Οι διαδηλωτές που ακύρωσαν τη Σύνοδο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Σιάτλ στα τέλη του 1999 έγιναν η θρυαλίδα ενός νέου αντικαπιταλιστικού κινήματος. Ο Νίκος Λούντος παρουσιάζει τις καμπές αυτής της πορείας.
Το Νοέμβρη κλείνουν 10 χρόνια από τη διαδήλωση του Σιάτλ ή τη «Μάχη του Σιάτλ» όπως έχει μείνει στο λεξιλόγιο του αμερικάνικου κινήματος. Το Σιάτλ παραμένει σύμβολο μιας μεγάλης στροφής. Στα έκτακτα δελτία του CNN που μετέδιδαν εκείνες τις μέρες των συγκρούσεων έξω από τη σύνοδο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο άκουσαν όχι μία αλλά πολλές ειδήσεις που δεν τις περίμεναν.
Ηταν μια μαζική και μαχητική διαδήλωση μέσα στις ΗΠΑ. Η κινητοποίηση κατάφερε να ακυρώσει τη Σύνοδο. Οι διαδηλωτές ήταν ένα μείγμα ακτιβιστών από διάφορα κινήματα μαζί με οργανωμένα μπλοκ συνδικαλισμένων εργατών. Τα αιτήματα και τα συνθήματα είχαν καταφέρει να ενωθούν σε μια κεντρική αιχμή ενάντια στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά έδειχναν ότι κάτι έχει αλλάξει, αν μη τι άλλο μέσα στην Αμερική όπου από το 1981, όταν ο Ρήγκαν τσάκισε τη μεγάλη απεργία των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας, το εργατικό κίνημα πήγαινε από υποχώρηση σε υποχώρηση παρασύροντας μαζί του όλα τα κινήματα. Το κίνημα επέστρεφε και ήταν πιο αντικαπιταλιστικό από ποτέ.
Το Σιάτλ δεν ήταν η αρχή. Υπήρχαν και άλλα προμηνύματα ότι ο κύκλος της υποχώρησης σε παγκόσμιο επίπεδο έκλεινε, με πιο κομβική τη γενική απεργία του 1995 στη Γαλλία. Λειτούργησε όμως σαν επιταχυντής, βάζοντας και σε σκέψη και σε κίνηση χιλιάδες ακτιβιστές σε όλο τον κόσμο. Η ακολουθία των διεθνών κινητοποιήσεων που ξεκίνησε μετά το '99 είναι ο πιο προφανής λόγος γιατί το Σιάτλ θεωρείται ακόμη σημαντική αφετηρία: Ουάσινγκτον, Πράγα, Νίκαια, Γένοβα, Φλωρεντία είναι μόνο μερικοί από τους σταθμούς. Σε ένα παράλληλο ξεδίπλωμα είχαμε τις διάφορες μορφές συντονισμού του κινήματος με το Παγκόσμιο, το Ευρωπαϊκό και άλλα Κοινωνικά Φόρουμ σε όλο τον κόσμο. Ομως οι επιπτώσεις ήταν πολύ ευρύτερες και βαθύτερες.
Ακόμη και κορυφαίου μεγέθους εξελίξεις όπως η εκλογή του Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ είναι αδύνατον να αποσυνδεθούν από το Σιάτλ. Στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ της Φλωρεντίας, το Νοέμβρη του 2002, πάρθηκε η απόφαση για την παγκόσμια διαδήλωση ενάντια στον, επαπειλούμενο τότε, πόλεμο κατά του Ιράκ. Η 15η Φλεβάρη του 2003 με τα εκατομμύρια αντιπολεμικούς διαδηλωτές στους δρόμους καθόρισε τη μοίρα πολλών κυβερνήσεων που ανέβηκαν στο άρμα του Μπους, τελικά και του ίδιου του πρώην πλανητάρχη. Το δυνάμωμα της Αριστεράς στη Γερμανία που καταγράφηκε πανηγυρικά στις πρόσφατες εκλογές έχει τις ρίζες του στις μέρες δράσης κατά της νεοφιλελεύθερης επίθεσης του Σρέντερ, που οργανώθηκαν με προτροπή του 2ου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ στο Παρίσι, το Νοέμβρη του 2003. Η εμπειρία της κεντροαριστερής κυβέρνησης στην Ιταλία δεν θα είχε έρθει χωρίς τη Γένοβα. Στην πραγματικότητα, είναι παράλογος οποιοσδήποτε χειρουργικός διαχωρισμός των επιπτώσεων του κύκλου που άνοιξε το Σιάτλ από τα γενικότερα βήματα του κινήματος.
Γένοβα
Το Σιάτλ έδειξε ότι βρισκόταν υπό διαμόρφωση μια αντι-ηγεμονία απέναντι στις αδιαμφισβήτητες ως τότε αλήθειες του νεοφιλελευθερισμού. Οταν το 2001 τα ΝΕΑ δημοσίευσαν μια δημοσκόπηση
που έλεγε ότι το 53% στην Ελλάδα υποστηρίζει τους διαδηλωτές της Γένοβας δεν ήταν μόνο αέρας στα πανιά όσων από εμάς προετοιμάζαμε την αποστολή στην Ιταλία.
Ηταν και μήνυμα προς τους υπουργούς του Σημίτη ότι οι απεργοί της μάχης του Ασφαλιστικού ήταν στην αιχμή ενός ευρύτερου κοινωνικού ρεύματος που αντιστέκεται στον καπιταλισμό και τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις. Όσοι πάλευαν ενάντια στις αντι-μεταρρυθμίσεις στη δεκαετία του '90 κατηγορούνταν ότι έδιναν μάχη οπισθοφυλακής για τα «κεκτημένα». Το Σιάτλ και η Γένοβα ξεκαθάρισαν ότι οι μάχες αυτές έρχονταν από το μέλλον και όχι από το παρελθόν.
Απλά συνθήματα όπως «Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη» και «Είστε 8. Είμαστε 6 δισεκατομμύρια» που έγινε σημαία κατά των G8 έφερναν στο προσκήνιο εξίσου απλές αλήθειες ενάντια στο σύστημα που είχαν μπει στο περιθώριο. Μετά το 1989 ακόμη και η Αριστερά κινδύνευε να ξεχάσει ότι ο καπιταλισμός είναι ένα μη δημοκρατικό σύστημα που παράγει δυστυχία για τους πολλούς και κέρδη για τους λίγους.
Το καθήκον που μπήκε από την αρχή στην Αριστερά ήταν να φέρει τη δύναμη από το διεθνές κίνημα μέσα σε όλα τα επιμέρους κινήματα και πάνω από όλα μέσα στους εργατικούς χώρους. Αυτή η αντι-ηγεμονία που καταγραφόταν και στις δημοσκοπήσεις αλλά και στις μεγάλες διαδηλώσεις έδειχνε ότι υπάρχει δυνατότητα να αποκτήσει η Αριστερά την ηγεμονία μέσα σε κάθε εργατικό χώρο για να οργανώσει την αντίσταση απέναντι στα αφεντικά και στο σύστημα.
Ηδη από το ξέσπασμα του κινήματος διαφάνηκαν τρεις γραμμές της Αριστεράς απέναντι στο κίνημα. Η μία, που εκφράστηκε κυρίως από το ΚΚΕ, ήταν η άρνηση της ύπαρξης και της συμμετοχής στο κίνημα και η υποτίμηση της σημασίας του. Η δεύτερη γραμμή που διεθνώς εκφράστηκε από την αριστερή πτέρυγα της Σοσιαλδημοκρατίας αλλά και την επίσημη Αριστερά ήθελε το κίνημα να παραμείνει ως δύναμη πίεσης πάνω στα κόμματα και στις κυβερνήσεις. Στην Ελλάδα, ο Συνασπισμός βρέθηκε επικεφαλής αυτής της προσπάθειας.
Παρά τη γενική επίκληση στη σημασία του κινήματος, αρνούνταν κάθε κίνηση για να μετατραπούν οι ακτιβιστές του αντικαπιταλιστικού κινήματος σε μαγιά συγκεκριμένης δράσης μέσα στις σχολές, στις γειτονιές και τους εργατικούς χώρους. Αν οι φοιτητές που έπαιρναν μέρος στις διεθνείς διαδηλώσεις δεν βρίσκονταν στην πρωτοπορία για να οργανωθούν καταλήψεις στις σχολές τους, αν οι εργαζόμενοι δεν συντονίζονταν για να γενικεύσουν ενάντια στο σύστημα και να κλιμακώσουν τους αγώνες μέσα στα συνδικάτα, όλη η αλλαγή που έφερνε το διεθνές κίνημα θα είχε ως μοναδική ελπίδα έκφρασης την ενίσχυση κάποιου αριστερού ψηφοδελτίου στις εκλογές.
Το ΣΕΚ και άλλες οργανώσεις της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην Ελλάδα και την Ευρώπη μπήκαν από την αρχή στην καρδιά του νέου κινήματος, παίρνοντας στους ώμους τους αυτή τη σύνδεση του γενικού με το συγκεκριμένο. Η Πρωτοβουλία Γένοβα 2001, τόσο κεντρικά, όσο κυρίως μέσα από τις συσπειρώσεις της μέσα στις σχολές και τους εργατικούς χώρους, αποτέλεσε τον βασικό τρόπο με τον οποίο έγινε αυτή η προσπάθεια. Αντικαπιταλιστής στο χώρο σου σημαίνει ότι βρίσκεσαι στην πρώτη γραμμή κάθε μάχης που ανοίγει, μεταφέρεις την έμπνευση από το κίνημα διεθνώς, αλλά ταυτόχρονα συνδέεις, γενικεύεις, δείχνεις ότι το σύστημα βρίσκεται στην πηγή του προβλήματος.
Η πρώτη μάχη που δόθηκε στην Ελλάδα ήταν για την ίδια την ύπαρξη του κινήματος και για την ενεργητική συμμετοχή της Αριστεράς. Μπορούσε κανείς να θαυμάζει τους διαδηλωτές του Σιάτλ που σταμάτησαν τον ΠΟΕ, αλλά λίγους μήνες αργότερα, όταν ο ΠΟΕ θα συνεδρίαζε στην Ευρώπη μαζί με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι διαδηλώσεις δεν θα έρχονταν κι αυτές αυτόματα. Η «Πρωτοβουλία Πράγα 2000» από την Ελλάδα συντονίστηκε με αντίστοιχες κινήσεις σε όλη την Ευρώπη για να γίνει «η Πράγα το νέο Σιάτλ». Σε κόντρα με συντηρητικές απόψεις που χαρακτήριζαν το κίνημα «περιφερόμενο θίασο» και «ετερόκλητη συμμαχία», το καθήκον έμπαινε επιτακτικά. Είτε η Αριστερά θα άρπαζε την ευκαιρία ή το Σιάτλ θα ήταν μια στιγμιαία αναλαμπή. Αν σήμερα το κίνημα στην Τσεχία και στην υπόλοιπη πρώην Ανατολική Ευρώπη καταφέρνει να μπει εμπόδιο στα σχέδια για την αντιπυραυλική ασπίδα που σχεδίασε ο Μπους, η διαδήλωση της Πράγας ήταν ένα σημαντικό λιθαράκι. Το «Οχι στον καπιταλισμό» ξαναπέκτησε κύρος αφού πλέον δεν προερχόταν από τους νοσταλγούς του σταλινισμού αλλά από ένα διεθνές κίνημα.
Ακόμη και στο εσωτερικό της επαναστατικής Αριστεράς χρειαζόταν αντιπαράθεση με τη μοιρολατρία που έβλεπε τη σφραγίδα του ρεφορμισμού να καθορίζει αναπόφευκτα το νέο κίνημα. Υπήρχαν δύο πιθανές συνέπειες από μια τέτοια παθητικότητα. Είτε να αγνοήσει κανείς εντελώς το κίνημα είτε να αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα το ρόλο του «κινηματικού συμπληρώματος» της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Από το ΣΕΚ λίγο μετά την Πράγα αποχώρησαν όσοι έβλεπαν ευνοϊκότερα την αγκαλιά του Συνασπισμού από την αντικαπιταλιστική πολιτική. Μπορεί να ήταν ακόμη νωρίς, παρόλα αυτά στην προετοιμασία για την Πράγα φάνηκαν σε μικρογραφία αντιλήψεις και πρακτικές που θα αντιμετώπιζε το κίνημα μέχρι σήμερα. Το ΚΚΕ κατήγγειλε και απείχε, ο Συνασπισμός αποχώρησε από την κοινή πρωτοβουλία. Ο ΣΥΝ έβαζε από τότε όρια στο μέχρι πού μπορεί να πάει αυτό το κίνημα, υποστηρίζοντας ότι τα συνθήματα για ματαίωση της Συνόδου είναι υπερβολικά. Αν το κάλεσμα για ματαίωση μιας συνόδου ξεπερνούσε τα όρια, πόσο μάλλον η μάχη για ανατροπή του συστήματος. Ακόμη και η ονομασία έκφραζε αυτές τις δύο προοπτικές: ήταν κίνημα αντικαπιταλιστικό ή κίνημα «ενάντια στην παγκοσμιοποίηση»;
Ενας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της γαλλικής επαναστατικής αριστεράς, ο Ντανιέλ Μπενσαϊντ αποκάλεσε την περίοδο του κινήματος μέχρι τη Γένοβα «ουτοπική στιγμή». Ηταν η φάση στην οποία η εκρηκτικότητα των διαδηλώσεων έκανε τους περισσότερους που έπαιρναν μέρος να νιώθουν ότι η νίκη είναι πολύ κοντά και απαιτείται λίγη μόνο προσπάθεια ακόμη. Ορισμένοι, από την «ουτοπική στιγμή» κινήθηκαν με ταχύτητα προς το φόβο μετά τη Γένοβα, όταν το κίνημα αντιμετώπισε για πρώτη φορά τόσο ωμή βία. Η δολοφονία του Κάρλο Τζουλιάνι από τους μπάτσους του Μπερλουσκόνι οδήγησε κάποια τμήματα του νέου κινήματος να αμφισβητούν τη σκοπιμότητα των μεγάλων διαδηλώσεων. Η ίδια η Γένοβα μάς έδωσε την απάντηση ότι στη βία απαντάμε με μεγαλύτερη μαζικότητα και καλύτερη οργάνωση. Η δολοφονία, αντί να οδηγήσει σε ματαίωση την κεντρική διαδήλωση, έγινε κίνητρο για εκατοντάδες χιλιάδες ιταλούς εργάτες και φοιτητές να φτάσουν στη Γένοβα με κάθε μέσο. Ενα μήνα πριν από τη Γένοβα, η αστυνομία της Σουηδίας με μια υποτιθέμενη παράδοση στη μη-βία άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών που πολιορκούσαν τη σύνοδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αν σε εκείνη τη φάση δεν απαντούσαμε «Αυτό το κίνημα δεν σταματάει ούτε με σφαίρες» όπως είχε γράψει η Εργατική Αλληλεγγύη, θα ήμασταν απροετοίμαστοι για να αντιμετωπίσουμε και τη βία των ΜΑΤ στις φοιτητικές καταλήψεις και την ωμή δολοφονία που προκάλεσε εξέγερση τον περασμένο Δεκέμβρη.
Το ζήτημα της βίας θα το ξαναέβρισκε μπροστά του το κίνημα με διαφορετικό τρόπο. Ούτε τρεις μήνες μετά τη Γένοβα ήρθαν τα γεγονότα της 11ης Σεπτέμβρη και λίγο αργότερα ο πόλεμος στο Αφγανιστάν. Οι πιέσεις ήταν δύο ειδών. Από τη μια μεριά υπήρχε η χυδαία χρήση της τρομοκρατίας από την άρχουσα τάξη. Ζητούσαν να σταματήσει το κίνημα «από σεβασμό στους νεκρούς των Δίδυμων Πύργων» την ίδια ώρα που ετοιμάζονταν για ματοκύλισμα. Οι «ίσες αποστάσεις» ήταν αντανάκλαση αυτού του εκβιασμού μέσα στο κίνημα. Αντί για αντιπολεμική κινητοποίηση, ο Συνασπισμός επέλεγε συναυλία ενάντια «στον πόλεμο και την τρομοκρατία». Στην πρώτη μαζική αντιπολεμική διαδήλωση και το ΚΚΕ σταμάτησε την πορεία του μπροστά στη Βουλή. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά, κύρια οι δυνάμεις που σήμερα συγκροτούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ολόκληρωσαν την διαδήλωση μέχρι την αμερικάνικη πρεσβεία συσπειρώνοντας χιλιάδες κόσμο που δεν υποχώρησε στον εκβιασμό.
Αντιπολεμικό κίνημα
Στο εσωτερικό του αντικαπιταλιστικού κινήματος εμφανίστηκε και μία ακόμη αντίδραση απέναντι στον αντιπολεμικό προσανατολισμό. Ορισμένοι, όπως η ηγεσία της οργάνωσης ATTAC που είχαν πρωτοστατήσει στα αρχικά βήματα του κινήματος, ισχυρίζονταν πως το αντιπολεμικό κίνημα ήταν κάποιου είδους παρέκκλιση από τους αντινεοφιλελεύθερους στόχους. Σήμερα που ξέρουμε τι σήμανε ο σεισμός του αντιπολεμικού κινήματος αυτές οι απόψεις μοιάζουν παράλογες. Ομως η διαμάχη ήταν κρίσιμη. Στη Γαλλία, όπου αυτές οι απόψεις κυριάρχησαν, το αντιπολεμικό κίνημα κινδύνευσε να μείνει πίσω. Στις περισσότερες χώρες οι αντικαπιταλιστές μπήκαν στην πρώτη γραμμή για να οργανώσουν τις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις. Τα αντικαπιταλιστικά δίκτυα πήραν πρωτοβουλίες για αντιπολεμικούς συντονισμούς. Το κίνημα αποδείχθηκε πραγματικά αντικαπιταλιστικό όταν έγινε και αντιμπεριαλιστικό.
Τα σύνορα της δήθεν «συγκρουσης των πολιτισμών» έσπασαν και για πρώτη φορά υπήρξε πραγματικός διάλογος μεταξύ κινημάτων του Δυτικού Κόσμου και της Μέσης Ανατολής. Τα συνέδρια του Καϊρου και της Βηρυτού είναι μία από τις σημαντικότερες κληρονομιές που μας έχει αφήσει το κίνημα που γεννήθηκε στο Σιάτλ. Οι εργατικοί αγώνες μέσα στη δικτατορία του Μουμπάρακ στην Αίγυπτο έχουν αναγεννηθεί χάρη στη δυναμική που άνοιξαν οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις και οι διαδηλώσεις αλληλεγγύης στην παλαιστινιακή Ιντιφάντα με την έμπρακτη υποστήριξη του διεθνούς κινήματος. Οι διαδηλώσεις αλληλεγγύης στην Αντίσταση του Λιβάνου το 2006 και της Γάζας το 2009 θα ήταν πολύ πιο αδύναμες χωρίς όλα αυτά τα βήματα που είχαν προηγηθεί. Οι επαφές με οργανώσεις που αντιστέκονται στον ιμπεριαλισμό όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ αναδιαμόρφωσαν τον τρόπο με τον οποίο οι αγωνιστές της Ανατολής βλέπουν τα κινήματα της Δύσης.
Εβαζαν όμως και το αντίστροφο καθήκον, να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο η Αριστερά της Δύσης συνδέεται με τα κινήματα της Ανατολής. Δεν ανταποκρίθηκαν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Υπήρχαν ισχυρές φωνές που ήθελαν να διακοπεί κάθε συνεργασία ανάμεσα σε «κοσμικές» και μουσουλμανικές οργανώσεις. Δεν είχαν κάνει το ίδιο απέναντι σε χριστιανικές οργανώσεις που συμμετείχαν εξαρχής στα κινήματα κατά της φτώχειας και κατά του χρέους του Γ΄ Κόσμου. Στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ τα τμήματα του κινήματος που είχαν αντισταθεί στην αντιπολεμική έμφαση αντέδρασαν στη συμμετοχή μουσουλμανικών οργανώσεων μεταναστών και διανοουμένων που συνδέονται με το ριζοσπαστικό ισλάμ. Η σύνδεση του αντικαπιταλιστικού κινήματος με οργανώσεις μουσουλμάνων είχε ήδη αποδειχθεί κρίσιμη για το αντιπολεμικό κίνημα και θα αποδεικνυόταν ακόμη κρισιμότερη στην εξέγερση των προαστίων στη Γαλλία και στο αντιρατσιστικό κίνημα σε μια σειρά χώρες, όπως και στην Ελλάδα.
Ολες αυτές οι αντιπαραθέσεις για τον προσανατολισμό του κινήματος από ένα σημείο και μετά εκφράστηκαν και μέσα από τη συζήτηση για την οργανωτική συγκρότησή του. Το Γενάρη του 2001 οργανώθηκε στο Πόρτο Αλέγκρε το 1ο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ (ΠΚΦ) με τη μορφή αντισυνόδου απέναντι στη σύνοδο του ΔΝΤ στο Νταβός. Το ΠΚΦ πρόσφερε μια μορφή οργάνωσης για να μπορεί το αντικαπιταλιστικό κίνημα να συντονίζεται, να συζητάει και να αποφασίζει τα επόμενα βήματα. Απέναντι στις αντιδημοκρατικές συνάξεις των ισχυρών, τα Κοινωνικά Φόρουμ που οργανώθηκαν δεν ήταν μόνο πανηγύρια δημοκρατίας και συμμετοχής αλλά έφερναν και αποτελέσματα με επιτυχημένες μέρες δράσης και μαζικές διαδηλώσεις στις πόλεις που οργανώθηκαν.
Στα κεντρικά πάνελ των διάφορων θεματικών μπορούσαν να ακουστούν οι διαφορετικές κατευθύνσεις που προτείνονταν σε στρατηγικό επίπεδο, σε σχέση με τον πόλεμο, τον καπιταλισμό, τις μεθόδους πάλης, τις προτεραιότητες, τις συμμαχίες. Στα τρία πρώτα Ευρωπαϊκά Κοινωνικά Φόρουμ αυτός ο προσανατολισμός κυριάρχησε. Τρεις κατευθύνσεις αναδεικνύονταν όλο και περισσότερο από τον «κοινό νου» που εκφραζόταν στις συνελεύσεις και στις ολομέλειες: α) ότι υπάρχουν συγκεκριμένα καθήκοντα σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, β) ότι χρειάζεται σύνδεση με την οργανωμένη εργατική τάξη και γ) ότι χρειάζεται τρόπος παρέμβασης στην πολιτική. Και τα τρία προκάλεσαν πρόβλημα στην ηγεσία της ρεφορμιστικής πτέρυγας του κινήματος. Δεν ήταν στις επιλογές τους ούτε η ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών μέσα στις χώρες τους, ούτε ο προσανατολισμός στις απεργίες και τις καταλήψεις, ενώ όσον αφορά στην πολιτική προτιμούσαν το κίνημα να λειτουργεί ως ομάδα πίεσης στους ήδη υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς και όχι να τροφοδοτήσει πολιτικές ανατροπές.
«Αυτονομία»
Ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησαν να αποφύγουν την ενίσχυση της ριζοσπαστικής πτέρυγας του κινήματος ήταν χρησιμοποιώντας επιχειρήματα προερχόμενα από την Αυτονομία. Υποστηρίχθηκε ότι οι μεγάλες ολομέλειες και τα πάνελ αντιπαραθέσεων δεν ήταν χρήσιμα για το κίνημα. Προωθήθηκε αντίθετα μια αποκέντρωση σε θεματικά δίκτυα. Ομως αν οι αντιπολεμικές οργανώσεις συζητούσαν μεταξύ τους, οι οικολογικές μεταξύ τους, οι αντιρατσιστικές και οι γυναικείες χωριστά, χανόταν το μεγαλύτερο κεκτημένο του κινήματος, η ενότητα απέναντι στον καπιταλισμό και δεν δινόταν ευκαιρία για συζήτηση πάνω στις προτεραιότητες, τις αιχμές και τις επιλογές στα διλήμματα που άνοιγε η ίδια η πραγματικότητα. Η άποψη της Αυτονομίας έβλεπε τα Φόρουμ ως «κοινωνικό χώρο» που πρέπει να δουλεύει με άμεση δημοκρατία χωρίς πολιτική. Οι συντονισμοί των θεματικών οργανώσεων θεωρούνταν «το κίνημα». Από τη δική μας σκοπιά επιμέναμε ότι στις Σύνοδους των Φόρουμ δεν συμμετέχει το κίνημα αλλά μια μαχητική μειοψηφία που καθήκον έχει να παίρνει αποφάσεις δράσης με στόχο να κινητοποιήσει την πλειοψηφία των εργατών και της νεολαίας που δεν έχει φυσική παρουσία στις διαδικασίες.
Η μεγάλη αντίφαση ήταν ότι η στροφή προς την αποπολιτικοποίηση που επιδίωκαν οι δυνάμεις της ρεφορμιστικής αριστεράς ερχόταν ακριβώς τη στιγμή που το αντικαπιταλιστικό κίνημα προκαλούσε πραγματικές πολιτικές αλλαγές και σε πολλές χώρες είχε βρει τρόπο να εκφραστεί στην πολιτική σκηνή. Τα Οχι που εισέπραξε η Ευρωσυνθήκη σε Γαλλία και Ολλανδία, η πτώση της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι, η ήττα του Αθνάρ στην Ισπανία, η ανατροπή του νόμου για την πρώτη απασχόληση στη Γαλλία ήταν χειροπιαστά αποτελέσματα της μαζικής απήχησης του αντικαπιταλισμού και του αντιμπεριαλισμού.
Οι επιλογές ήταν πλέον αναγκαστικές. Ενα μέρος της ρεφορμιστικής Αριστεράς προτίμησε τη φυγή από το να πάρει θέση. Γι' αυτό και μετά την Αθήνα, η οργάνωση των επόμενων Ευρωπαϊκών Κοινωνικών Φόρουμ συναντούσε όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες. Το 2008, με αρκετή καθυστέρηση, οργανώθηκε στο Μάλμε της Σουηδίας και καρκινοβατεί ένα επόμενο Ε.Κ.Φ. στην Τουρκία.
Η Αριστερά της Ιταλίας είχε ήδη διαλέξει το δρόμο της συγκυβέρνησης αντί για τα κινήματα. Το αντιπολεμικό κίνημα οργάνωσε δυνατές κινητοποιήσεις ενάντια στη ΝΑΤΟϊκή βάση της Βιτσέντζα. Ομως η Κομμουνιστική Επανίδρυση βρισκόταν από την άλλη πλευρά. Στη Γαλλία, οι δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς που είχαν συμπλεύσει με το κίνημα προσπαθούσαν πλέον να διαχωριστούν από τη ριζοσπαστικοποίηση τόσο του «Οχι στο Ευρωσύνταγμα» όσο και της εξέγερσης των προαστίων.
Το «Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ» που είχε στηθεί γύρω από το Συνασπισμό ήταν εξαρχής μια συμμαχία ανάμεσα ρεφορμιστικές και «αυτόνομες» απόψεις. Στο 4ο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ της Αθήνας το 2006 υποστήριξαν την πολυδιάσπαση ώστε να μην επιτραπεί διάλογος για τη στρατηγική. Ηταν μια απόπειρα που δεν πέτυχε. Η μεγάλη συμμετοχή, ειδικά στις κεντρικές συζητήσεις που οργάνωσαν η Πρωτοβουλία Γένοβα και η Συμμαχία Σταματήστε τον Πόλεμο εξασφάλισαν και την αντιπαράθεση των απόψεων αλλά έδειξαν και πόσο μεγάλη ανάγκη και διάθεση έχουν οι ακτιβιστές του κινήματος να συζητήσουν πολιτικά πάνω στις κεντρικές κατευθύνσεις και στα βασικά ερωτήματα που μπαίνουν για την ανάπτυξη των αγώνων.
Το αντικαπιταλιστικό κίνημα είχε ήδη ανοίξει δρόμο για μια νέα Αριστερά που είναι αναγκαία για να προχωρήσει όλες τις μάχες μπροστά. Στη Γαλλία το 2002 τα ψηφοδέλτια της επαναστατικής Αριστεράς συγκέντρωσαν ένα εκατομμύριο ψήφους και πάνω σ' αυτή τη βάση ήταν που χτίστηκαν οι επιτροπές για το Οχι στο Ευρωσύνταγμα τραβώντας το Κομμουνιστικό Κόμμα, τους Πράσινους και προκαλώντας διάσπαση στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Στη Γερμανία οι απεργίες κόντρα στην Ατζέντα του Σρέντερ οδήγησαν στην μαζική αποχώρηση συνδικαλιστών του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που δημιούργησαν το WASG πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η σημερινή Die Linke, ως ανερχόμενη δύναμη της Αριστεράς.
Αυτές οι διαδικασίες κάθε άλλο παρά αυτόματες ήταν. Υπήρχε ανάγκη ξανά για ενεργητικές πρωτοβουλίες που αλλού πέτυχαν, αλλού απέτυχαν και αλλού δεν πάρθηκαν. Στην Ιταλία οι αντικαπιταλιστές στήριξαν τις ελπίδες τους στην Κομμουνιστική Επανίδρυση, το κόμμα της Αριστεράς που είχε συνδεθεί με την επιτυχία της Γένοβας. Οταν η ηγεσία της Επανίδρυσης διάλεξε το φιάσκο της συγκυβέρνησης Πρόντι, το κίνημα έμεινε ακέφαλο. Στην Ελλάδα η Αριστερά που ηγήθηκε στις φοιτητικές καταλήψεις και πρωταγωνίστησε σε όλες τις μάχες ενάντια στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ήταν η πολιτική συνέχεια του αντικαπιταλιστικού και του αντιπολεμικού κινήματος. Η Πρωτοβουλία Γένοβα συναντήθηκε με τα ΕΑΑΚ μέσα στις φοιτητικές συνελεύσεις κάνοντας τα πρώτα βήματα για μια πιο συγκροτημένη παρουσία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στο πολιτικό σκηνικό.
Το ΣΕΚ όταν διάλεγε το δρόμο του Σιάτλ στα τέλη του 1999 δεν μπορούσε φυσικά να προβλέψει τα πάνω και τα κάτω αυτής της πορείας. Στα κείμενα της Συνδιάσκεψης του 2001 όμως, θέταμε το στρατηγικό ρόλο της αντικαπιταλιστικής μειοψηφίας: «Η διαμόρφωση, η εμφάνιση, η δράση και η πίεση μιας αντικαπιταλιστικής μειοψηφίας μέσα σε συνθήκες χάσματος των ταξικών ανισοτήτων και αστάθειας του συστήματος έχει πολιτικές και ιδεολογικές επιπτώσεις». Ενώ σε μια παμφλέτα του Κρις Χάρμαν που εκδώσαμε το 2000 ως συμβολή στη συζήτηση για το νέο κίνημα, παρότι βρισκόμασταν ακόμη στην «εποχή της αθωότητας» τονιζόταν: «Αν πραγματικά θέλουμε να σταματήσουμε το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα, τον ΠΟΕ και τις πολυεθνικές που βρίσκονται πίσω τους, πρέπει να προχωρήσουμε από τις διαδηλώσεις στο κτίσιμο ενός κινήματος που θα συνδέει και θα ενώνει όλους τους διαφορετικούς αγώνες. Οταν γίνει αυτό, η μάχη δεν θα δίνεται μόνο στους δρόμους. Θα δίνεται και στις γειτονιές και μέσα στους ίδιους τους εργατικούς χώρους, εκεί ακριβώς όπου δουλεύουμε και δημιουργούμε τον πλούτο που κρατά όρθιο το σύστημα».
Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι η δύναμη που αναλαμβάνει να υλοποιήσει αυτή την κρίσιμη μετάβαση. Να μετατρέψει την συνολική δυναμική και την οργή ενάντια στον καπιταλισμό σε πραγματικές νικηφόρες μάχες μέσα σε κάθε χώρο ανοίγοντας το δρόμο για τη συνολική ανατροπή του συστήματος. Στα δέκα χρόνια μετά το Σιάτλ έχουμε καταφέρει να κάνουμε τον αντικαπιταλισμό πιο ορατό, πιο υπαρκτό και πιο ριζωμένο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι μάχες που έχουμε μπροστά μας θα είναι ακόμη πιο μεγάλες και γι'αυτό θα χρειαστούμε ακόμη πιο δυνατή και οργανωμένη την Αντικαπιταλιστική Αριστερά.