Άρθρο
Γιάννης Σκαλιδάκης: Η ελεύθερη Ελλάδα - Η εξουσία του ΕΑΜ στα χρόνια της κατοχής (1943-1944)

Εξώφυλλο του βιβλίου

Η εξουσία της Αντίστασης

Τον Σεπτέμβρη του 1943 στην «Ελεύθερη Ελλάδα», τις περιοχές που έλεγχε με κάποια σταθερότητα ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ, κατοικούσαν περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι όπως μετέδιδαν στο Κάιρο οι Βρετανοί αξιωματικοί που βρίσκονταν στα βουνά. Η απογραφή που είχε γίνει το 1940 έδινε συνολικό πληθυσμό της χώρας 7.350.000 περίπου άτομα. Πόλεις όπως το Καρπενήσι στη Στερεά, η Σιάτιστα στην Δυτική Μακεδονία, η Καρδίτσα στη Θεσσαλία ήταν αντάρτικες «πρωτεύουσες». Πάλι σύμφωνα με τις ίδιες εκθέσεις: «Μπορείς να ταξιδέψεις από την Φλώρινα μέχρι τις παρυφές της Αθήνας χωρίς τίποτα άλλο παρά μια άδεια του ΕΑΜ». 

Αυτά τα στοιχεία και οι εικόνες δίνουν μια μικρή γεύση από το βιβλίο του Γ. Σκαλιδάκη για την Ελεύθερη Ελλάδα και την εξουσία που ασκούσε σ’ αυτή το ΕΑΜ. Τρεις είναι οι άξονες που περιστρέφεται το βιβλίο. H οικονομία των ελεύθερων περιοχών, όπου η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν η βασική απασχόληση των πληθυσμών τους. Οι θεσμοί που οικοδόμησε η Αντίσταση σε αυτές τις περιοχές και η εξέλιξή τους από τα τέλη του 1942 μέχρι το 1944.

Δηλαδή από την πρώτη απόπειρα συστηματοποίησης με τον «Κώδικα Ποσειδών» των ΕΑΜικών στελεχών και μελών του ΚΚΕ στα χωριά της Ευρυτανίας μέχρι τα διατάγματα και τις διοικητικές λειτουργίες της ΠΕΕΑ, της «Κυβέρνησης του Βουνού» το 1944. Οι εξελίξεις σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο: οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των στρατών κατοχής και οι κινήσεις της δωσιλογικής κυβέρνησης του Ράλλη από τη μια, και οι συνθήκες που οδήγησαν την ηγεσία του κινήματος να συγκροτήσει την ΠΕΕΑ, να υπογράψει την Συμφωνία του Λιβάνου και τελικά να μπει στην κυβέρνηση Παπανδρέου. 

Μπορεί οι υπολογισμοί για το πραγματικό ύψος της αγροτικής παραγωγής στα χρόνια της Κατοχής να φαίνονται βαρετοί στους «μη-ειδικούς». Όμως, αν σκεφτούμε ότι οι αντάρτες και τα πολιτικά στελέχη της Αντίστασης που είχαν βγει στο βουνό, εκτός από όπλα και πυρομαχικά έπρεπε πρώτα να τραφούν και ποδεθούν καταλαβαίνουμε την κρισιμότητα αυτού του παράγοντα. 

Αν η αγροτική παραγωγή ήταν τόσο χαμηλή, όσο εκτιμούσαν οι Βρετανοί αξιωματικοί ή η κυβέρνηση του Καΐρου (και όπως ανέφεραν οι μεταπολεμικές εκτιμήσεις) η ύπαιθρος θα λιμοκτονούσε και μαζί της ο ΕΛΑΣ. Αν παρόλες τις καταστροφές και τις αντιξοότητες του πολέμου παρέμενε υψηλή, ο ΕΛΑΣ θα επιβίωνε, όπως και έγινε. Είναι εντυπωσιακό το στοιχείο ότι (με βάση τις εκτιμήσεις του υπεύθυνου Επιμελητείας του ΓΣ του ΕΛΑΣ) το σύνολο των δυνάμεων της εαμικής Αντίστασης που βρισκόταν στην Ελεύθερη Ελλάδα κατανάλωσαν περίπου 62.500 τόνους τροφίμων, που αντλήθηκαν από επιτόπιους πόρους, σε αξία ίση με 669.000 χρυσές λίρες. 

Η εκμετάλλευση αυτών των επιτόπιων πόρων χρειαζόταν συστηματική και συγκεντρωτική οργάνωση που θα έπρεπε να εξασφαλίζει δυο πράγματα. Την υποστήριξη ή έστω ευμενή ανοχή του πληθυσμού των ελεύθερων περιοχών. Και την ένταξή της στο συνολικότερο στρατηγικό ορίζοντα της ηγεσίας της Αριστεράς, δηλαδή στην προτεραιότητα της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης και της «εθνικής ενότητας» έναντι των κοινωνικών αλλαγών με ταξικό περιεχόμενο. 

Σταδιακά από το 1942 μέχρι το 1944 γίνεται η μετάβαση από τις πρωτοβουλίες της περιφέρειας και της βάσης σε αυτές του κέντρου και της ηγεσίας του κινήματος. Όταν πλέον συγκροτείται η ΠΕΕΑ τον Μάρτη του 1944, η εξουσία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στις περιοχές που έλεγχε έχει τα χαρακτηριστικά κρατικής εξουσίας. Εκτός από την ένοπλη δύναμη του ΕΛΑΣ και της Πολιτοφυλακής, δρουν οι θεσμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης, η λαϊκή δικαιοσύνη με τα δικαστήρια και τους δικαστές της, και μια σειρά οργανώσεις και θεσμοί που ρύθμιζαν τις οικονομικές λειτουργίες. 

Καθιερώθηκαν για παράδειγμα μορφές φορολόγησης: παρακράτημα στην παραγωγή (κλιμακωτό) και εισφορά στο εμπόριο (των προϊόντων που έμπαιναν στις ελεύθερες περιοχές). Η ΠΕΕΑ μάλιστα προχώρησε και στην έκδοση του δικού της «νομίσματος»: ομόλογα με αντίκρυσμα ποσότητες σιταριού μιας κι η δραχμή είχε γίνει κουρελόχαρτο και η βρετανική αποστολή είχε σταματήσει τη χρηματοδότηση. Οργανώνονται σχολεία, νοσοκομεία και άλλες δομές υγείας. Οργανώθηκε η βοήθεια σε πληθυσμούς που είχαν πληγεί από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού κατοχής, και σε πολύ φτωχούς ορεινούς πληθυσμούς. 

Εκδηλώνεται δηλαδή μια αντίφαση, που πλευρές της επισημαίνει κι ο συγγραφέας σε διάφορα σημεία. Η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ εφάρμοζε μια πολιτική που ανέβαλε κάθε ριζική κοινωνική αλλαγή για μετά την απελευθέρωση. Όταν το 1943 απελευθερώθηκε η Καρδίτσα, η ηγεσία του ΚΚΕ (ο Κ. Καραγιώργης) επέλεξε να αναβιώσει το παλιό δημοτικό συμβούλιο κι η «λαϊκή επιτροπή» των πρώτων ημερών εξαφανίστηκε. 

Από την άλλη, οι πιέσεις του πολέμου και της ανάγκης να στηριχτεί η Ελεύθερη Ελλάδα και οι μηχανισμοί της την ωθούσαν στη δημιουργία μιας κρατικής εξουσίας που σηματοδοτούσε τη δύναμη του κόσμου της Αντίστασης και τις ελπίδες του. Για πρώτη φορά οι εργάτες γης για παράδειγμα, απέκτησαν ένα είδος συλλογικών συμβάσεων, με τις αμοιβές ορισμένες σε ποσότητες σταριού. Μόνο συνδικαλισμένοι εργάτες θα μπορούσαν να προσληφθούν για τα έργα που έκαναν οι αρχές της «ελεύθερης Ελλάδας». Οι αστοί, η κυβέρνηση του Καΐρου, για να μη μιλήσουμε για τους δωσίλογους, μισούσαν και φοβόντουσαν αυτή την εξουσία.

Για τον συγγραφέα η ίδρυση της ΠΕΕΑ συμπύκνωνε αυτή την αντίφαση. Μια «αμφίρροπη πολιτική πρωτοβουλία» με σκοπό την άσκηση πίεσης στην κυβέρνηση του Καΐρου και τους Βρετανούς για ισότιμη συνεργασία, μετατράπηκε σε μια «πραγματική επαναστατική εξουσία» για να ανταποκριθεί στις ανάγκες τις επιβίωσης της Αντίστασης στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας και των πληθυσμών της. 

Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944 ο συνδυασμός μιας σειράς παραγόντων, προκάλεσε ένα είδος κρίσης: ο έλεγχος της διεθνούς βοήθειας από την κυβέρνηση Ράλλη τής έδωσε τη δυνατότητα να περάσει στην αντεπίθεση, αποκλείοντάς την Ελεύθερη Ελλάδα. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών που ετοιμάζονταν για την αποχώρησή τους αύξησαν την πίεση. Ο Γ. Σκαλιδάκης υποστηρίζει ότι οι οικονομικές πραγματικότητες της Ελεύθερης Ελλάδας, το εύθραυστο των ισορροπιών που στηριζόταν εκεί η εξουσία του ΕΑΜ, ήταν το πλαίσιο που πάρθηκαν «τόσο οι κεντρικές πολιτικές αποφάσεις, όσο κι οι πολιτικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες». Αν ο συγγραφέας εννοεί ότι η ηγεσία του ΚΚΕ πήγε όσο μακρύτερα τις επέτρεπαν οι αντικειμενικές συνθήκες να πάει, τότε κάνει λάθος. 

Είναι αλήθεια ότι η «Ελεύθερη Ελλάδα» δεν είχε ούτε τις οικονομικές ούτε καν τις γεωγραφικές δυνατότητες να αντέξει σε μια μακρόχρονη αναμέτρηση. Όμως, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, η μοίρα της Αντίστασης δεν θα κρινόταν στα οροπέδια της Πίνδου και στο θεσσαλικό κάμπο, αλλά στην Αθήνα. Εκεί βρισκόταν το κέντρο της εξουσίας και του πλούτου της αστικής τάξης, εκεί ζούσε και πάλευε το «αντίπαλο δέος», το εργατικό κίνημα. 

Το πρόβλημα της Αριστεράς δεν ήταν ότι: «οι πολιτικές συμμαχίες δεν υπερέβησαν ιδιαίτερα την εμβέλεια των μεσοπολεμικών συμμαχιών, που έφταναν στις παρυφές των Φιλελευθέρων», δηλαδή δεν ήταν ακόμα πιο δεξιές, κάτι σαν κι αυτές που προτείνει σήμερα η ηγεσία Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα ήταν ότι η στρατηγική της από τη δεκαετία του ’30 απέκλειε τη δυνατότητα της κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη. Το κράτος της εργατικής τάξης θα έκανε την Ελεύθερη Ελλάδα πραγματικά ελεύθερη. 

Τιμή 19€, 461 σελίδες

Εκδόσεις Ασίνη, 2014