Ο Κώστας Σαρρής δίνει την πραγματική εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας
Μέσα στο 2014 συμπληρώνονται εφτά χρόνια… φαγούρας, από το κραχ στις διεθνείς αγορές και τη βουτιά στις οικονομίες που ξεκίνησε με την κατάρρευση των subprime και της Lehman Brothers στις ΗΠΑ. Κι όμως, παρά τα χαμόγελα στις συνόδους κορυφής και στα κυβερνητικά επιτελεία, η αδυναμία εξόδου από τη λακκούβα… αλά 1930 κυριαρχεί.
Στην Ελλάδα το πισωγύρισμα τους τελευταίους μήνες του έτους σχεδόν σε όλα τα μέτωπα της οικονομίας προκαλεί πονοκεφάλους σε Σαμαρά-Βενιζέλο. Ο πρωτοφανής αποπληθωρισμός, η αμείωτα υψηλή ανεργία, το αρνητικό ρεκόρ εξαγωγών, η βαθύτερη ύφεση στη βιομηχανία και η νέα επιδείνωση της οικοδομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με τη διαρκή κατρακύλα των επενδύσεων και της κατανάλωσης, συνθέτουν τη μαύρη εικόνα του δ’ τριμήνου 2013, προοιωνίζοντας συνέχεια της ύφεσης για το 2014. Με το δημόσιο χρέος να παραμένει στα ίδια επίπεδα με το 2010, πριν τα μνημόνια, κοντά στα 320 δισ. ευρώ, σχεδόν 175% του ΑΕΠ, παρά τα «κουρέματα».
Ο Σαμαράς, όμως, δεν είναι ο μόνος που χάνει το “success story”. Ολόκληρος ο πλανήτης χάνει το στοίχημα της ανάπτυξης. Το ΔΝΤ έλεγε την περασμένη άνοιξη ότι «η διεθνής δραστηριότητα σταδιακά θα επιταχυνθεί το β’ εξάμηνο του 2013». Όμως, η εικόνα αποδείχθηκε διαφορετική.
Δεν είναι μόνο τα απανωτά γλιστρήματα της Κίνας στην καρδιά της βιομηχανικής παραγωγής. Ούτε ότι στην Ιαπωνία, ο ρυθμός ανάπτυξης το γ’ τρίμηνο του 2013 μειώθηκε σχεδόν στο μισό, παρά την προσπάθεια αναπτέρωσης με μαζική «εκτύπωση» χρήματος, όπως γίνεται και στις αναιμικές οικονομίες ΗΠΑ και Βρετανίας.
Τα απογοητευτικά μεγέθη ανάπτυξης για την ευρωζώνη έρχονται να προστεθούν στα παραπάνω, παρά την προσπάθεια Σαμαράδων-Βενιζέλων και τροϊκανών να δείξουν ότι η Ιρλανδία βγήκε από το μνημόνιο χάρη στην «απαρέγκλιτη εφαρμογή του προγράμματος», με τη λιτότητα να παραμένει μαζί με τις πιέσεις νέας κατρακύλας από το τραπεζικό σύστημα.
«Μην παραμυθιάζεστε για ανάκαμψη στην ευρωζώνη», εξηγεί ο Βόλφγκανγκ Μινχάου αρθρογράφος στην εφημερίδα Financial Times (30/9), «Αν συγκρίνουμε το πρώτο εξάμηνο του 2007 με το πρώτο εξάμηνο του 2013, το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε αθροιστικά 1,3% στην ευρωζώνη, 5,3% στην Ισπανία και 8,4% στην Ιταλία. Την ίδια περίοδο οι επενδύσεις μειώθηκαν αθροιστικά 19% στην ευρωζώνη - 38% στην Ισπανία και 27% στην Ιταλία. Από το 2007 έως το 2013, η απασχόληση μειώθηκε 17% στην Ισπανία και 2% στην Ιταλία. Δεν θα μίλαγα για λήξη της ύφεσης. Με τον επίμονα χαμηλό δείκτη τιμών, η ευρωζώνη μπορεί να εγκλωβιστεί σε φαύλο κύκλο αποπληθωρισμού».
Το ΑΕΠ της ευρωζώνης στο γ’ τρίμηνο φρέναρε στο οριακό 0,1%, μετά το 0,3% του β’ τριμήνου. Σε ετήσια βάση συρρικνώθηκε 0,4%, παρά τα μηδενικά επιτόκια, ενώ υπάρχουν πολλά σημάδια που δείχνουν πως η κρίση περνά από την περιφέρεια στον πυρήνα του ευρώ. Η Ιταλία βουλιάζει στην ύφεση, με χρέος άνω των 2 τρισ. ευρώ. Η Γαλλία χτυπάει καμπανάκια, καθώς πέφτει διαρκώς η βιομηχανική παραγωγή. Ακόμα και τα γερμανικά εργοστάσια φρενάρουν, παρά την ανθεκτικότητα της ηγέτιδας οικονομίας στην Ευρώπη. «Η βασική μηχανή ανάπτυξης της Γερμανίας όχι μόνο έχει σταματήσει, αλλά πάει με την όπισθεν», λέει ο Τζόναθαν Λόινς αναλυτής στην Capital Economics, σχολιάζοντας τα τελευταία στοιχεία (Οκτωβρίου).
Την ίδια ώρα το ποσοστό φτώχειας στη Γερμανία έφτασε στο 15% και αποτελεί ρεκόρ για τη χώρα, σύμφωνα με έρευνα της ομοσπονδίας ενώσεων Paritatische Gesamtverband. Ένας στους επτά ανθρώπους είναι φτωχός ή απειλείται με τη φτώχεια, έχοντας εισόδημα κατώτερο κατά 60% του μέσου εισοδήματος. Το αντιφατικό στοιχείο είναι ότι η αύξηση της φτώχειας συνοδεύεται με μείωση των ποσοστών ανεργίας. Όπως εξηγεί ο πρόεδρος της PG, Ούλριχ Σνάιντερ: «Αυτό αποδεικνύει την αύξηση της απασχόλησης με χαμηλό μισθό, τη μείωση της πλήρους απασχόλησης με κοινωνικές παροχές και την αύξηση της μερικής και επισφαλούς απασχόλησης τα τελευταία δέκα χρόνια».
Η αδυναμία ιδιωτικών επενδύσεων είναι κάτι παραπάνω από αισθητή, εντείνοντας τις ανισορροπίες. Οι πραγματικές κεφαλαιακές δαπάνες των γερμανικών εταιρειών έχουν υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ της Γερμανίας είναι ένας από τους χαμηλότερους μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών. Επίσης μειώνεται απότομα, από 23% τη δεκαετία του 1990 σε λιγότερο από 17% σήμερα. Έρευνα του DIW στο Βερολίνο υπολογίζει ότι «το κενό επενδύσεων στη Γερμανία ετησίως αγγίζει το 3%, ή 80 δισ. ευρώ, μειώνοντας τη δυνητική ανάπτυξη από 1,6% σε 1%».
Τράπεζες - Ζόμπι
Ταυτόχρονα, οι συνεχείς αποτυχίες «εξυγίανσης» των τραπεζών παραμένουν το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ευρωζώνη και την ΕΕ, παρά τις γιγαντιαίες κρατικές παρεμβάσεις διάσωσης που διόγκωσαν τα δημόσια χρέη.
«Ο ρυθμός ανάπτυξης των δανείων εκτός χρηματοοικονομικού τομέα έγινε αρνητικός το 2009, έδειξε κάποιες διακοπτόμενες βελτιώσεις, αλλά και πάλι επιδεινώθηκε πέρσι. Τα πράγματα δεν έχουν βελτιωθεί έκτοτε: Τον Αύγουστο του 2013 τα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα ήταν 2% χαμηλότερα σε σχέση με πέρσι», σημειώνει ο Β. Μινχάου. «Αυτό που μας λένε τα τραπεζικά δεδομένα είναι ότι η οικονομία θα παραπαίει στα όρια της μηδενικής ή της χαμηλής ανάπτυξης στο άμεσο μέλλον, γιατί ο τραπεζικός τομέας δεν προμηθεύει την οικονομία με επαρκή κεφάλαια ώστε να επεκταθεί».
Το χρηματοδοτικό κενό των τραπεζών στην ευρωζώνη υπολογίζεται σε 2 τρισ. ευρώ. Τα «κόκκινα» δάνεια μόνο στον ευρωνότο αγγίζουν τα 1,2 τρισ. ευρώ. Στην Ελλάδα το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες έχει εκτιναχθεί σε ρεκόρ άνω του 30%. Έχει τον δεύτερο -μετά την Ιρλανδία- υψηλότερο ρυθμό αύξησης των «κακών» δανείων στην 4ετία και αναμένεται συνέχεια λόγω του ενιαίου φόρου ακινήτων που θα πλήξει καίρια την ήδη βυθισμένη στην ύφεση αγορά ακινήτων (-37% οι πραγματικές τιμές κατοικιών από το 2008) προκαλώντας νέα φουρνιά «κόκκινων» στεγαστικών δανείων το 2014.
Ενδεικτικό είναι ένα διπλό εκρηκτικό κοκτέιλ που στέλνει σήμα συναγερμού: «Το μεν ελληνικό μερίδιο στο σύνολο των κακών δανείων της Ε.Ε. από 2,3% το 2008 αυξήθηκε σταθερά σε 4,7% το 2012 και κατ’ εκτίμηση σε 5,6% το 2013, δηλ., δυόμισι φορές πάνω στην πενταετία. Το δε ποσοστό των κακών δανείων της χώρας στο σύνολο των τραπεζικών καταθέσεων εκτινάχθηκε από 5,3% το 2008 σε 51,9% το 2013, δεκαπλασιάστηκε!» (Κ.Ε. 22/12). Νούμερα που δείχνουν το βαθμό επιδείνωσης ενός τραπεζικού συστήματος τρύπιου, με τις καταθέσεις να μειώνονται και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να αυξάνονται διαρκώς.
Κι όμως, αρκετά ΜΜΕ προβάλλουν ως νίκη τη συμφωνία της ΕΕ για την «τραπεζική ένωση» για την εξισορρόπηση του συστήματος. Ωστόσο, το deal μπάζει και δεν πρόκειται να δουλέψει. Τα stress test των ευρωπαϊκών τραπεζών που αναμένεται να διευθετήσει η ΕΚΤ, ώστε να «φανερωθούν» οι τρύπες που θα χρειαστεί να καλυφθούν με νέα κεφάλαια, είναι δίκοπο μαχαίρι. Από τη μια πλευρά, χωρίς την «αμοιβαία στήριξη των κρατών-μελών», όπως λέει η συμφωνία, η EKT δύσκολα θα ανταποκριθεί χωρίς κινδύνους δικής της υπερχρέωσης. Από την άλλη μεριά, η Γερμανία γνωρίζει πως ένα «τραπεζικό ευρωομόλογο» είναι επισφαλές (σαν τα subprime) και θα την αναγκάσει να βάλει το χέρι στην τσέπη για να καλύψει πιθανές χρεοκοπίες, οπότε το απορρίπτει.
«Η ΕΚΤ δεν θα μπορεί να απαιτήσει αύξηση κεφαλαίων από τις τράπεζες, εάν δεν υπάρχει αμοιβαία στήριξη των κρατών και θα πιέζεται ουσιαστικά να “τυπώσει” για να μην χρεοκοπήσει η ίδια», σημειώνει ο Β. Μινχάου (FT 23/12). «Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ, έχει κάθε κίνητρο να μαγειρέψει τα αποτελέσματα των stress test», προσθέτει καυστικά.
Υπό αυτά τα αδιέξοδα, ο νέος τρόπος «σωτηρίας» προβληματικών τραπεζών στην ΕΕ θεσμοθετεί πλέον την επέκταση διασώσεων… αλά κυπριακά, εκ των έσω (bail-in), με «κουρέματα» καταθέσεων. Αλλά όσο εξαντλούνται τα πυρομαχικά των κυβερνήσεων από τις προηγούμενες διασώσεις που διόγκωσαν τα δημόσια χρέη, τόσο οξύνονται οι αντιπαραθέσεις για το ποιες ευρω-τράπεζες θα τη γλιτώσουν και με τι κόστος εις βάρος ποιων, με το Ecofin να μετατρέπεται διαρκώς σε ρινγκ.
Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ευρωζώνη είναι ήδη πάνω από το 90% και σύντομα θα είναι πάνω από το 100%. Όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα, η Lombard Street Research λέει ότι οι συνολικές υποχρεώσεις των μεγάλων εταιρειών στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία έχουν διπλασιαστεί από την αρχή της κρίσης. O ιδιωτικός τομέας όχι μόνο έχει τεράστιες υποχρεώσεις, αλλά επί της ουσίας έχει σχεδόν εξαντλήσει τα ρευστά του αποθέματα για να παραμείνει εν ζωή, προσθέτει.
Μια ευρω-θάλασσα, δηλαδή, με τράπεζες και επιχειρήσεις ζόμπι. Μια εικόνα που ισχύει για τον καπιταλισμό διεθνώς, αν δει κάποιος και τη «Μέκκα» των αγορών, τις ΗΠΑ, από όπου ξεκίνησε η νέα κρίση το 2007-08.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) αποφάσισε τελικά στις 17 Δεκεμβρίου να μειώσει από τον Ιανουάριο κατά 10 δισ. δολ. (σε 75 δισ. το μήνα από 85) το πρόγραμμα αγορών ομολόγων που εφαρμόζει ως τονωτικό μετά τη χειρότερη ύφεση από τη δεκαετία του 1930. Ωστόσο, η ανάπτυξη δεν αναμένεται να επιταχυνθεί με τον ρυθμό που ήλπιζαν στη Fed, όταν υπονόησαν για πρώτη φορά ότι θα επιβραδύνουν την «εκτύπωση» δολαρίων (ποσοτική χαλάρωση), προκαλώντας συνεχώς διχογνωμίες.
Η Τζάνετ Γέλεν, που αναλαμβάνει τον Ιανουάριο τη διοίκηση της Fed από τον Μπεν Μπερνάνκι, δεν είναι σίγουρη. «Η οικονομία και η αγορά εργασίας των ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν εικόνα που είναι πολύ χειρότερη από τις δυνατότητές τους», δήλωσε στη Γερουσία αποχαιρετώντας το 2013.
Την ίδια ώρα, πάντως, που στη μια όχθη ο Μπερνάνκι της Fed επιχειρεί να «φρενάρει» τα πιεστήρια, στην άλλη όχθη ο Ντράγκι της ΕΚΤ, ετοιμάζει να πάρει τη σκυτάλη της χαλάρωσης με υποσχέσεις για νέο LTRO (άτοκες μαζικές ενέσεις χρήματος) για να αποτρέψει τυχόν «ατυχήματα ρευστότητας». Κρατώντας πάντα και οι δυο σφιχτά τα γκέμια της λιτότητας.
Ο κίνδυνος αύξησης των επιτοκίων σε μια εύθραυστη παγκόσμια οικονομία ήδη έστειλε μηνύματα κλυδωνισμού: «Από τότε που ξεκίνησε η συζήτηση εξόδου από τα “πιεστήρια” το 10ετές ομόλογο των ΗΠΑ ενισχύθηκε πάνω από 1 ποσοστιαία μονάδα και ανέβηκε εκ νέου με την ανακοίνωση της Fed», προειδοποιεί ο Mοχάμετ Ελ-Εριάν, επικεφαλής της Pimco, της μεγαλύτερης εταιρείας διαχείρισης ομολόγων στην παγκόσμια αγορά. Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι κάθε άνοδος κατά μια μονάδα μειώνει την αξία των ομολόγων που κατέχουν οι τράπεζες παγκόσμια κατά 2,3 τρισ. δολ.
Στασιμότητα
Κι αυτό μας φέρνει στις προειδοποιήσεις του Λόρενς Σάμερς περί «χρόνιας στασιμότητας». Ο Λ. Σάμερς, πρώην ανώτερο στέλεχος της Goldman Sachs, πρώην πρόεδρος στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, παραδέχτηκε σε μια εκδήλωση του ΔΝΤ στο τέλος του 2013 πως «παρά την άνοδο των αγορών, τη χαλάρωση των πιστωτικών στάνταρ και το φθηνό χρήμα της τελευταίας δεκαετίας, η οικονομική ανάπτυξη στη Δύση ήταν μετά βίας μετριοπαθής», επαναφέροντας την ιδέα της «διαρκούς στασιμότητας».
Με άλλα λόγια: κρατήστε την αναπνοή σας. H Fed έχει ρίξει ήδη 4 τρισ. δολ. από το 2009. Οι κεντρικές τράπεζες φτιάχνουν ξανά φούσκες έτοιμες να σκάσουν, ενώ η πραγματική οικονομία παραμένει βαλτωμένη, αναιμική και ευάλωτη, με τα χρέη στα ύψη (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα).
Ο Σάμερς δεν είναι ο μόνος που αναφέρεται στη πιθανότητα «χρόνιας στασιμότητας» διεθνώς. Από τότε που ξεκίνησε η κρίση αρκετοί αναλυτές έχουν εξετάσει το ενδεχόμενο μιας χαμένης δεκαετίας, όπως ακριβώς συνέβη στην Ιαπωνία του 1990. Μια σειρά επίγονοι του κεϊνσιανισμού, όπως ο Πολ Κρούγκμαν, ο Μάρτιν Γουλφ αρθρογράφος στους FT και ο Γκάβιν Ντέιβις πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs και σχολιαστής στο blog των FT, ασπάζονται αυτή την εκτίμηση.
Ωστόσο, ο Μ. Γουλφ κάνει ένα βήμα παραπέρα στον τρόπο που το προσεγγίζει. Μιλά για βαθύτερη ανισορροπία, κάνοντας λόγο για «παγκόσμιο κορεσμό αποταμιεύσεων» και «επενδυτικό λοιμό», ως «προϋπάρχουσες δομικές αδυναμίες» που επιδεινώνονται (FT 19/11):
«Η ανάκαμψη από τη χρηματοοικονομική κρίση του 2007-08 ήταν πολύ αργή. Το πραγματικό ΑΕΠ των ΗΠΑ εξακολουθεί να μειώνεται, συγκριτικά με την τάση πριν από την κρίση... Πριν από την κρίση υπήρχαν χρηματοοικονομικές υπερβολές, οι οποίες είχαν καλυφθεί ή -όπως έχω υποστηρίξει και στο παρελθόν- ήταν η απάντηση σε προϋπάρχουσες δομικές αδυναμίες. Μία από αυτές τις αδυναμίες είναι ο “παγκόσμιος κορεσμός αποταμιεύσεων”, που μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί “επενδυτικός λοιμός”.
Η παγκόσμια οικονομία παρήγαγε περισσότερες αποταμιεύσεις από όσες ήθελαν να χρησιμοποιήσουν οι επιχειρήσεις, ακόμη και με πολύ χαμηλά επιτόκια. Αυτό δεν ίσχυε μόνο για τις ΗΠΑ άλλα και για τις περισσότερες οικονομίες υψηλού εισοδήματος. Αυτή η δυσκολία προϋπήρχε της κρίσης, αλλά επιδεινώθηκε σημαντικά με αυτήν».
Για τον Γουλφ, η κρίση προκλήθηκε από «υπερβολικές δαπάνες» και τώρα η ύφεση προκαλείται από την «υπερβολική αποταμίευση». Ο καπιταλισμός ταλαντεύεται από τη Σκύλα στη Χάρυβδη! Αυτό που δεν απαντά, όμως, ο Μ. Γουλφ είναι τι προκαλεί την «απροθυμία επενδύσεων» σε «βουνό αποταμιεύσεων»; Η ιδέα της πορείας της κερδοφορίας του κεφαλαίου, αν μη τι άλλο σε μια εξ ορισμού οικονομία του κέρδους, είναι εντελώς απούσα από τις εξηγήσεις, τόσο του Γουλφ όσο και του Κρούγκμαν.
Υπάρχουν, ωστόσο, μια σειρά μελέτες οικονομολόγων, οι οποίες δείχνουν ότι η προσέγγιση του Μαρξ στην ερμηνεία των κρίσεων -με βάση την εγγενή τάση του ποσοστού κέρδους να υποχωρεί μέσα στον ανταγωνισμό- είναι αυτό που δημιουργεί τα κενά ανάμεσα σε «αποταμιεύσεις και δαπάνες», ή αλλιώς σε κέρδη και επενδύσεις.
«Είναι η κερδοφορία, ηλίθιε»
Σε μελέτες τους, τόσο ο Ρόμπερτ Μπρένερ, ο Μάικλ Ρόμπερτς και ο Μικ Μπρουκς από τις ΗΠΑ, ο Κρις Χάρμαν από τη Βρετανία, όσο και δυο νέοι μαρξιστές οικονομολόγοι, ο Πέτερ Τζόουνς φοιτητής PhD από την Αυστραλία και ο Θέμης Καλογεράκος από το Πανεπιστήμιο Λουντ στη Σουηδία, όπως επίσης ο Θανάσης Μανιάτης από το τμήμα Οικονομικών Επιστημών στην Αθήνα και ο Σταύρος Μαυρουδέας από το ΑΠΘ που εξετάζουν την κρίση της ελληνικής οικονομίας, καταλήγουν με τον τρόπο τους στο ίδιο συμπέρασμα.
Κοιτώντας τις ΗΠΑ (ως σηματωρό), από το 1997 η πτωτική τάση στις κερδοφορίες (το ποσοστό κέρδους ως προς τις επενδύσεις) αποτέλεσε το υπόβαθρο για την πτώση των επενδύσεων, της απασχόλησης και της παραγωγής το 2001 και μόνο χάρη στο πιστωτικό μπουμ στην αγορά κατοικίας και στις μετοχές σε συνδυασμό με την αύξηση της εκμετάλλευσης -μέσω της μείωσης της απασχόλησης και των μισθών- κατάφερε να υπάρξει μια πρόσκαιρη ανάταση στην κερδοφορία έως το 2006. Πριν ακολουθήσει νέα πτώση που οδήγησε στη Μεγάλη Ύφεση, τραβώντας το χαλί κάτω από τα πόδια.
Σε απόλυτα νούμερα μπορεί τα κέρδη να ενισχύονται, αλλά τα κέρδη ως ποσοστό των επενδύσεων πιέζονται. Στις ΗΠΑ τα εταιρικά κέρδη σε απόλυτα νούμερα ανέκαμψαν εντυπωσιακά από τα χαμηλά στο τέλος του 2008. Ξεπέρασαν την προηγούμενη κορυφή τους το 2006 ήδη από το 2011 και τώρα φρενάρουν ξανά. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος της ανάκαμψης των κερδών από τα τέλη του 2008 κρατήθηκε, αντί να δαπανηθεί σε επενδύσεις.
Τα αδιανέμητα κέρδη των εταιρειών στις ΗΠΑ ανέρχονται σε 744 δισ. δολ. από μόλις 19 δισ. στο τέλος του 2008, εξηγεί ο Μάικλ Ρόμπερτς. Τα κέρδη είναι αυξημένα περίπου 1 τρισ. δολ. από τότε, οπότε μόνο το 30% της αύξησης των κερδών έχει πάει για νέες επενδύσεις. Αυτό εξηγεί γιατί η οικονομική ανάκαμψη είναι τόσο αδύναμη, μόλις 2% ετησίως στις ΗΠΑ. Ακριβώς η ίδια ιστορία βαραίνει διεθνώς.
Η συσσωρευμένη ρευστότητα συνολικά των εταιρειών στις ΗΠΑ είναι στα 2 τρισ. δολ. κι άλλα 2 τρισ. δολ. σε offshore, σύμφωνα με τον Εντουαρτν Λις (FT 13/5), μαζί χρηματοοικονομικός και μη χρηματοοικονομικός τομέας. Μόνο τα χρέη των εταιρειών εκτός χρηματοοικονομικού τομέα (εκτός τραπεζών κλπ) είναι κοντά στο 72% του αμερικανικού ΑΕΠ, το οποίο υπολογίζεται στα 15 τρισ. δολ. Αυτό δείχνει ότι το συσσωρευμένο ρευστό είναι μικρότερο από τα συσσωρευμένα χρέη των επιχειρήσεων.
Εξετάζοντας την κερδοφορία, τις κινήσεις του ποσοστού κέρδους στις ΗΠΑ ιστορικά, κατά μέσο όρο υπάρχει μια πτώση σχεδόν 30% μεταξύ 1946 και 2011. Σε κανένα σημείο ανάκαμψης η κερδοφορία δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη «χρυσή εποχή» 1946-65, παρατηρεί ο Μ. Ρόμπερτς. Η μεγαλύτερη πτώση σημειώνεται μεταξύ 1965-82 σχεδόν 20%. Στη συνέχεια υπάρχει ανάκαμψη στο ποσοστό κέρδους κοντά 20% από το 1982 έως το 1997, την περίοδο στροφής στο νεοφιλελευθερισμό και τη σημαντική πτώση του εργατικού κόστους καθώς αυξάνεται η εκμετάλλευση για την ανάκτηση των κερδοφοριών. Όπως λέει ο Ρόμπερτς, από το 1997 το ποσοστό κέρδους έχει υποχωρήσει περίπου 9%, σχεδόν στο μισό ρυθμό μείωσης της προηγούμενης πτωτικής φάσης (1965-82) και η πτωτική τάση δεν έχει τελειώσει ακόμα.
«Τι μπορεί να γίνει; Μία πιθανότητα, την οποία ανέφερε και ο Σάμερς και στήριξαν πολλοί οικονομολόγοι (εκ των οποίων και εγώ), είναι να χρησιμοποιηθούν οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις για να χρηματοδοτηθεί μία αλματώδης αύξηση των δημοσίων επενδύσεων», καταλήγει ο Μ. Γουλφ.
Αυτό που προτείνει η νεοκεϊνσιανή σχολή είναι ότι η ανισορροπία μπορεί να σταματήσει με την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, που θα ενθαρρύνει τους καπιταλιστές να επενδύσουν. Αλλά κι αυτό έχει πρόσκαιρα αποτελέσματα, όπως έχει φανεί ιστορικά.
Ο δανεισμός και οι δαπάνες του κράτους μπορεί να λειτουργούν σταδιακά τονωτικά για ένα διάστημα, απορροφώντας το πλεόνασμα που δημιουργεί το «κενό αποταμιεύσεων και επενδύσεων». Αλλά οι πιέσεις της ύφεσης έρχονται από άλλες διαδρομές. Τα δάνεια των κυβερνήσεων θα πρέπει να αποπληρωθούν, αλλιώς τα νομίσματα θα καταρρεύσουν και ο πληθωρισμός θα ανέβει, τα επιτόκια το ίδιο. Εάν φορολογηθούν περαιτέρω τα κέρδη των επιχειρήσεων θα κοπεί η διάθεση επενδύσεων ξανά κι αν μαζί φορολογηθούν περαιτέρω οι καταναλωτές τότε θα μειωθεί η αγοραστική δύναμη… και η ύφεση επανέρχεται.
Από την άλλη πλευρά, με τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του σοκ, εάν αφεθούν εταιρείες να χρεοκοπήσουν για να σωθούν άλλες μπας και μειωθεί η πίεση στα ποσοστά κέρδους, ελλοχεύει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μια μαύρη τρύπα αλά Lehman Brothers που ρουφάει τα πάντα. Εάν αυξηθεί περαιτέρω το ποσοστό της εκμετάλλευσης των εργατών για να ανατάξει τις κερδοφορίες, τότε μειώνεται η αγοραστική δύναμη και η παραγωγή δεν μπορεί να απορροφηθεί. Οπότε, εάν λύση θεωρούνται ξανά οι φούσκες, τότε τα κραχ και οι υφέσεις πάνε πακέτο.
Οι πιέσεις της ύφεσης πηγάζουν από παντού στον καπιταλισμό και ο μόνος τρόπος να σταματήσουν είναι το ξήλωμα -και όχι το φτιασίδωμα- αυτού του παρανοϊκού, χαοτικού, συστήματος, που σπέρνει την καταστροφή για να επιβιώνει. Γι’ αυτό, η στήριξη και ο συντονισμός των απεργιακών αγώνων σήμερα, είναι τόσο καθοριστικής σημασίας.