Εξώφυλλο του τευχους 102
Η Μαρία Στύλλου θυμίζει τις διαδρομές της Αριστεράς απέναντι σε ΕΟΚ - ΕΕ και τονίζει ότι χρειάζεται αντιμετώπιση αντικαπιταλιστική
Στις 28 Μαϊου 1979 υπογράφηκε πανηγυρικά στο Ζάππειο η συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Στον πανηγυρικό λόγο που έβγαλε ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, τόνισε ότι «Η Ελλάδα ενώνεται με την Ευρώπη πεπεισμένη ότι θα ενισχυθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες, ότι θα επιταχυνθεί η οικονομική ανάπτυξη και ότι, με τη συνεργασία όλων των εταίρων, η κοινωνική και οικονομική προκοπή θα αποτελέσει κοινό αγαθό…»
Στις αρχές Νοέμβρη του 2013, σχεδόν τριάντα τρία χρόνια από τη ένταξη και τις φανφάρες του τότε πρωθυπουργού, ο Αλέξης Τσίπρας, με προοπτική να είναι ο επόμενος πρωθυπουργός, κάνει δηλώσεις που ανεβάζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ στα ουράνια:1
«Σήμερα η Ευρωζώνη υπάρχει. Έχουμε μια οικονομική ένωση και ένα κοινό νόμισμα και οι άμεσες εναλλακτικές είναι χειρότερες. Μια έξοδος δεν θα ωφελήσει κανέναν… Η σημερινή Ευρώπη – η κοινή αγορά και η Ευρωπαϊκή Ένωση – βασίστηκε σε ορισμένες αρχές. Μεταξύ αυτών ήταν: όχι άλλοι ευρωπαϊκοί πόλεμοι. Καθολικά ανθρώπινα δικαιώματα. Ένα κοινό συμβόλαιο, που σημαίνει ένα ισχυρό σύστημα κοινωνικής ένταξης, κοινωνικής ασφάλισης, δημόσιας εκπαίδευσης, υγείας και πρόνοιας, και σταδιακή σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου των φτωχότερων περιφερειών προς τα πρότυπα των πιο εύρωστων. … παλεύουμε για τις παραδοσιακές αξίες των ιδρυτών της Ευρώπης. Αυτό που επιδιώκουμε είναι η σημερινή Ευρώπη να επιστρέψει στις πρακτικές και τις επιδιώξεις αυτών των παλαιών αξιών».
Όταν μπήκε η συμφωνία ένταξης στην ΕΟΚ στη Βουλή το 1979, αποχώρησαν από την ψηφοφορία το ΠΑΣΟΚ (που ήταν ακόμα στην αντιπολίτευση) και το ΚΚΕ. Την υπερψήφισαν το κόμμα της Ν.Δ., η Ενωση Κέντρου (μετά από λίγο διαλύθηκε), η Εθνική Παράταξη (κόμμα χουντικοβασιλικών) και οι δυο βουλευτές της «Συμμαχίας», ο Ηλίας Ηλιού της ΕΔΑ και ο Λεωνίδας Κύρκος του ΚΚΕ εσωτ. (στις εκλογές του 1977 το σχήμα της Συμμαχίας των Πέντε όπου συμμετείχε και το ΚΚΕ εσ., είχε εκλέξει δυο βουλευτές).
Το «Όχι στην ΕΟΚ» και το σύνθημα που είχε το ΠΑΣΟΚ στην περίοδο που ήταν αντιπολίτευση, «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», δεν άντεξε για πολύ. Τον Οκτώβρη του 1981 το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές και γίνεται κυβέρνηση και στις 3 Νοέμβρη ο Αντρέας Παπανδρέου συμμετέχει επίσημα σαν πρωθυπουργός στην επόμενη διάσκεψη κορυφής. Μετά δυο ακριβώς χρόνια, στο δεύτερο εξάμηνο του 1983, η Ελλάδα γίνεται η χώρα που φιλοξενεί τη Σύνοδο Κορυφής και ο Παπανδρέου αυτός που υποδέχεται τη Θάτσερ, τον Κολ, τον Κράξι (πέθανε στην Τυνησία γιατί ήταν σκαστός από την Ιταλία για να μην μπει στη φυλακή λόγω τεράστιων οικονομικών σκανδάλων), τον Μιτεράν (Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας), τον Γκονζάλες (Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισπανίας), τον Σουάρεζ (Σοσιαλιστικό Κόμμα Πορτογαλίας)…
Αυτή η αριστεροδεξιά συμμαχία, κατάφερε τα επόμενα 30 χρόνια να πετύχει τρία πράγματα. Το πρώτο την άνοδο της ανεργίας σε επίπεδα που η Ευρώπη δεν είχε ξαναδεί από την εποχή του Μεσοπολέμου. Το δεύτερο την αύξηση του μερίδιου του κεφαλαίου στο ετήσιο ΑΕΠ της κάθε χώρας. Όταν ανέλαβε ο Μιτεράν πρόεδρος στη Γαλλία, η συμμετοχή του κεφαλαίου στο ΑΕΠ ήταν 28% και μέσα στα επόμενα χρόνια έφτασε στο 42%, όχι μόνο στη Γαλλία αλλά σε όλη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα του Σημίτη έφτασε το 47%. Και το τρίτο, τη διάλυση όλων των κατακτήσεων που είχε παλέψει και κερδίσει μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο η εργατική τάξη.
Οι μύθοι για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Κυκλοφορεί η αντίληψη, που την ασπάζεται κομμάτι της αριστεράς, ότι υπάρχουν δυο κύκλοι στην πορεία της Ενωμένης Ευρώπης. Ο πρώτος συνδέεται με την παλιά ευρωπαϊκή ιδέα, της δημοκρατίας, της ειρήνης και των δημοσίων αγαθών, και ο δεύτερος με την επικράτηση των νεοφιλελεύθερων ιδεών και πολιτικής. Ο Τσίπρας στην ίδια ομιλία στο Τέξας υποστηρίζει ότι «η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία στην Ελλάδα θα είναι ένας αποφασιστικός παράγοντας που θα αλλάξει τα πράγματα προς όφελος των δυνάμεων της δημοκρατίας και της ανάπτυξης στην Ευρώπη».
Η δημιουργία της ΕΟΚ και η Συνθήκη της Ρώμης του ’57 ήταν από την αρχή το προϊόν μιας αναγκαίας ανταγωνιστικής συνύπαρξης των διαφόρων κεφαλαίων μέσα σε μια κοινή αγορά, ευρύτερη απ’ αυτή των χωρών τους.
Στη δεκαετία του ’50 οι εμπορικές συναλλαγές ήταν αρκετά συγκεντρωμένες ανάμεσα στα ίδια τα ευρωπαϊκά κράτη, ενώ από την άλλη, κανένα κεφάλαιο ή κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν ήταν τόσο δυνατό ώστε να επιβάλει τους όρους που θα κυριαρχούσαν ανάμεσα τους. Η ΕΟΚ ήταν η δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς από έξι κράτη (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), για προϊόντα των χωρών αυτών, με συμφωνία ότι σταδιακά θα εξαφανίζονταν όλοι οι περιορισμοί, όχι μόνο για τα εμπορεύματα, αλλά και για το κεφάλαιο.
Σε όλη την ιστορία της ΕΟΚ, οι πρωτοβουλίες της γραφειοκρατίας των Βρυξελών και οι αποφάσεις των Συνδιασκέψεων Κορυφής, ερχόντουσαν να επικυρώσουν πρακτικές που είχαν ήδη ξεκινήσει από ολόκληρους τομείς των πιο δυναμικών κομματιών του κεφαλαίου.2
Η τραπεζική αγορά είχε αρχίσει να διεθνοποιείται στην Ευρώπη, ήδη από τη δεκαετία του 1970. Η αγορά των «ευρωδολαρίων» ήταν μια πηγή χρηματοδότησης των επιχειρήσεων έξω από τους περιορισμούς των επιμέρους κυβερνήσεων και γνώρισε εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες είδαν καθαρά την ανάγκη να βρουν τρόπους διεύρυνσης αυτής της χρηματαγοράς και με τα κυριότερα ευρωπαϊκά νομίσματα. Τέτοιες εξελίξεις έσπρωξαν το πέρασμα της ΕΟΚ προς την ΕΕ με την απελευθέρωση της διακίνησης κεφαλαίων και την πορεία προς το κοινό νόμισμα.
Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός δεν λειτούργησε σε κενό. Δεχόταν πιέσεις από τους άλλους μεγάλους καπιταλισμούς, την Κίνα, την Ιαπωνία, τις ΗΠΑ. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο δέχτηκε πολύπλευρες πιέσεις. Από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία στον τομέα προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και από την Κίνα στα προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας. Η αντίδραση της ΕΕ σε αυτές τις προκλήσεις ήταν να αντιγράψει το μοντέλο των ΗΠΑ, ένα μοντέλο που είχε διαμορφωθεί από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις πολυεθνικές της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ. Κεντρικό στοιχείο του μοντέλου ήταν οι «ελαστικές σχέσεις απασχόλησης», πράγμα που σήμαινε όχι μόνο μεγαλύτερο και εντατικό ωράριο αλλά και περικοπές στις δαπάνες πρόνοιας. Αυτή ήταν η εξήγηση πίσω από τις νεοφιλελεύθερες επιλογές, με αντιμεταρρυθμίσεις στις κοινωνικές παροχές και την χρησιμοποίηση μέτρων εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών για να πετύχουν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργάτες. Αυτή η πολιτική έφτασε τον Σρέντερ να επιβάλει την ατζέντα 2010, πράγμα που οδήγησε στο να πέσουν οι μισθοί των εργατών στη Γερμανία για πρώτη φορά μετά από μισό αιώνα.3
Η πορεία από τη Συνθήκη της Ρώμης προς το Μάαστριχτ και το Ευρώ και αργότερα τη Συνθήκη της Λισαβόνας, μπορεί να πέρασε από πολλές φάσεις και βέβαια διευρύνσεις του αρχικού πυρήνα των χωρών μελών, αλλά είναι ενιαία και έχει κοινό νήμα τις ανάγκες και τις τάσεις των ευρωπαϊκών καπιταλισμών. Η ιδέα ότι ο Ντε Γκολ, ο Αντρεότι ή ο Αντενάουερ υπηρετούσαν άλλες «ευρωπαϊκές αρχές και ιδεώδη» από τη Θάτσερ, τον Σιράκ ή τον Σρέντερ δεν επικοινωνεί με την πραγματικότητα.
Η ελληνική αριστερά από την ΕΟΚ στην ΕΕ
Στις 30 Μάρτη του 1961 η Ελλάδα υπογράφει τη Συμφωνία Σύνδεσης με την ΕΟΚ. Η σύνδεση είναι μεταβατική, θα κρατήσει για 22 χρόνια, και στο τέλος αυτής της περιόδου η Ελλάδα θα γίνει πλήρες μέλος. Αμέσως μετά την υπογραφή, η ΕΔΑ, που ήταν τότε αξιωματική αντιπολίτευση, βγάζει ανακοίνωση που καταδικάζει αυτή τη σύνδεση:
«1. Η μονογραφή της συμφωνίας σύνδεσης της Ελλάδος με τους έξι της Κοινής Αγοράς αποτελεί πράγματι σταθμό στην ιστορία της χώρας………………3. Η ΕΔΑ θεωρεί καταστροφή για την ελληνική οικονομία τη σύνδεση της με την Κοινή Αγορά διότι: α) Η βιομηχανική και βιοτεχνική παραγωγή της χώρας… θα εξαφανιστεί… β) Η γεωργική παραγωγή…. θα υποστεί τις αυτές με τη βιομηχανική και βιοτεχνική παραγωγή συνέπειες…».4
Στο 2ο συνέδριο της ΕΔΑ που έγινε τον Δεκέμβρη του 1962, συζητήθηκε αρκετά το θέμα της ΕΟΚ και στην απόφαση η διατύπωση ήταν περισσότερο μαζεμένη και λιγότερο επιθετική, απ’ ό,τι στην ανακοίνωση που κυκλοφόρησε αμέσως μετά τη σύνδεση:
«Κοινή αγορά: χωρίς να παραιτούμαστε από το αίτημα της απαγκίστρωσης της χώρας μας από την Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά και της χάραξης μιας αδέσμευτης οικονομικής πολιτικής, σήμερα πρέπει να αντιπαλεύουμε τις καταστρεπτικές της συνέπειες για κάθε κοινωνικό στρώμα».5
Το 1965 οργανώθηκε από τις εκδόσεις «Θεμέλιο» μια βδομάδα σύγχρονης σκέψης (12-20 Μάη) με συμμετοχές ακαδημαϊκών, πολιτικών και ηγετικών στελεχών από την ΕΔΑ και από τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Δύσης.
Όπως ήταν φυσικό η κατάσταση της διεθνούς οικονομίας και της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς ήταν ένα από τα κεντρικά ζητήματα στη συζήτηση, που προκάλεσε και αρκετές διαφωνίες.
Ο Αντόνιο Πεζέντι, γερουσιαστής του Ιταλικού Κ.Κ. και μέλος της επιτροπής προϋπολογισμού στην ιταλική γερουσία υποστήριζε ότι «Στην πραγματικότητα η Ευρώπη των έξι με τα 172 εκατ. κατοίκους και με την παραγωγή των 73 εκατομμυρίων τόνων χάλυβα, αντιπροσωπεύει μια οικονομική δύναμη που μπορεί να σταθεί κάλλιστα στο ίδιο επίπεδο και ακόμα να ξεπεράσει τόσο τις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και τη Σοβιετική Ένωση».6
Στο τέλος της ομιλίας έπεσαν βροχή οι ερωτήσεις για το τι κάνει το Ιταλικό ΚΚ και τι νομίζει ο Πεζέντι για τη γραμμή της ΕΔΑ. Η απάντηση του ήταν διπλωματική: «Η θέση που παίρνει κάθε κόμμα εξαρτάται από την κατάσταση που διαμορφώνεται μέσα στη χώρα του».
Αυτό που μοιάζει κοινή λογική, και που τα οδήγησε να έχουν διαφορετική αντιμετώπιση για την Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά, είναι και το βασικό λάθος των κομμάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς σε όλη την μεταπολεμική περίοδο. Η στάση τους για την Κοινή Αγορά καθορίζεται με βάση εθνική και όχι ταξική.
Το Ι.Κ.Κ. είχε την άποψη ότι η ιταλική οικονομία και το ιταλικό κεφάλαιο θα έβγαινε κερδισμένο με το να είναι ένας από τους έξι της ΕΟΚ. Μέσα απ’ αυτή τη συμμετοχή που θα έφερνε οικονομική ανάπτυξη, πίστευαν ότι θα καλυτέρευε και η θέση των εργατών. Αντίστοιχα θεωρούσαν ότι θα ενισχύονταν και οι ίδιοι πολιτικά μέσα από το ρόλο τους στην κοινή αναπτυξιακή προσπάθεια και την ενίσχυση των συνδικάτων, που ήταν στηρίγματα για το Ι.Κ.Κ.
Αντίθετα η ΕΔΑ είχε την άποψη ότι η ελληνική οικονομία ήταν υπανάπτυκτη και η συμμετοχή της στην ΕΟΚ θα χειροτέρευε την κατάσταση της. Και για τους δυο το κοινό σημείο ήταν η πατριωτική αντιμετώπιση ενός πολυεθνικού οργανισμού και όχι η ταξική πάλη και η αντίσταση στις επιλογές του κεφάλαιου.
Αυτή η γραμμή οδήγησε στην ελληνική περίπτωση στη στροφή υπέρ της ΕΟΚ όταν, μετά τη δικτατορία, ο Καραμανλής έβαλε στόχο να επισπεύσει τη σύνδεση που είχε παγώσει λόγω της χούντας. Το επιχείρημα ότι η Κοινή Αγορά είναι ένα βήμα προς τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη, έμοιαζε τόσο αληθοφανές, ώστε ο Ηλίας Ηλιού, βασικός εισηγητής στο 2ο συνέδριο της ΕΔΑ το 1962 της θέσης ότι το κόμμα πρέπει να είναι κατά της σύνδεσης, να αλλάζει θέση και στη Βουλή το ’79 να ψηφίσει υπέρ.
Μάαστριχτ – Λισαβόνα και σοσιαλδημοκρατία
Η ανάκαμψη των εργατικών αγώνων στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, μετά τη μεγάλη απεργία του 1995 στη Γαλλία, έφερε στην εξουσία στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Στη Γαλλία ήρθε στην εξουσία η «πληθυντική αριστερά» του Ζοσπέν με την κυβερνητική συνεργασία Σοσιαλιστικού και Κομμουνιστικού κόμματος. Στη Γερμανία βγήκε ο Σρέντερ μετά από 20 χρόνια κυβέρνησης των Χριστιανοδημοκρατών με επικεφαλής τον Κολ, στη Βρετανία ο Μπλερ έφερε το Εργατικό κόμμα στην κυβέρνηση για πρώτη φορά από το 1979 και τη Θάτσερ. Όλοι αυτοί κέρδισαν τις εκλογές με την υπόσχεση ότι θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ανεργίας, και ότι θα μπορέσουν να ξαναγυρίσουν την Ευρώπη σε πορεία ανάπτυξης.
Ο Κώστας Βεργόπουλος στο βιβλίο του «Ποιος φοβάται την Ευρώπη», συγκρίνει εκείνη την περίοδο με αυτή του 1914, και τον ρόλο των Σοσιαλδημοκρατών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Το 1914 η ευρωπαϊκή αριστερά ξεφούσκωσε σε μια νύχτα ψηφίζοντας πολεμικές πιστώσεις σε κάθε χώρα και από διεθνιστικό ειρηνικό κίνημα μετεξελίχτηκε σε πατριωτικό και φιλοπόλεμο. Οι σημερινοί απόγονοι τους… ξεφούσκωσαν επίσης σε μια νύχτα με την υιοθέτηση του πολέμου ως μοναδικής επιλογής».7
Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις ανέλαβαν εργολαβικά να καλύψουν τη θηριωδία του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία με πρόσχημα την «ηθική» και την «ανθρωπιστική παρέμβαση». Ο Ζοσπέν δήλωνε ότι «στο Κόσοβο διακυβεύονται σήμερα το πνεύμα και η ψυχή της Ευρώπης». Ο Τόνι Μπλερ διακήρυσσε ότι ο πόλεμος πρέπει να προχωρήσει «μέχρι την πλήρη εξόντωση του αντιπάλου». Μαζί τους όχι μόνο ο Σρέντερ αλλά και ο Ντ’ Αλέμα, μέλος του Ιταλικού Κ.Κ. που μετά το ’89 είχε μετασχηματιστεί σε Δημοκρατικό Κόμμα.
Η δεξιά πορεία της εκσυγχρονισμένης (και «εκσυγχρονιστικής») σοσιαλδημοκρατίας δεν περιορίστηκε μόνο στον πόλεμο. Ήταν αυτές οι κυβερνήσεις που υποστήριζαν στη Σύνοδο της Λισαβόνας την ανάγκη μιας «νέας οικονομικής πολιτικής», που έπρεπε να ακολουθήσει το παράδειγμα των ΗΠΑ. Αυτό σήμαινε επιτάχυνση της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, έστω κι αν αυτό ανέβαζε την ανεργία. Ήταν η πλήρης διάψευση των ελπίδων πάνω στις οποίες είχαν αναδειχθεί εκείνες οι κυβερνήσεις. Εάν θέλουμε να δούμε την κατάσταση κρίσης και ημιδιάλυσης που πέρασαν ή που ακόμα βρίσκονται μια σειρά από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, δεν μπορεί παρά να τη συνδέσουμε και με την πολιτική τους στις δεκαετίες του ’90 και του 2000. Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να είναι ακραίο παράδειγμα που έφτασε στην κατάρρευση, αλλά η κρίση είναι πανευρωπαϊκή.
Τα έργα και οι ημέρες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας είχαν επιπτώσεις σε δυο διαφορετικά επίπεδα. Από τη μια προκάλεσαν το ξέσπασμα ενός καινούργιου κινήματος που πρωτοστάτησε στις κινητοποιήσεις αρχικά ενάντια στον πόλεμο του 1999 και στη συνέχεια ενάντια στην επέμβαση στο Ιράκ, και παράλληλα άρχισε να προβάλει την αντικαπιταλιστική προοπτική απέναντι σε κόμματα που συνεχώς απομακρύνονταν από τη βάση τους. Από μια στιγμή και μετά οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις στην Ευρώπη συνδυάστηκαν με δράσεις ενάντια στις Συνόδους Κορυφής των G8 και της ΕΕ.
Παράλληλα με τις κινηματικές αντιδράσεις από τα κάτω, όμως, είδαμε τη μεγαλύτερη προσαρμογή των κομμάτων του αριστερού ρεφορμισμού στο κενό που άφηνε η σοσιαλδημοκρατία. Με την προοπτική να παίξουν μεγαλύτερο ρόλο, τα κόμματα που ανήκαν στο ευρωκομμουνιστικό ρεύμα μετατράπηκαν σε στήριγμα στις επιλογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην Ελλάδα, ο Συνασπισμός ήταν ο συνεχιστής της στροφής που ήδη από το 1979 υποστήριζε ότι η ΕΟΚ ανοίγει δυνατότητες για την αριστερά να παλέψει για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό τον έκανε να ψηφίσει υπέρ της Συνθήκης του Μάαστριχτ, όταν ήρθε προς επικύρωση στην ελληνική Βουλή το 1992. Η προσαρμογή συνεχίστηκε με τη στάση του στην επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία και την αποδοχή ότι το Ευρώ ανοίγει νέες προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Όσο κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα θέλει να αυτοπροβάλλεται ως μια νέα, πρωτότυπη ριζοσπαστική αριστερά, οι ρίζες του βρίσκονται στον Συνασπισμό με όλες τις δεξιές προσαρμογές του. Ο Τσίπρας του Τέξας δεν έπεσε από τον ουρανό.
Το 1989 και η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ είχε βάλει και το ΚΚΕ σε δοκιμασία. Άρχισε να μιλάει για «μια ισότιμη και συμφέρουσα συμμετοχή της Ελλάδας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας» που θα επιτευχθεί με «αγώνα προοπτικής σε εθνικό και διεθνιστικό επίπεδο, ταυτόχρονα και σε αλληλεπίδραση». Τι σήμαιναν όλα αυτά τα πολύ διαλεκτικά; Στο εσωτερικό σήμαιναν συμμαχίες για την «προοδευτική ανάπτυξη και ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας» και σε ευρωπαϊκό επίπεδο «αναβάθμιση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ώστε να αποκτήσει αυτό ουσιαστικές αρμοδιότητες».
Σήμερα το ΚΚΕ καταγγέλλει από το πρωί μέχρι το βράδυ τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι υπάρχει ποιοτική διαφορά ανάμεσα στα δυο παραδοσιακά κόμματα της αριστεράς στην Ελλάδα. Αλλά η κοινή ρεφορμιστική ρίζα δεν βρίσκεται τόσο μακριά στο παρελθόν.
Κυβερνητική αριστερά
Μέχρι τις προηγούμενες Ευρωεκλογές του 2009, ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο παράδεισος της ανάπτυξης (σε αντίθεση με την τραπεζική κρίση που τότε χτυπούσε τις ΗΠΑ) και γι’ αυτό η θέση «μέσα στην Ε.Ε. γιατί όλοι θα είμαστε καλύτερα» έμοιαζε εύκολη. Όμως σ’ αυτές τις εκλογές έχει να αντιμετωπίσει μια τελείως διαφορετική κατάσταση, μια Ευρωπαϊκή Ένωση σε βαθιά ύφεση, στην Ελλάδα την Τρόϊκα και την κυβέρνηση να επιβάλουν τα πιο σκληρά μέτρα και ο ίδιος να είναι αξιωματική αντιπολίτευση με προοπτική να πάει για κυβέρνηση.
Ποια είναι η θέση της κυβερνητικής αριστεράς απέναντι σ’ αυτές τις εξελίξεις; Έχει πρόταση εξόδου από την κρίση και ποια είναι;
Ο Τσίπρας στην ομιλία του στο Τέξας ήταν κατηγορηματικός πάνω σε δυο πράγματα. Το πρώτο, ότι η παραμονή στην Ευρωζώνη είναι μονόδρομος αλλιώς «μια έξοδος θα πυροδοτήσει σοβαρά νέα προβλήματα – διαχείριση ενός ασταθούς νέου νομίσματος, φαινόμενα bank-run, πληθωρισμός, φυγή κεφαλαίων και ανθρώπων». Και το δεύτερο, ότι μια κυβέρνηση με κέντρο τον ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες που θα προκαλέσουν ρήξη με την Ε.Ε. Κι αυτό ισχύει και για το χρέος και για τα μνημόνια.
Για το χρέος προτείνει μια διεθνή διάσκεψη για το δημόσιο χρέος, όπως έγινε για τη Γερμανία το 1953.
Ο Γιάννης Δραγασάκης στο άρθρο του «Από τα Μνημόνια στην ανασυγκρότηση» που δημοσιεύει στο βιβλίο «Κυβέρνηση της Αριστεράς», συγκεκριμενοποιεί ακόμα περισσότερο την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στην Ε.Ε. «Το πολιτικό διακύβευμα καταλήγει να είναι όχι το νόμισμα ή το νομισματικό καθεστώς αλλά το ευρύτερο πλέγμα των σχέσεων, εσωτερικών και εξωτερικών, που προσδιορίζουν τη θέση μιας χώρας και την τύχη ενός λαού στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές γίγνεσθαι. Γι’ αυτό η έξοδος από το ευρώ ή η διάλυση της ευρωζώνης, ενώ δεν μπορούν να αποκλειστούν ως ένα θεωρητικό ενδεχόμενο, δεν συνιστούν μια αυτόνομη πολιτική πρόταση ούτε μπορούν να τίθενται ως προαπαιτούμενα μιας αριστερής στρατηγικής ή της κοινής δράσης της αριστεράς».8
Αυτή η θέση σημαίνει ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς που έχει αυτή τη στρατηγική, έχει τα χέρια της δεμένα στο να πάρει μέτρα διεξόδου από την κρίση. Έτσι ζητήματα αντιμετώπισης της ανθρώπινης κρίσης στην Ελλάδα, ανατίθενται στην πρωτοβουλία της Εκκλησίας, της φιλανθρωπίας και των δήμων και όχι μιας κεντρικής πολιτικής αντιμετώπισης. «Στο βραχύ χρόνο κυρίαρχη θέση έχει η καταπολέμηση της ανθρώπινης κρίσης… Στην κατάσταση που βρίσκεται η κοινωνία δεν αρκούν κάποια μέτρα πολιτικής, ούτε αρκούν οι αποδιαρθρωμένες δημόσιες υπηρεσίες. Θα πρέπει να οργανωθεί μια κοινωνική πανστρατιά, με την ενεργοποίηση της ίδιας της κοινωνίας, συνδικάτων, κινημάτων, δομών αλληλεγγύης, εκκλησίας, μη κυβερνητικών οργανώσεων, με κρίσιμο το ρόλο της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης…».9
Μια τέτοια στρατηγική δεν έχει καμιά δυνατότητα να κερδίσει τη μάχη ενάντια στην κρίση. Είναι παραιτημένη από την προσπάθεια να ξαναβρεθεί η εργατική τάξη και η αριστερά στο κέντρο της σύγκρουσης με τα μνημόνια και πάνω απ’ όλα στο κέντρο μιας προσπάθειας να ξηλώσει ένα ολόκληρο σύστημα που διαιωνίζει την κρίση, την ανεργία και τη φτώχεια.
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι «πίττα για τον πεινασμένο όταν πεθάνει», αλλά η πιο ρεαλιστική απάντηση και προοπτική απέναντι στην κρίση.
Το πρόγραμμα αυτό συγκεντρώνεται σε τέσσερα κρίσιμα σημεία.
Το πρώτο είναι ότι η ανθρώπινη κρίση, φτώχεια, ανεργία, διάλυση των κοινωνικών υπηρεσιών και του κράτους πρόνοιας μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με επιστροφή των απολυμένων στις δουλειές τους, μαζικές προσλήψεις, αύξηση μισθών και δαπάνες για να ξαναστηθούν οι κοινωνικές υπηρεσίες που έχουν διαλυθεί. Μόνο μέσα από μια τέτοια επιλογή θα αρχίσει να λύνεται το πρόβλημα της ανεργίας, των άστεγων που κοιμούνται στους δρόμους, του κόσμου που πεθαίνει χωρίς να μπορεί να μπει σε νοσοκομείο.
Το δεύτερο είναι ότι και όμως τα λεφτά υπάρχουν. Αυτό απαιτεί μια απόφαση για μονομερή διαγραφή του χρέους και χρηματοδότηση αυτών των δαπανών με τους τόκους που πληρώνονται κάθε χρόνο από τον προϋπολογισμό – 6 δις για τόκους φέτος, είναι περίπου το 50% των δαπανών για κοινωνική ασφάλιση και περίθαλψη.
Το τρίτο είναι η κρατικοποίηση των τραπεζών, όχι μόνο για να μη γίνει φυγή κεφαλαίων, bank-run, και όλα όσα φοβάται ο Τσίπρας ότι θα γίνουν σαν αντίδραση του κεφαλαίου, αλλά γιατί μπορούν να αναγκαστούν οι τράπεζες από τα κέρδη και τα αποθεματικά τους να χρηματοδοτήσουν επενδυτικά προγράμματα με βάση ένα συνολικότερο πρόγραμμα ανάκαμψης και όχι ανταγωνισμών και κερδοσκοπίας. Τέτοιες αλλαγές σημαίνουν εργατικός έλεγχος και στις τράπεζες και σε όλα τα κρίσιμα κέντρα αποφάσεων.
Κομμάτι αυτών των αποφάσεων είναι η ρήξη με την ευρωζώνη και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλοι ομολογούν ότι οι θεσμοί της ΕΕ και του ευρώ, η ΕΚΤ, η «τραπεζική ένωση» που ετοιμάζεται κλπ, λειτουργούν σαν «κορσές» που εμποδίζει μια αριστερή κυβέρνηση να υλοποιήσει μέτρα υπέρ των εργατών. Αλλά φοβούνται τις συνέπειες της διάρρηξης των δεσμών. Αυτό είναι λάθος.
Η προοπτική είναι ότι αυτή η ρήξη θα οδηγήσει σε γενικευμένες αντίστοιχες αντιδράσεις σε όλη την Ευρώπη. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Τσεχίας, στην Πολωνία και στην Τσεχία μόνο το 30% είναι υπέρ της Ευρωζώνης, γι’ αυτό και η προοπτική τους να γίνουν μέλη είναι πολύ μακρινή. Το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότερο αραιώνουν οι αιτήσεις κρατών για να μπουν στην Ευρωζώνη. Κι αυτό όχι τόσο από τις ηγεσίες, όσο από τις πιέσεις που υπάρχουν από τα κάτω.
Η Ευρώπη δεν χωρίζεται σε Βορρά και Νότο αλλά σε εργάτες και καπιταλιστές. Αυτό είναι που δεν πρέπει να ξεχνάει ποτέ η Αριστερά. Η αντικαπιταλιστική προοπτική είναι αυτή που θα λύσει την σημερινή ανθρώπινη κρίση, γιατί είναι η μόνη προοπτική ότι οι εργάτες θα αρχίσουν να οργανώνουν την κοινωνία βάζοντας στο κέντρο της τις δικές τους ανάγκες και όχι το κέρδος.
Σημειώσεις
1. Ολόκληρη η ομιλία του Τσίπρα στο Τέξας: www.enet.gr/i=news.el.article@id=396523
2. Μαρία Στύλλου: «Η ΕΟΚ μετά το Μάαστριχτ»,
άρθρο στο ΣΑΚ Νο 1, Ιούνης-Ιούλης 1992
3. Κρις Χάρμαν: «Καπιταλισμός Ζόμπι», εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 240
4. Τάσος Τρίκκας: «Η ΕΔΑ 1951-67», τόμος Β’,
σελ. 899 – εκδόσεις Θεμέλιο
5. Τάσος Τρίκκας: όπως παραπάνω, σελ. 951
6. Αντόνιο Πεζέντι: «Τάσεις του συγχρόνου καπιταλισμού», ομιλία του στην Α’ Βδομάδα Σύγχρονης Σκέψης, 12-20 Μάη 1965, εκδόσεις Θεμέλιο.
7. Κ. Βεργόπουλος: «Ποιος φοβάται την Ευρώπη»,
εκδόσεις Λιβάνη
8. Γιάννης Δραγασάκης: «Kυβέρνηση της Αριστεράς», εκδόσεις Τόπος 2013
9. Γιάννης Δραγασάκης: ¨Όπως παραπάνω, σελ. 23