Άρθρο
Κρίση, εξέγερση και ριζοσπαστική Αριστερά

Εξώφυλλο του τευχους 76

Μετά τις ευρωεκλογές και την κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ, η συζήτηση μέσα στην Αριστερά φουντώνει: τι σημαίνει η κρίση του καπιταλισμού, γιατί η Αριστερά χρειάζεται τον αντικαπιταλισμό, πώς προχωράμε; Ο Πάνος Γκαργκάνας επιχειρεί να δώσει απαντήσεις.

 

Την σύνδεση ανάμεσα στην οικονομική κρίση και την Αριστερά φρόντισε να την κάνει με τον πιο έντονο τρόπο ο διεθνής Τύπος σχολιάζοντας τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών του Ιούνη. Το κυρίαρχο σχόλιο ήταν ότι σε συνθήκες κρίσης έπρεπε να ευνοηθεί η Αριστερά, αλλά οι εκλογές έδειξαν το αντίθετο. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από την εφημερίδα Φαινάνσιαλ Τάιμς:

 

«Σε μια εποχή όπου το «τέλος του καπιταλισμού» προβάλλει σαν μια σοβαρή προοπτική, τα κόμματα που είχαν σαν ιστορική αποστολή να αντικαταστήσουν τον καπιταλισμό με τον σοσιαλισμό δεν έχουν να προσφέρουν καμιά φιλοσοφία διακυβέρνησης. Οι πολιτικές τους αντιμετώπισης της κρίσης μόλις και μετά βίας μπορούν να διακριθούν από αυτές των αντιπάλων τους».

Τουλάχιστον ο συγκεκριμένος σχολιαστής έκανε τον κόπο να χρεώσει την αποτυχία της αριστεράς στην έλλειψη πολιτικών διαφορών από τους αντιπάλους της. Οι πιο πολλοί αναλυτές προτίμησαν να κάνουν τη διαπίστωση ότι οι εργαζόμενοι συμπεριφέρονται πιο συντηρητικά από αυτό που οι σχολιαστές θεωρούσαν «φυσιολογικό» σε συνθήκες κρίσης. Όπως έγραφε ο Σωτήρης Κοντογιάννης στο προηγούμενο τεύχος του «Σοσιαλισμός από τα κάτω»:

«Μέσα στις συνθήκες της ανασφάλειας που γεννάει η κρίση, είναι η συνηθισμένη ερμηνεία, οι ψηφοφόροι στρέφονται αυθόρμητα προς τον συντηρητισμό -κύρια προς τα μεγάλα κόμματα της κεντροδεξιάς, αλλά και προς τα μικρότερα κόμματα της ακροδεξιάς διαμαρτυρίας».

Αυτή τη διαπίστωση, ότι δηλαδή οι ανησυχίες των κυβερνήσεων για μαζική στροφή αριστερά λόγω της κρίσης δεν επιβεβαιώθηκαν, και άρα τα χέρια τους λύθηκαν, την αποδέχονται και αναλυτές της Αριστεράς.

Εγραψε ο Γ. Δελαστίκ στο Εθνος στο άρθρο του με τίτλο “Ποιος θυμάται τη Γένοβα”: «Σήμερα, παρόλο που η οικονομική κρίση μαίνεται ακριβώς εξαιτίας της πολιτικής των κυβερνήσεων της Δύσης και της οικονομικής ελίτ που κατήγγειλαν τότε οι διαδηλωτές, δεν κουνιέται φύλλο΄ από πλευράς διαδηλώσεων, πέρα από κάποιες ανάξιες λόγου εκδηλώσεις». Και καταλήγει: «Ούτε στα πιο τολμηρά τους όνειρα δεν φαντάζονταν οι ηγέτες των G8, όταν ξέσπασε η βίαιη κρίση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ότι θα μπορούσαν να χειριστούν την κατάσταση με τόση απίστευτη άνεση. Να αποφασίζουν δηλαδή ό,τι θέλουν, να εφαρμόζουν όποιο μέτρο νομίζουν, χωρίς την παραμικρή αντίσταση εκ μέρους των εργαζομένων. Τον Δεκέμβριο, Ιανουάριο και Φεβρουάριο ακόμη αυτοί φοβούνταν κολοσσιαίες, βίαιες κινητοποιήσεις, ίσως και αιματηρές διαδηλώσεις. Γι’ αυτό και ο πολιτικός λόγος ακόμη και δεξιών πολιτικών όπως π.χ. ο Σαρκοζί είχε τόσο έντονη «αντικαπιταλιστική» χροιά, γι’ αυτό κατακεραύνωναν την «ασυδοσία των αγορών». Έκτοτε όμως είδαν ότι κανείς δεν αντιδρά, ησύχασαν και κάνουν ό, τι θέλουν».

Πόσο πραγματική, όμως, είναι αυτή η εικόνα;

Ορισμένες απόψεις θεωρούν ότι χρειάζεται να αλλάξει η εκτίμηση που έχουμε για την κρίση. Ίσως η κρίση δεν είναι τόσο βαθιά όσο νομίζαμε, ίσως οι ισχυρισμοί των κυβερνήσεων για «σημάδια ανάκαμψης» να είναι βάσιμοι.

Μια τέτοια προσέγγιση δεν αντέχει στη σύγκριση με την πραγματικότητα. Η κρίση έχει διαστάσεις συγκρίσιμες με αυτές που πήρε στη δεκαετία του 1930, μετά το Κραχ του 1929. Αυτή η διαπίστωση δεν είναι πια ούτε αφορισμός κάποιων μαρξιστών ούτε δημοσιογραφική ευκολία. Είναι επιστημονική μελέτη. Δυο πανεπιστημιακοί, ένας από την Καλιφόρνια και ένας από την Ιρλανδία, συγκέντρωσαν τα στοιχεία και έδειξαν ότι η πορεία της πτώσης της βιομηχανικής παραγωγής και του εμπορίου ακολουθεί σήμερα καμπύλες ανάλογες με του 1929. (Η μελέτη των Barry Eichengreen και Kevin O’Rourke παρουσιάστηκε από τους Φαινάνσιαλ Τάιμς στις 17 Ιούνη 2009). Πενήντα μήνες, δηλαδή σχεδόν μια πενταετία μετά το ξέσπασμα της κρίσης του Μεσοπολέμου, η βιομηχανική παραγωγή είχε ανακάμψει μόλις στο 80% και ο όγκος του εμπορίου το ίδιο (βλέπε τα σχετικά διαγράμματα). Και βέβαια όλοι ξέρουμε ότι οι μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές αναστατώσεις που συνόδευσαν εκείνη τη μεγάλη κρίση ήρθαν στο προσκήνιο από το 1933 και μετά (άνοδος του Χίτλερ στη Γερμανία, Νιου Ντηλ στις ΗΠΑ, νίκη του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία και την Ισπανία, Μάης του ‘36 στην Ελλάδα, κλπ). Όσοι βιάζονται να βγάλουν συμπεράσματα από τις Ευρωεκλογές του 2009 για τις πολιτικές επιπτώσεις της κρίσης, μοιάζουν με τις αθλητικές εφημερίδες που ανακηρύσσουν τον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό ομαδάρα από τα πρώτα φιλικά του καλοκαιριού.

Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να «διαβάζουμε» τις πολιτικές εξελίξεις από τις καμπύλες του ‘30. Υπάρχουν και οικονομικές διαφορές, αλλά πάνω απ’όλα η ταξική πάλη δεν είναι συνάρτηση μιας μοναδικής μεταβλητής, της κρίσης.

Παρεμβατισμός

Η μεγάλη διαφορά στο οικονομικό επίπεδο είναι η έκταση του κρατικού παρεμβατισμού. Σήμερα στις ΗΠΑ από μόνο του το έλλειμμα του προυπολογισμού που διαχειρίζεται ο Ομπάμα (περίπου 10% του ΑΕΠ) είναι μεγαλύτερο από το σύνολο του προυπολογισμού που διαχειριζόταν ο Ρούζβελτ. Παντού οι δημόσιες δαπάνες για Παιδεία, Υγεία, Κοινωνική Πρόνοια, έργα υποδομών, πολεμική βιομηχανία, κλπ, αποτελούν μια σημαντική πλευρά που εμποδίζει τη συνολική ζήτηση να καταρρεύσει με τον ίδιο τρόπο όπως πριν 80 χρόνια. Τα λεγόμενα «πακέτα διάσωσης» έκαναν την εμφάνιση τους με το καλημέρα της κρίσης. Επομένως, δεν είναι περίεργο φαινόμενο να υπάρχουν σήμερα μεγαλύτερες δυνατότητες να συγκρατηθεί ο ρυθμός της πτώσης της οικονομίας προς την ύφεση. Αλλά η διαπίστωση αυτού του φαινόμενου δεν πρέπει να ξεχειλώνεται μέχρι του σημείου ώστε να βγαίνουν πρόωρα συμπεράσματα περί ξεπεράσματος της κρίσης.

Υπάρχουν δύο παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Πρώτο, τα μέγεθη από τις «μαύρες τρύπες» που δημιουργεί η κρίση είναι ιλιγγιώδη ακόμα και για τις σημερινές δυνατότητες του κρατικού παρεμβατισμού. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει ανεβάσει τις εκτιμήσεις του για τις ζημιές του τραπεζικού συστήματος στα 4,1 τρισεκατομμύρια δολάρια. Και μόνο η στήριξη των τραπεζών, δηλαδή, απαιτεί τεράστιους πόρους. Επιπλέον, οι μελέτες δείχνουν ότι τα κρατικά ελλείμματα διογκώνονται όχι μόνο από τα «πακέτα διάσωσης» υπέρ των τραπεζιτών και των «εθνικών πρωταθλητών» τύπου General Motors, αλλά και από τις συνέπειες της ύφεσης τόσο στα δημόσια έσοδα όσο και στις δαπάνες. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι όλα τα κράτη σε θέση να σηκώσουν τα βάρη της παρέμβασης που απαιτείται για τη συγκράτηση της κρίσης. Αλλού το «φρενάρισμα» της ύφεσης μπορεί να σημαίνει οικονομική στασιμότητα για μια ολόκληρη περίοδο, όπως π.χ. στην Ιαπωνία, αλλού μπορεί να σημαίνει καταρρεύσεις τύπου Αργεντινής.

Ένα δεύτερο κρατούμενο είναι ότι ακόμα και στις χώρες όπου οι κυβερνήσεις μπορεί να είναι σε θέση να οργανώσουν ισχυρές οικονομικές παρεμβάσεις, ανοίγουν αντιπαραθέσεις για την κάλυψη των δημόσιων ελλειμμάτων. Αντιπαραθέσεις καταρχήν μέσα στην ίδια την άρχουσα τάξη, καθώς άλλα τμήματα ευνοούνται αν επιλεγεί μια πολιτική πληθωρισμού που απαξιώνει τα χρέη και άλλα τμήματα προτιμούν μια πολιτική με θηριώδη λιτότητα που μεταφέρει με άγριες περικοπές απευθείας τα βάρη στους εργαζόμενους. Σε κάθε περίπτωση ανοίγουν συγκρούσεις με την εργατική τάξη, όχι μόνο με τα τμήματα που θίγονται από τις απολύσεις και τα κλεισίματα στον ιδιωτικό τομέα αλλά και με τα τμήματα που εργάζονται στο ευρύτερο δημόσιο.

Η κρίση του 1930 δημιούργησε τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκαν τα μαζικά κινήματα με καταλήψεις των εργοστασίων π.χ. στη Γαλλία το 1936, στις ΗΠΑ λίγο αργότερα. Σήμερα τέτοιες εξάρσεις της ταξικής σύγκρουσης ξαναμπαίνουν στην ημερήσια διάταξη, όπως έδειξαν π.χ. οι εργάτες της Σανγκιόνγκ στην Κορέα. Αλλά δεν είναι μόνο οι υποψήφιοι άνεργοι (απολυόμενοι, επισφαλείς) που εξωθούνται σε μάχες. Είναι και οι τάχα «βολεμένοι» του δημόσιου που βρίσκονται στο στόχαστρο των περικοπών, καθώς η επιστροφή στον μεγαλύτερο κρατικό παρεμβατισμό συνοδεύεται από την πιο άγρια περιστολή των ελλειμμάτων. Οι εκπαιδευτικοί του Σικάγο που τον Απρίλη του 1933 οργάνωναν καταλήψεις τραπεζών για να πληρωθούν, επειδή οι μισθοί τους καθυστερούσαν για οχτώ μήνες, είναι σήμερα επίκαιροι για μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης.

Όλα αυτά είναι στοιχεία που διαμορφώνουν το τοπίο που έχουμε μπροστά μας και όχι πίσω μας. Θα ήταν τραγικό λάθος να αντιμετωπίσει η Αριστερά την κρίση σαν ένα στιγμιαίο επεισόδιο που πέρασε, ή ακόμα χειρότερα, σαν κάποιο «άλλοθι» που επικαλούνται οι από πάνω για να ξεγελάσουν τον κόσμο. Η κρίση είναι πραγματική, βαθιά και παρατεταμένη. Οι επιπτώσεις της αφορούν όλες τις τάξεις, και τους από πάνω και τους από κάτω, και η έκβασή τους εξαρτάται από τους πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς, όχι μόνο από τις οικονομικές εξελίξεις.

Μονοδιάστατα

Οι περισσότεροι σχολιαστές των αποτελεσμάτων των Ευρωεκλογών κινήθηκαν μονοδιάστατα. Περίμεναν ότι η κρίση προκαλεί οργή στην εργατική τάξη και αυτό θα φέρει στροφή αριστερά. Και στη συνέχεια αποφάσισαν ότι περισσότερο κυριάρχησε ο φόβος και έτσι η εργατική τάξη κινήθηκε δεξιά. Τα πράγματα όμως δεν λειτουργούν έτσι.

Στις ιδέες και τα συναισθήματα της εργατικής τάξης υπάρχει πάντα ένα αντιφατικό μίγμα από την ίδια τη θέση της μέσα στην κοινωνία. Ο φόβος για τη δύναμη των αφεντικών συνυπάρχει πάντα με την οργή για την αδικία και την εκμετάλλευση. Ακόμα και όταν ξεκινάει ένας αγώνας, η ανησυχία για την έκβαση υποβόσκει πίσω από την αποφασιστικότητα για τη σύγκρουση. Το ποια πλευρά θα πάρει το πάνω χέρι εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, από τα οικονομικά χτυπήματα, από τους πολιτικούς συσχετισμούς, από τις εμπειρίες και την οργάνωση των εργατών. Και βέβαια από τις πρωτοβουλίες και την εμπιστοσύνη που εμπνέει η Αριστερά.

Οι εκλογές είναι έτσι κι αλλιώς ένας ατελής δείκτης για την εξέλιξη των ιδεών που επικρατούν μέσα στην εργατική τάξη. Ας θυμηθούμε μόνο πόσο έξω έπεσαν οι απόψεις που θεωρούσαν ότι ο κόσμος είχε συντηρητικοποιηθεί μετά τη νίκη της ΝΔ στις εκλογές του 2004 (και του 2007). Στην πράξη, ακολούθησε η περίοδος της μεγαλύτερης ριζοσπαστικοποίησης που κορυφώθηκε με την εξέγερση του περασμένου Δεκέμβρη. Για να μην πέφτουμε σε τέτοια λάθη χρειάζεται να αποφύγουμε και την απολυτοποίηση των εκλογικών αποτελεσμάτων και τους αυτοματισμούς ότι η κρίση φέρνει το ένα ή το άλλο αποτέλεσμα έτσι αφηρημένα.

Η κρίση φέρνει πόλωση μέσα στην κοινωνία και η πόλωση απαιτεί από τις πολιτικές δυνάμεις (και την Αριστερά) να ξεφύγουν από τις προηγούμενες ρουτίνες τους. Αν το κάνουν, μπορεί να αναδειχτούν σε πρωταγωνιστές, αλλιώς οι ανεπάρκειες ξεσκεπάζονται με ρυθμούς πολύ πιο έντονους από τις «κανονικές» περιόδους. Ας έρθουμε όμως πιο συγκεκριμένα στην ελληνική περίπτωση.

Η συζήτηση για τα εκλογικά αποτελέσματα και την κρίση μοιραία επικεντρώθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ, και γιατί εκεί οι αποκλίσεις ανάμεσα στις προσδοκίες και στο αποτέλεσμα ήταν οι μεγαλύτερες και γιατί εκεί οι διαμάχες μετά τις εκλογές πήραν τη μεγαλύτερη έκταση.

Μια θεωρία που έκανε την εμφάνισή της ήταν ότι το αποτέλεσμα των εκλογών δεν ήταν κακό, κακή ήταν η διαχείριση του αποτελέσματος. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η σύγκριση του αποτελέσματος με τις δημοσκοπήσεις που είχαν προηγηθεί ήταν αθέμιτη. Έμοιαζε με τους παίκτες του Χρηματιστήριου που θρηνούν για τις απώλειες πλασματικών κερδών που ποτέ δεν είχαν στο χέρι. Πρόκειται για ατυχή παρομοίωση. Οι αριστερές προσδοκίες των εργαζόμενων δεν είναι το ίδιο με τις μετοχές, ούτε η Αριστερά είναι κόμμα κερδοσκόπων. Φούσκες μπορεί να υπάρχουν στα χρηματιστήρια, αλλά το αριστερό ρεύμα που εμφανιζόταν στα γκάλοπ δεν ήταν αέρας κοπανιστός. Είχε αντίκρυσμα στη δράση που είχαν αναπτύξει εκατοντάδες χιλιάδες νεολαίοι, φοιτητές και μαθητές, και εργαζόμενοι. Είναι τραγικό αριστεροί σχολιαστές να θεωρούν τα εκλογικά αποτελέσματα ως χειροπιαστή πραγματικότητα και το ρεύμα που έδειχναν οι αγώνες ως «φούσκα».

Δεν πάσχει λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ από κακόβουλες διαστρεβλώσεις του εκλογικού του αποτελέσματος. Η ανάγκη για ερμηνεία της απόκλισης ανάμεσα στις δυνατότητες και στο αποτέλεσμα παραμένει. Τι έφταιξε; Μια δεξιά πτέρυγα χρεώνει την αποτυχία στην υπερβολική ταύτιση με τους «κουκουλοφόρους» στην εξέγερση του Δεκέμβρη.

Μια άλλη πλευρά (που δεν είναι ενιαία), θεωρεί ότι το «στίγμα» που παρουσίαζε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν «θολό» γιατί ανάμεσα στη δράση του και στην επικοινωνιακή προβολή της παρεμβαλλόταν ο έλεγχος του ΣΥΝ. Αλλά και αυτό το δεύτερο στρατόπεδο είναι διχασμένο. Κάποιοι, όπως π.χ. το προλογικό σημείωμα στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Θέσεις, θεωρούν ότι ο Αλέξης Τσίπρας και η νέα γενιά στελεχών γύρω του έκαναν ό,τι το καλύτερο και κατακεραυνώνουν τους επαναστάτες που επικρίνουν το ρεφορμισμό. Κάποιοι άλλοι εξυμνούν τον Αλέκο Αλαβάνο και επικρίνουν την ηγεσία Τσίπρα ότι συμπεριφέρεται σαν να διαχειρίζεται τα κατειλημμένα Χειμερινά Ανάκτορα (π.χ. Περικλής Κοροβέσης).

Έχουν μέλλον οι εξεγέρσεις;

Όλα αυτά, σε μια πρώτη ανάγνωση  μαρτυρούν σύγχυση. Αλλά αυτό δεν είναι το κύριο. Πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι από την εσωτερική συζήτηση στο ΣΥΡΙΖΑ απουσιάζει η οποιαδήποτε ανάλυση και προοπτική για την ίδια την εξέγερση του Δεκέμβρη και τη σχέση του συγκεκριμένου πολιτικού σχηματισμού μαζί της επί της ουσίας και όχι επί της επικοινωνιακής διαχείρισης. Διατυπώνονται με πάθος απόψεις υπέρ της δημιουργίας Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα της δημοκρατίας, αλλά δεν ανοίγουν ζητήματα όπως: είναι στην ημερήσια διάταξη μια επανάληψη της εξέγερσης του Δεκέμβρη; Μπορεί μια επόμενη εξέγερση να είναι νικηφόρα; Και τι συμβολή μπορεί να προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια τέτοια προοπτική;

Η συζήτηση γίνεται ερήμην αυτών των ερωτημάτων, λες και η εξέγερση ήταν ένα τυχαίο γεγονός που βρέθηκε στην προεκλογική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και κάποιοι το χειρίστηκαν καλύτερα ή χειρότερα ως προς τις εκλογικές επιπτώσεις του στο «στίγμα» του σχήματος. Κανένας τους δεν ρωτάει αν ο Δεκέμβρης μπορούσε να ανατρέψει την κυβέρνηση και τι έκανε ή δεν έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ γι’αυτό.

Στην Εργατική Αλληλεγγύη όταν ξέσπασε η εξέγερση γράφαμε:

«Χρειάζεται το κίνημα να βάλει τη σφραγίδα του στο τέλος αυτής της κυβέρνησης. Χρειάζεται η κυβέρνηση να πέσει και να πάρει μαζί της όλες τις απειλές κατά των εργατών και της νεολαίας. Να πάρει πίσω τον προϋπολογισμό άγριας λιτότητας που κατεβάζει ο Αλογοσκούφης. Να μπλοκάρουν όλες οι ιδιωτικοποιήσεις και τα ξεπουλήματα από το Λιμάνι του Πειραιά ως τη ΔΕΗ και από τους Δήμους μέχρι την Ολυμπιακή και τον ΟΣΕ. Να σταματήσει η ενίσχυση των τραπεζών, να απαγορευτούν όλες οι απολύσεις. Να σταματήσουν οι νέοι ρατσιστικοί νόμοι κατά των μεταναστών και των προσφύγων και να νομιμοποιηθούν όλοι. Να κλείσουν όλα τα ιδιωτικά παραμάγαζα των ξένων Πανεπιστημίων.

Για να το καταφέρουμε, πρέπει να βγάλουμε στην πρώτη γραμμή τα πιο ισχυρά μας όπλα, την κατάληψη και την απεργία. Χρειάζεται να συνδέσουμε το εργατικό κίνημα με την οργή της νεολαίας, με πρώτο βήμα την απεργία της 10 Δεκέμβρη. Μπορεί η ηγεσία της ΓΣΕΕ να υποχώρησε στις δεξιές πιέσεις και να έβαλε τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα, η πορεία όμως θα γίνει ξεκινώντας από το Μουσείο και θα φτάσει στο Σύνταγμα και τη Βουλή.

Επόμενο βήμα σύνδεσης είναι οι καταλήψεις, που έχουν ήδη ξεκινήσει σε πάρα πολλά σχολεία και πρέπει να γενικευθούν. Μέσα στη βδομάδα θα ακολουθήσουν συνελεύσεις στα Πανεπιστήμια, ώστε οι φοιτητές να πιάσουν το νήμα και οι σχολές να μείνουν κλειστές μέχρι να πέσει η κυβέρνηση των δολοφόνων. Οι κατειλημμένοι χώροι της νεολαίας μπορούν να γίνουν το ορμητήριο για να οργανωθεί η σύνδεση με την εργατική τάξη.

Τα αιτήματα όλου του προηγούμενου διαστήματος δεν πάνε στην άκρη. Ισα ίσα είναι τώρα που αποκτάνε μεγαλύτερη σημασία. Στην κρίση του συστήματος και της ΝΔ απαντάμε απαιτώντας κρατικοποίηση των τραπεζών και όλων των επιχειρήσεων που απολύουν, χωρίς καμιά αποζημίωση στα αφεντικά τους. Τους χώρους δουλειάς μας τους παίρνουμε στα χέρια μας για να επιβάλουμε τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή. Δεν θα αφεθούμε να πληρώσουμε εμείς την κρίση και τα σπασμένα του συστήματος.

Ετσι ανοίγει και η πραγματική προοπτική για συνολική λύση. Πραγματική «τάξη και ασφάλεια» μπορεί να επιβάλει μόνο η εργατική τάξη που θα πάρει τα πράγματα στα χέρια της. Οργανώνοντας την κοινωνία με βάση της ανάγκες και με δημοκρατία των συνελεύσεων στους χώρους δουλειάς. Χτίζοντας μια κοινωνία χωρίς φτώχεια, χωρίς ανεργία, χωρίς αποκλεισμό, χωρίς ρατσισμό και διακρίσεις, μια σοσιαλιστική κοινωνία χωρίς αφεντικά. Ο σοσιαλισμός είναι η μόνη εναλλακτική λύση απέναντι σε ένα σύστημα επικίνδυνο για την επιβίωσή μας. Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα υπάρχει για να ενισχύσει αυτήν την προοπτική. Είναι καιρός για οργάνωση.»

Αυτά είναι τα καθήκοντα που βάλανε οι επαναστάτες στον εαυτό τους. Γιατί (σε αντίθεση με την εικόνα που προβάλουν οι σύντροφοι των Θέσεων), οι επαναστάτες είναι αυτοί που δίνουν τις μάχες του «συγκεκριμένου αποτελέσματος» και δεν περιορίζονται σε γενικολογίες. Κάποια από αυτά τα καθήκοντα τα έφεραν σε πέρας οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, κάποια αποδείχτηκαν ανώτερα από τις δυνατότητές μας απέναντι στον όγκο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, αυτά είναι καθήκοντα και προοπτικές μετρήσιμα απέναντι στις εξελίξεις και στις ίδιες τις αδυναμίες μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ τι έχει να επιδείξει από τη μεριά του; Την προοπτική ότι στην τηλεόραση θα βγαίνει λιγότερο ο Κύρκος και ο Κουβέλης και περισσότερο ο Ρινάλντι ή ο Θεωνάς;

Ο συνδυασμός οικονομικής κρίσης, πολιτικής αστάθειας και μαζικής ριζοσπαστικοποίησης βάζει στην ημερήσια διάταξη νέες εκρήξεις στην Ελλάδα. Ακόμα και σε συντηρητικές εφημερίδες όπως Το Βήμα βλέπουμε άρθρα που προειδοποιούν ότι η υποχώρηση της επίσημης πολιτικής μπορεί να σημάνει ότι το κενό θα καλυφθεί από έξαρση της κοινωνικής αντιπολίτευσης. Η ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί να πιστεύει ότι κάτι τέτοιο θα γίνει αυτόματα. Αλλά και δεν μπορεί να πορεύεται μακάρια, χωρίς συνειδητή και επείγουσα προετοιμασία για να αντιμετωπίσει αυτές τις συνθήκες.

Το «μοντέλο» ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε. Η κυριότερη αιτία για αυτήν την αποτυχία είναι ότι στηρίχτηκε στην αυταπάτη πως το μέλλον περνάει μέσα από μια περίοδο σχετικά ομαλής συσπείρωσης και εκλογικής καταγραφής ενός «αντινεοφιλελεύθερου» ρεύματος. Όχι μόνο οι δεξιές του πτέρυγες αλλά και οι αριστερές συνιστώσες του καταπολέμησαν συστηματικά κάθε απόπειρα ανάδειξης του αντικαπιταλισμού μέσα στο κίνημα. Εμείς του ΣΕΚ το ζήσαμε έντονα αυτό και στη Γένοβα και στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ και στο αντιπολεμικό κίνημα. Οι εξελίξεις δείχνουν πόσο λάθος ήταν αυτή η μονομανής προσπάθεια περιορισμού των πιο ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών της νέας πολιτικοποίησης, πόσο αιφνιδιάστηκε μπροστά στο άγριο τέμπο της κρίσης του καπιταλισμού ήδη από τα πρώτα ξεσπάσματα και πόσο στείρα γίνεται η προσπάθεια να ανασυγκολληθεί αυτό το μοντέλο.  Η υπόθεση Κοροβέση έδειξε συγκεκριμένα αυτή τη στειρότητα. Ο Περικλής έφερε στην επιφάνεια πόσο επίκαιρη παραμένει η ρήξη με τους συμβιβασμούς του 1989. Τριάντα χρόνια μετά τη μαζική αποχώρηση των Ρηγάδων της Β’ Πανελλαδικής και είκοσι χρόνια μετά τη σύγκρουση της ΚΝΕ με την ηγεσία του κόμματος, οι διάδοχοι του Φλωράκη και του Κύρκου επιμένουν στα ίδια. Μπορεί η Αριστερά να αντιμετωπίσει τα καθήκοντα της σημερινής κρίσης, μπορεί έστω να δείξει το δρόμο ενάντια στα σκάνδαλα, χωρίς ρήξη με την πολιτική που υποσχόταν “κάθαρση” μέσα από το “Ειδικό Δικαστήριο” και κατάληξε να βάζει την υπογραφή της σε συμβάσεις με τη Ζίμενς; Ο Περικλής είπε όχι και σύσσωμες οι ηγεσίες ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ είπαν ότι έκανε “πολιτικό λάθος”. Μια τέτοια αριστερά είναι ένα ατελείωτο πολιτικό λάθος.  Η ριζοσπαστική αριστερά χρειάζεται να γίνει αντικαπιταλιστική.

Με ποιά Αριστερά;

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν έχει κάποιο έτοιμο «μοντέλο» να αντιγράψει. Αν ορισμένοι σύντροφοι βιάζονται να τη δουν να εξελίσσεται στα πρότυπα του γαλλικού ΝΡΑ, αντιγράφοντας ιδιαίτερα τα «καταστατικά» χαρακτηριστικά του (ενιαίο πολυτασικό κόμμα), κάνουν λάθος. Ούτε το ίδιο το ΝΡΑ δεν προβάλλεται σαν μοντέλο για εξαγωγή. Στο Marxism 2009 που έγινε στο Λονδίνο τον Ιούλιο είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε μια πλούσια συζήτηση πάνω σε αυτά τα θέματα και ο εκπρόσωπος του ΝΡΑ Francois Sabado ήταν σαφής σε αυτό το ζήτημα.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να αρχίσει να προσφέρει διέξοδο από τα προβλήματα που δημιούργησαν οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, χτίζοντας ένα Μέτωπο ανοιχτό στον κόσμο που θέλει να ξεφύγει από τα σημερινά αδιέξοδα.

• Ένα Μέτωπο πρόθυμο πρώτα από όλα να στηρίξει τις προχωρημένες μορφές πάλης που ξεπηδούν μέσα στις σημερινές συνθήκες. Η κρίση, η πόλωση και η ριζοσπαστικοποίηση δεν αφήνουν περιθώρια για ηγεσίες αμλετικές που ταλαντεύονται και στο τέλος αποκηρύσσουν τις απεργίες διαρκείας μόλις σκάσουν μύτη, τις καταλήψεις, τις μαχητικές συγκρούσεις. Αυτή δεν είναι μια απλή επιλογή αγωνιστικής πλειοδοσίας, είναι πολιτική επιλογή που βλέπει ότι αν μέχρι τώρα υπήρξαν τμήματα της νεολαίας που αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν τέτοιας μορφής αγώνες, σε λίγο θα ακολουθήσουν τμήματα της εργατικής τάξης.

• Ένα Μέτωπο ενωτικό που δεν επιδιώκει να περιχαρακώσει τις «δικές του» πρωτοβουλίες όπως έχουν κάνει συστηματικά οι ηγεσίες της διασπασμένης επίσημης αριστεράς τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά αντίθετα επιδιώκει την ενότητα στη δράση από τους αντάρτες του ΠΑΣΟΚ μέχρι τους αναρχικούς. Σήμερα ενάντια στην κυβέρνηση του Καραμανλή που προσπαθεί να παραμείνει γαντζωμένη στην εξουσία, αύριο ενάντια στις προσπάθειες του Παπανδρέου να συνεχίσει την καπιταλιστική διαχείριση της κρίσης.

• Ένα Μέτωπο ανοιχτό στον κόσμο που σπάει από τη σοσιαλδημοκρατία. Αν υπήρξαν ανταρσίες στο χώρο αυτό στα χρόνια που το ΠΑΣΟΚ ήταν αντιπολίτευση, θα υπάρξουν πιο έντονες αν καταφέρει να γίνει κυβέρνηση με ή χωρίς κεντροαριστερούς συνεταίρους. (Αν διαλέξει δεξιούς κυβερνητικούς συνέταιρους, τόσο το χειρότερο για το ΠΑΣΟΚ). Οι απόψεις ότι τέτοιος κόσμος πρέπει να περάσει υποχρεωτικά από ένα στάδιο αυταπάτης για το ΚΚΕ ή τον ΣΥΝ χάνουν από τα μάτια τους όλη τη δυναμική. Η ελκτική δύναμη του αντικαπιταλισμού μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη. Σ’αυτό το θέμα η γαλλική εμπειρία είναι διδακτική.

• Ένα Μέτωπο που κρατάει ανοιχτή τη συζήτηση για τη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία χωρίς να ορθώνει αποκλεισμούς προκαταλαμβάνοντας την πορεία της. Συζητώντας συντροφικά για τους δρόμους ανατροπής του καπιταλισμού. Και φροντίζοντας να ξεκαθαρίζει τα φλέγοντα τρέχοντα πολιτικά ζητήματα όπως την αντίσταση στο ρατσισμό και τις απαντήσεις στην οικολογική κρίση, γιατί ο αντικαπιταλισμός δεν είναι μόνο οικονομική σύγκρουση με το κεφάλαιο.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει μπροστά της άμεσα μια νέα εκλογική μάχη είτε προχωρήσει ο Καραμανλής σε πρόωρες το φθινόπωρο, είτε αναγκαστεί σε εκλογές την άνοιξη. Μια εκλογική επιτυχία είναι και αναγκαία και εφικτή για να μπορέσει να προωθήσει την ανάδειξη της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σαν εναλλακτική λύση και να ανοίξει δρόμους για την οικοδόμηση αυτού του Μετώπου που τόσο έχουμε ανάγκη. Το ΣΕΚ τοποθετεί τον εαυτό του στην υπηρεσία αυτής της προοπτικής.