Στις αρχές Οκτώβρη, τις ημέρες της όγδοης «επετείου» από την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, τριακόσιοι αντάρτες εισέβαλαν σε δύο αμερικάνικες βάσεις στην ανατολική επαρχία Νουριστάν κοντά στα σύνορα με το Πακιστάν. Ήταν μια από τις πιο πολύνεκρες επιθέσεις μέσα στο 2009, την αιματηρότερη χρονιά για τις κατοχικές δυνάμεις με πάνω από 400 νεκρούς έως τώρα.
Λίγες μέρες αργότερα στο Πακιστάν, αντάρτες Ταλιμπάν έκαναν επίδειξη δύναμης εξαπολύοντας σειρά επιθέσεων σε αστυνομικά τμήματα και στρατιωτικούς στόχους, από το αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων κοντά στο Ισλαμαμπάντ, μέχρι το αρχηγείο της πακιστανικής CIA στη Λαχόρη. Η απάντηση του πακιστανικού στρατού ήταν το ξεκίνημα μιας μεγάλης χερσαίας επέμβασης κατά των ανταρτών στο Νότιο Ουαζιριστάν και ο Ομπάμα έσπευσε να ανακοινώσει βοήθεια ύψους 7,5 δις δολαρίων για το Πακισταν.
Οι παραπάνω επιθέσεις υπογραμμίζουν τα αδιέξοδα της κατοχής στο Αφγανιστάν που απλώνονται στο γειτονικό Πακιστάν και φτάνουν να διχάζουν ανοικτά την αμερικάνικη άρχουσα τάξη για το ποιά στρατηγική θα ακολουθήσει στην περιοχή. Μετά από την επίθεση στο Νουριστάν, ο επικεφαλής των αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, στρατηγός Στάνλεϋ Μακ Κρίσταλ, ανακοίνωσε δημόσια ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η προηγούμενη στρατηγική του Μπάρακ Ομπάμα και να σταλούν επιπλέον ενισχύσεις 40 – 80 χιλιάδων φαντάρων, δίπλα στους 100 χιλιάδες που ήδη βρίσκονται εκεί.
Μέχρι τώρα η στρατηγική του Ομπάμα, γνωστή ως «Αφ-Πακ», προέβλεπε το άπλωμα του πολέμου μέσα στο Πακιστάν, με αεροπορικούς βομβαρδισμούς αλλά και με επιθέσεις από τον πακιστανικό στρατό εναντίον των ανταρτών, με στόχο να τους απομονώσουν και να τους παγιδεύσουν ανάμεσα στις δύο μεριές των συνόρων Αφγανιστάν – Πακιστάν. Όλο το προηγούμενο εξάμηνο προβάλλονταν οι «επιτυχίες» αυτής της στρατηγικής, ιδιαίτερα μετά την δολοφονία του ηγέτη των Πακιστανών Ταλιμπάν Μπαϊτουλάχ Μεχσούντ τον περασμένο Αύγουστο που παρουσιάστηκε σαν «η αρχή του τέλους των Ταλιμπάν».
Η αλήθεια ήταν πολύ διαφορετική. Οι βομβαρδισμοί από τα μη επανδρωμένα αμερικάνικα αεροπλάνα και η ισοπέδωση ολόκληρων χωριών από τον πακιστανικό στρατό ανάγκασαν 2 εκατομμύρια φτωχούς αγρότες να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς και οδήγησαν την συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου της περιοχής να στραφεί υπέρ των ανταρτών. Ο ίδιος ο Μεχσούντ ήταν ιδιαίτερα λαοφιλής εξαιτίας του αγώνα του εναντίον της κυβέρνησης, των ΗΠΑ και των πλούσιων γαιοκτημόνων. Σήμερα στο Ουαζιριστάν χιλιάδες ντόπιοι πολεμούν ενάντια στον στρατό, ο οποίος προχωράει σε μαζικά αντίποινα εναντίον αμάχων. Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Πακιστάν, στην κοιλάδα του Σουάτ όπου δρούσε μέχρι πρόσφατα ο στρατός, ανακαλύφθηκαν ομαδικοί τάφοι με 400 πτώματα.
Τα αδιέξοδα πολλαπλασιάζονται και στο Αφγανιστάν. Η Αντίσταση δυναμώνει και κερδίζει μαζική υποστήριξη από τους ντόπιους, όπως φάνηκε και στην σαρωτική επίθεση των ανταρτών στο Νουριστάν.
Η στρατηγική του Ομπάμα μιλούσε για μια σταθερή κυβέρνηση και έναν ισχυρό αφγανικό στρατό 400.000 ανδρών. Τίποτα απ’ τα δύο δεν προχώρησε. Μόλις 600 στρατιώτες πήραν μέρος στις τελευταίες επιθέσεις του στρατού, ενώ τυπικά δεν υπάρχει καν κυβέρνηση. Ο άλλοτε εκλεκτός της Δύσης Χαμίντ Καρζάϊ κατηγορείται για διαφθορά και τεράστια νοθεία πάνω από 1,5 εκατομμυρίων ψήφων στις πρόσφατες εκλογές, που στήθηκαν για να προβάλουν, υποτίθεται, τα βήματα δημοκρατίας και σταθερότητας που έφερε η ΝΑΤΟϊκή κατοχή. Μετά από αυτό το φιάσκο, ακόμα κι αν υπάρξει τελικά δεύτερος γύρος εκλογών, είναι αμφίβολο πόσο σταθερή και «νομιμοποιημένη» κυβέρνηση θα αναδείξουν.
Στα παραπάνω αδιέξοδα δεν υπάρχει εύκολη λύση ούτε με την πρόταση του στρατηγού Μακ Κρίσταλ. Καταρχήν μια σειρά χώρες της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας, όπως η Ολλανδία κι ο Καναδάς, ανακοινώνουν χρονοδιάγραμα αποχώρησης από το Αφγανιστάν. Το μεγαλύτερο βάρος της αύξησης των στρατευμάτων καλούνται να σηκώσουν κυρίως οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Με δηλωμένη όμως πια μια πλειοψηφία και στις δύο μεριές του Ατλαντικού ενάντια στον άλλοτε «δικαιολογημένο» πόλεμο, το σχέδιο σκοντάφτει. Ο Γκόρντον Μπράουν, που υποσχέθηκε ότι θα στείλει καταρχήν 500 επιπλέον στρατιώτες, θα έχει να αντιμετωπίσει την οργή αντιπολεμικών διαδηλωτών που ετοιμάζουν συλλαλητήριο στις 24 Οκτώβρη με επικεφαλής φαντάρους που διώκονται γιατί αρνήθηκαν να υπηρετήσουν στο Αφγανιστάν.
Παρόλες τις δυσκολίες, ο δρόμος της κλιμάκωσης παραμένει ανοικτός. Μονάχα η συνέχεια και το δυνάμωμα του αντιπολεμικού κινήματος μπορεί να τον κλείσει αναγκάζοντας στην αποχώρηση όλων των δυνάμεων κατοχής.
Η νέα κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου τηρεί μέχρι στιγμής σιγή ιχθύος για την ελληνική συμμετοχή στο Αφγανιστάν (αλλά και στο Κόσοβο και τη Σομαλία). Η σιωπή αυτή γίνεται πραγματικά προκλητική, όταν ακόμα και δηλωμένα γεράκια του πολέμου, όπως ο Μπερλουσκόνι και ο Σαρκοζί, αναγκάζονται να δηλώνουν ότι πρέπει να αποχωρήσουν άμεσα από το Αφγανιστάν και ότι δεν θα στείλουν ούτε έναν επιπλέον στρατιώτη. Χρειάζεται να «θυμίσουμε» στη νέα κυβέρνηση όλα τα αιτήματα του αντιπολεμικού κινήματος που κινητοποίησαν εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές της Ειρήνης, από το 2001 που η κυβέρνηση Σημίτη αποφάσισε να συμμετέχει «στον βρόμικο πόλεμο του Μπους» μέχρι σήμερα. Πίσω ο στρατός από το Αφγανιστάν, καμιά συμμετοχή στον πόλεμο!