Άρθρο
Eνότητα απέναντι στη ρατσιστική κλιμάκωση

Εξώφυλλο του τευχους 76

O Θανάσης Καμπαγιάννης εξηγεί πώς και γιατί μπορούμε και πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις νέες ρατσιστικές επιθέσεις.

Η ήττα της Νέας Δημοκρατίας στις Ευρωεκλογές της 7ης Ιούνη και η άνοδος του ΛΑ.Ο.Σ. άνοιξαν το δρόμο για τη μεγαλύτερη ρατσιστική εξόρμηση του ελληνικού κράτους τα τελευταία χρόνια: σκούπες στο κέντρο της Αθήνας και εκκένωση κτιρίων που κατοικούνται από μετανάστες, γκρέμισμα του καταυλισμού των προσφύγων στην Πάτρα, απελάσεις και αστυνομική βία, πολλές φορές με την ανοιχτή σύμπραξη «αγανακτισμένων πολιτών» και νεοναζί της Χρυσής Αυγής. Το σκηνικό συμπληρώνεται από τους νέους νόμους που ψήφισε η κυβέρνηση με τους οποίους καταργείται η διαδικασία δεύτερου βαθμού για την αίτηση ασύλου, θεσμοθετούνται τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και φυλάκισης μεταναστών μέχρι και δώδεκα μήνες, ορίζεται το καθεστώς του «επικίνδυνου για τη δημόσια ασφάλεια» μετανάστη, μόνο και μόνο αν εκκρεμεί σε βάρος του ποινική δίωξη για αδίκημα που τιμωρείται με ποινή άνω των τριών μηνών!

Απέναντι σε αυτή την κλιμάκωση των ρατσιστικών μέτρων, η δημιουργία της κίνησης «Ενωμένοι Ενάντια Στο Ρατσισμό Και Τη Φασιστική Απειλή» αποτελεί πολιτική πρωτοβουλία πρώτου μεγέθους. Την πρωτοβουλία για την ίδρυση της νέας κίνησης είχαν αγωνιστές και αγωνίστριες που πρωταγωνίστησαν το προηγούμενο διάστημα στις μάχες ενάντια στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και στις επιθέσεις των καπιταλιστών. Η κίνηση έκανε την πρώτη της εμφάνιση σε ανοιχτή εκδήλωση τη Δευτέρα 13 Ιούλη στη Νομική, τέσσερις μέρες μετά τα εντυπωσιακά σε μέγεθος αντιρατσιστικά συλλαλητήρια της 9ης Ιούλη σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Η κίνηση συλλέγει υπογραφές και οργανώνει τη δράση της με βάση μια πρώτη διακήρυξη (διαθέσιμη στο antiracismfascism.blogspot.com), επιδιώκει τη δημιουργία τοπικών αντιρατσιστικών επιτροπών και λειτουργεί με ανοιχτή συντονιστική επιτροπή για τον κόσμο που επιθυμεί να εμπλακεί ενεργά στις δραστηριότητές της.

Χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε πως η ίδρυση της νέας αυτής αντιρατσιστικής κίνησης ήταν μια απολύτως απαραίτητη πρωτοβουλία. Η ήττα του ρατσισμού και του φασισμού είναι υπόθεση όλης της εργατικής τάξης και των συνδικάτων της, της νεολαίας και των συλλόγων της, όλων των δημοκρατικών μαζικών φορέων. Όμως, για να μπουν σε κίνηση όλες αυτές οι οργανωμένες δυνάμεις δεν αρκεί απλώς η επίκλησή τους. Χρειάζονται πολιτικές πρωτοβουλίες που να δώσουν και να κερδίσουν τη μάχη των επιχειρημάτων μέσα σε όλους τους χώρους, ξεκαθαρίζοντας τα μπερδέματα που υπάρχουν σε κόσμο που επιθυμεί την ήττα της γαλαζόμαυρης συγκυβέρνησης ΝΔ-ΛΑΟΣ, αλλά που δεν είναι πεισμένος αντιρατσιστής.

Η νέα πρωτοβουλία έρχεται ακόμη να ξεπεράσει διαχωρισμούς που είναι γνωστοί μέσα στο κίνημα, αλλά που δεν πρέπει να αποτελέσουν εμπόδιο στην κοινή δράση. Είναι από τις λιγοστές φορές που στην ίδια κίνηση συναντιούνται μέλη του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ που είναι αντίθετοι στην πολιτική «μηδενικής ανοχής στη λαθρομετανάστευση» του Γ. Παπανδρέου, πανεπιστημιακοί, άνθρωποι των τεχνών και εκπρόσωποι μεταναστευτικών κοινοτήτων. Οι άνθρωποι της Αριστεράς και των κινημάτων δείχνουν τον δρόμο που πρέπει να βαδίσουν και οι ηγεσίες - ιδιαίτερα οι κοινοβουλευτικές και οι συνδικαλιστικές, χωρίς όμως να περιμένουν πότε οι ηγεσίες θα κάτσουν στο ίδιο τραπέζι.

Τέλος, η νέα πρωτοβουλία είναι σημαντική γιατί ενοποιεί όχι μόνο αγωνιστές από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες, αλλά και αντιρατσιστές από διαφορετικές οπτικές και ευαισθησίες: από συνδικαλιστές που αντιλαμβάνονται τους μετανάστες ως τα ταξικά τους αδέλφια μέχρι ακτιβιστές μη κυβερνητικών οργανώσεων που μάχονται τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, όπως η ΑΡΣΙΣ. Και από αγωνιστές των δημοκρατικών δικαιωμάτων μέχρι κόσμο του αντιπολεμικού κινήματος που βλέπει την αντιρατσιστική ευαισθητοποίηση ως συνέχεια των μεγάλων αντιπολεμικών συλλαλητηρίων της 15 Φλεβάρη του 2003 ενάντια στην επέμβαση στο Ιράκ. Για να αναγκάσουμε την κυβέρνηση να μαζέψει τα ρατσιστικά μέτρα, πρέπει να οργανώσουμε μια τέτοιου τύπου ενότητα. Και η κίνηση «Ενωμένοι Ενάντια Στο Ρατσισμό Και Τη Φασιστική Απειλή» είναι ένα πρώτο δείγμα προς αυτή την κατεύθυνση που πρέπει να απλώσουμε τόσο κεντρικά όσο και τοπικά.

Μια συζήτηση με παρελθόν

Η συζήτηση για τους μετανάστες δεν ξεκινάει σήμερα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, η Ελλάδα μετατρέπεται για πρώτη φορά από χώρα εξαγωγής μεταναστών σε χώρα εισαγωγής τους. Το πρώτο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα έρχεται από την Αλβανία, με την πτώση της δικτατορίας του Χότζα και των διαδόχων του, αλλά και από τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ψηφίζει το 1991 τους πρώτους ρατσιστικούς νόμους, που εισάγουν στο ελληνικό λεξιλόγιο τον όρο «λαθρομετανάστης». Παρά τις εκατοντάδες χιλιάδες απελάσεις το μεταναστευτικό κύμα δεν κάμπτεται, όπως φαίνεται και από τα στοιχεία του Πίνακα 1 (απόδειξη ότι όσοι προτείνουν αστυνομικού τύπου μέτρα ενάντια στη μετανάστευση λένε συνειδητά ψέματα).

Χρειάστηκαν χρόνια αντιρατσιστικών αγώνων ενάντια στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και στη συνέχεια σύγκρουση με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (ο Παπαθεμελής ως Υπουργός Δημόσιας Τάξης κλιμάκωσε την πολιτική των απελάσεων), ώστε να φτάσουμε στην πρώτη νομοθεσία νομιμοποίησης του 1997. Τα συνδικάτα στην Ελλάδα δεν αποδέχτηκαν ποτέ πολιτικές «ποσοστώσεων» ή «εθνικής προτεραιότητας» (όπως το έκαναν για παράδειγμα τα συνδικάτα στην Αυστρία, που έθεσαν ζήτημα προτεραιότητας στην εύρεση εργασίας για τους Αυστριακούς εργάτες, με αποτέλεσμα το δυνάμωμα των φαινομένων τύπου Χάιντερ). Η νομιμοποίηση έγινε έτσι αρκετά νωρίς - με την πολύχρονη προσπάθεια και οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς όπως η ΟΣΕ - αίτημα του συνόλου των συνδικαλιστικών οργανώσεων της χώρας.

Όμως οι διαδικασίες νομιμοποίησης ήταν ένας μαραθώνιος εμποδίων για τους μετανάστες. Τόσο τα προεδρικά διατάγματα του 1997, όσο και οι νόμοι του 2001 και του 2005, έβαζαν πλήθος διαδικαστικών φραγμών για όσους έκαναν τα χαρτιά τους. Το ίδιο διάστημα και ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις, η άρχουσα τάξη έπαιζε το ρατσιστικό χαρτί, όπως για παράδειγμα το 2000 όταν με εγκύκλιό του ο Αλέκος Παπαδόπουλος, υπουργός Υγείας της κυβέρνησης Σημίτη, επιχείρησε να εκδιώξει τους χωρίς χαρτιά μετανάστες από τα νοσοκομεία, ζητώντας από τους γιατρούς να καταδίδουν τους ασθενείς τους στην Αστυνομία. Τα συνδικάτα των γιατρών αρνήθηκαν να εφαρμόσουν την εγκύκλιο και την κατήργησαν στην πράξη.

Σήμερα, μετά τις τρεις «ευκαιρίες» νομιμοποίησης, ο πληθυσμός των μεταναστών στην Ελλάδα ανέρχεται σε περίπου 1 εκατομμύριο ανθρώπους, εκ των οποίων - σύμφωνα με την πιο έγκυρη μελέτη του Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής - οι χωρίς χαρτιά μετανάστες ανέρχονται σε περίπου 200.000. Αξίζει να αναφερθεί ότι ένα κομμάτι των «αλλοδαπών» που ζουν στην Ελλάδα δεν είναι πια μετανάστες, αφού γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη χώρα, στερούνται όμως πολιτικών δικαιωμάτων και ιθαγένειας. Για να έχουμε μία τάξη μεγέθους της ροής αυτού του πληθυσμού, οι αλλοδαποί μαθητές όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης (νηπιαγωγεία ως λύκεια) το έτος 2004-2005, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας έρευνας, έφταναν τους 115.000.

Οι μύθοι για τους μετανάστες

Ο δημόσιος λόγος για τους μετανάστες κυριαρχείται συχνά από τις πιο ξενοφοβικές και ρατσιστικές απόψεις (η παρουσία στελεχών του ΛΑΟΣ προμοτάρεται από τα ΜΜΕ σε εξοργιστικό βαθμό). Και η επιρροή αυτών των επιχειρημάτων φαίνεται ακόμα και σε κείνους που δεν αποδέχονται τον ξετσίπωτο ρατσισμό της άκρας δεξιάς.

Μια άποψη που κυκλοφορεί είναι πως η παρουσία των μεταναστών προκαλεί αυτόματα τον ρατσισμό του ντόπιου πληθυσμού, λόγω «ξενοφοβικών αντανακλαστικών». Τα υψηλά ποσοστά του ΛΑΟΣ στα μεγάλα αστικά κέντρα, λέει αυτό το επιχείρημα, οφείλονται στην ψηλή συγκέντρωση μεταναστών σε αυτά και στη «φυσιολογική» απώθηση των ντόπιων. Πρόκειται για μια απλουστευτική θεωρία, που μας εμποδίζει να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο δυναμώνουν οι ρατσιστικές ιδέες και τα κόμματα που τις προβάλλουν. Είναι μια θεωρία που δεν επιβεβαιώνεται και από τα εμπειρικά δεδομένα. Στον Πίνακα 2 βλέπουμε τη συγκέντρωση των μεταναστών ανά νομό σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2001, καθώς και το ποσοστό τους επί του συνόλου του τοπικού πληθυσμού. Τα νησιά του Ιονίου και των Κυκλάδων, τα Δωδεκάνησα, η Κρήτη, καθώς και επαρχιακές πόλεις με έντονο το αγροτικό στοιχείο έχουν ψηλή μεταναστευτική συγκέντρωση.

Και όμως στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις, τα ποσοστά του ΛΑΟΣ είναι συστηματικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο των ποσοστών του, τόσο στις εκλογές του 2007 όσο και στις ευρωεκλογές του 2009. Στη Ζάκυνθο, που καταγράφει την ψηλότερη μεταναστευτική συγκέντρωση (13,5%), το ΛΑΟΣ πήρε 2,18% και 4,70% αντίστοιχα. Αντίθετα στη Θεσσαλονίκη, που το ποσοστό των μεταναστών είναι σύμφωνα με τα στοιχεία 6,5%, το ΛΑΟΣ κατέγραψε το ψηλότερο πανελλαδικά ποσοστό του - 9,81% στην Α’ Θεσσαλονίκης. Η πραγματικότητα λοιπόν είναι πιο σύνθετη από ό,τι την θέλει το «ξενοφοβικό» επιχείρημα. Η μεταναστευτική ροή, η ένταξή της στον τόπο υποδοχής, η δυναμική της τοπικής οικονομίας, η παρέμβαση των εργατικών οργανώσεων, οι πολιτικές παραδόσεις αλληλεπιδρούν και κρίνουν το δυνάμωμα ή όχι των ρατσιστικών ιδεών και των κομμάτων που τις προωθούν.

Μήπως όμως «δεν χωράμε άλλοι», όπως το θέλει ένα άλλο, συχνά χρησιμοποιούμενο επιχείρημα; Μια ματιά στα πληθυσμιακά δεδομένα είναι ικανή να δώσει απάντηση. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 3, η απογραφή του 2001 θα ήταν η πρώτη φορά που θα καταγραφόταν μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας, αν δεν υπήρχε η ροή των μεταναστών. Ο ελληνικός πληθυσμός γερνάει, γεγονός που δημιουργεί πλήθος κοινωνικών προβλημάτων. Οι μετανάστες που έρχονται στην Ελλάδα προσφέρουν μια αναγκαία ένεση νεαρού πληθυσμού (Πίνακας 4). Και ακόμα και αν αποδεχόμασταν τη λογική που θέλει «τον καθένα στην πατρίδα του», ώστε να «απαλλαγούμε» από τους ξένους, το πρόβλημα του χώρου θα γινόταν μεγαλύτερο: σύμφωνα με τα στοιχεία του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, υπάρχουν 7 εκατομμύρια Έλληνες έξω από την ελληνική επικράτεια (στους οποίους μάλιστα η κυβέρνηση θέλει να δώσει δικαίωμα ψήφου). Πού θα «χωράγανε» όλοι αυτοί, αν όλες οι χώρες έδιωχναν τους ξένους υπηκόους τους;

Ανεργία, μεροκάματα, εγκληματικότητα

Όμως μήπως είναι αλήθεια ότι «οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές» και «ρίχνουν τα μεροκάματα»; Η αλήθεια είναι ότι όταν μιλάμε για μετανάστες μιλάμε για εργάτες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Είναι λοιπόν κάποιοι εργάτες υπεύθυνοι για τη δυστυχία κάποιων άλλων εργατών; Η απάντηση είναι όχι. Για την ανεργία και τα χαμηλά μεροκάματα φταίνε αυτοί που έχουν το πάνω χέρι στην παραγωγή και την κοινωνία, δηλαδή οι καπιταλιστές. Αυτοί αποφασίζουν - με βάση τα κέρδη τους και μόνο - τι θα παραχθεί, πόσοι θα δουλέψουν και για ποια αμοιβή. Ειδικότερα όσον αφορά το πρόσφατο κύμα της μετανάστευσης, οι μετανάστες δεν μείωσαν αλλά αύξησαν τις διαθέσιμες δουλειές για τους ντόπιους εργάτες. Κάλυψαν θέσεις εργασίας που οι ντόπιοι δεν τις έκαναν (γιατί ήταν πολύ σκληρές και με πολύ χαμηλό μεροκάματο), τόνωσαν τη ζήτηση και αύξησαν τον παραγόμενο πλούτο με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν επιπλέον δουλειές. Σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι μετανάστες συνέβαλαν το 2004 στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) κατά 2,5% τουλάχιστον.

Όσο για τους μισθούς, η δυνατότητα των εργοδοτών να συμπιέζουν τα μεροκάματα των πιο ανειδίκευτων και ανοργάνωτων κομματιών δεν οφείλεται στους μετανάστες, αλλά στην παρανομία και τη μαύρη εργασία. Η νομιμοποίηση όλων των μεταναστών είναι αυτή που θα σταματήσει την πολιτική διαίρεσης των εργατών σε Έλληνες και “ξένους” και θα βάλει τέρμα στη μαύρη εργασία. Η λύση στο πρόβλημα της ανεργίας δεν θα προέλθει από τη μείωση του αριθμού των εργατών, αν δηλαδή οι γυναίκες γυρίσουν «στις κουζίνες τους», οι μετανάστες γυρίσουν στις χώρες τους, τα σύνορα σφραγιστούν απέναντι στους κατατρεγμένους που θα τα πολιορκούν και ούτω καθεξής, αλλά μέσα από την οργάνωση στους χώρους δουλειάς και τα συνδικάτα και από τους κοινούς ταξικούς αγώνες.

Το ίδιο ισχύει για την εγκληματικότητα. Τα ΜΜΕ δημιουργούν κλίμα υστερίας και ανασφάλειας, για το οποίο υποτίθεται ευθύνονται οι μετανάστες. Η αλήθεια είναι ότι οι μετανάστες ήταν πάντοτε θύματα τέτοιων ρατσιστικών ψεμάτων. Δεν υπάρχει στην ιστορία περίπτωση μεταναστευτικού πληθυσμού που να μην στοχοποιήθηκε ως φορέας εγκληματικότητας. Οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική υπήρξαν θύματα μιας τέτοιας επίθεσης (βλ. Πίνακα 5), έστω κι αν αυτή η ιστορική αλήθεια δεν αρέσει καθόλου στους σημερινούς «Ελληναράδες» διώκτες των μεταναστών. Αν πιστέψουμε τα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ, η εγκληματικότητα στην Ελλάδα δεν γνωρίζει κάποια ραγδαία ανάπτυξη ούτε είναι υψηλότερη από την αντίστοιχη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όσο για τα στοιχεία των συλληφθέντων «αλλοδαπών», δεν μπορούν να τεκμηριώσουν το ακριβές ποσοστό της συμμετοχής τους στο συνολικό έγκλημα, μιας και τα ποσοστά εξιχνίασής του είναι πολύ χαμηλά. Αυτό που μας δείχνουν τα νούμερα της ΕΛ.ΑΣ. είναι περισσότερο τον θεσμοθετημένο ρατσισμό των κατασταλτικών μηχανισμών που διώκουν ευκολότερα τους «ξένους» και λιγότερο την εγκληματική δράση.

Τα καθήκοντα μπροστά μας

Έχουμε μπροστά μας ένα φθινόπωρο τελικής αναμέτρησης με τη Νέα Δημοκρατία και σκληρής σύγκρουσης για να μην πληρώσουν οι εργαζόμενοι τα σπασμένα της οικονομικής κρίσης. Η μάχη ενάντια στο ρατσισμό θα είναι καθοριστική για το ποιο στρατόπεδο θα νικήσει.

Το πρώτο μέτωπο ενάντια στο ρατσισμό έχει να κάνει με το αίτημα της κατάργησης των νέων νόμων που ψήφισε η κυβέρνηση. Ζητάμε να καταργηθεί η έννοια του «επικίνδυνου για τη δημόσια ασφάλεια» και το νομικό απαρτχάιντ που θεμελιώνει σε βάρος των μεταναστών. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης πρέπει να μείνουν στα χαρτιά και γι’ αυτό χρειάζεται η κινητοποίηση των εργατικών συνδικάτων, των μεταναστευτικών κοινοτήτων, των τοπικών κοινωνιών με αντιρατσιστικές αιχμές. Η λύση για τους μετανάστες δεν είναι περισσότερες απελάσεις, αλλά ένα νέο κύμα νομιμοποίησης, χωρίς τα ρατσιστικά εμπόδια που ύψωναν οι προηγούμενες «ευκαιρίες».

Για να νικήσουμε σε αυτά τα μέτωπα, πρέπει να κερδίσουμε στον δημόσιο διάλογο αναδεικνύοντας τους μετανάστες σαν αυτό που πραγματικά είναι: γυναίκες και άντρες που έφυγαν από τις χώρες τους όχι από επιλογή, αλλά από ανάγκη, κυνηγημένοι από πολέμους, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, καταστροφές και δικτατορικά καθεστώτα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν πρέπει να βρουν ερμητικά τείχη και συνοριοφύλακες πλησιάζοντας τα σύνορα της Ευρώπης, αλλά καταφύγιο και ελεύθερη πρόσβαση. Αυτός που μπορεί να τους απλώσει το χέρι δεν είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι κυβερνήσεις της που υπογράφουν ρατσιστικά σύμφωνα (όπως αυτό που πρότεινε ο Σαρκοζί στην ΕΕ και με ενθουσιασμό δέχτηκαν ο Καραμανλής και ο Μπερλουσκόνι), αλλά το εργατικό κίνημα.

Οι μετανάστες μπορούν να είναι πλούτος για μια χώρα. Στην Ελλάδα μπορούν να αναδειχτούν σε σημαντικό παράγοντα επίλυσης του ασφαλιστικού προβλήματος, αφού βοηθούν στους αρνητικούς δημογραφικούς δείκτες, όπως το απέδειξε πρόσφατα μελέτη του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Μπορούν να είναι ακόμα πλούτος για το εργατικό κίνημα με τις εμπειρίες τους, όπως το έδειξε περίτρανα η περίπτωση της Βουλγάρας καθαρίστριας Κωνσταντίνας Κούνεβα που αναδείχτηκε σε σύμβολο του αγώνα για τα εργατικά δικαιώματα στη χώρα μας. Θέλουμε οι επόμενοι Δεκέμβρηδες να έχουν πιο βαθιά την εμπειρία της Solidarnosc της Πολωνίας, των αγώνων κατά του Χότζα και του Μπερίσα στην Αλβανία, των εργατικών και δημοκρατικών αγώνων κατά του Μουσάραφ στο Πακιστάν, τις Φιλιππίνες, το Αφγανιστάν και αλλού. Οι μετανάστριες και οι μετανάστες είναι τα ταξικά μας αδέλφια.

Μια πετυχημένη μάχη κατά του ρατσισμού θα βοηθήσει αποφασιστικά στην ήττα της Νέας Δημοκρατίας και στην απομόνωση του ΛΑΟΣ. Θα ξαναγυρίσει τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής πίσω στους υπονόμους τους, κάτι που πρέπει να αποτελέσει ιδιαίτερο στόχο και πεδίο κινητοποίησης του αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού κινήματος. Μέσα σ’ αυτές τις μάχες, το κίνημα πρέπει να σπάσει τη συναίνεση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ στα μέτρα της ΝΔ και του ΛΑΟΣ, με τον ίδιο τρόπο που το κίνημα για το άρθρο 16 είχε κατορθώσει να λυγίσει τη συναίνεση του ΠΑΣΟΚ στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Όλοι οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες του ΠΑΣΟΚ που διαφωνούν με την ηγεσία τους στο δόγμα της «μηδενικής ανοχής» έχουν θέση σ’ αυτό το μέτωπο.

Τα επόμενα βήματα

Η κίνηση «Ενωμένοι Ενάντια Στο Ρατσισμό Και Τη Φασιστική Απειλή» καλεί σε δημιουργία αντιρατσιστικών επιτροπών, βασισμένων στο ίδιο πλαίσιο ενότητας και πλατιάς κοινής δράσης με το οποίο συγκροτήθηκε. Σταθμός στη δράση των αντιρατσιστικών επιτροπών θα είναι η κινητοποίηση με αφορμή το Παγκόσμιο Φόρουμ για τη Μετανάστευση και την Ανάπτυξη που θα συνεδριάσει στην Αθήνα από τις 2 ως τις 5 Νοέμβρη. Είναι η τρίτη φορά που θα γίνει αυτή η φιέστα, μετά τις Βρυξέλλες και τη Μανίλα. Οι ίδιες κυβερνήσεις που βαφτίζουν τους μετανάστες «παράνομους» και παίρνουν ρατσιστικά μέτρα επιχειρούν να αποδείξουν την «αντιρατσιστική τους ευαισθησία» μιλώντας για τη «νόμιμη» μετανάστευση. Μάλιστα, η διακυβερνητική αυτή σύσκεψη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ οργανώνει εκ των προτέρων την απόσπαση της συναίνεσης των μαζικών φορέων μέσα από την «Διάσκεψη της Κοινωνίας των Πολιτών» που θα συγκληθεί στις 2-3 Νοέμβρη με ευθύνη του Ιδρύματος Ωνάση…

Έχουμε να διασφαλίσουμε ότι όλοι οι μαζικοί φορείς, τα συνδικάτα, οι φοιτητικοί σύλλογοι και οι οργανώσεις που επιθυμούν ειλικρινά να δουν ένα τέλος στον ρατσιστικό κατήφορο της κυβέρνησης θα είναι όχι μέσα αλλά έξω από την Κυβερνητική Σύνοδο για να συζητήσουν, να διαδηλώσουν και να επιβάλλουν τα δικά τους αιτήματα.

Η μάχη ενάντια στο ρατσισμό θα μείνει, τέλος, στα μισά του δρόμου αν δεν συνδεθεί με τη μάχη ενάντια στις απολύσεις και τα κλεισίματα των εργοστασίων, ενάντια στις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στις ζωές όλων των εργατριών και των εργατών. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά μπορεί να αποτελέσει με τη δράση της το κόκκινο νήμα που θα ενώνει όλους αυτούς τους αγώνες και θα τους συνδέει με την επαναστατική προοπτική.