Φασισμός αλά ελληνικά
Ο πρώτος τόμος του βιβλίου του Σπύρου Μαρκέτου «Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού», κυκλοφορεί σε μια περίοδο που οι φασίστες, είτε με τη μορφή των γραβατωμένων, «καθώς πρέπει» πολιτικών, είτε με τη μορφή των τραμπούκικων συμμοριών, σηκώνουν ξανά κεφάλι και στην Ελλάδα όπως και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης. Αποτελεί σημαντικό βοήθημα για όποιον θέλει να εμβαθύνει πάνω στο ζήτημα του φασισμού προκειμένου να τον αντιμετωπίσει.
Μέσα από την ιστορική αφήγηση, αποκαλύπτεται στον αναγνώστη το διαρκές και σχεδόν ασταμάτητο φλερτ της ελληνικής άρχουσας τάξης και της «καλής κοινωνίας» της εποχής της δεκαετίας του ’20, με τις ιδέες και τις πρακτικές του φασισμού. Είναι η περίοδος που καθορίζεται από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τις συνέπειές της, τις ατελείωτες θυσίες και την απίστευτη καταστροφή που σήμανε για τον ελληνικό λαό. Μέσα στις συνθήκες κατάρρευσης, που θα ακολουθήσουν την ήττα, πολλοί Έλληνες πολιτικοί, βιομήχανοι, στρατιωτικοί, εκδότες, όχι μόνο εκφράζουν ανοιχτά το θαυμασμό τους για το φασιστικό καθεστώς του Μουσσολίνι στην Ιταλία, αλλά προσπαθούν να δημιουργήσουν και το ελληνικό αντίστοιχό του. Οι φασίστες φαντάζουν ακόμη ως μια αήττητη δύναμη, που συντρίβει την αριστερά και τα συνδικάτα, εξασφαλίζοντας πολιτική και κοινωνική σταθερότητα για την ιταλική άρχουσα τάξη, κάτι που απελπισμένα ζητούσαν οι αστοί και στην Ελλάδα.
Όμως ο ελληνικός φασισμός δεν αποτέλεσε απλά ένα φαινόμενο που κάποιοι αντιδραστικοί θέλησαν να εισάγουν. Είχε δικές του ρίζες απλωμένες μέσα στη ντόπια άρχουσα τάξη και γι’ αυτό αποτέλεσε πραγματικό κίνδυνο. Ο Σ. Μαρκέτος μας εξηγεί το ρόλο διανοούμενων όπως ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίωνας Δραγούμης που με το ρατσιστικό, φιλοπόλεμο και εθνικιστικό κήρυγμά τους άνοιξαν το δρόμο για τις φασιστικές «ιδέες», ήδη από την πρώτη και τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Αργότερα, πολύ πιο ανοιχτά, εκδότες όπως ο Γεώργιος Βλάχος της έγκριτης και σήμερα «Καθημερινής» και ο Καμπάνης της «Πρωτεύουσας», επίσημου οργάνου του πρωθυπουργού Γούναρη, καθώς και άλλες εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας της εποχής, καλούσαν για δημιουργία φασιστικών ομάδων και κόμματος. Οι ιδέες αυτές έβρισκαν γόνιμο έδαφος για να ριζώσουν στην κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής εκείνης, στις ιμπεριαλιστικές και αλυτρωτικές ιδέες που έντυσαν την πολεμική προσπάθεια της δεκαετίας 1912 - 1922.
Όμως η δύναμη των φασιστών δεν ήταν οι ιδέες τους αλλά η δυνατότητα τους να οργανώνουν την οργή των μικροαστικών μαζών σε ένα αντιδραστικό κίνημα, που χρησιμοποιούσε ως μοναδικό όπλο του την ωμή βία κυρίως εναντίον του εργατικού κινήματος και της αριστεράς. «…Δεν χρειάζεται πρόγραμμα σωτηρίας η Ιταλία, χρειάζεται άντρες και αποφασιστικότητα!», δήλωνε το 1922 ο Μουσσολίνι. Έτσι και η ελληνική άκρα δεξιά κινήθηκε για τη δημιουργία παρακρατικών ομάδων αντίστοιχων των ιταλικών προτού μάλιστα αυτές εμφανιστούν στην Ιταλία. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο μετέπειτα δικτάτορας Μεταξάς ήδη από την περίοδο του Εθνικού Διχασμού δημιουργούν τους «Επίστρατους» που, μαζί με τους «Πολιτικούς Συλλόγους» του ’20 - ’22, αποτέλεσαν τις πρώτες απόπειρες δημιουργίας οργανωμένων φασιστικών συμμοριών.
Σύμφωνα με το Σπ. Μαρκέτο, το καθεστώς Γούναρη το ’20 - ’22 βρίσκεται στο «μεταίχμιο του φασισμού». Η στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία και η επακόλουθη κατάρρευση της κυβέρνησης, το εμποδίζουν να μετεξελιχθεί σε ένα ολοκληρωμένο φασιστικό καθεστώς παρόμοιο με το ιταλικό και στερούν από τον ελληνικό φασισμό τη δυνατότητά του να επικρατήσει το 1922. Από την άλλη όμως η ελληνική άρχουσα τάξη είναι πολύ πιο αδύναμη από την ιταλική. Η ήττα στα μέτωπα της οικονομίας και του πολέμου καθώς και τα αδιέξοδα που έχει δημιουργήσει η δεκάχρονη πολεμική προσπάθεια έχουν δημιουργήσει βαθιές διασπάσεις στο εσωτερικό της, που την εμποδίζουν να συνταχθεί ενωμένη πίσω από τις φασιστικές ομάδες. Ο Διχασμός, αποτελεί, κατά το συγγραφέα, μια από τις κύριες αδυναμίες του ελληνικού φασισμού εκείνης της περιόδου που τον εμποδίζει να μαζικοποιηθεί και να επιβληθεί.
Ο συγγραφέας συγκρούεται με την άποψη ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε αληθινός φασισμός στο μεσοπόλεμο. Στα χρόνια μετά το ’22 μετά την πτώση των βασιλικών, φασισμός υπήρξε, ανεξάρτητα από το αν συνοδεύτηκε αυτός με ένα μαζικό φασιστικό κίνημα. Πολιτικοί και στρατηγοί, και μάλιστα ένα μεγάλο κομμάτι τους από τη λεγόμενη «δημοκρατική» παράταξη, όπως ο Πλαστήρας, αναζητούν τον Έλληνα Μουσσολίνι. Άλλοι, όπως ο Κονδύλης, φιλοδοξούν να παίξουν οι ίδιοι αυτό το ρόλο χρησιμοποιώντας υπουργικές θέσεις, για να οργανώσουν φασιστικές ομάδες κρούσης και κάποιοι άλλοι, όπως ο Πάγκαλος και ο βιομήχανος Χατζηκυριάκος, οργανώνουν πραξικοπήματα. Ο Μαρκέτος θεωρεί πως ο φασισμός μπορεί να υπάρξει και χωρίς ένα μαζικό κίνημα. Προκειμένου να στηρίξει αυτή την άποψη φέρνει τα παραδείγματα χωρών όπως η Ουγγαρία, η Φινλανδία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο και η Νορβηγία που η επικράτηση φασιστικών και ακροδεξιών κομμάτων δεν συνδυάστηκε με ένα πληβειακό κίνημα.
Το βιβλίο όμως πάσχει από μια σοβαρή, κατά τη γνώμη μου, αδυναμία, στην προσπάθεια να ερμηνευθεί η αποτυχία μαζικοποίησης και επικράτησης του φασισμού στα χρόνια μετά το ’22. Εντοπίζει ως βασικό παράγοντα σ’ αυτή την εξέλιξη, την κάλυψη από τους βενιζελογενείς συντηρητικούς πολιτικούς, του «πολιτικού χώρου» που υπόσχονταν ότι θα καλύψουν οι φασίστες. Ισχυρίζεται ότι η χρησιμοποίηση από τους ίδιους του κρατικού μηχανισμού, για την καταστολή του νεαρού εργατικού κινήματος, σε συνδυασμό με τη λειτουργία φιλελεύθερων θεσμών, τράβηξε το έδαφος κάτω από τα πόδια των φασιστών. Το ότι το κράτος έπαιξε αυτό το ρόλο ισχύει, όμως αυτό, δεν εμπόδισε τους φασίστες. Αντίθετα όταν αργότερα η κυβέρνηση Βενιζέλου έχασε τη μάχη της οικονομίας, με την κρίση του ’29, ο δρόμος για αυτούς, άνοιξε ακόμη πιο φαρδύς, όπως διαπιστώνει άλλωστε και ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου του.
Το βιβλίο εξετάζει την εξέλιξη των γεγονότων, μόνο με βάση το τι συνέβαινε στους κόλπους της κυρίαρχης τάξης, υποτιμώντας το ρόλο της αριστεράς, ως πραγματικού εμποδίου στην ανάπτυξη του φασισμού. Ο φασισμός μπορεί να χρησιμοποιείται από τους αστούς, επηρεάζει όμως και τη συνείδηση των μαζών. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από ένα αντιδραστικό κίνημα χρειάζεται τη συναίνεση ή έστω την παθητική αποδοχή τους. Το τι συμβαίνει στα μυαλά του κόσμου δεν καθορίζεται μόνο από τη θέληση και τις συνομωσίες των αστών, αλλά και από τις δικές του εμπειρίες και τους δικούς του αγώνες. Η εκλογική δύναμη της αριστεράς τη συγκεκριμένη περίοδο μπορεί να ήταν μικρή, όμως παρά τα σφάλματά της, η δυνατότητά της να οργανώνει και να καθορίζει την αντίσταση του κόσμου, και ως εκ τούτου να επηρεάζει τις ιδέες του, ήταν πολύ μεγαλύτερη, πράγμα που δεν επέτρεψε σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού να στραφούν προς τους φασίστες. Η παρατήρηση του Δ. Λιβιεράτου ότι ποτέ στο μεσοπόλεμο οι αγρότες δεν ήρθαν σε σύγκρουση με τους εργάτες, είναι σημαντική για να κατανοήσουμε το προς τα πού κινήθηκαν οι αντιλήψεις των μικροαστικών στρωμάτων στην Ελλάδα. Κινήματα όπως αυτό των Παλαιών Πολεμιστών αλλά και οι σκληροί και ηρωικοί εργατικοί αγώνες της εποχής διαμόρφωσαν αυτή την κατάσταση. Δυστυχώς ο ρόλος τους αγνοείται στο συγκεκριμένο βιβλίο. Ήταν η δύναμη και όχι η αδυναμία της αριστεράς που εμπόδισε την ανάπτυξη των φασιστών.
Παρά τις όποιες παρατηρήσεις το βιβλίο και οι απόψεις του Μαρκέτου αξίζει να μελετηθούν. Περιμένουμε την ολοκλήρωση των επιχειρημάτων του συγγραφέα με την κυκλοφορία του δεύτερου τόμου.
Τιμή 24,20€, 363 σελίδες
Εκδόσεις Βιβλιόραμα