζεται σε σοσιαλιστική, αλλά αντίθετα ο σοσιαλιστής μεταμορφώνεται σε αστό υπουργό....Η είσοδος ενός σοσιαλιστή στην κυβέρνηση δεν είναι, όπως νομίζεται, μια μερική άλωση του αστικού κράτους από τους σοσιαλιστές, αλλά μια μερική κατάκτηση του σοσιαλιστικού κόμματος από το αστικό κράτος».9 Και κατέληγε επαναδιατυπώνοντας την επαναστατική θεωρία του Μαρξ: «Μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας, ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας ως αντιπολίτευσης καθορίζεται από την ίδια της τη φύση. Μπορεί να έρθει στην εξουσία μόνο πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους».10
Ο τρόπος που αντιμετώπισε η Σοσιαλδημοκρατία αυτές τις ανοιχτές στρατηγικές διαφορές είναι ενδεικτικός του πόσο παραλυτικό μπορεί να είναι ένα κόμμα που προσπαθεί να συμβιβάσει ρεφορμιστές και επαναστάτες. Το συνέδριο της Διεθνούς το 1900 απέρριψε τη συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατών στις κυβερνήσεις ως θέση αρχής, αλλά την έπετρεπε ταυτόχρονα για εξαιρετικές συνθήκες, δίνοντας ουσιαστικά συγχωροχάρτι στον Μιλλεράν.11 Στο συνέδριο του SPD το 1905 η αριστερά πέτυχε να υιοθετηθεί η γραμμή της μαζικής απεργίας ως μέσο για την επαναστατική ανατροπή. Νωρίτερα, το συνέδριο των συνδικάτων είχε αποφασίσει ότι το ζήτημα της μαζικής απεργίας δεν επιτρεπόταν καν να συζητηθεί. Το συνέδριο του SPD το 1906 έλυσε τη διαφορά αποφασίζοντας...ότι δεν υπήρχε καμία διαφορά ανάμεσα στις δύο αποφάσεις.12
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Ρόζα και ο Λένιν κατέδειξαν το ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του ρεφορμισμού και προσπάθησαν να επεξεργαστούν μια επαναστατική γραμμή που θα απέφευγε την παθητικότητα του Κάουτσκι και το ρεφορμισμό του Μπερνστάιν. Η εμπειρία της Ρωσικής Επανάστασης του 1905 ήταν καθοριστική και για τους δύο. Από τη μία, η Ρόζα έδειχνε το πως ο διαχωρισμός ανάμεσα σε οικονομικά αιτήματα που αναλαμβάνουν τα συνδικάτα και πολιτικά αιτήματα που χειρίζονται οι βουλευτές ήταν λάθος: οι οικονομικοί αγώνες μετατρέπονταν σε πολιτικούς και ανάποδα, και ρόλος των επαναστατών ήταν να κάνουν τις συνδέσεις και τις γενικεύσεις.
Από την άλλη, η εμπειρία της επανάστασης έδειχνε στο Λένιν την ανάγκη ενός επαναστατικού κόμματος που δεν παρέλυε από τη σύγκρουση μεταξύ ρεφορμιστών και επαναστατών, αλλά που μπορούσε να δίνει ανοιχτή σύγκρουση με τις ρεφορμιστικές ιδέες κερδίζοντας το πιο πρωτοπόρο κομμάτι των εργατών.
Το ζήτημα του ιμπεριαλιστικού πολέμου ήταν αυτό που τελικά διέσπασε τη Σοσιαλδημοκρατία, και αυτό δεν ήταν τυχαίο. Τα συνέδρια της Β΄Διεθνούς υιοθετούσαν αντιπολεμικές διακηρύξεις που έμεναν απλά στα χαρτιά. Από τη μια, η ρεφορμιστική αντίληψη ότι το αστικό κράτος μπορούσε να μεταρρυθμιστεί, άνοιγε δρόμο στις απόψεις που έλεγαν ότι οι εργάτες θα έπρεπε να υπερασπίσουν το δικό τους κράτος απέναντι στα άλλα. Αυτό φάνηκε καθαρά στην περίπτωση της Ιταλίας το 1910, όπου η ρεφορμιστική πτέρυγα ήταν διατεθειμένη να στηρίξει την ιμπεριαλιστική ιταλική εισβολή στη Λιβύη, επειδή η κυβέρνηση είχε περάσει κάποιες φιλεργατικές ρυθμίσεις.
Από την άλλη, θεωρίες όπως αυτή του υπεριμπεριαλισμού του Κάουτσκι, υποστήριζαν ότι ο ανεπτυγμένος καπιταλισμός δεν χρειαζόταν τους πολέμους, που ήταν κατάλοιπο της φεουδαρχίας, και ότι το εργατικό κίνημα μπορούσε να συμμαχήσει με τους πεφωτισμένους αστούς για να πετύχει τον ειρηνικό αφοπλισμό. Τέλος, η αντίληψη ότι η Σοσιαλδημοκρατία δεν χρειαζόταν να προετοιμάσει ενεργά την επανάσταση, αλλά μπορούσε απλώς να την περιμένει, σήμαινε ότι όταν ξέσπασε ο πόλεμος η Σοσιαλδημοκρατία δεν είχε προετοιμάσει το κίνημα που θα τον σταματούσε και θα τον μετέτρεπε σε επαναστατική ανατροπή.
Τον Αύγουστο του 1914, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τάχθηκαν το καθένα στο πλευρό της δικής τους άρχουσας τάξης· σε πολλές χώρες, όπως η Αγγλία και η Γαλλία, επιβραβεύτηκαν με την είσοδο τους για πρώτη φορά στην κυβέρνηση. Για πολλους σοσιαλδημοκράτες που ασπάζονταν τις απόψεις του Κάουτσκι, ο πόλεμος ήταν ένας παραλογισμός που η έκκληση στη λογική και στον αφοπλισμό θα σταματούσε σύντομα. Το καθήκον έπεφτε στις πλάτες των αντι-ιμπεριαλιστών επαναστατών να μετατρέψουν τον πόλεμο σε επανάσταση, και αυτό έγινε τελικά με την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Αλλά αυτό απαίτησε την ύπαρξη ένος διακριτού επαναστατικού κόμματος όπως οι Μπολσεβίκοι.
Η ιστορία της προπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας δείχνει το πώς η συλλογική οργάνωση των εργατών σε συνδικάτα και κόμματα άλλαξε ριζικά την πορεία της ιστορίας. Αν η ελπίδα ότι η κατάκτηση της ψήφου και η δημιουργία κοινοβουλευτικών δημοκρατιών θα άλλαζαν τον κόσμο έμοιαζε λογική το 1900, η προδοσία του 1914 και η κατοπινή ιστορία των αριστερών κυβερνήσεων δείχνουν πόσο προφητικά δίκιο είχε η Λούξεμπουργκ όταν υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός και το αστικό κράτος δεν μπορούν να μεταρρυθμιστούν.
Κόμματα όπως η προπολεμική σοσιαλδημοκρατία, που προσπαθούν να συμβιβάσουν ρεφορμιστές και επαναστάτες, καταλήγουν στην παράλυση και την προδοσία. Η εμπειρία των επαναστατών εκείνης της περιόδου για το πώς να χτίσουν ένα επαναστατικό κόμμα που να μη μεταθέτει την επανάσταση στη Δευτέρα Παρουσία, αλλά να μπορεί να κερδίσει τους ρεφορμιστές εργάτες στις επαναστατικές ιδέες είναι μια πολύτιμη παρακαταθήκη για τους αγώνες του σήμερα.