Οι προσπάθειες να ντυθεί ο καπιταλισμός στα πράσινα είναι κοροϊδία. Όπως εξηγεί ο Σωτήρης Κοντογιάννης, τα σχετικά προγράμματα του Ομπάμα και του Παπανδρέου προωθούν μια λύση που δεν είναι ούτε πράσινη ούτε ανάπτυξη.
«Η πράσινη ανάπτυξη είναι το μέλλον. Διότι είναι η μόνη αναπτυξιακή επιλογή που έχει η χώρα μας, εάν θέλει να είναι ανταγωνιστική από τη μια μεριά, και βιώσιμη από την άλλη, σ’ ένα εξαιρετικά δύσκολο αλλά γεμάτο με προκλήσεις διεθνές περιβάλλον...».
Γιώργος Παπανδρέου
«Ως ΣΥΡΙΖΑ θεωρούμε την «πράσινη οικονομία» αναπόσπαστο κομμάτι μιας αλληλένδετης στρατηγικής βιώσιμης ανάπτυξης...».
www.syriza.gr
«Η πράσινη οικονομία είναι η μόνη ευκαιρία για το περιβάλλον. Δημιουργεί θέσεις εργασίας και είναι κοινωνική και υπεύθυνη οικονομία».
Νίκος Χρυσόγελος, Οικολόγοι Πράσινοι
«Η πράσινη ανάπτυξη δεν είναι μονοπώλιο κανενός».
Κωστής Χατζηδάκης, πρώην υπουργός Ανάπτυξης, ΝΔ
Είναι δυνατόν να παντρέψει κανείς την προστασία του περιβάλλοντος με την οικονομική ανάπτυξη; Λίγα μόνο χρόνια πριν κάτι τέτοιο φάνταζε αδιανόητο. Η οικολογία ήταν συνώνυμη με μια στάση ζωής διαμετρικά αντίθετη με το καταναλωτικό μοντέλο που -στη θεωρία τουλάχιστον- πρεσβεύει η βιομηχανική κοινωνία. Η διάσωση του πλανήτη θα απαιτούσε θυσίες: λιγότερη ενέργεια, επιστροφή σε πιο παραδοσιακές μορφές καλλιέργειας, παραγωγή σε πιο μικρή, τοπική κλίμακα, δραστικό περιορισμό στις μεταφορές κλπ. Η οικολογία και η οικονομική ανάπτυξη ήταν έννοιες αντιδιαμετρικά αντίθετες. Καθόλου παράξενο, η αντίδραση της άρχουσας τάξης απέναντι στις ιδέες της προστασίας του περιβάλλοντος ήταν η απόλυτη εχθρότητα. Οι κίνδυνοι από τα αέρια του θερμοκηπίου, την πυρηνική ενέργεια ή τους γενετικά μεταλλαγμένους οργανισμούς ήταν, σύμφωνα με τις επιχειρήσεις, απλά αναπόδεικτες εικασίες κάποιων ρομαντικών φυσιολατρών που ονειρεύονταν να γυρίσουν την ανθρωπότητα πίσω στην εποχή του λίθου.
Τη δεκαετία του 1990, οι μεγαλύτερες πολυεθνικές του πλανήτη -με πρώτες και καλύτερες τις γιγάντιες επιχειρήσεις του πετρελαίου, του αυτοκινήτου και των χημικών- έφτιαξαν έναν οργανισμό, την Παγκόσμια Συμμαχία για το Κλίμα (Global Climate Coalition – GCC) που είχε σαν βασικό στόχο να συκοφαντεί τους επιστήμονες που μιλούσαν για τους κινδύνους που ενέχει για το κλίμα η καύση των ορυκτών καυσίμων, να αντικρούει τα επιχειρήματά τους με κατασκευασμένες «μελέτες» και να πιέζει τις κυβερνήσεις να μην πάρουν κανένα μέτρο που να περιορίζει με οποιοδήποτε τρόπο τις δραστηριότητές τους. Όπως έγραφε το 1998 ένα εσωτερικό κείμενο που διέρρευσε στον τύπο, ο στόχος της Συμμαχίας ήταν να «επιβάλει την αναγνώριση της αβεβαιότητας (για τα επιστημονικά δεδομένα)... στην καθημερινή αντίληψη». Από πού βγαίνει το συμπέρασμα ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη οφείλεται στα αέρια του θερμοκηπίου; Η θερμοκρασία της γης δεν ήταν ποτέ σταθερή. Απλά ζούμε το τέλος μια εποχής παγετώνων, έλεγαν οι δικές τους «επιστημονικές» θεωρίες. Το 2005, ένα στέλεχος της κυβέρνησης του Μπους, ο Φίλιπ Κούνεϊ, αναγκάστηκε να παραιτηθεί, όταν αποκαλύφθηκε ότι, τη δεκαετία του 1990 -τότε ήταν δικηγόρος της αυτοκινητοβιομηχανίας- είχε σαν βασική του ασχολία την παραποίηση επιστημονικών μελετών για την ρύπανση της ατμόσφαιρας και την κλιματική αλλαγή. Το 1997 η GCC χρηματοδότησε μια διαφημιστική εκστρατεία 13 εκατομμυρίων δολαρίων ενάντια στην επικύρωση του Πρωτοκόλλου του Κιότο από το αμερικανικό Κογκρέσο -μια εκστρατεία που έκλεισε με απόλυτη επιτυχία για τις πολυεθνικές.
Σήμερα τα πράγματα μοιάζουν πολύ διαφορετικά. Δεν είναι μόνο η αλλαγή στον Λευκό Οίκο, όπου ο Μπάρακ Ομπάμα έχει κάνει την «πράσινη οικονομία» σημαία του. Οι ίδιες οι πολυεθνικές -αν και όχι όλες με τον ίδιο ρυθμό και την ίδια ταχύτητα- έχουν κάνει στροφή 180 μοιρών. Η GCC αυτοδιαλύθηκε το 2002. Η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι είχε πετύχει τους στόχους της και άρα η ύπαρξή της ήταν πλέον περιττή. Η πραγματική αιτία, όμως, ήταν ότι είχε χάσει σχεδόν όλα της τα μέλη, καθώς η μια μετά την άλλη η μεγάλες εταιρείες περνούσαν στο στρατόπεδο αυτών που δήλωναν ότι ανησυχούν για τις κλιματικές αλλαγές. Το 2002, το αφεντικό της BP σε μια δημόσια ομιλία παραδέχτηκε ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη ήταν ένα πραγματικό φαινόμενο το οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί. «Οι επιχειρήσεις», είπε, «που αποτελούνται από υψηλά εκπαιδευμένο προσωπικό δεν μπορούν να ζήσουν αρνούμενες τα όλο και πιο καταιγιστικά στοιχεία που συγκεντρώνονται από εκατοντάδες από τους πιο διάσημους επιστήμονες του κόσμου». Για να τονίσει την στροφή η BP μετονομάστηκε από «Βρετανικό Πετρέλαιο» (British Petroleum) σε «Πέρα από το πετρέλαιο» (Beyond Petroleum). Ακόμα και η Shell, η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία του κόσμου σήμερα σύμφωνα με τον κατάλογο του περιοδικού Forbes, που είχε πρωτοστατήσει στην δημιουργία της GCC, την εγκατέλειψε λίγο μετά την «επιτυχία» της καμπάνιας ενάντια στην επικύρωση της συμφωνίας του Κιότο. Τώρα οι μεγάλες πολυεθνικές έφτιαξαν ένα νέο οργανισμό, το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Επιχειρήσεων για την Βιώσιμη Ανάπτυξη». Το Συμβούλιο έχει βάλει σαν στόχο να πιέσει τις κυβερνήσεις να συμφωνήσουν σε κάποια κοινά επιτρεπόμενα επίπεδα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η δική του εκτίμηση είναι ότι ο πλανήτης θα πρέπει να περιορίσει μέχρι τα μέσα του αιώνα τις εκπομπές του κατά 60-80%. Καθόλου τυχαία, τον ίδιο ακριβώς στόχο θέτει σήμερα και ο Μπάρακ Ομπάμα. «Η κλιματική αλλαγή», είπε μιλώντας σε ένα συνέδριο για την εθνική ασφάλεια τον περασμένο Ιούλη, «μακροπρόθεσμα οδηγεί σε τρομαχτικές καιρικές συνθήκες, φοβερές καταιγίδες, ξηρασία και πείνα... Θα βάλουμε στόχο την μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 80% μέχρι το 2050».
Πού οφείλεται αυτή η στροφή;
Ο πρώτος λόγος είναι η ίδια η ραγδαία αύξηση της τιμής του πετρελαίου μέσα στη δεκαετία που διανύουμε. Τον Ιούλη του 2008, η τιμή του αργού πετρελαίου στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης ξεπέρασε τα 145 δολάρια το βαρέλι. Η κρίση που ξέσπασε λίγο αργότερα με την κατάρρευση της Lehman Brothers έριξε την τιμή μέσα στους επόμενους μήνες -τον Γενάρη του 2009 είχε πέσει κάτω από τα 40 δολάρια- αλλά για λίγο μόνο. Σήμερα το αργό πετρέλαιο έχει πλησιάσει και πάλι στα 80 δολάρια το βαρέλι. Τα οικονομικά επιτελεία υπολογίζουν ότι, με τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης, η τιμή του θα τιναχτεί ξανά στα ύψη.
Σήμερα ο πλανήτης καταναλώνει περίπου 85 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα. Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπεύθυνες για το 50% περίπου αυτής της κατανάλωσης. Ο τρίτος μεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου είναι σήμερα η Κίνα -και η κατανάλωσή της αυξάνει κάθε χρόνο με ραγδαίους ρυθμούς. Φυσικά δεν είναι απλά και μόνο η μεγάλη ζήτηση που έχει ανεβάσει τις τιμές τα τελευταία χρόνια. Η κερδοσκοπία έχει παίξει -και παίζει- και αυτή τον δικό της ρόλο. Η Κίνα, για παράδειγμα, που έχει γεμίσει τα θησαυροφυλάκιά της με δολάρια, χτίζει αυτόν τον καιρό τεράστιες δεξαμενές με στόχο την αποθήκευση εκατομμυρίων τόνων πετρελαίου. Ο λόγος είναι απλός: σε αντίθεση με το δολάριο, η τιμή του πετρελαίου έχει ανοδική τάση.
Όποιες και να είναι όμως οι αιτίες, για τις πολυεθνικές του πετρελαίου οι αυξήσεις στις τιμές δεν φέρνουν μόνο τεράστια κέρδη αλλά και νέες επενδυτικές ευκαιρίες. Ενεργειακές πηγές που θεωρούνταν μέχρι τώρα, λόγω του υψηλού τους κόστους, μη αξιοποιήσιμες, γίνονται ξαφνικά ελκυστικές. Και με μια κατάλληλη κρατική «πράσινη» χρηματοδότηση, «για την προστασία του πλανήτη» θα μπορούν να γίνουν ακόμα πιο ελκυστικές. Η συγκυρία ήταν κατάλληλη αφού οι κυβερνήσεις, αντιμέτωπες με το κίνημα του Σιάτλ ήταν πιεσμένες να προχωρήσουν σε κάποια μέτρα -έστω βιτρίνας φυσικά.
Η BP δημιούργησε ένα ειδικό τμήμα που ασχολείται αποκλειστικά με τα βιοκαύσιμα και τις άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Μια από τις πρώτες της κινήσεις ήταν να εξαγοράσει την Solarex, τη μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής φωτοβολταϊκών συλλεκτών στον κόσμο. Η Shell επενδύει τα τελευταία χρόνια κάθε χρόνο περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια στις ανανεώσιμες ενέργειες. Και δεν είναι μόνο οι πολυεθνικές. Στις ΗΠΑ έχουν δημιουργηθεί χιλιάδες μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις που ασχολούνται με την «καθαρή τεχνολογία». «Μια επίσκεψη στη Σίλικον Βάλεϊ», γράφει το αμερικανικό περιοδικό The Atlantic, «είναι αρκετή για να πάρει κανείς μια εικόνα από τον πράσινο κόσμο που έρχεται... Σε αντίθεση με την υπόλοιπη χώρα που στενάζει κάτω από τα μαύρα σύννεφα της ύφεσης, η Σιλικον Βάλεϊ βουίζει... Η Σίλικον Βάλεϊ είναι το αντι-Ντιτρόιτ».
Όλα αυτά μοιάζουν, με μια πρώτη ματιά, τόσο εντυπωσιακά που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την στροφή του ΠΑΣΟΚ -και όχι μόνο του ΠΑΣΟΚ- προς την «πράσινη οικονομία». Και το περιβάλλον προστατεύουμε, και την οικονομία αναπτύσσουμε και νέες θέσεις εργασίας δημιουργούμε και την ύφεση αντιμετωπίζουμε. Μια μαγική συνταγή, πραγματικά...
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ διαφορετική από αυτή την ειδυλλιακή εικόνα. Και για να δει κανείς αυτή την πραγματικότητα δεν χρειάζεται να ανατρέξει σε θεωρίες -αρκεί μια ματιά στις ειδήσεις: τις ημέρες αυτές στη Βρετανία οι εργάτες της Vestas έχουν καταλάβει το εργοστάσιό τους για να εμποδίσουν την μητρική εταιρεία να το κλείσει. Η Vestas είναι μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες «εναλλακτικής ενέργειας» στον κόσμο. «Με το 20% της παγκόσμιας αγοράς και πάνω από 39.000 αιολικές τουρμπίνες εγκατεστημένες», γράφει με υπερηφάνεια η ιστοσελίδα της, «η Vestas είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής εγκαταστάσεων αιολικής ενέργειας στον κόσμο». Αλλά τώρα η Vestas κλείνει το εργοστάσιο παραγωγής αιολικών γεννητριών στην Βρετανία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που και η Ford ή η General Motors κλείνουν τα δικά τους εργοστάσια στη Γερμανία ή τη Βραζιλία. Η «πράσινη ενέργεια» δεν είναι αρκετή για να σώσει τους εργάτες της από το κλείσιμο, την απόλυση και την ανεργία.
Τα 200 εκατομμύρια που επενδύει στις πράσινες τεχνολογίες η Shell μπορεί να μοιάζουν με εντυπωσιακό νούμερο -είναι όμως ψίχουλα αν συγκριθούν με τα 38 περίπου δισεκατομμύρια που ξοδεύει για επενδύσεις στον παραδοσιακό της τομέα, στα ορυκτά καύσιμα. Όσο για την BP, τα 45 εκατομμύρια δολάρια που ξόδεψε για να αγοράσει την Solarex ήταν μόλις το ένα τέταρτο από αυτά που ξόδεψε σε διαφημίσεις για να λανσάρει το νέο της «καθαρό σήμα» -το πράσινο λουλούδι που βλέπουμε σήμερα στα πρατήριά της.
Ακόμα χειρότερα, ακόμα και αυτή η δήθεν άνθηση του τομέα της «καθαρής τεχνολογίας» στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό απλά στις κρατικές επιχορηγήσεις -στις επιτυχίες των διάφορων λόμπυ σαν το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Επιχειρήσεων για την Βιώσιμη Ανάπτυξη» για να θυμηθούμε ξανά τις μεγάλες πολυεθνικές.
Πρόκειται για την ίδια ακριβώς πηγή που έχει χρηματοδοτήσει όλες τις φούσκες της πρόσφατης οικονομικής ιστορίας των ΗΠΑ. Η κρατική επιχορήγηση φέρνει την «άνθηση», η άνθηση τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, τα κερδοσκοπικά κεφάλαια την εκτίναξη της αξίας της επιχείρησης (στα χαρτιά φυσικά) στα ύψη -και ύστερα την κατάρρευση.
Σήμερα ο Ομπάμα υπόσχεται επιχορηγήσεις εκατομμυρίων δολαρίων στην «πράσινη οικονομία». Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται πολύ περισσότερο για πακέτα διάσωσης -σαν αυτά που μοίρασε στις τράπεζες και τις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες- παρά για κεφάλαια για νέες επενδύσεις στις «καθαρές τεχνολογίες». Γιατί παρά τις φιλολογίες, ο τομέας της «πράσινης οικονομίας» είναι άμεσα δεμένος με την παλιά, βρώμικη και ενεργοβόρα βιομηχανία.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις «καθαρής τεχνολογίας» αναπτύχθηκαν μέσα στα προηγούμενα χρόνια με έναν και μοναδικό στόχο: την φοροαπαλλαγή. Με βάση έναν παλιό νόμο της δεκαετίας του 1970 (την εποχή εκείνη, που το πετρέλαιο είχε τιναχτεί και πάλι στα ύψη, ο πρόεδρος Κάρτερ είχε προσπαθήσει και αυτός να επιβάλλει ένα αντίστοιχο μοντέλο «πράσινης ανάπτυξης»), οι αμερικανικές εταιρείες μπορούν να απαλλαγούν από την φορολόγηση των κερδών τους αν τις κατευθύνουν σε επενδύσεις στην «καθαρή τεχνολογία». Η Wall Street έγινε μέσα στα προηγούμενα χρόνια -παρά την εχθρότητα της κυβέρνησης του Μπους - με αυτόν τον τρόπο ο κυριότερος χρηματοδότης της «πράσινης οικονομίας». Η Σίλικον Βάλεϊ δεν ήταν ποτέ το αντίθετο του Ντιτρόιτ: ήταν το παιδί του. Τώρα η Wall Street έχει στερέψει από κέρδη και η «καθαρή τεχνολογία» βρίσκεται και αυτή στο χείλος του γκρεμού. Αντί να σώσει την οικονομία από την κρίση, όπως ισχυρίζεται ο Παπανδρέου, χρειάζεται και αυτή το δικό της κρατικό σωσίβιο για να επιβιώσει.
Ο καπιταλισμός είναι ασυμβίβαστος με την διάσωση του περιβάλλοντος. Η «πράσινη ανάπτυξη» του ΠΑΣΟΚ δεν είναι, στην πραγματικότητα, ούτε «πράσινη», ούτε «ανάπτυξη». Ο καπιταλισμός είναι «εθισμένος» στο πετρέλαιο όπως οι τοξικομανείς στα ναρκωτικά: συνεχίζει και συνεχίζει να αυξάνει τις «δόσεις» του γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς -παρόλο που ξέρει ότι στο τέλος της διαδρομής τον περιμένει η καταστροφή και ο θάνατος.
Η βιομηχανική ανάπτυξη έχει αυξήσει την συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα, του πιο σημαντικού αερίου του θερμοκηπίου, στην ατμόσφαιρα κατά περίπου 38% μέσα στους δυο προηγούμενους αιώνες. Αν συνεχιστεί ο σημερινός ρυθμός ανάπτυξης, προειδοποιούν οι επιστήμονες, θα φτάσουμε πολύ γρήγορα σε ένα σημείο από όπου δεν θα υπάρχει δυνατότητα αντιστροφής: η υπερθέρμανση του πλανήτη θα αρχίσει να «αυτοτροφοδοτείται» με ανυπολόγιστες συνέπειες. Κάποιοι επιστήμονες εκτιμούν ότι με τους σημερινούς ρυθμούς θα φτάσουμε στο όριο αυτό στα μέσα του αιώνα. Κάποιοι άλλοι φοβούνται ότι θα το φτάσουμε πολύ νωρίτερα. Αυτό που χρειάζεται είναι μια άμεση και ριζική δράση εδώ και τώρα. Αλλά για τη «διεθνή κοινότητα», για τις κυβερνήσεις και τις άρχουσες τάξεις δηλαδή -ακόμα και όταν αντιλαμβάνονται την σοβαρότητα της κατάστασης- η αντιμετώπισή της έρχεται πάντα σε δεύτερη προτεραιότητα: η πρώτη προτεραιότητα είναι πάντα η διασφάλιση της εθνικής οικονομίας -η διασφάλιση της κερδοφορίας των επιχειρήσεών τους δηλαδή. Για αυτό δεν βγήκε τίποτα από το Κιότο. Για αυτό δεν θα βγει και πάλι τίποτα από την σύνοδο για την Κλιματική Αλλαγή που οργανώνει ο ΟΗΕ στις αρχές Δεκέμβρη στην Κοπεγχάγη.
Ούτε έχει καμιά δυνατότητα να βγάλει η στροφή προς τις «πράσινες τεχνολογίες» τον καπιταλισμό από το σημερινό του αδιέξοδο. Ο Γιώργος Παπανδρέου -αλλά και ο Συνασπισμός και οι Οικολόγοι Πράσινοι- παρουσιάζουν την «πράσινη οικονομία» σαν ένα νέο «Νιού Ντιλ». Οπως έβγαλε το Νιου Ντιλ του Ρούζβελτ τον πλανήτη από την Μεγάλη Ύφεση του 1930, λένε, έτσι και η «πράσινη οικονομία» μπορεί να τον διασώσει από τη σημερινή Μεγάλη Ύφεση. Πρόκειται για παραμύθι.
Πρώτα απ’ όλα το Νιου Ντιλ δεν έβγαλε ποτέ τον καπιταλισμό από τη Μεγάλη Ύφεση του 1930. Ο κόσμος βγήκε από την κρίση με τον πόλεμο -με την προσφυγή στην απόλυτη βαρβαρότητα του φασισμού, του Άουσβιτς και της πυρηνικής βόμβας. Δεν θέλουμε να ξαναζήσουμε τέτοιες λύσεις. Ακόμα χειρότερα η «πράσινη οικονομία» που προτείνει το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καμιά σχέση με το εκτεταμένο σύστημα κρατικής παρέμβασης που σήμαινε το Νιου Ντιλ. Η «πράσινη ανάπτυξη» σύμφωνα με τον ίδιο τον Παπανδρέου θα «αποκαταστήσει το κύρος της χώρας» και με αυτόν τον τρόπο θα την κάνει και πάλι ελκυστική στους διεθνείς επενδυτές: η λύση θα έρθει από την αγορά, με άλλα λόγια. Το τι θα χρειαστεί να κάνουμε για να δελεάσουμε τους «διεθνείς επενδυτές» το περιγράφει πολύ καλά το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ για την πράσινη ανάπτυξη: ανάμεσα στα άλλα προβλέπει, μέσα στους σημερινούς καιρούς όπου η διακίνηση του πετρελαίου έχει πέσει και τα πλοία των εφοπλιστών μας κάθονται, να μετατραπεί η Ελλάδα σε διεθνές κέντρο -«πράσινης» πάντα- επεξεργασίας λυμάτων. Στην χαβούζα της Ευρώπης με άλλα λόγια. Μια πολύ πράσινη λύση, δίχως αμφιβολία.