Φέτος συμπληρώθηκαν 90 χρόνια από την Ουγγρική Επανάσταση του 1919. Ο Θανάσης Καμπαγιάννης ήταν ομιλητής γι’ αυτό το θέμα στη διάρκεια του Μαρξισμού 2009. Εδώ παρουσιάζουμε το τμήμα της εισήγησης που ήταν αφιερωμένο στη σκέψη του Ούγγρου επαναστάτη Γκέοργκ Λούκατς.
Γιατί άλλη μια συζήτηση για μια επανάσταση που χάθηκε, όπως είναι η Ουγγαρία του 1919; Δεν κινδυνεύει να είναι ίδια όπως με τόσες άλλες επαναστάσεις που παίχτηκαν και χάθηκαν στο Μεσοπόλεμο, και μάλιστα με λίγο πολύ το ίδιο σενάριο; Με καθοριστικό ρόλο δηλαδή στην ήττα της επανάστασης την απουσία του υποκειμενικού παράγοντα, του επαναστατικού κόμματος;
Κι όμως η συζήτηση για την Ουγγαρία του 1919 έχει σημασία. Ένα από τα βασικά ιδεολογήματα το 1989, στη διάρκεια της κατάρρευσης των σταλινικών καθεστώτων, ήταν το «τέλος της ιστορίας». Στην πιο εξεζητημένη του μορφή, το συγκεκριμένο επιχείρημα υποστήριζε ότι η τελευταία μεγάλη ιστορική πρωτοβουλία για την αλλαγή των ανθρώπινων κοινωνιών ήταν αυτή της ανερχόμενης αστικής τάξης, που συγκρούστηκε με τη φεουδαρχία για να ανατείλει η εποχή του καπιταλισμού. Η πρωτοβουλία αυτή – που πραγματικά μεταμόρφωσε τις ανθρώπινες κοινωνίες από το 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα – υποτίθεται ότι ήταν η τελευταία στο είδος της. Το «τέλος της ιστορίας» σήμαινε για τους θεωρητικούς του ότι δεν μπορεί μια τάξη άλλη από την αστική – η εργατική τάξη πιο συγκεκριμένα – να αναλάβει την πρωτοβουλία για το πέρασμα από τον καπιταλισμό σε ένα διαφορετικό κοινωνικό σύστημα.
Κι όμως η υπενθύμιση του κύματος των επαναστάσεων που συγκλόνισαν τον κόσμο στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι μια τέτοια ιστορική πρωτοβουλία δεν είναι απλώς εφικτή, αλλά έχει ήδη ως απόπειρα πραγματοποιηθεί. Αυτή η πρωτοβουλία ξετυλίχτηκε στο Μεσοπόλεμο από την εργατική τάξη και δεν αφορούσε μονάχα κάποιες περιορισμένες και «ειδικές» περιπτώσεις, αλλά πολλές χώρες, ανάμεσά τους και την Ουγγαρία του 1919.
Ένας ακόμα λόγος γιατί αξίζει η συζήτηση για την ουγγρική επανάσταση του 1919 είναι γιατί μας υπενθυμίζει ότι ο καπιταλισμός παράγει αστάθεια, ότι ο καπιταλισμός αποσταθεροποιεί ακόμα και τα πιο φαινομενικά πανίσχυρα καθεστώτα, όπως ήταν τότε τα καθεστώτα των Αψβούργων της Αυστροουγγαρίας ή του Τσάρου στη Ρωσία ή του Κάιζερ στη Γερμανία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις έχουμε καθεστώτα που αποσταθεροποιήθηκαν μέσα από το τι σήμαινε η ανάπτυξη του καπιταλισμού και οι συνέπειες του ιμπεριαλισμού. Είναι ένα χαρακτηριστικό που ο Μαρξ το τόνισε από αρκετά νωρίς, ήδη από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όπου περιέγραφε ότι στο νέο κοινωνικό σύστημα «ο,τιδήποτε είναι σταθερό λυώνει σαν τον πάγο».
Η Ουγγαρία ήταν κομμάτι της μεγάλης Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, που άρχισε να βιώνει τις συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης με τη δημιουργία νέων αστικών τάξεων, που η καθεμιά μέσα από τον δικό της εθνικισμό διεκδικούσε τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης «εθνικής εστίας», ενός δικού της σύγχρονου αστικού κράτους. Όμως η εμφάνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σήμαινε και τη δημιουργία μιας νέας εργατικής τάξης στην Ουγγαρία, που έφτιαξε συνδικάτα, δημιούργησε τα δικά της κόμματα – εν προκειμένω το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ουγγαρίας – και ξεκίνησε να παίζει αυτόνομο ρόλο στην κοινωνική και πολιτική σκηνή των αρχών του 20ού αιώνα.
Η Ουγγρική Επανάσταση
Το ιστορικό της Ουγγρικής Επανάστασης δεν θα μας απασχολήσει αναλυτικά εδώ.1 Αυτό που πρέπει να έχουμε υπόψιν είναι η διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας μέσα από την πολεμική ήττα και τις κοινωνικές επαναστάσεις, και η δημιουργία του εθνικού κράτους της Ουγγαρίας τον Οκτώβρη του 1918. Η απογοήτευση των μαζών από τον πόλεμο, η εκρηκτική επανεμφάνιση του εργατικού κινήματος, αλλά και η έμπνευση που έδινε η Ρώσικη Επανάσταση σήμαναν κοινωνική αποσταθεροποίηση στο νεαρό κράτος, μαζί και τη δημιουργία ενός μικρού αλλά ραγδαία αναπτυσσόμενου Κομμουνιστικού Κόμματος με ηγέτη τον Μπέλα Κουν.
Το ΚΚ ανέπτυξε την επιρροή του πλαγιοκοπώντας την κυβέρνηση Καρόλυι, που στηριζόταν από το σοσιαλδημοκρατικό SDP και που δεν είχε καταφέρει να δώσει καμία λύση στα οξυμμένα κοινωνικά προβλήματα που είχε γεννήσει ο πόλεμος. Όταν τον Μάρτη του 1919 τα στρατεύματα της Αντάντ έφτασαν στις πύλες της Βουδαπέστης και απαίτησαν την κατοχή της χώρας, η κυβέρνηση Καρόλυι κατέρρευσε. Στο σημείο αυτό, οι σοσιαλδημοκράτες πρότειναν στο ΚΚ (τους ηγέτες του οποίου είχαν κλεισμένους στη φυλακή!) το σχηματισμό κοινής – μάλιστα σοβιετικής! – κυβέρνησης. Ήταν η μεγαλύτερη παραδοχή ότι μόνο τα εργατικά συμβούλια που ήταν ακόμα υπό σοσιαλδημοκρατική επιρροή, αλλά με έντονη την παρουσία των κομμουνιστών, μπορούσαν να ασκήσουν την εξουσία.
Το ΚΚ δέχτηκε την πρόταση. Προχώρησε μάλιστα στη διάλυση των οργανώσεών του, στη συγχώνευση με το SDP και τη δημιουργία κοινής κυβέρνησης με Υπουργό Εξωτερικών Υποθέσεων τον Μπέλα Κουν. Το ΚΚ αντικατέστησε έτσι την επώδυνη διαδικασία αλλαγής των ιδεών των εργατικών μαζών μέσα στο καμίνι των πραγματικών μαχών, με την τεχνητή συγκόλληση δύο πολιτικών γραφείων και την δημιουργία μιας κυβέρνησης μόνον κατ’ όνομα σοβιετικής.
Όμως, η νέα κυβέρνηση δεν έκανε εκείνες τις κρίσιμες επιλογές που θα της έδιναν το απαιτούμενο κοινωνικό βάθος για να φέρει σε πέρας τις μάχες, όπως έγινε στη Ρωσία. Έτσι, για παράδειγμα, η κυβέρνηση εθνικοποίησε τα αγροκτήματα, αλλά δεν τα μοίρασε στους αγρότες, που παρακολούθησαν έτσι απαθείς τη σύγκρουση των Κόκκινων με τους Λευκούς. Το ίδιο συνέβη και με τα δικαιώματα των καταπιεσμένων εθνοτήτων, τα οποία ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν μέχρι το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Οι συνέπειες αυτών των επιλογών ήταν αιματηρές.
Η συμμαχία σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών κατέρρευσε και μέσα σε 130 μέρες τα στρατεύματα της Αντάντ εισέβαλαν στη Βουδαπέστη. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια αιματοβαμμένη αντεπανάσταση υπό την ηγεσία του Ούγγρου Ναυάρχου Χόρτυ και ένα πογκρόμ κατά των Εβραίων και των κομμουνιστών της Ουγγαρίας. Οι κομμουνιστές θα σκορπίσουν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Θα παίξουν σημαίνοντα ρόλο στο κομμουνιστικό κίνημα και την Τρίτη Διεθνή, αλλά με το εθνικό τους κίνημα τσακισμένο από την αντεπανάσταση.
Ο μαρξισμός του Γκέοργκ Λούκατς
Τον Μάρτη του 1919, όταν γίνεται η συγκόλληση του ΚΚ με τους σοσιαλδημοκράτες και εγκαθιδρύεται η κοινή κυβέρνηση, η εφημερίδα του ΚΚ πανηγυρίζει. Το κύριο άρθρο της εφημερίδας με τίτλο «Κόμμα και κοινωνική τάξη» γράφει χαρακτηριστικά:
«Το κόμμα των σοσιαλδημοκρατών στήριξε σήμερα απόλυτα τη δραστηριότητά του στο κομμουνιστικό, μπολσεβίκικο πρόγραμμα. Μόνο το γεγονός ότι τα κόμματα του προλεταριάτου συνενώθηκαν, ότι η ταξική ενότητα του προλεταριάτου εκφράστηκε και στην ενότητα του κόμματος, έδωσε την εξουσία στο προλεταριάτο δίχως μάχη, δίχως να χυθεί αίμα… Οι δύο απόψεις (σοσιαλδημοκρατικές και κομμουνιστικές) που έμοιαζαν να αλληλοαποκλείονται, ενώνονται σε μια ενότητα ανώτερη. Και αυτή η ανώτερη ενότητα είναι το προλεταριάτο ενωμένο σαν κυρίαρχη τάξη μέσα στην κοινωνία».2
Αυτά τα λόγια ανήκουν στον διευθυντή της εφημερίδας του ΚΚ, που ήταν ο Γκέοργκ Λούκατς. Ο Λούκατς ήταν ένας νεαρός διανοούμενος, εβραϊκής καταγωγής, με κύρια ασχολία στα χρόνια της νιότης του ζητήματα τέχνης, πολιτισμού και φιλοσοφίας. Ο Λούκατς (που συμμετείχε στην επανάσταση ως Κομισάριος Κουλτούρας) θα φύγει από τη Βουδαπέστη το καλοκαίρι του 1919, όταν θα ολοκληρωθεί η αντεπανάσταση, και θα ταξιδέψει σε πολλά μέρη της Ευρώπης, τη Βιέννη, τη Μόσχα και αλλού. Τα επόμενα χρόνια, αναστοχαζόμενος την εμπειρία της ουγγρικής επανάστασης, θα αλλάξει ριζικά τις απόψεις του πάνω στην επαναστατική διαδικασία, τη συνείδηση και το επαναστατικό κόμμα.
Αυτή η αλλαγή, η διαδικασία της μετάβασης από ιδέες όπως το παραπάνω απόσπασμα σε μια νέα αντίληψη (επηρεασμένη καταλυτικά από τους μπολσεβίκους του Λένιν και του Τρότσκι), σώζεται στα διαδοχικά κείμενά του, με σημαντικότερο το έργο «Ιστορία και Ταξική Συνείδηση». Το βιβλίο αυτό περιέχει ανάγλυφα την αλλαγή των ιδεών του Λούκατς, καθώς πρόκειται για σειρά άρθρων και δοκιμίων, με εμφανή τη διαφοροποίηση χρόνο με το χρόνο. Σαν συμπλήρωμα και επιστέγασμα αυτής της μετάβασης, ο Λούκατς δημοσιεύει το 1924, την χρονιά του θανάτου του Λένιν, ένα κείμενο με τίτλο «Η Σκέψη του Λένιν», που σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της στροφής των κομμουνιστών ηγετών της επανάστασης του 1919 προς τη μεριά των μπολσεβίκων.
Το «Ιστορία και Ταξική Συνείδηση» είναι ένα δύσκολο κείμενο, επηρεασμένο από τις φιλοσοφικές συζητήσεις, ιδίως από το περιβάλλον των διανοούμενων της κεντρικής Ευρώπης του οποίου ο Λούκατς ήταν κομμάτι. Για την ακρίβεια είναι η προσπάθεια του Λούκατς να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τις φιλοσοφικές του επιρροές, τραβώντας στον κομμουνισμό το πιο αριστερό τους κομμάτι. Το μεγαλύτερο δοκίμιο του βιβλίου έχει τίτλο «Η πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου» και είναι ενδεικτικό της φιλοσοφικής του μετάβασης.
Ταξική συνείδηση
Ο Λούκατς ξεκινά θέτοντας το ερώτημα γιατί οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι κυρίαρχες, πέρα από το υπαρκτό ζήτημα των ιδεολογικών της μηχανισμών (τα μέσα ενημέρωσης, το εκπαιδευτικό σύστημα, τους θεσμούς, κλπ). Ο Λούκατς συνδέει το επίπεδο της εργατικής συνείδησης με την ίδια τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Με το γεγονός δηλαδή ότι το καπιταλιστικό σύστημα μετατρέπει όλες τις σχέσεις σε εμπορεύματα, τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων σε σχέσεις μεταξύ πραγμάτων.
Είναι μια άποψη βαθιά ριζωμένη στο σώμα του μαρξισμού, ιδιαίτερα στο πρώιμο έργο του Μαρξ. Όλες οι αξίες χρήσης υπάρχουν μέσα στον καπιταλισμό μόνον ως αξίες ανταλλαγής, εμφανίζονται μόνο μέσα από το πρίσμα του κόσμου των εμπορευμάτων. Και εμπορεύματα δεν είναι μόνον τα αντικείμενα, αλλά και η ίδια η εργατική δύναμη του κόσμου της δουλειάς, που γίνεται γρανάζι μέσα στην καπιταλιστική μηχανή, έξω από τον έλεγχο των άμεσων παραγωγών. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, έλεγε ο Λούκατς, η συνείδηση των εργατών «πραγμοποιείται», παγώνει, γίνεται «ψευδής συνείδηση», με συνέπεια οι άνθρωποι να μην αντιλαμβάνονται ότι οι κοινωνικές σχέσεις είναι δημιούργημα της δικής τους δράσης, μονάχα που έχουν ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Η εικόνα των οικονομικών ειδήσεων λίγο πριν από την πρόγνωση του καιρού στα σημερινά τηλεοπτικά δελτία είναι αρκετά ενδεικτική αυτού που περιέγραφε ο Λούκατς.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι η αστική τάξη, παρότι σε αυτήν ανήκε ιστορικά η πρωτοβουλία για τη δημιουργία του σημερινού συστήματος, δεν μπορεί να το αντιληφθεί στην ολότητά του. Κι αυτό γιατί η συνολική κατανόηση της λειτουργίας του σημερινού συστήματος συνεπάγεται την παραδοχή του πεπερασμένου του χαρακτήρα και της αναγκαιότητας της ανατροπής του. Αυτή η αξεδιάλυτη αντίφαση έχει επίδραση στην αστική φιλοσοφία. Τα όρια της αστικής φιλοσοφίας είναι είτε ο ιδεαλισμός (η ερμηνεία δηλαδή της πραγματικότητας με βάση αφηρημένες ιδέες) είτε ένας ορθολογισμός που θρυμματίζει την ολότητα σε απέραντες εξειδικεύσεις. Το αστικό πανεπιστήμιο, με τις ολοένα εξαπλούμενες επιστημονικές ειδικότητες, αλλά με την ολοένα μεγαλύτερη αδυναμία μιας συνολικής ερμηνείας της πραγματικότητας, είναι ενδεικτικό αυτής της αντίφασης. Οι αντινομίες της αστικής σκέψης ήταν για τον Λούκατς αξεπέραστες.
Το τρίτο και τελευταίο σημείο που βάζει ο Λούκατς είναι ότι το προλεταριάτο μπορεί να ξεπεράσει αυτή την αντίφαση. Το προλεταριάτο είναι ταυτόχρονα αντικείμενο και υποκείμενο, είναι η τάξη που μπορεί μέσα από την ίδια της τη θέση στην παραγωγή να κατανοήσει στην ολότητά της τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος και να αναλάβει την πρωτοβουλία για την ανατροπή του. Κι αυτό γιατί το εμπόρευμα «εργατική δύναμη» δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον ίδιο τον εργάτη (ο Φορντ πάντοτε διαμαρτυρόταν ότι όποτε ήθελε ένα ζευγάρι χέρια, έπρεπε να προσλάβει έναν άνθρωπο στο εργοστάσιό του!). Ο άνθρωπος-εργάτης μπορεί μέσα από την ίδια του την εμπειρία να σπάσει τον παραμορφωτικό φακό του κόσμου των εμπορευμάτων και από αντικείμενο της καπιταλιστικής παραγωγής να γίνει υποκείμενο της ανατροπής της.
Η μετατροπή της εργατικής τάξης από μια οικονομική κατηγορία (μια «τάξη καθ’ εαυτήν») σε μια τάξη υποκείμενο της ιστορίας, με συνείδηση του ιστορικού της προορισμού (μια «τάξη δι’ εαυτήν», για τον εαυτό της), θα γίνει ξεπερνώντας την «ψευδή συνείδηση» που οι καπιταλιστικές σχέσεις αναπαράγουν, και φτάνοντας στην «ορθή συνείδηση» που αντιστοιχεί στα πραγματικά ταξικά της συμφέροντα. Το πέρασμα από την ψευδή στην ορθή συνείδηση είναι το βασικό καθήκον του επαναστατικού κόμματος, που συμπυκνώνει – όπως το έβαζε και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο – τα ιστορικά συμφέροντα της εργατικής τάξης στο σύνολό της.
«Η Σκέψη του Λένιν»
Μέσα από αυτό το φιλοσοφικό ξεκαθάρισμα, ο Λούκατς φτάνει το 1924 να γράψει τη «Σκέψη του Λένιν», ένα από τα κλασικότερα κείμενα του επαναστατικού μαρξισμού. Στη «Σκέψη του Λένιν», ο Λούκατς στοχάζεται πάνω στις αλλαγές που συνεπάγεται για τον μαρξισμό η Οκτωβριανή Επανάσταση. Ένας καινούργιος μαρξισμός ανέτειλε μέσα από τον Οκτώβρη, διαφορετικός από τον «ορθόδοξο» μαρξισμό του Κάουτσκυ και της Β’ Διεθνούς, όπου η τύχη της επανάστασης αφηνόταν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που ντετερμινιστικά θα έφερνε τον σοσιαλισμό. Ο Οκτώβρης δημιούργησε μια νέα, «ακτιβίστικη» εκδοχή μαρξισμού, που ο Λένιν την έκανε θεωρία και πράξη και ο Λούκατς προσπαθεί να τη συνοψίσει στα εξής σημεία.
Καταρχήν, η ουσία της σκέψης του Λένιν είναι η επικαιρότητα της επανάστασης. Αυτό σημαίνει πως, μετά τον Οκτώβρη, υπάρχουν οι προϋποθέσεις να συζητήσουμε για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, πως η επανάσταση είναι στην ημερήσια διάταξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι η επανάσταση είναι επίκαιρη κάθε μέρα, αλλά ότι οι επαναστάτες χειρίζονται κάθε «καθημερινό πρόβλημα» του εργατικού κινήματος σαν ένα κομμάτι μιας αλυσίδας που οδηγεί στην επαναστατική ανατροπή. Το δεύτερο σημείο είναι ότι το προλεταριάτο έχει οριστικά διαφοροποιηθεί από τον «λαό» των αστικών επαναστάσεων. Το προλεταριάτο αναδείχτηκε ιστορικά σε ηγετική τάξη της επανάστασης και κάθε λαϊκού κινήματος.
Το τρίτο σημείο είναι το ζήτημα του κόμματος. Γιατί, αναρωτιέται ο Λούκατς, εφόσον έχουμε διακηρύξει την επικαιρότητα της επανάστασης, υπάρχει η αναγκαιότητα ενός χωριστού επαναστατικού κόμματος; Ο λόγος είναι ότι το επαναστατικό κόμμα είναι η ορατή μορφή που παίρνει η συνείδηση του προλεταριάτου, είναι το κομμάτι εκείνο της τάξης που έχει ξεπεράσει την πραγμοποιημένη συνείδηση και γνωρίζει τον ιστορικό του προορισμό. Μέσα όμως στην εργατική τάξη, υπάρχουν και άλλα κομμάτια, με διαφορετικά επίπεδα συνείδησης, που σπρώχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εκτός από το κομμουνιστικό κόμμα και τους πρωτοπόρους εργάτες που το απαρτίζουν, υπάρχουν κομμάτια με καθυστερημένη συνείδηση, υπάρχουν τμήματα που απαρτίζουν την εργατική γραφειοκρατία και που προσδοκούν στη διατήρηση και βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου με μεταρρυθμιστικά μέσα και συντεχνιακές διεκδικήσεις. Στο εσωτερικό της τάξης, διεξάγεται μια ολόκληρη πάλη, ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ανάμεσα σε αυτά τα διαφορετικά κομμάτια. Το σχήμα δεν είναι «ένα κόμμα = μία τάξη», αλλά μία τάξη που τη συνέχουν και τη διαμορφώνουν πολλά κόμματα και κομμάτια με διαφορετικά επίπεδα συνείδησης. Άρα, στη σκέψη του Λένιν, το ίδιο το κόμμα δεν είναι απλώς ένα εργαλείο. Συμμετέχει ενεργά σε αυτή την πάλη, μεταμορφώνεται μέσα από αυτή. «Δεν είναι, αλλά γίνεται».
Το τέταρτο σημείο είναι αυτό του κράτους και της δημοκρατίας. Η αστική δημοκρατία δεν είναι πραγματική δημοκρατία για τους εργάτες. Είναι ο τρόπος με τον οποίον οι αστοί αποδιοργανώνουν την εργατική τάξη, την ενότητά της, τη συνοχή της, τη συγκρότησή της. Ο μόνος τρόπος για την πραγματική συγκρότηση της εργατικής τάξης δεν είναι μέσα από την δημοκρατία του αστικού κοινοβουλίου, αλλά μέσα από τη δημοκρατία των σοβιέτ. Τα σοβιέτ υπερβαίνουν τον καταμερισμό σε συνδικαλιστικές και πολιτικές διεκδικήσεις, αποκαθιστούν την ενότητα της τάξης και την κάνουν να εμφανίζεται σαν αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή το υποκείμενο της ιστορίας και της επαναστατικής ανατροπής.
Το τελευταίο σημείο είναι το ζήτημα του επαναστατικού ρεαλισμού. Η ουσία του λενινισμού είναι μια πολιτική που σπρώχνει τα πράγματα προς την επανάσταση, κάνοντας όμως κάθε φορά «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης». Ο λενινισμός δεν είναι δόγμα ή συρραφή από τσιτάτα, αλλά μέθοδος, που αντιλαμβάνεται ολόκληρη την αλυσίδα των γεγονότων, εντοπίζει τον κρίσιμο (τον «αδύνατο») κρίκο της αλυσίδας και ρίχνει όλο το βάρος στο σπάσιμο αυτού του κρίκου, την ίδια στιγμή που δεν χάνει από τα μάτια του την συνολική εικόνα.
Υποχώρηση
Η υποχώρηση της επαναστατικής πλημμυρίδας στα μέσα της δεκαετίας του ’20 σήμανε και την υποχώρηση του επαναστατικού μαρξισμού και την αναίρεση όλων αυτών των επιλογών που περιγράφει ο Λούκατς στη «Σκέψη του Λένιν». Στην Τρίτη Διεθνή του Στάλιν, η επικαιρότητα της επανάστασης αντικαταστάθηκε από τη θεωρία των σταδίων. Η εργατική τάξη υποτάχτηκε πάλι σε θέση κομπάρσου στα «λαϊκά μέτωπα» με σκοπό την προσέλκυση του δημοκρατικού (ή αντιμονοπωλιακού) κομματιού της αστικής τάξης. Η αστική δημοκρατία έγινε ξανά το όριο της δράσης των εργατικών κομμάτων.
Στο ζήτημα του κόμματος, η σταλινική πολιτική κυριολεκτικά ανέτρεψε όλες τις παραδόσεις του μπολσεβικισμού. Το κόμμα πλέον αυτοανακηρύσσεται επαναστατικό, ως ο μοναδικός πολιτικός φορέας της εργατικής τάξης. Πλήρης αντίθεση δηλαδή με την σκέψη του Λένιν (και του Λούκατς), όπου το επαναστατικό κόμμα είναι μεν η μνήμη της τάξης, αλλά ταυτόχρονα είναι δημιούργημα μιας διεργασίας στην οποία αλληλεπιδρά και εγκολπώνεται τις νέες πρωτοπορίες που γεννά το κίνημα με τη δράση του. Γι’ αυτό το λόγο το κόμμα του Λένιν στηρίζει τα αυθόρμητα κινήματα, ενώ το κόμμα του Στάλιν, αφού έχει αυτοβαφτιστεί «ταξικά πρωτοπόρο», καταγγέλλει τις εξεγέρσεις ως «τυχοδιωκτικές προβοκάτσιες».
Το τελευταίο ζήτημα είναι αυτό του ρεαλισμού, του οποίου έπεσε θύμα και ο ίδιος ο Λούκατς. Η νίκη του Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση και η υποχώρηση του κινήματος σήμανε πως ο Λούκατς συμβιβάστηκε με την νέα κατάσταση, όπως το κάνανε πολλοί επαναστάτες στα τέλη της δεκαετίας του ’20, έστω κι αν γνώριζαν το μέγεθος της ανατροπής που συντελούταν. Ο Λούκατς αναγκάστηκε το 1929 να αποκηρύξει τις ιδέες που είχε υπερασπιστεί τα προηγούμενα χρόνια και να παραμείνει σιωπηλός απέναντι στη γραφειοκρατία, βαφτίζοντας τις πρώιμες ιδέες του «επαναστατικό μεσσιανισμό» από τον οποίον «έπασχε», για να θεραπευτεί στη συνέχεια. Κι όμως, ο επαναστατικός ρεαλισμός του Λένιν δεν είχε καμία σχέση με τον «ρεαλισμό» του Στάλιν. Ηταν επαναστατικός, σε αντίθεση με τα τυχοδιωκτικά ζιγκ-ζαγκ της σταλινικής γραφειοκρατίας που έβαζε πάνω απ’ όλα την αυτοσυντήρησή της.
Ο Michael Lowy στο κείμενό του με τίτλο «Ο Λούκατς και ο σταλινισμός» (εκδόσεις Έρασμος) περιγράφει την πορεία αυτού του συμβιβασμού, αλλά και την επιστροφή του Λούκατς στις πρώιμες ιδέες του κατά το τέλος της ζωής του, από το 1956 και μετά και ιδίως το 1968, όταν μια καινούργια γενιά αγωνιστών ξανάπιασε το νήμα της θεωρίας και της πράξης του επαναστατικού μετασχηματισμού. Όμως δεν είναι γι’ αυτό που αξίζει να γυρίσουμε στον Λούκατς. Είναι γιατί τα κείμενά του, το «Ιστορία και Ταξική συνείδηση» (που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε στα ελληνικά) και η «Σκέψη του Λένιν», είναι το απόσταγμα της δράσης των εξεγερμένων εργατών της Βουδαπέστης. Η επανάστασή τους μπορεί να χάθηκε. Αλλά τα διδάγματα από τη δράση τους μέστωσαν στη σκέψη επαναστατών όπως ήταν ο Λούκατς. Η επιστροφή στον Λούκατς είναι μια παρακαταθήκη ότι αυτοί οι αγώνες μπορούν να δικαιωθούν, γονιμοποιώντας το σημερινό κίνημα ενάντια στον καπιταλισμό.
- Για μια πιο εκτεταμένη εξιστόρηση, βλ. στην Εργατική Αλληλεγγύη, νο. 860, στο άρθρο «Η επανάσταση στην Ουγγαρία», σελ. 13.
- Γκέοργκ Λούκατς, Τακτική και Ηθική, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1982, σελ. 86, 90.