Εξώφυλλο του βιβλίου
Μετέωρη ρήξη
Σε μια περίοδο όξυνσης της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, η ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος και η προοπτική μιας κυβέρνησης της αριστεράς έχουν φέρει ξανά στην επικαιρότητα τη συζήτηση για το ρόλο του κράτους στην πορεία για την αλλαγή της κοινωνίας. Το βιβλίο του Δ. Μπελαντή, στελέχους της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί μια σημαντική συμβολή σ’ αυτή την αναζήτηση.
Ο Μπελαντής επισκοπεί τη διαδρομή αυτής της συζήτησης στον 20ο αιώνα, ξεκινώντας από τη θέση ότι «μια ρηκτική εκδοχή του δημοκρατικού δρόμου μπορεί, σήμερα, να εισαγάγει το πλειοψηφικό, λαϊκό στοιχείο με τρόπο που συνδέει μια πολιτική δομικών μεταρρυθμίσεων με την προοπτική μιας δυαδικοποίησης και στρατηγικής ρήξης στο ορατό μέλλον» (σελ. 11).
Αξίζει να θυμηθούμε ότι το ζήτημα του κράτους αποτέλεσε βασικό σημείο αντιπαράθεσης ανάμεσα στην επαναστατική και τη ρεφορμιστική πτέρυγα του εργατικού κινήματος από την εποχή της σύγκρουσης του Μαρξ με το Λασσάλ για το πρόγραμμα της Γκότα. Η επαναστατική θεωρία για το κράτος βασίζεται όμως κατεξοχήν στο βιβλίο του Κ. Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία».
Σ’ αυτό, ο Μαρξ αντλεί διδάγματα από την πρώτη έφοδο της εργατικής τάξης στον ουρανό και προκαλεί τους δύσπιστους: «δείτε την Κομμούνα του Παρισιού – αυτή είναι η δικτατορία του προλεταριάτου». Η Κομμούνα κατάργησε το μόνιμο στρατό, αντικατέστησε την αστυνομία με εργατικές πολιτοφυλακές και καθιέρωσε την αιρετότητα και την ανακλητότητα στις δημόσιες θέσεις. Το 1917 ο Λένιν χρειάστηκε να γράψει το «Κράτος και επανάσταση» για να ξεθάψει αυτήν την κληρονομιά από τις διαστρεβλώσεις και τις αποσιωπήσεις της σοσιαλδημοκρατίας.
Ο Λένιν επέμενε ότι το κράτος είναι μηχανισμός ταξικής κυριαρχίας και τόνιζε ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει την έτοιμη κρατική μηχανή και να μην περιοριστεί στην απλή κατάληψή της. Τα Σοβιέτ έδωσαν σάρκα και οστά στην προοπτική της εργατικής δημοκρατίας, που βασίζεται στο διαρκή συλλογικό έλεγχο και εποπτεία των εργατών πάνω στο κράτος τους και αίρει την απομόνωσή τους από τα γραφειοκρατικά «μυστικά» της διοίκησης.
Απέναντι σ’ αυτήν την αντίληψη, διατυπώθηκαν αντιρρήσεις, που πρότειναν μια διαφορετική πορεία προς το σοσιαλισμό, η οποία περνούσε μέσα από την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας με εκλογές και τη χρησιμοποίηση των θεσμών του κράτους για τον ειρηνικό μετασχηματισμό του.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου παρουσιάζει αυτή τη σύλληψη, που πήρε το εύηχο όνομα «δημοκρατικός δρόμος για το σοσιαλισμό», από τους θεωρητικούς του ευρωκομμουνισμού (ιδίως τον Καρίγιο του ΚΚ Ισπανίας). Ο ευρωκομμουνισμός έλκει τις καταβολές του από τη σοσιαλδημοκρατία των αρχών του 20ου αιώνα, παρότι ήθελε να αυτοπαρουσιάζεται επίσης ως συνεχιστής της θεωρίας του Γκράμσι για τον «πόλεμο θέσεων».
Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Μπελαντής, παρά τις παρερμηνείες και τις αυθαίρετες οικειοποιήσεις η πρακτική και η ιστορική συνεισφορά του ιταλού κομμουνιστή ηγέτη κατατείνουν ανεπιφύλακτα στην επαναστατική προοπτική (σελ. 75). Επιπλέον, ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετές σελίδες σε μια διεισδυτική κριτική του «αριστερού ευρωκομμουνισμού» του Ν. Πουλαντζά. Το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου όμως είναι η παρουσίαση των εμπειριών εφαρμογής του «δημοκρατικού δρόμου» στην πράξη.
Στις πιο «ανώδυνες» περιπτώσεις της Ελλάδας και της Γαλλίας του 1981, η εφαρμογή του «δημοκρατικού δρόμου» σήμανε τον εκφυλισμό της προσπάθειας και την εγκατάλειψη του σοσιαλισμού ακόμα και στα λόγια. Ο Μπελαντής μάλιστα δεν επισημαίνει μόνο το πόσο γρήγορα η «Αλλαγή» έγινε «εκσυγχρονισμός», αλλά και τις περιπτώσεις στις οποίες το εγχείρημα της ειρηνικής αλλαγής του αστικού κράτους κατέληξε σε τραγωδίες, όπως η Χιλή του 1973.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου όμως, ο Μπελαντής προσπαθεί να σκιαγραφήσει μια άλλη εκδοχή του «δημοκρατικού δρόμου», που μετεωρίζεται ανάμεσα στη μεταρρύθμιση και την επανάσταση και προσγειώνεται στον εξωραϊσμό του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ «εκφράζει μια ταλάντευση ανάμεσα σε μια σαφή σοσιαλιστική-αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και έναν αριστερό κεϋνσιανισμό» (σελ. 218).
Η πλειοψηφική τάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ «δεν είναι ένας κλασικός ρεφορμιστικός πόλος» διότι «βλέπει και κατανοεί το ζήτημα των ρήξεων μπροστά μας, αλλά ταλαντεύεται συχνά να αναγνωρίσει και να οργανώσει αυτές τις ρήξεις» (σελ. 229) όπως δείχνει η στάση της απέναντι στην Ευρωζώνη. Ωστόσο, η στήριξη του Γιουνκέρ για την προεδρία της Κομισιόν ως κομμάτι της προσπάθειας θεσμικού εκδημοκρατισμού της ΕΕ δεν δείχνει μεγάλη κατανόηση των ρήξεων που θα χρειαστεί το εργατικό κίνημα για να ανατρέψει τις μνημονιακές πολιτικές.
Γενικότερα, ο ΣΥΡΙΖΑ αναπαράγει την κλασσική σοσιαλδημοκρατική διάκριση ανάμεσα στο άμεσο «μίνιμουμ» πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων και το «μάξιμουμ» πρόγραμμα του σοσιαλισμού που πάντοτε παραπέμπεται στο απροσδιόριστο μέλλον. Σε μια εποχή όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης, που έχει βγάλει στην επιφάνεια ακόμα και τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής, η υποτίμηση του στρατηγικού βάθους του ρεφορμισμού είναι ανεπίτρεπτη, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από ένα συγγραφέα που έχει ασκήσει κριτική στα Λαϊκά Μέτωπα διότι δεν πέτυχαν «ούτε ως προς μια μεταρρυθμιστική στρατηγική ούτε ως προς την ανάσχεση του φασισμού» παρά μόνο κατάφεραν «να ανασχέσουν την τάση προς επαναστατικές λύσεις» (σελ. 147).
Το να δούμε τον ΣΥΡΙΖΑ ως «ανοιχτό στοίχημα» δεν εξηγεί γιατί το στοίχημα της αλλαγής της κοινωνίας χάθηκε από το 1936 ως το 1981 από σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα που είχαν πολύ στενότερους δεσμούς με την εργατική τάξη και πιο φιλόδοξες προγραμματικές διακηρύξεις.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η έκκληση του Μπελαντή για συσπείρωση των αντικαπιταλιστών σ’ ένα «μεταλενινιστικό επαναστατικό αστερισμό δυνάμεων» (σελ. 250) πέφτει στο κενό, εφόσον μάλιστα συνοδεύεται από την κριτική στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ διότι φοβάται «την κίνηση των μαζών και την άσκηση πολιτικής με αποτελεσματικό τρόπο». Η αυτοτελής παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με ενιαιομετωπική τακτική στο κίνημα και αταλάντευτη προσήλωση στην επαναστατική στρατηγική της συντριβής του αστικού κράτους, είναι πολύ πιο χρήσιμη από την υποταγή της στον αγνωστικισμό ενός σχεδίου που έχει δοκιμαστεί και αποτύχει επανειλημμένα.
Τιμή 14.40€, 304 σελίδες
Εκδόσεις Τόπος, 2014