Εξώφυλλο του τευχους 77
Mετά τις εκλογές η Αριστερά βρίσκεται αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις αλλά και νέες ευκαιρίες. Το ζητούμενο είναι να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα, όπως εξηγεί ο Λέανδρος Μπόλαρης.
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 4ης Οκτώβρη, πρέπει να δώσουν ώθηση για μια σοβαρή αλλαγή προσανατολισμού στην Αριστερά, ιδιαίτερα στα δυο κοινοβουλευτικά της κόμματα, το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ.
Από άποψη εκλογικής επιρροής, τα δυο αυτά κόμματα έχασαν από περίπου 67.000 και 47.000 ψήφους αντίστοιχα, σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτέμβρη 2007. Ωστόσο, οι Κασσάνδρες που προέβλεπαν, και επιθυμούσαν, την εκλογική ισοπέδωση της αριστεράς διαψεύστηκαν. Τα ποσοστά κι οι ψήφοι οπισθοχώρησαν αλλά δεν κατέρρευσαν.
Το 2004, το άθροισμα των ποσοστών του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ (στην πρώτη εκδοχή του) ήταν από τα χαμηλότερα της αριστεράς μετά τη μεταπολίτευση, περίπου 9.1%. Στις έκτακτες εκλογές του Σεπτέμβρη 2007, το άθροισμα ήταν τέσσερις μονάδες πάνω, στο 13.1%. Οι αγώνες ενάντια στη ΝΔ κι η ριζοσπαστικοποίηση που γεννούσαν, ευνόησαν τα δυο κόμματα της αριστεράς εκλογικά.
Στις εκλογές της 4ης Οκτώβρη, το άθροισμα των δυο κομμάτων είναι στο 12.14%. Μια μονάδα κάτω σε σχέση με το 2007, αλλά ακόμα τρεις μονάδες περισσότερες από το 2004. Ο κόσμος που κοιτάει αριστερά ψήφισε ΠΑΣΟΚ για να ξεφορτωθεί τη ΝΔ. Τα δυο κόμματα της αριστεράς λόγω των πολιτικών τους μειονεκτημάτων, δεν κέρδισαν από τη κατάρρευση της ΝΔ. Ωστόσο, η αντοχή των ποσοστών τους, είναι ακόμα μια ένδειξη της αριστερόστροφης διάθεσης στην εργατική τάξη και τη νεολαία. Αυτό είναι μια καλή αφετηρία για τη νέα περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας, αρκεί να βγουν τα κατάλληλα συμπεράσματα.
Σ’ αυτό το σημείο αρχίζουν οι δυσκολίες. Οι εκτιμήσεις που ακούγονται από αυτά τα δυο κόμματα, αναπαράγουν τα ηττοπαθή και λανθασμένα συμπεράσματα που έβγαλαν μετά τη ψυχρολουσία των ευρωεκλογών.
Ο Αλ. Τσίπρας δήλωνε το βράδυ των εκλογών: «Η ξεχασμένη κοινωνία έστειλε το δικό της μήνυμα, αποδοκίμασε μια πολιτική που την οδηγεί συστηματικά στο περιθώριο. Η ΝΔ υπέστη βαριά ήττα... Τo εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι για εμάς μια μικρή, αλλά, δεδομένων των συνθηκών, σημαντική νίκη... Ζητήσαμε από τους πολίτες το όνειρο εισόδου στη νέα βουλή και τη δική τους ψήφο. Το αποτέλεσμα δείχνει ότι τελικά ήταν πολλοί περισσότεροι από όσους αρχικά είχαμε υπολογίσει...».
Η ίδια αντιμετώπιση συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες από τις «συνιστώσες» του ΣΥΡΙΖΑ. «Το αποτέλεσμα ήταν το μέγιστο, υπό τις δεδομένες αντικειμενικές και υποκειμενικές δυνατότητες», όπως ανέφερε σε ένα ρεπορτάζ της η «Αυγή».1
Αντίστοιχες ερμηνείες, περί «αντικειμενικών» συνθηκών ακούστηκαν από τη πλευρά του ΚΚΕ. Η ίδια η Παπαρήγα με τις δηλώσεις της αναγνώρισε ότι το αποτέλεσμα είναι μεν «αναντίστοιχο» με την πραγματική επιρροή της αριστεράς, όμως, έσπευσε να ρίξει το φταίξιμο λίγο ως πολύ στην ανωριμότητα της συνείδησης των «λαϊκών μαζών». Ο Δημήτρης Γόντικας, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, επανέλαβε στον «Ριζοσπάστη» την ίδια εκτίμηση, χωρίς περικοκλάδες:
«Η οικονομική κρίση, με δεδομένο το επίπεδο ανάπτυξης του εργατικού και λαϊκού κινήματος, επέδρασε στην εκλογική συμπεριφορά πλατιών εργατικών και λαϊκών μαζών. Επέδρασε στη φάση αυτή αρνητικά.
Ο φόβος, η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, οι πολύπλευρες πιέσεις που ασκούνται στη ζωή τους, σε συνδυασμό με την ιδεολογική σύγχυση σε ό,τι αφορά τις αιτίες της οικονομικής κρίσης και τις πολιτικές ευθύνες, διαμορφώνουν συνειδήσεις υποχώρησης, συμβιβασμού, ευάλωτες στις πιέσεις, τάση επιλογής του μικρότερου κακού, αυταπάτες ότι πρόκειται για μπόρα που θα περάσει ή ότι μπορούν να αντιμετωπιστούν ή μετριαστούν οι συνέπειες με μια καλύτερη πολιτική διαχείρισης.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε τις ευθύνες των ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων, για τη συμβολή τους στην ιδεολογική σύγχυση, σχετικά με το χαρακτήρα και τις αιτίες της οικονομικής κρίσης».2
Με άλλα λόγια, δια στόματος Γόντικα, η ηγεσία του ΚΚΕ δηλώνει ότι η πολιτική της είναι σωστή, και για την «ελαφρά εκλογική υποχώρηση» φταίνε όλοι οι άλλοι –οι οπορτουνιστές, η οικονομική κρίση, και εν τέλει η ίδια η τάξη που επιλέγει την «υποχώρηση», τον «συμβιβασμό» και το «λιγότερο κακό».
Η άποψη ότι η οικονομική κρίση επιτρέπει αυτόματα στις «τάσεις συμβιβασμού» και ατομικής φυγής να πάρουν το πάνω χέρι στις συνειδήσεις, είναι από μόνη της προβληματική. Όπως ανέφερε στο άρθρο του ο Πάνος Γκαργκάνας στο προηγούμενο τεύχος αυτού του περιοδικού:
«Στις ιδέες και τα συναισθήματα της εργατικής τάξης υπάρχει πάντα ένα αντιφατικό μίγμα από την ίδια τη θέση της μέσα στην κοινωνία. Ο φόβος για τη δύναμη των αφεντικών συνυπάρχει πάντα με την οργή για την αδικία και την εκμετάλλευση. Ακόμα και όταν ξεκινάει ένας αγώνας, η ανησυχία για την έκβαση υποβόσκει πίσω από την αποφασιστικότητα για τη σύγκρουση. Το ποια πλευρά θα πάρει το πάνω χέρι εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, από τα οικονομικά χτυπήματα, από τους πολιτικούς συσχετισμούς, από τις εμπειρίες και την οργάνωση των εργατών. Και βέβαια από τις πρωτοβουλίες και την εμπιστοσύνη που εμπνέει η Αριστερά».
Η σφοδρότητα της κρίσης δεν μπορεί να εξηγήσει από μόνη της την κατάρρευση της ΝΔ. Η κρίση είναι εξίσου σφοδρή στην Ιταλία για παράδειγμα, αλλά ο Μπερλουσκόνι παραμένει στη θέση του. Το κίνημα, οι μάχες που έδωσαν οι εργαζόμενοι κι η νεολαία, απονομιμοποίησαν όλα τα ψέματα της ΝΔ και οδήγησαν τον Καραμανλή να τρέμει πριν πάρει το όποιο «αναγκαίο μέτρο» μήπως και βρεθεί μπροστά σε νέους Δεκέμβρηδες και νέες πανεργατικές.
Όμως, η Αριστερά βρέθηκε πίσω από τις ανάγκες. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε κρίσιμη καμπή του κινήματος, αντί να επιλέξει το προχώρημά του, επέλεγε την αποκλιμάκωση και τον συμβιβασμό. Αυτό έκανε στις απεργίες για το ασφαλιστικό, αυτό έκανε και στο Δεκέμβρη του 2008.
Δεν ήταν τυχαίες επιλογές. Τα όριά τους, τα έθεταν και τα θέτουν η συνολικότερη πολιτική. Το βασικό στοιχείο της, είναι η άρνηση να βάλει τον αντικαπιταλισμό στο κέντρο της πολιτικής και της δράσης του. Η καπιταλιστική κρίση είναι για αυτό το κόμμα, κρίση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της οικονομίας. Η πολιτική και ιδεολογική κρίση που αγκαλιάζει όλο το «εποικοδόμημα» του ελληνικού καπιταλισμού, από τους θεσμούς όπως η δικαιοσύνη κι η αστυνομία μέχρι τα κόμματα, αντιμετωπίζεται ως «δυσκολίες του δικομματισμού». Μ’ αυτόν τον τρόπο υποτιμάει και τη κρίση των από πάνω και περιορίζει τον ορίζοντα του κινήματος.
Το ΚΚΕ συνδύαζε το πιο καραμπινάτο σεχταρισμό με τη μεγαλύτερη ηττοπάθεια. Κάθε φορά που η σύγκρουση με τη ΝΔ κλιμακωνόταν, το ΚΚΕ αντιμετώπιζε τη σύγκρουση καχύποπτα, σαν «νερό στο μύλο» του ΠΑΣΟΚ. Τα παραδείγματα αφθονούν: από την απεργία των δασκάλων το 2006 μέχρι τις καταλήψεις για το άρθρο 16 και τον νόμο πλαίσιο το 2007, στις απεργίες για το ασφαλιστικό και στο Δεκέμβρη, ο «ρεαλισμός» του ΚΚΕ συνδυαζόταν με κατηγορίες ενάντια στους «κρυφοπασόκους» ή ενγένει οπορτουνιστές που προωθούσαν «ανεύθυνα» αυτές τις μάχες.
Από διαφορετική διαδρομή δηλαδή, συναντιόταν με τον ΣΥΡΙΖΑ στην υποτίμηση της δυναμικής και των οριζόντων του κινήματος. Γι’ αυτό η ηγεσία του αντιμετώπισε με εχθρότητα την αριστερή στροφή του κόσμου που για μια περίοδο έμοιαζε να κατευθύνεται εκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα ποντάριζε συστηματικά στην ήττα των «τυχοδιωκτικών» αγώνων νομίζοντας ότι η «ρεαλιστική κι υπεύθυνη» στάση του – όπως για παράδειγμα τον Δεκέμβρη του 2008 – θα φέρει και εκλογικά οφέλη.
Ενώ ο ριζοσπαστισμός του κινήματος αποσάθρωνε τη συναίνεση που προσπαθούσαν να στήσουν η κυβέρνηση με την πρόθυμη βοήθεια του Γ. Παπανδρέου, οι ηγεσίες της Αριστεράς αρνούνταν να δώσουν προοπτική, να γίνουν η δύναμη που συγκρούεται με τη δεξιά μέχρι το τέλος, μέχρι τη νίκη των αγώνων. Ένα ολόκληρο ρεύμα της «χτυπούσε την πόρτα» – για μια ακόμα φορά τη τελευταία 20ετία – και εκείνη δεν ανταποκρίθηκε. Γι’ αυτό, η μόνη «ρεαλιστική» επιλογή για το διώξιμο της ΝΔ έγινε το ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ.
Τόσο το ΚΚΕ όσο κι ο Συνασπισμός παρά τις διαφορές τους, εξακολουθούν να είναι κόμματα του κοινοβουλευτικού δρόμου, αντιμετωπίζουν τη πολιτική και το κίνημα μέσα από το πρίσμα των κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Όταν ο Περικλής Κοροβέσης άνοιξε μέσα στο καλοκαίρι το ζήτημα των ευθυνών της αριστεράς για τη συμμετοχή της στις κυβερνήσεις ταξικής συνεργασίας το 1989-1990, οι καταγγελίες έπεσαν βροχή, όχι μόνο από τους «ανανεωτές» του Συνασπισμού, αλλά και από το «αριστερό ρεύμα» και από το ΚΚΕ. Μια αριστερά που δεν ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς της με αυτό το παρελθόν, δύσκολα μπορεί να πείσει ότι έχει να προτείνει ένα δρόμο διαφορετικό από αυτόν της διαχείρισης ενός βρόμικου συστήματος.
Η επόμενη περίοδος
Αυτή η συζήτηση είναι πολύ αναγκαία, γιατί στη νέα περίοδο που ανοίγεται με το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, οι ευκαιρίες αλλά και οι ευθύνες για την αριστερά μεγαλώνουν. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Σεραφείμ Σεφεριάδης, σε άρθρο του στην Εργατική Αλληλεγγύη:
«Η λεγόμενη «περίοδος χάριτος» είναι στην πραγματικότητα περίοδος μουδιάσματος και διεκδικητικής ανάπαυλας. Όμως με την πάροδο του χρόνου και την αποκάλυψη του αντιλαϊκού χαρακτήρα της νέας κυβέρνησης (πίσω από τα περίτεχνα φτιασιδώματα που τώρα προβάλλει) το ξέσπασμα μεγάλων αγώνων είναι αναπόφευκτο… Γι’ αυτό υποστήριξα ότι η συγκυρία δημιουργεί στην Αριστερά τεράστιες ευθύνες. Δεν υπάρχει εδώ καμία απολύτως νομοτέλεια. Αν η Αριστερά δεν καταφέρει να εκφράσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια καθώς αυτή θα μεγαλώνει με προγραμματική τόλμη και κινηματική ετοιμότητα— τότε θα τείνει και αυτή να συρρικνωθεί, πράγμα φυσικά εξαιρετικά επικίνδυνο. Πάντως όχι: παρά τα εξαιρετικά υψηλά του ποσοστά, το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο παντοδύναμο δεν είναι, αλλά θα μπορούσε κανείς να εικάσει ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: ότι εξακολουθεί να είναι χαρακτηριστικά αδύναμο. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα εξαιρετικά ρευστό τοπίο».3
Η «προγραμματική τόλμη κι η κινηματική ετοιμότητα», είναι πράγματι αυτό που χρειάζεται. Μέχρις στιγμής, οι ηγεσίες των δυο κοινοβουλευτικών κομμάτων της αριστεράς, δεν έχουν δείξει δείγματα προχωρήματος ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο σκέλος. Μοιράζονται ουσιαστικά την εκτίμηση ότι η σοσιαλδημοκρατία στην κυβέρνηση σημαίνει λιγότερες κι όχι περισσότερες ευκαιρίες για την Αριστερά, μικρότερα κι όχι μεγαλύτερα περιθώρια για το κίνημα να βάλει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις.
Μια τέτοια εκτίμηση οδηγεί σε δυο κατευθύνσεις που επιφανειακά μοιάζουν αντίθετες, αλλά επί τους ουσίας αλληλοσυμπληρώνονται. Η μια είναι η περιχαράκωση, «μέχρι να περάσει η μπόρα». Η Αλ. Παπαρήγα για παράδειγμα, μιλώντας στην εκδήλωση που οργάνωσε το ΚΚΕ στον Πειραιά, επανάλαβε ότι «μόλις το 10% τω εργαζόμενων είναι οργανωμένο» και άρα ότι χρειάζονται «αγωνιστικοί πόλοι» –όπως το ΠΑΜΕ.
Πού καταλήγει μια τέτοια στάση; Η απεργία στο λιμάνι του Πειραιά ήταν η πρώτη «γεύση» για το τι μπορεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ αρκέστηκε στο να κάνει κριτική αφ’ υψηλού στα αιτήματα. «Είδατε τώρα, γίνεται η απεργία στο λιμάνι. Εμείς είχαμε καταψηφίσει φυσικά, όχι την COSCO, όποιος και να ήταν. Δεν το δεχόμαστε. Θεωρούμε ότι ο πλουτοπαραγωγικός πλούτος πρέπει να ανήκει στο λαό της κάθε χώρας. Επομένως, τι είπε το ΠΑΣΟΚ; Τροφοδότησε αυτές τις κινητοποιήσεις, ότι θα επαναδιαπραγματευτεί. Τώρα λέει τέρμα, ούτε επαναδιαπραγμάτευση. Επομένως, καμία στάση αναμονής».4 Με άλλα λόγια, «εμείς σας τα λέγαμε…».
Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η προσαρμογή, ο δρόμος που οδηγεί στην αναζήτηση μιας καλής «κεντροαριστερής» συνεργασίας. Ο Κύρκος το είπε ανοιχτά με δήλωσή του την ημέρα των εκλογών. Ο Κουβέλης το υπονοεί όταν μιλάει για «προγραμματική αντιπολίτευση» στη νέα κυβέρνηση. Η «Αυγή» σχολίαζε συνέντευξη του Γ. Παπακωνσταντίνου, του νέου υπουργού Οικονομίας στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» της 11/10, ξεκινώντας με τη φράση «οι δηλώσεις του υπουργού κινούνται στη σωστή κατεύθυνση»… Το πρόβλημα δεν λύνεται με συνθέσεις του στυλ «αριστερή προγραμματική αντιπολίτευση» που επιχειρεί η ηγεσία του Αλ. Τσίπρα.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο το επόμενο διάστημα για να ξεπεραστούν αυτές οι αδυναμίες. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει δώσει δείγματα γραφής το προηγούμενο διάστημα. Ο αριθμός των ψήφων της μπορεί να μην σημαίνει πολλά πράγματα από άποψη κοινοβουλευτικών συσχετισμών και εκλογικής καταγραφής. Ωστόσο, το γεγονός ότι αύξησε τις ψήφους της κατά τέσσερις χιλιάδες σε σχέση με το πρώτο κατέβασμά της στις ευρωεκλογές, είναι μια ένδειξη ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να γίνει ο «μαγνήτης» για αγωνιστές και αγωνίστριες που αναζητούν μια αριστερά της «προγραμματικής τόλμης και της κινηματικής ετοιμότητας».
Αυτός ο κόσμος υπάρχει και βρίσκεται πολύ ευρύτερα από την παραδοσιακή επιρροή της άκρας αριστεράς. Απλώνεται από αγωνιστές και αγωνίστριες που έδωσαν με περισσότερο ή λιγότερο κρύα καρδιά τη ψήφο τους στο ΠΑΣΟΚ και παίζουν ρόλο στους αγώνες σε όλα τα μέτωπα, περνάει από τους αγωνιστές των δυο κομμάτων της αριστεράς που συμμετέχουν στα κινήματα και τις αντιστάσεις, φτάνει στη νεολαία που εξεγέρθηκε τον Δεκέμβρη. Τέτοιος κόσμος στράφηκε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανάμεσα στις ευρωεκλογές και στις εκλογές της 4 Οκτώβρη.
Γι’ αυτό είναι λάθος να αντιμετωπίζεται η εκλογική επιτυχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως μια απλή αναδιάταξη των συσχετισμών στον «μικρόκοσμο της επαναστατικής αριστεράς». Μ’ αυτόν τον τρόπο παρουσιάσανε τα αποτελέσματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ο Βένιος Αγγελόπουλος στην «Αυγή» της 11 Οκτώβρη, ο Θανάσης Τσακίρης στην «Εποχή» της ίδιας μέρας. Δυστυχώς, το ίδιο έκανε κι ο Γιώργος Δελάστικ στο «Πριν» της 11/10 –η φράση «ο μικρόκοσμος της επαναστατικής αριστεράς» προέρχεται από το δικό του άρθρο.
Μια τέτοια αντίληψη, οδηγεί στην αναδίπλωση και στην εσωστρέφεια. Σε ένα διχασμό του δυναμικού της ανάμεσα στις μεμονωμένες παρεμβάσεις ανά χώρο και σε μια κεντρική πολιτική παρέμβαση περιχαρακωμένη στον εαυτό της.
Δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό εμπόδιο για να μην μπορέσει η αντικαπιταλιστική αριστερά να έχει τις επιτυχίες που έχουν οι σύντροφοί μας στην Πορτογαλία ή στην Γερμανία στις πρόσφατες εκλογές.
Για να φτάσει σ’ αυτό το σημείο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να ανοίξει τις πρωτοβουλίες της σε όλη τη βεντάλια των μετώπων το επόμενο διάστημα. Από τις απεργίες μέχρι την πάλη ενάντια στο ρατσισμό και για τη νομιμοποίηση όλων των μεταναστών, από τη μάχη για την υπεράσπιση της δημόσιας παιδείας και για να μείνει ο νόμος πλαίσιο στα χαρτιά, το κίνημα έχει συγκροτήσει βήμα-βήμα το δικό του «πρόγραμμα» το προηγούμενο διάστημα. Σ’ αυτά τα μέτωπα πρέπει να ριχτεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενωτικά και μαχητικά.
- «Αυγή», Κυριακή 11 Οκτώβρη 2009, στο άρθρο: «Δυναμική επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα».«Κυριακάτικος Ριζοσπάστης», 11 Οκτώβρη 2009.«Εργατική Αλληλεγγύη», Νο 888.«Ριζοσπάστης», 13 Οκτώβρη 2009.