Η πορεία της σκέψης ενός επαναστάτη
Σε μια εποχή που χιλιάδες κόσμος αναζητά μια απάντηση στο ερώτημα «τι είναι πραγματική δημοκρατία;» καθώς οι κυβερνήσεις των μνημονίων κουρελιάζουν τα δημοκρατικά δικαιώματα με επιστρατεύσεις απεργών, δικαστικές διώξεις, αστυνομική καταστολή και κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα, το νέο βιβλίο του Αλέξανδρου Χρύση με τίτλο Ο Μαρξ της δημοκρατίας, δεν μπορεί παρά να είναι ευπρόσδεκτο, βαθαίνοντας τη συζήτηση και μέσα στην ίδια την αριστερά.
Το βιβλίο έχει σαν κέντρο του την πορεία της ιδεολογικής συγκρότησης του νεαρού Μαρξ που βρίσκεται σε αναζήτηση της ‘αληθινής δημοκρατίας’ και που δεν έχει ακόμα προχωρήσει στην κριτική της πολιτικής οικονομίας ούτε έχει ‘ανακαλύψει’ την πάλη των τάξεων σαν κινητήρια δύναμη της Ιστορίας και την εργατική τάξη σαν το υποκείμενο του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Η Γαλλική Αστική Επανάσταση του 1789 είχε φέρει το μεγαλύτερο βαθμό δημοκρατίας που είχε γνωρίσει μέχρι τότε οποιαδήποτε ταξική κοινωνία. Όμως, σαράντα χρόνια αργότερα πολύ λίγα είχαν μείνει από το επαναστατικό σύνθημα ‘ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη’. Τη δεκαετία του 1830 στην ίδια τη Γαλλία γινόντουσαν εξεγέρσεις για να επιβληθούν συνταγματικοί περιορισμοί στην μοναρχία που είχε παλινορθωθεί. Την ίδια δεκαετία δυνάμωσε στην Αγγλία το κίνημα των Χαρτιστών με στόχο το εκλογικό δικαίωμα για τους (άνδρες) εργάτες. Όλα αυτά τα κινήματα ήταν βαθιά επηρεασμένα από τις δημοκρατικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού.
Στη Γερμανία του νεαρού φοιτητή Μαρξ η φιλοσοφία την ίδια εποχή είχε μια άμεση σχέση με την πολιτική. Ήταν μια χώρα πολιτικά διαιρεμένη και οικονομικά και κοινωνικά καθυστερημένη, κάτω από την κυριαρχία της απόλυτης μοναρχίας της Πρωσίας, που ασκούσε συστηματική καταστολή σε κάθε σημάδι αναβίωσης των ριζοσπαστικών-δημοκρατικών μηνυμάτων που είχε απελευθερώσει η Γαλλική Επανάσταση. Σε αυτό το κλίμα καταπίεσης η πολιτική κριτική είχε αντικατασταθεί από τη φιλοσοφική σκέψη. «Στην πολιτική οι Γερμανοί σκέφτονται, αυτά που τα άλλα έθνη πράττουν», θα έγραφε αργότερα ο Μαρξ.
Κυνηγώντας την ουσία της δημοκρατίας και επηρεασμένος από αυτά τα κινήματα ο Μαρξ μαζί με πολλούς συνομήλικούς του διανοούμενους, τους αποκαλούμενους Νέους (ή Αριστερούς) Χεγκελιανούς, επηρεάστηκε από τη φιλοσοφική σκέψη του Χέγκελ. Ο Χέγκελ στην αρχή ήταν ενθουσιώδης οπαδός της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά μετά έγινε απαισιόδοξος και κατέληξε αντιδραστικός, πιστεύοντας ότι το απολυταρχικό πρωσικό κράτος ήταν η ενσάρκωση της Λογικής. Έτσι, ο Μαρξ έρχεται αντιμέτωπος με «την αντίθεση των αφηρημένων δημοκρατικών ιδεωδών προς την υπάρχουσα υλική/αστική πραγματικότητα». Προσπαθεί να απαντήσει συγκεκριμένα πια σε ερωτήματα όπως τι είναι το κράτος και το δίκαιο, τι είναι η κοινωνία των ιδιωτών μέσα στις πραγματικές υλικές συνθήκες που διαμορφώνονται στον καπιταλισμό. Στο βιβλίο του ο Χρύσης θεωρεί ότι η εξέλιξη της μαρξικής θεωρίας της δημοκρατίας περνά μέσα από τρεις ‘στιγμές’, που αποτελούν και αντίστοιχα κεφάλαια.
Αρχικά ο νεαρός Μαρξ έρχεται σε ρήξη με την έντονα ιδεαλιστική φιλοσοφία των ‘Νέων Χεγκελιανών’ που κατέληγαν να συμπυκνώνουν τα πάντα σε θέματα ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας. Λίγο αργότερα, η συμμετοχή του στη συντακτική επιτροπή της Εφημερίδας του Ρήνου το 1842-43, ήταν αυτή που, όπως έλεγε κι ίδιος αργότερα, τον προσγείωσε από την ‘καθαρή πολιτική’ στις πραγματικές υλικές και οικονομικές συνθήκες. Με αφορμή έναν αυστηρό νόμο για την κοπή ξυλείας και τις συνθήκες ζωής των αγροτών στην περιοχή του Μοζέλα «στρέφει την προσοχή του και σε οικονομικά ζητήματα, συσχετίζοντας μάλιστα υλικά συμφέροντα και κράτος».
Η συγγραφή από τον Μαρξ το 1843 της Κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας του δικαίου, είναι κατά τον Χρύση η τρίτη, η διαλεκτική ‘στιγμή’ αυτής της πορείας: «Η ‘αληθινή δημοκρατία’, στο μέτρο που είναι και για να είναι αληθινή, δεν μπορεί… να υπηρετεί το μερικό συμφέρον των ιδιοκτητών του πλούτου σε βάρος των φτωχών». Αν και η θεωρία του δεν θεμελιώνεται ακόμα στο έδαφος της πάλης των τάξεων, στην Κριτική, ο Μαρξ εκφράζει για πρώτη φορά την άποψη για την αναγκαιότητα του στρατηγικού στόχου για το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Όπως επισημαίνει παρακάτω ο συγγραφέας: «Το θεμελιώδες ζητούμενο της προ-κομμουνιστικής μαρξικής θεωρίας της δημοκρατίας δεν είναι άλλο από τον αυτοπροσδιορισμό του λαού ως κυρίαρχου συλλογικού υποκειμένου».
Ένα χρόνο μετά, στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844, ο Μαρξ εμφανίζεται ανοικτά ως οπαδός της εργατικής επανάστασης. Αποφασιστικός παράγοντας γι’ αυτό το προχώρημα ήταν η μετακίνησή του στο Παρίσι το 1843 και η εμπειρία από το οργανωμένο εργατικό κίνημα που υπήρχε εκεί, καθώς και η εξέγερση των γερμανών κλωστοϋφαντουργών στη Σιλεσία, όπου η εργατική τάξη έδειξε με δραματικό τρόπο πως δεν ήταν ‘παθητικό στοιχείο’, αλλά το υποκείμενο του μετασχηματισμού της κοινωνίας. Οι επαναστάσεις που σάρωσαν την Ευρώπη το 1848 βάθυναν περισσότερο την αντίληψη του Μαρξ για το ταξικό περιεχόμενο της δημοκρατίας. Και πάνω απ’ όλα η Παρισινή Κομμούνα το 1871, του έδειξε στην πράξη τι θα μπορούσε να σημαίνει η εργατική δημοκρατία των άμεσα εκλεγμένων και ανακλητών αντιπροσώπων.
Χωρίς να αρνείται ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στο ‘νεαρό’ και τον ‘ώριμο’ Μαρξ, η διαπίστωση στην οποία επιμένει ο συγγραφέας από την εισαγωγή του βιβλίου είναι «ότι δεν υπάρχει αποκλειστικά και μόνο μια ασυνέχεια (τομή) ανάμεσα στην πολιτική που απορρέει από τα νεανικά έργα του Μαρξ και σε εκείνη που συγκροτείται στη βάση των ώριμων έργων του», όπως υποστηρίζει, για παράδειγμα, ο Αλτουσέρ.
Μολονότι από το βιβλίο απουσιάζει η σχέση του Μαρξ με τα ζωντανά κινήματα της εποχής του, κινδυνεύοντας έτσι να αφήσει την εντύπωση ότι η θεωρητική του εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα μόνο διανοητικών διεργασιών, το συμπέρασμα εκφράζεται με αρκετή σαφήνεια στην τελευταία παράγραφο: «Η προσέγγιση της ‘αληθινής δημοκρατίας’ και εκείνη της Παρισινής Κομμούνας, συνιστούν στιγμές της διαλεκτικής πορείας ενός στοχασμού που ανοίγεται στον κόσμο της εποχής του, εντάσσεται οργανικά στους ταξικούς αγώνες από την πλευρά των κολασμένων της γης και συμβάλλει αποφασιστικά στη χάραξη ενός στρατηγικού σχεδίου κοινωνικής απελευθέρωσης».
Τιμή 17€, 360 σελίδες
Εκδόσεις ΚΨΜ, 2014