Ποιά προοπτική υπάρχει μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές; Προοπτική εκτόνωσης της πολιτικής και οικονομικής κρίσης σε βάρος της αριστεράς και του κινήματος ή μήπως ένας νέος γύρος με ανταρσίες και αγώνες; Η Μαρία Στύλλου εντοπίζει τις αστάθειες αλλά και τη ριζοσπαστικοποίηση που έχει μπροστά της η νέα κυβέρνηση Παπανδρέου.
Όταν η δεξιά γκρεμίζεται στις εκλογές και ακολουθεί μια μεγάλη κρίση στο εσωτερικό της, τότε το κίνημα και η αριστερά πρέπει να πανηγυρίζουν. Κανένας δεν μπορεί να ξεχάσει ότι αυτή η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα της αντίστασης, της εξέγερσης του Δεκέμβρη και της οργής που εκφράστηκε όχι μόνο στις κάλπες, αλλά και όλη την πενταετία στους δρόμους, στα σχολεία και στις σχολές, στους εργατικούς χώρους και τα συνδικάτα.
Αυτό είναι το φάντασμα που ακολουθεί το ΠΑΣΟΚ από την πρώτη μέρα της εκλογής του. Ακόμα κι αν είχε αμφιβολίες για την περίοδο χάριτος που το περίμενε, του το επιβεβαίωσαν η απεργία στον ΟΛΠ, οι απεργίες στη Vodaphone και τη Wind, οι κινητοποιήσεις στον Σκαραμαγκά που διεκδικούν οι εργαζόμενοι όχι μόνο να μην χάσουν τις δουλειές τους αλλά να περάσει το ναυπηγείο ξανά στο κράτος. Όπως το 1985 ανάγκασαν, με κατάληψη των ναυπηγείων, την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να τα κρατικοποιήσει, το ίδιο ζητάνε και τώρα.
Με το καλημέρα, το ΠΑΣΟΚ βρίσκει μπροστά του το κίνημα που έστειλε στον καιάδα τον Καραμανλή και τη Νέα Δημοκρατία. Οι Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς την επομένη των εκλογών στην Ελλάδα είχαν πρωτοσέλιδο σχόλιο ότι «οι εκλογές στην Ελλάδα αλλάζουν το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη. Σπάει το σήριαλ των κεντροδεξιών κυβερνήσεων και κερδίζει η κεντροαριστερά». Το σχόλιο δεν μένει στην διαπίστωση αλλά συμβουλεύει τη νέα κυβέρνηση να μην ενδώσει στις πιέσεις του κινήματος. Βλέπετε ότι όταν μιλάνε για κίνημα στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να πάνε στο τόσο μακρινό παρελθόν. Μόλις πριν 10 μήνες έγινε η εξέγερση του Δεκέμβρη και πριν μερικούς μήνες οι μεγάλες αντιρατσιστικές διαδηλώσεις στις 29 Μάη και στις 9 Ιούλη.
Αυτή ήταν άλλωστε και η αιτία που το ΛΑΟΣ δεν βγήκε κερδισμένο από την πτώση της Ν.Δ., αντίθετα έπεσε σε σχέση με τις Ευρωεκλογές δυο μονάδες. Θα ήμασταν ευχαριστημένοι εάν εξαφανίζονταν τελείως, κι αυτός είναι ένας από τους στόχους του αντιρατσιστικού κινήματος.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ξεκινάει με μια πλειοψηφία 10 μονάδων πάνω από το κόμμα της Ν.Δ., και αυτό μεταφράζεται (με τη βοήθεια και του εκλογικού νόμου) σε 160 βουλευτές, αλλά αυτό ξέρουμε ότι δεν εξασφαλίζει στη νέα κυβέρνηση ούτε σταθερότητα ούτε ανοχή.
Το ΠΑΣΟΚ το ’93 κέρδισε με μεγαλύτερο ποσοστό, πήρε 46,88%, αλλά αυτό δεν εμπόδισε να ξεκινήσουν πολύ γρήγορα οι απεργίες. Η δεκαετία 1993-2003 που το ΠΑΣΟΚ ήταν στην κυβέρνηση αρχικά με τον Αντρέα Παπανδρέου και στη συνέχεια με τον Σημίτη, είναι η περίοδος των μεγάλων ανταρσιών. Γι’ αυτό ο Γιώργος Παπανδρέου χρειάζεται να σκέφτεται όταν χρησιμοποιεί με τόση σιγουριά το παράδειγμα του ’93. Τότε που υποτίθεται ότι όχι μόνο κέρδισε το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές αλλά κατάφερε να δαμάσει την κρίση και τα ελλείμματα που κληρονόμησε από την κυβέρνηση του Μητσοτάκη. Τότε η Ν.Δ. είχε χάσει τις εκλογές με ποσοστό 39,3% σε σύγκριση με 33,48% που πήρε στις 4 Οκτώβρη.
Η προηγούμενη φορά
Οι εκλογές του ’93 έγιναν στις 10 Οκτώβρη, και άρα το επόμενο βήμα της νέας κυβέρνησης ήταν η κατάθεση του προϋπολογισμού. Ο χαρακτηρισμός ότι με εκείνο τον προϋπολογισμό το ΠΑΣΟΚ «αθέτησε» τις υποσχέσεις που έδωσε είναι πολύ χλιαρός. Η πραγματικότητα ήταν ότι προκάλεσε σοκ γιατί το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών πήγαινε στις τράπεζες για τοκοχρεολύσια παρά για μισθούς και συντάξεις. Το ότι αυτό ήταν «αναγκαίο αλλά και προσωρινό», διότι η καινούργια κυβέρνηση είχε το φάρμακο της αναθέρμανσης της οικονομίας και του ελέγχου των ελλειμμάτων αποδείχτηκε ένα μεγάλο ψέμα. Ο προϋπολογισμός του 1995 ήταν το ίδιο και χειρότερος. Τον Απρίλη του 1994, στο Τρίτο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, ο Αντρέας Παπανδρέου ανοίγει την ομιλία του με τη δήλωση:«Να κάνουμε σημαία την φράση των κλασικών οικονομολόγων ότι όσο μεγαλώνει η αγορά, τόσο αυξάνεται και η ευημερία των εθνών». Είναι δήλωση μετάνοιας για να πείσει τον ΣΕΒ και τους τραπεζίτες ότι το «πιστεύουμε και εις τις κρατικοποιήσεις» του ’81, έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί.
Δεν ήταν μόνο ιδεολογική κολοτούμπα, αλλά σηματοδοτούσε το τι θα περνούσε στη συνέχεια. Γίνεται νέα απόπειρα ιδιωτικοποίησης των ΔΕΚΟ, ξεκινώντας από τον ΟΤΕ, με στόχο να προχωρήσει στη ΔΕΗ, στις τράπεζες, στην Ολυμπιακή.
Βοήθησαν αυτά τα μέτρα; Αναθερμάνθηκε η οικονομία; Οι ιδιώτες προχώρησαν σε επενδύσεις; Η ανεργία μειώθηκε; Η καλύτερη περιγραφή είναι αυτή που έχει το περιοδικό «Σοσιαλισμός Από τα Κάτω», Νο 17 (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1995) στο άρθρο «Η χρεωκοπία της αγοράς», σελ. 7: «Τα κέρδη το ’92 εκτινάζονται στο 358%, ενώ το ’93 αυξάνονται ακόμα 10% και το ’94 ακόμα 30%. Το ερώτημα είναι πού πάνε αυτά τα κέρδη; Ποιός είναι ο ρυθμός των νέων επενδύσεων, σε μια περίοδο με χαμηλό κόστος εργασίας;
Η εικόνα είναι ότι οι επενδύσεις πέφτουν συνεχώς και από 238 δις το 1988 κατεβαίνουν στα 181 δις το 1995. Αντίθετα αυτά που ανεβαίνουν είναι το τζογάρισμα στα ρέπος και η αγορά κρατικών χρεογράφων (έντοκα γράμματια και ομόλογα)».
Το ΠΑΣΟΚ ανακαλύπτει πολύ γρήγορα ότι οι εργατικοί χώροι ξεσηκώνονται. Το 1994 γίνεται η κατάληψη του ναυπηγείου του Νεωρίου στη Σύρο με το ιστορικό σύνθημα που έγραψαν οι εργάτες στην προβλήτα «ΠΑΣΟΚ μας πρόδωσες». Οι εργάτες του Γαβριήλ (εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας) κάνουν κατάληψη με αίτημα να μην κλείσει το εργοστάσιο. Οι εργαζόμενοι στον ΟΤΕ ξεκινάνε απεργία ενάντια στην ιδιωτικοποίηση. Η προηγούμενη απεργία ήταν τότε που έπεσε η κυβέρνηση του Μητσοτάκη τον Σεπτέμβρη του ’93. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές με την υπόσχεση ότι δεν θα ιδιωτικοποιήσει τον ΟΤΕ, και μετά από λίγους μήνες ο Παπαντωνίου όπως παλιότερα ο Μάνος, έγραψε την υπόσχεση στα παλιά του τα παπούτσια. Τότε βγήκε και το σύνθημα «Τι Γιάννος, τι Μάνος». Η απεργία στον ΟΤΕ κινδύνευε να τινάξει την καινούργια κυβέρνηση στον αέρα και γι’αυτό στριμωγμένος ο Παπαντωνίου, αναγκάστηκε προσωρινά να υποχωρήσει.
Το 1995 είναι η χρονιά της έκρηξης. Τα αγροτικά μπλόκα κλείνουν το δρόμο Αθήνας- Θεσσαλονίκης, οι εκπαιδευτικοί απεργούν με αίτημα αυξήσεις και όχι στην αξιολόγηση, οι εργάτες στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά 10 χρόνια μετά την κρατικοποίηση απεργούν και διαδηλώνουν με αίτημα «όχι στην ιδιωτικοποίηση, όχι στην επιστροφή στο Νταχάου του Νιάρχου». «Πριν τις εκλογές έρχονταν και μας έλεγαν ότι το ναυπηγείο θα παραμείνει δημόσιο. Τώρα κάνουν στροφή 180 μοιρών… ο κόσμος μέσα είναι αντίθετος στην ιδιωτικοποίηση και θέλει να παλέψει με μπροστάρη το σωματείο. Δεν θα δεχτούμε κανέναν ιδιώτη στο ναυπηγείο». Αυτά δήλωσε απεργός του Σκαραμαγκά στο περιοδικό «Σοσιαλισμός από τα Κάτω», Νο 15 (Μάρτης-Απρίλης 1995), σελ. 18.
Στις 9 Σεπτέμβρη του ’96 γίνονται ξανά εκλογές που τις κερδίζει ο Σημίτης. Οι απεργίες το ’96 ξεκίνησαν από τις παραμονές της κατάθεσης του προϋπολογισμού. Οι λιμενεργάτες απεργούσαν για δυο βδομάδες διεκδικώντας αυξήσεις και επιδόματα. Οι ναυτεργάτες με απεργίες τον Δεκέμβρη και το Γενάρη διεκδικούσαν να μην αυξηθεί ο συντελεστής φορολογίας στις αποδοχές τους. Τα λιμάνια ήταν κάτω από τον έλεγχο των ναυτεργατών. Οι καθηγητές κατέβηκαν σε απεργία που κράτησε 8 εβδομάδες και τράβηξαν μαζί τους και δάσκαλους σε απεργία τριών εβδομάδων. Ήταν η απεργία που ανάγκασε το Σημίτη και τον Παπαντωνίου να δώσουν αυξήσεις στους άλλους κλάδους του δημοσίου, για να μην γενικευτούν οι αντιδράσεις.
«Το εκκρεμές κινείται αριστερά και πρέπει να προλάβουμε» ήταν η διαπίστωση στην έκτακτη σύσκεψη της ΠΑΣΚΕ που έγινε στα τέλη Ιούνη του 1996. Στη σύσκεψη πήραν μέρος πάνω από 500 συνδικαλιστές, οι περισσότεροι εκλεγμένοι σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σωματεία, σχεδόν όλη η δύναμη του ΠΑΣΟΚ στα συνδικάτα της Κοινής Ωφέλειας. Αυτή ήταν η πρώτη ανοιχτή σύγκρουση των συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ με την κυβέρνηση. Οι ανταρσίες που ακολούθησαν μέσα στα συνδικάτα και μέσα στους χώρους ήταν μεγαλύτερες. Το 1998 στο συνέδριο του ΕΚΑ, η ΠΑΣΚΕ κατέβηκε με δυο ψηφοδέλτια. Το αριστερό κομμάτι - γύρω στους 150 συνέδρους - στήριξε το ψηφοδέλτιο της Μαρίας Φραγκιαδάκη (ΠΟΣΠΕΡΤ) και του Γιάννη Τσιβγούλη (ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ).
Την ίδια χρονιά η ΔΗΣΚ, η παράταξη του ΠΑΣΟΚ στην Ιονική αποχωρεί από την ΠΑΣΚΕ και πρωτοστατεί στη μεγάλη απεργία της Ιονικής. Στις 16 Μάη, η Κοινοβουλευτική ομάδα και η Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ συνεδριάζουν με την προστασία της αστυνομίας και πολιορκημένοι από τους απεργούς της Ιονικής. Όταν η κυβέρνηση τόλμησε να στείλει τα ΜΑΤ στην κατάληψη του Μηχανογραφικού της Ιονικής, οι σύνεδροι του ΕΚΑ, ζήτησαν την προσωρινή διακοπή του συνεδρίου, και κατέβηκαν μαζικά να στηρίξουν την κατάληψη στον Πειραιά. Την επόμενη μέρα το Ε.Κ.Πειραιά κήρυξε 24ωρη απεργία συμπαράστασης. Στην απεργιακή πορεία υπήρχε η μαζική παρουσία των λιμενεργατών, των εργατών του ΟΣΕ, του ΗΣΑΠ, της Ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, γεγονός που έδειχνε την δυσκολία της κυβέρνησης να απομονώσει τους απεργούς. Ήταν ακόμα μια απόδειξη για το πόσο η διάθεση για σύγκρουση ήταν γενικευμένη.
Μέσα σ’ αυτήν την περίοδο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα αυτά που ήταν στην κυβέρνηση, μπήκαν σε μεγάλη κρίση. Η κυβέρνηση του Σημίτη δεν ήταν εξαίρεση. Από το 2001 μέχρι την «αυτοπαραίτησή του» έβλεπε να χάνει μαζικά την επιρροή του. Όμως το πιο επικίνδυνο για τους καπιταλιστές και την κυρίαρχη τάξη ήταν ότι στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας άρχισε να εμφανίζεται και ένα κίνημα πολύ πιο ριζοσπαστικοποιημένο από πριν. Οι αντικαπιταλιστές δεν γέμιζαν μόνο τους δρόμους του Σηάτλ, της Πράγας και της Γένοβα, αλλά τις σχολές, τα σχολεία, τους χώρους δουλειάς. Το σύνθημα «οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη» ήταν η απάντηση σε ένα σύστημα που δεν μπορούσε να ελέγξει την κρίση του.
Το ΠΑΣΟΚ την δεκαετία 1993-2003 πραγματικά ξελάσπωσε τον ελληνικό καπιταλισμό, τον πήγε από την κρίση του ’92-’93 στην ένταξη στο Ευρώ και τον ανέβασε στην «ανάκαμψη» της φούσκας του Κλίντον. Ήταν το «θαύμα» του 2004 που κράτησε όσο και οι φούσκες.
Αλλά φόρτωσε τεράστια βάρη στην εργατική τάξη. Έκανε τις πιο πολλές ιδιωτικοποιήσεις και μεγάλωσε τις ταξικές ανισότητες. Το χάσμα ανάμεσα στο πλουσιότερο 10% του πληθυσμού και στο φτωχότερο 10% εκτινάχτηκε.
Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε το κόστος αυτής της απληστίας. Έστρωσε το δρόμο στον Καραμανλή, αλλά και βρέθηκε στριμωγμένο από τα αριστερά του. Οι εμπειρίες των αγώνων τροφοδότησαν μια νέα ριζοσπαστικοποίηση που φάνηκε στις εκρήξεις της πενταετίας Καραμανλή.
Έχουν αλλάξει τα πράγματα;
Σήμερα η κρίση του καπιταλισμού είναι πολύ χειρότερη από αυτή του ’90. Το κόστος της στήριξης των Τραπεζών και των επιχειρήσεων έχει σημάνει ότι όλες οι κυβερνήσεις και όλες οι κρατικές οικονομίες είναι καταχρεωμένες. Οι υποθέσεις και οι δηλώσεις ότι αυτή τη στιγμή έχουν καταφέρει να σταθεροποιήσουν την παγκόσμια οικονομία είναι σκέτη ευχή. Ο οικονομολόγος Ρουμπίνι δεν αποκλείει ότι η παγκόσμια οικονομία μπορεί να βυθιστεί ξανά στην ύφεση, και γι’ αυτό μιλάει όχι μόνο για εύθραυστη ανάκαμψη (όπου υπάρχουν τέτοια στοιχεία), αλλά και για κρίση που μοιάζει με το γράμμα W (ύφεση, ανάκαμψη και ξανά ύφεση).
Ο Μάρτιν Γουλφ, στην επιφυλλίδα του στους Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς, συμβουλεύει τις κυβερνήσεις να μην σταματήσουν να ρίχνουν λεφτά και να ενισχύουν τον ιδιωτικό τομέα, γιατί θεωρεί ότι υπάρχει κίνδυνος νέας ύφεσης. Την ώρα που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ετοιμάζεται να χαρίσει το λιμάνι του Πειραιά στην Cosco, ο αρθρογράφος των F.T. κάνει την παρατήρηση ότι «ο ιδιωτικός τομέας είναι εξαιρετικά εύθραυστος».
Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι χειρότερη. Το 2009, το 2010 και πιθανόν το 2011, η οικονομία πηγαίνει για αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης. Το πρώτο τρίμηνο του 2009 η ανάπτυξη ήταν 0,3%, το δεύτερο τρίμηνο -0,3%, και το τρίτο τρίμηνο προβλέπεται -1,5%. Οι επενδύσεις μειώνονται, το ίδιο και οι εξαγωγές.
Αυτή η εικόνα δεν σημαίνει ότι οι καπιταλιστές δεν βγάζουν κέρδη. Απλά δεν είναι διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε επενδύσεις και ρίχνουν τα λεφτά τους στο τζόγο. Ενδεικτικό είναι το τι γίνεται με τις Τράπεζες. Τα κέρδη των Τραπεζών έχουν ανέβει παγκόσμια και στην Ελλάδα μέσα από τα πακέτα διάσωσης, μέσα από το ότι κάποιες τράπεζες έκλεισαν και έτσι είναι λιγότερες αυτές που μοιράζονται μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς. Αυτό έχει σημάνει όχι τη διευκόλυνση των νοικοκυριών που είναι χρεωμένα μέσα από κάρτες και στεγαστικά δάνεια, αλλά τον τζόγο στο Χρηματιστήριο. Η αναθέρμανση των Χρηματιστήριων διεθνώς και στην Ελλάδα, δεν οδηγεί σε αναθέρμανση της οικονομίας, αλλά στην πιθανότητα μιας καινούργιας φούσκας.
Όταν αυτή είναι η εικόνα του καπιταλισμού, οι δηλώσεις Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου ότι ο κύριος στόχος της κυβέρνησης είναι να δαμάσει το έλλειμμα στέλνουν ρίγη ανησυχίας σε όλον τον κόσμο που θυμάται το ’93, που έριξε την κυβέρνηση της Ν.Δ., και δεν θέλει να ξαναζήσει τις ίδιες επιθέσεις από το ΠΑΣΟΚ.
Το δημόσιο έλλειμμα θα φτάσει φέτος με όλες τις προβλέψεις γύρω στο 12%. Σίγουρα το ότι έχει φτάσει μέχρι εδώ δεν είναι αποτέλεσμα των γενναιόδωρων αυξήσεων και συντάξεων προς τους εργαζόμενους. Ούτε γιατί τα τελευταία χρόνια έχουν ανέβει οι κοινωνικές δαπάνες. Φέτος οι μαθητές ξεκίνησαν με το καλημέρα τις καταλήψεις με αίτημα προσλήψεις εκπαιδευτικών και κάλυψη όλων των κενών μέσα στα σχολεία.
Το έλλειμμα ανέβηκε γιατί το κράτος επιδοτεί όλα αυτά τα χρόνια τους ιδιώτες. Επιδότηση στις Τράπεζες, με την μεγαλύτερη πρόκληση τα 28 δις ευρώ, επιδότηση στις κατασκευαστικές εταιρίες, στους εφοπλιστές, στις πολυεθνικές των τροφίμων και δεν έχει τέλος. Και ενώ τους τα δίνει, ταυτόχρονα έχει μειώσει την φορολογία στα κέρδη.
Αυτό το έλλειμμα διεκδικούν να μειώσουν η Τράπεζα της Ελλάδος, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα, ο Αλμούνια και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Ποιά είναι η υπόσχεσή τους; Να πέσει μέσα σε δυο χρόνια το έλλειμμα από το 12% στο 4%. Αυτό σημαίνει περικοπές της τάξης του 8%, που τα 2/3 θα πρέπει να γίνουν μέσα από τη μείωση των δημοσίων δαπανών σύμφωνα με τη δήλωση του Προβόπουλου και μόνο το 1/3 μέσα από τη φορολογία. Και για να μην υπάρχει καμιά παρεξήγηση ο διοικητής της Τράπεζας διευκρινίζει ότι δεν εννοεί αύξηση του φορολογικού συντελεστή, αλλά διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Είναι σαφές ότι ο ισχυρισμός της κυβέρνησης πως ο έλεγχος των ελλειμμάτων θα φέρει τη νέα ανάκαμψη ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας. Το μόνο που θα προκαλέσει είναι ένα νέο γύρο εκρήξεων, που η προηγούμενη οκταετία του Σημίτη και η πενταετία του Καραμανλή θα ωχριούν μπροστά του.
Δεν μπαίνουμε σε μια φάση σταθεροποίησης ούτε της οικονομίας, ούτε της πολιτικής. Η θεωρία, που ακούγεται από τα δεξιά, αλλά τη συμμερίζονται και κομμάτια από την αριστερά, ότι το ΠΑΣΟΚ θα σημάνει μια νέα ηγεμονία που θα ενώσει κάτω από τον έλεγχό του την εργατική τάξη και τους αστούς, δεν έχει λειτουργήσει τις προηγούμενες φορές, πολύ περισσότερο δεν θα συμβεί σήμερα.
Η αριστερά δεν υποχωρεί σε όλη την Ευρώπη ούτε και στην Ελλάδα όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι διάφοροι κονδυλοφόροι. Την τελευταία χρονιά ένα μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ πήγε προς τα αριστερά, και αυτό έδωσε τη δυνατότητα στα δυο κόμματα, το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ, παρ’ όλες τις αδυναμίες τους, να αυξήσουν τη δύναμή τους ανάμεσα στις εκλογές του 2004 και του 2009 κατά 3,5 μονάδες. Σίγουρα είναι λίγο, αλλά αυτό δεν αναιρεί την αριστερόστροφη συγκυρία και την προοπτική ότι η αριστερά μπορεί να βγεί ενισχυμένη το επόμενο διάστημα ενώ θα κυβερνάει το ΠΑΣΟΚ. Ας θυμηθούμε τη διαπίστωση των συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ το 1996 που έλεγαν ότι «το εκκρεμές κινείται αριστερά». Και είχαν δίκιο.
Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1996 το ΠΑΣΟΚ κέρδισε με 41,49% (έπεσε πεντέμιση μονάδες σε σύγκριση με το 1993), όμως όλη αυτή η πτώση πήγε στα αριστερά. Για πρώτη φορά το ΔΗΚΚΙ (το κόμμα του Τσοβόλα) μπήκε στη Βουλή με 4,43% και έχασε η ΠΟΛΑΝ (το κόμμα του Σαμαρά). Επίσης ο ΣΥΝ πήρε 5,06% και μπήκε στη Βουλή, ενώ το 1993 δεν είχε μπορέσει να φτάσει το 3%, και το ΚΚΕ ανέβηκε κατά 1% από 4,54% το ’93 στο 5,55%. Η αριστερά ήταν μια μεγάλη δύναμη που μπορούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Όμως οι ηγεσίες έχασαν το τρένο.
Για να δικαιολογήσουν την αδυναμία τους να δώσουν προοπτική στον κόσμο που μετατοπίζεται από το ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά, ρίχνουν την ευθύνη στον κόσμο. Ο κόσμος, λένε, έχει χαμηλή συνείδηση γιατί ψηφίζει το μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ. Τι είναι αυτή η θεωρία;
Η θεωρία της μετάλλαξης
Κάποιοι σχολιαστές που θυμούνται τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όταν για πρώτη φορά εκλέχτηκε το 1981, ιδιαίτερα τα δυο πρώτα χρόνια, και τα συγκρίνουν με την οκταετία του Σημίτη και τις προγραμματικές δηλώσεις του Γιώργου Παπανδρέου, μιλάνε για μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ. Υποστηρίζουν ότι τότε το ΠΑΣΟΚ ήταν σοσιαλδημοκρατικό, ενώ τώρα είναι σοσιαλφιλελεύθερο. Με άλλα λόγια είναι ένα κόμμα της κυρίαρχης τάξης με σπασμένες όλες τις γέφυρες με την εργατική τάξη. Κατά τη γνώμη τους ο χαρακτηρισμός του Λένιν για τη σοσιαλδημοκρατία σαν αστικοεργατικό κόμμα δεν ισχύει πια. Το ΠΑΣΟΚ έχει μεταλλαχτεί από τότε, γι’ αυτό και μιλάνε για δικομματισμό.
Η άποψη περί μετάλλαξης κάνει δυο σοβαρά λάθη. Το πρώτο και βασικότερο είναι ότι εξωραίζει το «παλιό καλό ΠΑΣΟΚ», και του δίνει συγχωροχάρτι για την πρώτη τετραετία. Ίσως γιατί τότε το ΚΚΕ συνεργάστηκε με το ΠΑΣΟΚ και υποστήριζε ότι το δικό του δυνάμωμα θα πίεζε την κυβέρνηση του Αντρέα να προχωρήσει στην Αλλαγή. Το γνωστό σύνθημα «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ» είναι δύσκολο να ξεχαστεί.
Μέσα στην πρώτη τετραετία το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση έκανε τις μεγαλύτερες ανατροπές σε όλα όσα είχε στο πρόγραμμα του. Στον αντιιμπεριαλισμό – το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» έγινε συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. Στην οικονομία – ο Κεϋνσιανισμός και η ενίσχυση του κρατικού τομέα έγιναν επιθέσεις του Αρσένη στις ΔΕΚΟ και πρόγραμμα λιτότητας το 1985 του Σημίτη. Εάν μιλάμε για ανταρσίες στη βάση του ΠΑΣΟΚ και στα συνδικάτα, οι μεγαλύτερες έγιναν τότε. Η ΓΣΕΕ διασπάστηκε, μόνο ένα μικρό κομμάτι των συνδικαλιστών έμεινε πιστό στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ενώ η πλειοψηφία μαζί με την αριστερά απόκτησαν τον έλεγχο της Εργατικής Συνομοσπονδίας.
Οι απεργίες ενάντια στο πακέτο του Σημίτη ήταν αυτές που ανάγκασαν τον Αντρέα Παπανδρέου να τον “παραιτήσει”, αλλιώς κινδύνευε να χάσει τον έλεγχο και στα συνδικάτα και στο κόμμα του. Όσοι λοιπόν βλέπουν ένα ποιοτικό χάσμα ανάμεσα στον Αντρέα και τον Σημίτη πέφτουν έξω.
Το δεύτερο λάθος που κάνει αυτή η άποψη είναι σε σχέση με σήμερα. Προσπαθεί να εξηγήσει την εκλογή του ΠΑΣΟΚ με όρους συνομωσίας. Το Αμερικάνικο λόμπι και ο ΣΕΒ στηρίζουν τον Γιώργο Παπανδρέου γιατί είναι περισσότερο δικός τους σε σχέση με τον Καραμανλή. Το δυσάρεστο μ’ αυτή την άποψη είναι ότι προέρχεται από κύκλους της αριστεράς, που θεωρούν ότι η ταξική πάλη έχει ξοφλήσει, το ίδιο και οι εργάτες, και ότι αυτό που καθορίζει τις εξελίξεις είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα διάφορα κέντρα εξουσίας. Αυτές οι θεωρίες επαναλαμβάνουν τις μαοϊκές απόψεις που κυριαρχούσαν στην Ελλάδα το ’70 και διαιρούσαν την αστική τάξη σε Ευρωπαιόδουλη και Αμερικανόδουλη.
Σήμερα αυτή η άποψη χάνει από τα μάτια της δύο πράγματα. Το πρώτο ότι η σοσιαλδημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα συνεχίζει να έχει δεσμούς με την εργατική τάξη, και το δεύτερο ότι αυτές οι σχέσεις είναι πολύ πιο αδύνατες από παλιότερα. Έχει χάσει τον έλεγχο που είχε παλιότερα.
Το σύνθημα «το ποτάμι πίσω δεν γυρνά» δεν ισχύει μόνο για τις καταλήψεις και τις απεργίες, ισχύει για τις εμπειρίες, τις μάχες και την πολιτικοποίηση ενός μεγάλου κομματιού που ψήφισε όχι μόνο την αριστερά αλλά και το ΠΑΣΟΚ. Είναι ποτάμι που κουβαλάει ήδη τις εμπειρίες της σύγκρουσης με το ΠΑΣΟΚ.
Το ρεύμα προς τα αριστερά της τελευταίας πενταετίας δεν μηδενίζεται επειδή ο Γιώργος Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές ούτε εξανεμίζεται έτσι εύκολα επειδή το ΠΑΣΟΚ έγινε κυβέρνηση. Ήταν μια πενταετία με τεράστιες οικονομικές και πολιτικές μάχες. Το αντιπολεμικό κίνημα, οι πρωτοβουλίες ενάντια στον ρατσισμό, ο Δεκέμβρης γενίκευσαν τους επιμέρους αγώνες και άνοιξαν τα ερωτήματα για ποια κοινωνία παλεύουμε. Η κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς και η παγκόσμια οικονομική κρίση, αντί για σοκ και δέος, αντί για τάσεις προς τη «συντήρηση» κα τον «επιβιωτισμό» μέσα στην εργατική τάξη, δυνάμωσαν την αριστερά και ιδιαίτερα την αντικαπιταλιστική Αριστερά όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη.
Η άνοδος του ΝPΑ στη Γαλλία, της Die Linke στη Γερμανία και του Μπλόκου της Αριστεράς στην Πορτογαλία είναι τα πιο πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα, αλλά δεν είναι τα μόνα. Υπάρχει μεγάλο ρεύμα προς την αριστερά και δεν πρέπει να το αφήσουμε αυτή τη φορά να χαθεί. Οι αντικαπιταλιστές χρειάζεται να βρεθούν στην πρώτη γραμμή αυτής της μάχης – και για τους αγώνες που μας περιμένουν και για την προοπτική ενός άλλου κόσμου σοσιαλιστικού.