Άρθρο
Το Πρόγραμμα της Αριστεράς

Εξώφυλλο του τευχους 77

Μπορούν οι άμεσες διεκδικήσεις των εργατών και της νεολαίας να αποκτήσουν έναν συνεκτικό ιστό, μια κοινή προοπτική και πώς; Αυτό είναι το καίριο ερώτημα στις νέες συνθήκες υποστηρίζει ο Πάνος Γκαργκάνας και ανοίγει τη συζήτηση για τις απαντήσεις.

 

Μετά τις εκλογές και την κατάρρευση της ΝΔ, η στάση της Αριστεράς και ειδικότερα το Πρόγραμμα που έχει να αντιπαραθέσει στις κυβερνητικές επιλογές του ΠΑΣΟΚ έρχεται στο προσκήνιο. Μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και σε μια συγκυρία πολιτικής κρίσης στο χώρο της δεξιάς, οι απαντήσεις της Αριστεράς αποχτούν ξεχωριστή σημασία.

 

Αυτή είναι μια συζήτηση που τώρα ανοίγει, αλλά τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν έχουν ήδη τεθεί. Το πρώτο αφορά τη σχέση ενός τέτοιου προγράμματος με τις τρέχουσες διεκδικήσεις που έχουν διαμορφωθεί από τους αγώνες ενάντια στην προηγούμενη κυβέρνηση. Το δεύτερο, τη σχέση με τις «αντοχές» της οικονομίας μέσα στην κρίση – πόσο τις «σέβεται» και πόσο τις υπερβαίνει και πώς. Ένα τρίτο ερώτημα έχει να κάνει με την προοπτική στην οποία εντάσσεται μια τέτοια υπέρβαση-μετάβαση. Αν τα αιτήματά μας υπερβαίνουν τις σημερινές δυνατότητες, τότε μπαίνει επιτακτικά το ερώτημα «ποια είναι η συνολικότερη αλλαγή στα πλαίσια της οποίας μπορούν να δικαιωθούν»; Και τέλος ένα τέταρτο ερώτημα έχει να κάνει με τη σχέση ανάμεσα σε αυτή τη συνολική προοπτική και τα άμεσα επόμενα βήματα. Μια Αριστερά που διαμορφώνει πρόγραμμα αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ χρειάζεται απαντήσεις και στα ερωτήματα για το τι θα ακολουθήσει – πίσω στη ΝΔ, κυβερνήσεις «κεντροαριστερής» συνεργασίας ή βήματα προς τη συνολική ανατροπή;

Ας προσπαθήσουμε να δούμε τα πράγματα με τη σειρά.

Η Αριστερά πάντοτε αντιμετωπίζει μια επίθεση από τα δεξιά της που την κατηγορεί ότι υιοθετεί άκριτα, αν όχι «λαϊκίστικα», όλες τις διεκδικήσεις των εργατών. Σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις ένα Πρόγραμμα είναι ένα εργαλείο ιεράρχησης των αιτημάτων και πειθάρχησης της εργατικής τάξης κάτω από αυτές τις ιεραρχημένες επιλογές. Πρόκειται για ριζικά λαθεμένη προσέγγιση που αρνείται εξορισμού ότι ο φορέας της κοινωνικής αλλαγής είναι η ίδια η εργατική τάξη. Είναι αναγκαίο να απορρίψουμε τέτοιες πιέσεις και να πάρουμε σαν αφετηρία την επαναστατική παράδοση σε αυτά τα ζητήματα.

Πριν από 135 περίπου χρόνια, ο Ένγκελς έγραφε στον Μπέμπελ ότι σε γενικές γραμμές το επίσημο πρόγραμμα του κόμματος είναι λιγότερο σημαντικό από τη δράση του. Και μερικές δεκαετίες αργότερα ο Λένιν επέμενε ότι ένα πραγματικό βήμα του κινήματος αξίζει όσο μια ντουζίνα προγράμματα. Αυτό είναι το πνεύμα με το οποίο πρέπει να προσεγγίζουμε τα αιτήματα που ανέδειξε ο κόσμος με τους αγώνες του.

Πρόγραμμα Δράσης

Σήμερα, δεν είναι δυνατόν να λείπουν από το Πρόγραμμα της Αριστεράς τα αιτήματα της απεργίας των δασκάλων πριν τρία χρόνια για 1400 ευρώ βασικό μισθό, ούτε τα αιτήματα από τους αγώνες των συμβασιούχων για μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους με συλλογικές συμβάσεις. Το ίδιο ισχύει για τους αγώνες κατά των ιδιωτικοποιήσεων, όχι μόνο στις επιχειρήσεις που παλιότερα ονομάζονταν «Κοινής Ωφέλειας» (ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΥΑΘ, Λιμάνια, Ολυμπιακή κλπ) αλλά και στην Παιδεία, στην Υγεία, στην Κοινωνική Ασφάλιση.

Να το πούμε διαφορετικά. Οι μάχες της προηγούμενης περιόδου έχουν αφήσει σαν κληρονομιά ένα άμεσο πρόγραμμα δράσης και όποιο κομμάτι της αριστεράς περνάει κάτω από αυτόν τον πήχη, δεν αξίζει καν να υπολογίζεται στις δυνάμεις της Αριστεράς.

Μια τέτοια αντιμετώπιση δεν είναι ούτε «οικονομίστικη» ούτε «λαϊκίστικη». Αυτό γίνεται ακόμη πιο καθαρό αν δούμε ότι τα άμεσα αιτήματα δεν περιορίζονται μόνο στα ζητήματα της οικονομίας. Το άμεσο πρόγραμμα δράσης που αναδείχθηκε από τις μάχες δεν ήταν μόνο καρπός αυθόρμητων ξεσπασμάτων από τμήματα της τάξης. Διαμορφώθηκε μέσα από αλληλεπιδράσεις πολλών και διαφορετικών κινημάτων και γι’ αυτό περιλαμβάνει αιτήματα όπως την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών από την κρατική καταστολή, αιτήματα αντιπολεμικά όπως την επιστροφή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων από στρατεύματα κατοχής, αιτήματα οικολογικά όπως την υπεράσπιση των ελεύθερων χώρων στις πόλεις και των δασών στην ύπαιθρο από τους καταπατητές, αιτήματα αντιρατσιστικά όπως τη νομιμοποίηση των μεταναστών.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι το πρόβλημα του Προγράμματος είναι ήδη λυμένο και ότι δεν υπάρχει ανάγκη για τις δυνάμεις της Αριστεράς να προσφέρουν τη δική τους συμβολή που δίνει συνοχή και προοπτική σε όλα αυτά τα αιτήματα.

Ένα μέρος αυτής της συμβολής ήδη ενυπάρχει στο άμεσο πρόγραμμα διεκδικήσεων. Στη Βρετανία, παραδείγματος χάρη, έγινε απόπειρα να διαμορφωθεί ως αίτημα κατά των απολύσεων η θέση «Βρετανικές δουλειές για τους Βρετανούς εργάτες». Η παρέμβαση της Αριστεράς είναι αυτή που απέτρεψε αυτή την παγίδα. Αντίστοιχα στην Ελλάδα, η παρέμβαση της Αριστεράς είναι αυτή που βοήθησε να υπάρχουν δεσμοί αλληλεγγύης έτσι ώστε πολλά και διαφορετικά τμήματα του μαζικού κινήματος αλληλοϋποστηρίζονται και «αναγνωρίζουν» τον εαυτό τους μέσα στο κοινό άμεσο πρόγραμμα δράσης. Γι’αυτό όταν οι λιμενεργάτες απεργούν για να μείνει δημόσιο το Λιμάνι δεν απομονώνονται π.χ. από τη νεολαία που υπερασπίζεται το Πανεπιστημιακό άσυλο και αντίστροφα.

Αυτά τα στοιχεία συνολίκευσης και αλληλοσύνδεσης που ήδη ενυπάρχουν, όμως, δεν είναι αρκετά. Για να έχουν ειρμό και αδιάρρηκτους δεσμούς όλα αυτά τα άμεσα αιτήματα που έχει ανάγκη ο κόσμος, χρειάζονται απαντήσεις στα ζητήματα της προοπτικής και στις πιέσεις που προκύπτουν από τα όρια του σημερινού συστήματος.

Παραδοσιακά, μέσα στην Αριστερά υπάρχει ένα ρήγμα ανάμεσα στο «μίνιμουμ» και στο «μάξιμουμ» πρόγραμμα, ανάμεσα στο «εφικτό» και στο «οραματικό», ανάμεσα στους στόχους του σημερινού «στάδιου» και στα μελλοντικά καθήκοντα ενός επόμενου «στάδιου». Αυτό το ρήγμα εμφανίστηκε στα χρόνια της Δεύτερης Διεθνούς του Κάουτσκι, του Τουράτι και του Αριστίντ Μπριάν, ξεπεράστηκε στα χρόνια της Τρίτης Διεθνούς του Λένιν και του Τρότσκι και ξανάνοιξε με την κυριαρχία του σταλινισμού στα ΚΚ της Δύσης. ΄Όλα αυτά δεν είναι ιστορίες ενός μακρινού παρελθόντος. Δεν είναι τόσο παλιά η εποχή που ο Ανδρέας Παπανδρέου βάφτιζε τους αριστεροπασόκους «αιθεροβάμονες» και η ηγεσία του ΚΚΕ κατάγγελνε σαν «αριστεροχουντικούς προβοκάτορες» όσους μιλούσαν για σοσιαλιστική επανάσταση παραβιάζοντας το «στάδιο» της δημοκρατικής αλλαγής.

Ρήγμα

Σήμερα το ρήγμα αναπαράγεται με διαφορετικούς όρους. Στους κόλπους της Σοσιαλδημοκρατίας δεν υπάρχει πια χώρος ούτε για το «μίνιμουμ» πρόγραμμα. Τα άμεσα αιτήματα για δουλειές, αυξήσεις, κοινωνικές υπηρεσίες παραπέμπονται στο μέλλον γιατί πρέπει να προηγηθεί η πάταξη των ελλειμμάτων, η συμμόρφωση με τα προγράμματα σταθεροποίησης στα πλαίσια της ΕΕ, η κατάκτηση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών και της ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές. Οι οπαδοί του παλιού «μίνιμουμ» προγράμματος εξωθούνται στο χώρο της πέρα από τη Σοσιαλδημοκρατία αριστεράς. Το παράδειγμα του Όσκαρ Λαφοντέν στη Γερμανία είναι χαρακτηριστικό. ΄Όχι πως δεν υπάρχουν πια «Λαφοντέν» ή δεν αναπαράγονται αριστεροί σοσιαλδημοκράτες στους κόλπους αυτών των κομμάτων, αλλά βρίσκονται διαρκώς υπό πίεση είτε να αποδεχθούν την περιθωριοποίησή τους, είτε να μετακομίσουν στο χώρο προς τα αριστερά τους.

Σε αυτό το χώρο, η παραδοσιακή λογική των σταδίων εκφράζεται με εκσυγχρονισμένο τρόπο ως «αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο». Σύμφωνα με αυτή τη λογική, το πρόγραμμα της σύγχρονης αριστεράς πρέπει να έχει σαν επίκεντρο τη σύγκρουση με το νεοφιλελευθερισμό γιατί αφενός το επίπεδο συνείδησης των αγώνων δεν ξεπερνάει αυτό το όριο και αφετέρου η κρίση του καπιταλισμού μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο μοντέλο μέσα στα πλαίσια του συστήματος, όπως έγινε μετά το Κραχ του 1929. Ο αντικαπιταλισμός ξορκίζεται σαν εξωπραγματικός και γίνεται προσπάθεια να απομονωθεί, πολλές φορές με τις ίδιες μεθόδους του σταλινικού παρελθόντος.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με διπλό λάθος. Το πρώτο είναι ο περιορισμός της δυναμικής που εμπεριέχουν οι άμεσες διεκδικήσεις. Σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, όλα όσα πάλεψε ο κόσμος το προηγούμενο διάστημα δεν ξεπερνούν τα όρια της ρήξης με το νεοφιλελευθερισμό. Οι φοιτητικές καταλήψεις αμύνονταν κατά της ιδιωτικοποίησης στην Παιδεία, το ίδιο οι αγώνες στα Λιμάνια, στη ΔΕΗ κλπ. Πουθενά δεν υπάρχει ρήξη με τον καπιταλισμό. Με αυτή τη λογική, οι εργάτες της Ρωσίας το 1917 ήταν ακόμα πιο πίσω, γιατί τα αιτήματα τους ήταν Γη, Ειρήνη, Οχτάωρο. Φαίνεται ότι τον αντικαπιταλισμό τον επέβαλαν σαν «καπέλο» οι Μπολσεβίκοι και ιδιαίτερα ο Λένιν με την επιμονή του για σοσιαλιστική επανάσταση. Φυσικά, δεν είναι έτσι. Η αντικαπιταλιστική δυναμική υπήρχε ακόμα και όταν οι τυπογράφοι της Ρωσίας ξεκινούσαν το απεργιακό κύμα που οδήγησε στη δημιουργία του πρώτου σοβιέτ στην ιστορία το 1905 με αφετηρία το αίτημα να πληρώνονται για τη στοιχειοθεσία όχι μόνο των γραμμάτων αλλά και των σημείων στίξης. Τα αιτήματα των αγώνων και το πρόγραμμα της αριστεράς δεν γίνονται «μεταβατικά» με κάποιο εγκεφαλικό τρόπο, αλλά γιατί η δυναμική των ταξικών συγκρούσεων οδηγεί προς τα εκεί. Αυτό προυποθέτει ότι υπάρχει μια Αριστερά που εντοπίζει και αναδεικνύει αυτή τη δυναμική.

Εδώ βρίσκεται το δεύτερο λάθος της αντινεοφιλελεύθερης συλλογιστικής. Δέχεται α πριόρι ότι η έκβαση της σημερινής κρίσης του καπιταλισμού θα οδηγήσει σε ένα νέο μοντέλο διαχείρισης του συστήματος, καλύτερο ή χειρότερο. Αποκλείει το ενδεχόμενο της ανατροπής του και περιορίζει τις προοπτικές της Αριστεράς στην πάλη για ένα καλύτερο μοντέλο διαχείρισης. Ξεχνάει ότι το Κεϋνσιανό μοντέλο αναδείχθηκε μεταπολεμικά μετά τις ήττες των επαναστάσεων της δεκαετίας του  ’30 και των κινημάτων της Αντίστασης της δεκαετίας του ’40 και το εμφανίζει σαν το προοδευτικό σκέλος της έκβασης της κρίσης την προηγούμενη φορά και αναζητεί το αντίστοιχο προοδευτικό σκέλος σήμερα.

Αυτοί είναι οι βαθύτεροι λόγοι γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τοποθετήσει τον εαυτό του στις δυνάμεις που εμποδίζουν την ανάδειξη του αντικαπιταλισμού σαν συνεκτικού ιστού για το πρόγραμμα και τη δράση της αριστεράς.

Το ΚΚΕ θεωρητικά τοποθετεί τον εαυτό του πιο προχωρημένα και από τον αντικαπιταλισμό, στη σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας. Βλέπει αφ’ υψηλού τους αντικαπιταλιστές, σαν αριστερούς σε σύγχυση. Ταυτόχρονα, όμως, θεωρεί ότι ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων είναι απαγορευτικός για τέτοιες προχωρημένες αλλαγές και αναζητεί τον συνεκτικό ιστό των άμεσων διεκδικήσεων της εργατικής τάξης σε μια πιο «ρεαλιστική» αλλαγή – την ανάδειξη μιας συμμαχίας για «λαϊκή» εξουσία και «λαϊκή» οικονομία. Αν αφαιρέσουμε τους «λαϊκούς» επιθετικούς προσδιορισμούς, αυτή η αλλαγή έγκειται στην ανάδειξη μιας συμμαχικής κυβέρνησης του ΚΚΕ με άλλες δυνάμεις που υπόσχονται ότι θα διαχειριστούν το κράτος σε φιλεργατική κατεύθυνση. Τέτοιες υποσχέσεις έχουμε δει στα προγράμματα της αριστεράς και στο παρελθόν. Το «Κοινό Πρόγραμμα» του Γαλλικού ΚΚ με τον Μιτεράν και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας περιείχε τέτοια στοιχεία, ίσως πιο προχωρημένα από αυτά που λέει το ΚΚΕ σήμερα. Τότε το ΚΚΕ θεωρούσε ότι αυτά μπορούν να λέγονται σε μια αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα όπως η Γαλλία και όχι στην «καθυστερημένη» Ελλάδα. Με υστέρηση 30-40 χρόνων έρχεται να παραδεχτεί ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι «ώριμος» για παρόμοιες υποσχέσεις. Μόνο που το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ η «ανωριμότητα» του καπιταλισμού, αλλά η ανεδαφικότητα της αντίληψης ότι το κράτος θα γίνει «λαϊκό» εργαλείο αν σχηματιστεί μια κυβέρνηση του ΚΚΕ και κάποιων προοδευτικών συμμάχων. Στην ουσία, και το ΚΚΕ αυτοεξαιρείται από τις δυνάμεις της Αριστεράς που θα έπρεπε να επιχειρούν να διαμορφώσουν την αντικαπιταλιστική διέξοδο.

Καθήκοντα

Γι’ αυτό αποκτάει ξεχωριστή σημασία το εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε αυτόν τον χώρο επικεντρώνονται οι ελπίδες για μια τέτοια προσπάθεια. Πρώτα απ’ όλα γιατί είναι ο μόνος χώρος που ρητά επωμίζεται αυτό το καθήκον. Και βέβαια γιατί οι δυνάμεις του έχουν ήδη δώσει δείγματα γραφής ότι βρίσκονται στις πρώτες γραμμές των αγώνων που διαμόρφωσαν το άμεσο πρόγραμμα των εργατικών και νεολαιίστικων διεκδικήσεων και προσπαθούν να τις εξοπλίσουν με τη συνολική προοπτική που τους αρμόζει.

Πώς μπορούμε να προωθήσουμε αυτή την προσπάθεια;

Σε ένα πρώτο επίπεδο, στηρίζοντας πολιτικά, συνδικαλιστικά, οργανωτικά και ιδεολογικά όλες τις μάχες του κόσμου που συγκρούστηκε με τη ΝΔ και μπαίνει σε σύγκρουση με την κυβέρνηση Παπανδρέου καθώς βλέπει ότι οι διεκδικήσεις του συναντάνε ξανά τοίχο.

Αυτή η στήριξη δεν είναι θέμα μόνο αγωνιστικής πλειοδοσίας για να ξηλωθούν οι αντιασφαλιστικοί νόμοι, να καταργηθεί ο αντιδραστικός νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ, να σταματήσουν τα ρατσιστικά μέτρα σε βάρος των μεταναστών και να ανατραπούν οι ιδιωτικοποιήσεις, οι περικοπές, τα κλεισίματα και οι απολύσεις. Ασφαλώς και είναι απαραίτητο να στηρίζει η αντικαπιταλιστική Αριστερά όλες τις μορφές πάλης, ακόμα και τις πιο προχωρημένες που επιλέγουν οι εργαζόμενοι και η νεολαία για να συνεχίσουν τον αγώνα για αυτό το άμεσο πρόγραμμα δράσης. Αλλά ταυτόχρονα πρέπει να ορθώνει ασπίδα υπεράσπισης αυτών των αγώνων από τις πιέσεις που τείνουν να τους κατακερματίσουν και να τους απομονώσουν.

Τέτοιες πιέσεις απαιτούν πρωτοβουλίες απάντησης που προσφέρουν γενίκευση και σύνδεση ανάμεσα στα επιμέρους τμήματα της τάξης και του μαζικού κινήματος. Για να θυμηθούμε τον Μαρξ, όταν οι εργάτες ενός εργοστάσιου παλεύουν ενάντια στις απολύσεις, αυτός είναι ένας οικονομικός αγώνας. Όταν ένα κίνημα εργατών διεκδικεί απαγόρευση των απολύσεων με νόμο, αυτός είναι ένας πολιτικός αγώνας, ένα βήμα στη συγκρότηση της τάξης για τον εαυτό της. Με τέτοιες πρωτοβουλίες μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά της η αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, λοιπόν, στηρίζει τους αγώνες του σήμερα γενικεύοντας. Απαντάει, παραδείγματος χάρη, στις πιέσεις του τύπου «πού θα βρεθούν τα λεφτά» αναδεικνύοντας αιτήματα όπως κρατικοποίηση των τραπεζών και των επιχειρήσεων που απειλούν με λουκέτο, χωρίς αποζημίωση για τους μετόχους και με εργατικό έλεγχο.

Κομμάτι αυτής της προσπάθειας είναι η επεξεργασία των θέσεων του αντικαπιταλιστικού προγράμματος για τη σύγχρονη εργατική τάξη. Η σύγκρουση με τις αντιλήψεις που την κατακερματίζουν αφαιρώντας ολόκληρα τμήματά της. Όσοι έχουν μόνιμη και σταθερή δουλειά με συνδικαλισμό σε κάποια μεγάλη επιχείρηση, δημόσια ή ιδιωτική, θεωρούνται ενσωματωμένοι, μικροαστικοποιημένοι ή «εκμαυλισμένοι». Όσοι δουλεύουν σε συνθήκες μαύρης εργασίας θεωρούνται «πρεκαριάτο», ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία. Τι απομένει; Ένα κοινωνικό υποκείμενο «χωρίς φωνή», αδύναμο και κατακερματισμένο, καταδικασμένο στο ρόλο της δεξαμενής από την οποία αντλούν όσοι υπόσχονται ότι θα του «δώσουν φωνή»: Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, κοινοβουλευτικοί αστέρες, θεωρητικοί της «Αυτονομίας». Η αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι δύναμη που χτίζει την ενότητα της τάξης, βήμα-βήμα με τις πρωτοβουλίες της.

Πρωτοβουλίες

Το πρόγραμμα πρωτοβουλιών της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν περιορίζεται στη σύνδεση συνδικαλιστικών προσπαθειών αναμεταξύ τους. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην οικοδόμηση της ενότητας. Αυτό γίνεται ολοφάνερο στην περίπτωση των αντιρατσιστικών πρωτοβουλιών. Οσοι μάχονται για την εξάλειψη των φαινομένων «μαύρης εργασίας» στους χώρους δουλειάς πρέπει να έχουν στο μυαλό τους ότι αυτός ο αγώνας αποδυναμώνεται όταν υπάρχει και η παραμικρή αυταπάτη ότι η μαύρη ανασφάλιστη εργασία θα καταπολεμηθεί μειώνοντας τον αριθμό των μεταναστών με το κλείσιμο των συνόρων. Το κίνημα ενάντια στο σφράγισμα των συνόρων με την αναβάθμιση του Λιμενικού και την συνεργασία Ελλάδας-ΕΕ στα πλαίσια της FRONTEX δίνει δύναμη όχι μόνο στους κατατρεγμένους πρόσφυγες και «λαθρο»μετανάστες, αλλά και σε κάθε συνδικαλιστή που διεκδικεί την εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων στο χώρο του. Το αίτημα για ανοιχτά σύνορα για τους εργάτες, κόντρα στην «Ευρώπη –φρούριο», είναι αναπόσπαστο κομμάτι του αντικαπιταλιστικού προγράμματος. Οι απόψεις που θεωρούν αυτό το αίτημα «ανθρωπιστικό», «κοσμοπολίτικο» ή «μικροαστικό» αποδυναμώνουν την αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Το ίδιο ισχύει για τις απόψεις της πατριωτικής αριστεράς που αποδέχονται ως «αντιμπεριαλιστικά» αιτήματα και συνθήματα του ελληνικού εθνικισμού όπως την επιβολή αλλαγής ονόματος στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, την επιβολή «δίκαιης λύσης του Κυπριακού» με το ζόρι πάνω στους τουρκοκύπριους (και τους ελληνοκύπριους), την απόσπαση ανταλλαγμάτων από την Τουρκία με τη βοήθεια των εκβιασμών που ασκεί η ΕΕ για τη λεγόμενη «ενταξιακή πορεία» κλπ. Ο ελληνικός καπιταλισμός κατέχει μια σημαντική θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, είναι ένας τοπικός υπο-ιμπεριαλισμός στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου σε συνεργασία με την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, εξάγει κεφάλαια και εξαγοράζει επιχειρήσεις στα Σκόπια, τράπεζες στην Τουρκία, τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς στο Βουκουρέστι, κλπ, κλπ. Το πρόγραμμα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν μπορεί να χάνει όλα αυτά από τα μάτια του και να μένει σε αναλύσεις τύπου «ψωροκώσταινας» που είναι «κλωτσοσκούφι» των ιμπεριαλιστών. Πρέπει να παίρνει αποστάσεις από αντιλήψεις που θεωρούν, π.χ., ότι η συμμετοχή της Ελλάδας σε σχέδια ενεργειακών αγωγών μαζί με τη Ρωσία αποτελεί βήμα «εθνικής ανεξαρτησίας» και όχι επικίνδυνη εμπλοκή στους ανταγωνισμούς στην περιοχή. Κανένα κίνημα, κανένας αγώνας δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ταξική ανεξαρτησία του από τους εκβιασμούς της άρχουσας τάξης χωρίς αυτά τα ξεκαθαρίσματα. Η συμβολή της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε αυτόν τον τομέα είναι πολύτιμη.

Αυτά τα προγραμματικά προχωρήματα δεν θα έρθουν τελεσιγραφικά, ούτε σαν καρπός στενά εσωτερικών ζυμώσεων στους κόλπους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει να διδάξει αλλά και να διδαχθεί από τους αγώνες και τα κινήματα που προσπαθεί να στηρίξει. Η εξωστρέφεια είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο στη διαδικασία διαμόρφωσης του αντικαπιταλιστικού προγράμματος. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπως η σημερινή, όπου η ριζοσπαστικοποίηση κερδίζει ολόκληρα τμήματα της νεολαίας και της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και διεθνώς. Χρειάζεται διάλογος με το χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη και πιο πέρα. Απαιτούνται κοινές πρωτοβουλίες και συζητήσεις με δυνάμεις όπως το ΝΡΑ στη Γαλλία, το Μπλόκο της Αριστεράς στην Πορτογαλία. Είναι αναγκαίο το άνοιγμα στην κοινή δράση και στο διάλογο με τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ που προβληματίζεται για τις αδυναμίες των ηγεσιών του που τον καθηλώνουν. Μαζί, με την κοινή δράση αλλά και τη συζήτηση μπορούμε το επόμενο διάστημα να κερδίσουμε όλο τον κόσμο που ταλαντεύτηκε ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στην Αριστερά και μπορεί να συνεχίσει την πορεία του προς τα αριστερά τώρα που το ΠΑΣΟΚ είναι κυβέρνηση. Δεν είναι μοιραίο ότι η διάψευση των προσδοκιών από τους υπουργούς του «Γιωργάκη» θα μετατραπεί σε απογοήτευση και στροφή προς τα δεξιά. Μπορεί να γίνει αριστερό ρεύμα που συζητάει ανοιχτά τις αριστερές εναλλακτικές στο ΠΑΣΟΚ. Αυτό είναι από τα ζητούμενα της περιόδου και η αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει πολλά να πάρει και να δώσει σε μια τέτοια πορεία.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο έχει να αντιμετωπίσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τα δικά της οργανωτικά ζητήματα. Οι οργανωτικές μορφές ενός αντικαπιταλιστικού μετώπου δεν είναι έξω από τα ζητούμενα ενός αντικαπιταλιστικού Προγράμματος της Αριστεράς σήμερα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να βάλουμε το κάρο μπροστά από το άλογο. Η ιδέα ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έπρεπε να αφιερωθεί στη συζήτηση του «καταστατικού» της το επόμενο διάστημα δεν βοηθάει. Ούτε οι αντιλήψεις ότι πριν καλά-καλά περπατήσει σαν μέτωπο θα μετεξελιχθεί σε ενιαίο κόμμα, υπερβαίνοντας τις οργανώσεις που την συγκρότησαν. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να γίνει πόλος έλξης αγωνιστών, ανένταχτων αριστερών και οργανωμένων κινήσεων, αν προσπαθήσει να αναπτύξει όλη αυτή τη δράση που απαιτούν οι μετεκλογικές συνθήκες. ΄Ετσι μπορεί να αποκτήσει μέλη και να αρχίσει να αντιμετωπίζει την εσωτερική ζωή της πέρα από το συντονισμό των οργανώσεων που την συναποτελούν. Για την ώρα, αυτός ο συντονισμός είναι καθοριστικής σημασίας ώστε να γίνουν τα απαραίτητα βήματα. Ας συγκεντρώσουμε τις προσπάθειες μας στην ανάγκη να γίνουν αυτά τα βήματα πολιτικά σωστά.