Από τον καιρό του Μαρξ και του Ενγκελς, η γνήσια παράδοση του Σοσιαλισμού πάντα επέμενε ότι μπορεί να κατακτηθεί μόνο “από τα κάτω”. Ο Πάνος Γκαργκάνας παρουσιάζει τους μεγάλους σταθμούς αυτής της στρατηγικής και στέκεται στο ρόλο του Τόνι Κλιφ για την επανίδρυσή της στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Η πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ να χρησιμοποιήσει την ιστορική φράση της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» ως προεκλογικό σύνθημα, έφερε για λίγο στο προσκήνιο τις παραδόσεις του Σοσιαλισμού. Ήταν από τις σπάνιες στιγμές που τα ΜΜΕ αναγκάστηκαν να ανατρέξουν στη Λούξεμπουργκ, μερικές φορές να θυμηθούν τις αναφορές της στον Ένγκελς και τις πιο πολλές να χρεώσουν τη φράση στον Καστοριάδη. Με έναν στρεβλό και «μουσειακό» τρόπο, ήρθε στην επιφάνεια το γεγονός ότι η πάλη για το Σοσιαλισμό δεν είναι μια παράδοση κλεισμένη στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας». Και είναι βέβαια ειρωνεία της ιστορίας ότι κάτι τέτοιο γίνεται την ώρα που κλείνουν 20 χρόνια από την κατάρρευση των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Είναι μια πρόκληση να ανοίξουμε τη συζήτηση για τη γνήσια σοσιαλιστική παράδοση, του Σοσιαλισμού από τα κάτω, σε αντιπαράθεση με τις παραδόσεις της αλλαγής από τα πάνω – είτε στη σοσιαλδημοκρατική, είτε στη σταλινική εκδοχή τους.
Αν γυρίσουμε στον Μαρξ και στον Ένγκελς, είναι σαφής ο προσανατολισμός «από τα κάτω» μέσα από τρεις βασικές επιλογές. Πρώτο, η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της τάξης. Πρωταγωνιστής της κοινωνικής αλλαγής, υποκείμενο των διαδικασιών ανατροπής της παλιάς κοινωνίας και δημιουργίας μιας καινούργιας είναι οι ίδιοι οι εργάτες με τη δράση τους. Ο Μαρξ απορρίπτει τους «αφ’υψηλού» διαφωτιστές και εξηγεί γιατί η εργατική τάξη έχει και τη δύναμη να αντικαταστήσει τον καπιταλισμό με ένα σύστημα συλλογικού ελέγχου αλλά και τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει αυτή τη δύναμη και να την αξιοποιήσει.
Δεύτερο, αυτή η διαδικασία δεν είναι γραμμική και σταδιακή αλλά γεμάτη συγκρούσεις και ανατροπές. Οι κοινωνίες αλλάζουν με επαναστάσεις, οι «από κάτω» γκρεμίζουν τους θεσμούς με τους οποίους οι «από πάνω» οργανώνουν την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Για την ακρίβεια, στις εργατικές επαναστάσεις για πρώτη φορά στην ιστορία οι «από κάτω» που είναι η πλειοψηφία έχουν τη δυνατότητα να είναι όχι μόνο οι πρωταγωνιστές της ανατροπής, αλλά και να διατηρήσουν τον έλεγχο στη συνέχεια. Στις αστικές επαναστάσεις, το «πλήθος» γκρέμιζε τις «Βαστίλες» αλλά μια μειοψηφία κυριαρχούσε πολιτικά, οικονομικά και ιδεολογικά. Στις σοσιαλιστικές επαναστάσεις, η εργατική δημοκρατία οργανώνει όχι μόνο τα «οδοφράγματα» της ανατροπής, αλλά και τον εργατικό έλεγχο παντού μετά τη νίκη.
Τρίτο, αυτή η διαδικασία είναι διεθνής. Κανένα τμήμα του πλανήτη δεν εξαιρείται, δεν υπάρχουν χώρες όπου η αλλαγή θα έρθει «κατ’ εξαίρεση» από τα πάνω. Γιατί ο καπιταλισμός είναι παγκόσμιο σύστημα και όσο πιο πολύ εδραιώνεται παντού, τόσο πιο πολύ εξαπλώνεται ο «ιστορικός νεκροθάφτης» του. Αλλά και γιατί «κανένα έθνος δεν μπορεί να είναι ελεύθερο όταν καταπιέζει κάποιο άλλο». Η φωνή του Μαρξ και του Ένγκελς ήταν προφητική και σ’ αυτό το ζήτημα, απαντώντας προκαταβολικά σε όσους ήθελαν να μεταφέρουν τα «φώτα του πολιτισμού» δια πυρός και σιδήρου από τα πάνω.
Σ’ αυτά τα θεμέλια στηρίζεται η παράδοση του Σοσιαλισμού «από τα κάτω». Αλλά όσο γερά και να είναι αυτά τα θεμέλια, οι ανάγκες της ταξικής πάλης και οι αλλαγές του ίδιου του καπιταλισμού υποχρέωσαν επόμενες γενιές μαχητών του Σοσιαλισμού να ανακαλύψουν ξανά, να «επανιδρύσουν» αυτές τις παραδόσεις.
Οι επαναστάτες στις αρχές του 20ού αιώνα
Αυτό έγινε στις αρχές του 20ού αιώνα μέσα από τη δράση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Λένιν, του Τρότσκι, του Γκράμσι. Ο κόσμος στη δική τους εποχή έμοιαζε πολύ διαφορετικός από τον καιρό του Μαρξ. Όχι μόνο ο καπιταλισμός είχε περάσει στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, αλλά και η παρουσία ρεφορμιστικών ρευμάτων μέσα στην εργατική τάξη ήταν πολύ πιο οργανωμένη. Το αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση πολιτικών αντιλήψεων που έτειναν να κατακερματίσουν τη διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής από τα κάτω. Οι προλετάριοι της Γερμανίας δεν χρειαζόταν να κάνουν επανάσταση, ήταν αρκετό να μάθουν να ψηφίζουν σωστά, αφού διέθεταν ένα ισχυρό πολιτικό κόμμα στα πρόθυρα του να πάρει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε μια αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα. Οι εργάτες των αποικιών δεν μπορούσαν να κάνουν επανάσταση, έπρεπε να περιμένουν την πρόοδο που θα τους έφερναν οι μητροπόλεις της Ευρώπης. Με δυο λόγια, διαδικασίες αλλαγής από τα πάνω εμφανίζονταν σαν πιο ρεαλιστικές μέσα από διαφορετικούς δρόμους σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη.
Σ’ αυτά τα προβλήματα ήρθαν να απαντήσουν οι θεωρίες της γενιάς των μαρξιστών που άνθισε την περίοδο της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία. Για να ενοποιηθούν οι αγώνες των εργατών σε μια κοινή προοπτική από την Πετρούπολη μέχρι το Τορίνο και από το Βερολίνο μέχρι τις αποικίες, χρειάστηκε η θεωρητική και πολιτική παρέμβαση του Λένιν μαζί με τον Μπουχάριν που ξεκαθάρισαν ότι ο ιμπεριαλισμός είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός στη νέα φάση του. Η παρέμβαση της Ρόζας με το «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση» που ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται για δυο διαφορετικούς δρόμους που οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, αλλά για επιλογές που καταλήγουν στα αντίθετα σκέλη του διλήμματος: είτε σοσιαλισμός από τα κάτω, είτε συμβιβασμός με τη βαρβαρότητα του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Η σφυρηλάτηση μιας ενιαίας στρατηγικής χρειάστηκε την παρέμβαση του Τρότσκι με τη θεωρία της «Διαρκούς Επανάστασης». Έτσι φτάσαμε να πάρει ξανά ορμή η προτροπή του Μαρξ και του Ένγκελς «Προλετάριοι όλων των Χωρών Ενωθείτε».
Αυτή η ώθηση ανακόπηκε με την ήττα των επαναστάσεων του Μεσοπολέμου και των κινημάτων της Αντίστασης στα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου. Στο μεταπολεμικό κόσμο της δεκαετίας του 1950 μπήκε ξανά η ανάγκη «επανίδρυσης» της παράδοσης του Σοσιαλισμού «από τα κάτω». Γιατί ξανά ο κόσμος έμοιαζε κατακερματισμένος σε ζώνες όπου τα καθήκοντα των εργατών ήταν διαφορετικά. Στην Ανατολή, στο στρατόπεδο του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι εργάτες είχαν το καθήκον να δουλεύουν σκληρά και πειθαρχημένα στηρίζοντας τα καθεστώτα των χωρών τους. Η επανάσταση εκεί ήταν ένα ένδοξο παρελθόν που δικαιολογούσε αυτή την κατάσταση. Όσο πιο σταχανοβίτικα έβγαζε ο εργάτης τη βάρδια του, τόσο πιο πολύ προωθούσε το «προτσές της επανάστασης». Στη Δύση, οι εργάτες είχαν ενσωματωθεί από την καταναλωτική κοινωνία που έχτιζε η μεγαλύτερη οικονομική άνθιση στην παγκόσμια ιστορία. Οι προλετάριοι δεν είχαν να χάσουν «μόνο τις αλυσίδες τους» αλλά και τηλεοράσεις, πλυντήρια, αυτοκίνητα και διακοπές. Η επανάσταση δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη ούτε στο δυτικό καπιταλισμό και αυτό αποτελούσε «κοινή λογική» όχι μόνο για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αλλά και για τα Κ.Κ. που έβαζαν όλο και πιο πολύ τις ελπίδες τους στον κοινοβουλευτικό δρόμο, στην κατάκτηση θέσεων μέσα στους θεσμούς με την προοπτική της αλλαγής «από τα πάνω». Η μόνη ζώνη όπου αυτή η οπτική έβλεπε αναταράξεις ήταν ο λεγόμενος Τρίτος Κόσμος. Αλλά και εκεί, οι επαναστάσεις ήταν υπόθεση των αγροτικών αντάρτικων γιατί οι εργάτες ήταν μια μικρή μειοψηφία. Παντού ο «ιστορικός νεκροθάφτης» έπρεπε να περιμένει την πρόοδο μέσα από υποκατάστατα της δικής του δράσης.
Αυτή την πρόκληση είχαν να αντιμετωπίσουν οι λιγοστοί μαρξιστές εκείνης της γενιάς που τοποθετούνταν στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού. Στις δικές τους προσπάθειες χρωστάμε το γεγονός ότι μετά το Μάη του 68 αναγεννήθηκε η επαναστατική αριστερά και άρχισε να ξαναβάζει την προοπτική του Σοσιαλισμού από τα κάτω παντού. Ο Τόνι Κλιφ κατέχει μια ξεχωριστή θέση σ’ αυτή την προσπάθεια, χάρη στις θεωρητικές και πολιτικές παρεμβάσεις του σε τρία επίπεδα: τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού για τα καθεστώτα της Ανατολής, την ανάλυση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και το ρόλο της πολεμικής βιομηχανίας στη Δύση και τέλος τη διάσωση της λενινιστικής αντίληψης για το επαναστατικό κόμμα από τα συντρίμμια του σταλινισμού.
Η κρίση στη Δύση
Ας ξεκινήσουμε από τη Δύση που ήταν το κυρίαρχο στοιχείο του παγκόσμιου συστήματος. Ο Κλιφ υποστήριξε δυο βασικές θέσεις. Πρώτο, ότι η παρατεταμένη οικονομική ανάπτυξη δεν ήταν μόνιμο ξεπέρασμα των τάσεων του καπιταλισμού προς την κρίση, αλλά μεσοδιάστημα που μπορούσε να εξηγηθεί συγκεκριμένα. Και δεύτερο, ότι η ηγεμονία του ρεφορμισμού είχε πολιτική εξήγηση και δεν σηματοδοτούσε μια μονιμότερη ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στο σύστημα. Με άλλα λόγια και οι κρίσεις και οι εξεγέρσεις θα επέστρεφαν.
Σήμερα είναι φανερό ότι και οι δυο αυτές εκτιμήσεις του Κλιφ δικαιώθηκαν. Αλλά πριν από 50 χρόνια η επιμονή σ’ αυτή την προοπτική ήταν πολύ δύσκολη. Επί 30 χρόνια, από το 1945 μέχρι το 1975 καμιά οικονομική κρίση δεν είχε πισωγυρίσει την ακάθεκτη ανοδική πορεία του ΑΕΠ του δυτικού καπιταλισμού. Χρειαζόταν μια μαρξιστική απάντηση στο ερώτημα: τι είχε απογίνει η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους;
Ο Κλιφ και οι σύντροφοι του, κύρια ο Μάικ Κίντρον, εντόπισαν το μηχανισμό αναστολής των κρίσεων στο ρόλο των πολεμικών δαπανών. Οι δαπάνες αυτές αποσπούν ένα μέρος της συσσωρευμένης υπεραξίας, το οποίο αντί να κατευθυνθεί σε επενδύσεις σπαταλιέται σε εξοπλισμούς. Όταν η υπεραξία πηγαίνει σε επενδύσεις ανεβάζει τον παρονομαστή του κλάσματος που υπολογίζει το ποσοστό κέρδους. Όταν, αντίθετα, ένα μέρος υπεραξίας πηγαίνει σε σπατάλες, η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους απαλύνεται.
Οι δαπάνες για εξοπλισμούς είναι σπατάλες, όχι μόνο από τη σκοπιά της εργατικής τάξης αλλά και από τη σκοπιά του συστήματος. Ακόμα και οι επενδύσεις σε εργοστάσια της πολεμικής βιομηχανίας είναι διαρροές από το σύστημα, γιατί τα προϊόντα τους δεν κυκλοφορούν μέσα στην οικονομία. Τα τανκς, τα μαχητικά αεροπλάνα, οι πύραυλοι είτε καταστρέφονται στα πεδία μαχών είτε παραμένουν άχρηστα σε κάποιες αποθήκες. Σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν νέες εισροές στην παραγωγή είτε ως μέσα παραγωγής, είτε ως μέσα κατανάλωσης.
Με έναν τυφλό και τυχαίο τρόπο οι καπιταλιστές μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν εγκαθιδρύσει έναν τεράστιο μηχανισμό επιβράδυνσης του καλπασμού του συστήματος προς την κρίση. Οι ΗΠΑ που αποτελούσαν το 50% της παγκόσμιας παραγωγής, σπαταλούσαν το 10% αυτής της τεράστιας παραγωγής στην πολεμική βιομηχανία. Αποτέλεσαν μ’ αυτόν τον τρόπο την σταθερή ατμομηχανή για τα «οικονομικά θαύματα»
της Δύσης. Για την ακρίβεια, οι ανταγωνιστές τους στην Ιαπωνία και στη Γερμανία αναπτύσσονταν με πιο γρήγορους ρυθμούς ακριβώς επειδή το βάρος της σπατάλης που σταθεροποιούσε όλο το σύστημα έπεφτε στις ΗΠΑ. Οι ισορροπίες αυτές ήταν προσωρινές και ασταθείς. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε με την επιστροφή των κρίσεων από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Αυτή ήταν μια πρώτη δικαίωση για την ανάλυση του μεταπολεμικού κόσμου που είχε διαμορφώσει ο Κλιφ. Μαζί της ήρθε και η δικαίωση για τις επαναστατικές δυνατότητες της εργατικής τάξης στις μητροπόλεις της Δύσης. Ακόμα και στις παραμονές του Μάη ‘68, διανοούμενοι της αριστεράς όπως ο Αντρέ Γκορτς επέμεναν ότι αυτή η «ενσωματωμένη» εργατική τάξη δεν μπορεί να ξαναδώσει εκρήξεις όπως οι παλιές Γενικές Απεργίες. Ο Κλιφ, αντίθετα, υποστήριζε ότι η «παθητικότητα» που έβλεπαν οι κοινωνιολόγοι της εποχής δεν υπονοούσε αποδοχή του συστήματος αλλά παθητική απόρριψή του, η οποία μπορούσε να μετατραπεί σε ενεργητική απόρριψη. Οι εργάτες στις γειτονιές του Λονδίνου, του Τορίνου ή του Παρισιού δεν είχαν «υπνωτιστεί» από τις τηλεοράσεις και τα πλυντήρια. Οι «δείκτες» με τους οποίους οι ερευνητές μετρούσαν την αποχή των εργατών από «τα κοινά» μετρούσαν απλώς την αδιαφορία τους για τους θεσμούς που στήριζαν την εκμετάλλευση τους. Ειδικά οι νέοι εργάτες έμοιαζαν να νοιάζονται περισσότερο για το ποδόσφαιρο παρά για την πολιτική. Όταν όμως η φοιτητική έκρηξη τους τράβηξε στους δρόμους του Παρισιού, οι νέοι εργάτες πυροδότησαν την έκρηξη ολόκληρης της τάξης τους ενάντια στο σύστημα. Τα κείμενα του Κλιφ από εκείνη την περίοδο είναι το καλύτερο αντίδοτο σε όλους τους «αποχαιρετισμούς» της εργατικής τάξης.
Κατάρρευση στην Ανατολή
Η δεύτερη δικαίωση του Κλιφ έμελλε να έρθει 20 χρόνια αργότερα, με την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων το 1989. Η ζωή έδινε απαντήσεις στα ερωτήματα αν ο Χόνεκερ και ο Τσαουσέσκου ήταν η αιχμή του δόρατος του διεθνούς σοσιαλισμού και αν οι εργάτες αυτών των χωρών μπορούσαν να πάρουν μέρος στην πάλη των τάξεων του σύγχρονου κόσμου.
Ο Κλιφ είχε απαντήσει σ’ αυτά τα ερωτήματα από τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Τα καθεστώτα των ανατολικών χωρών δεν αποτελούσαν ένα νέο κοινωνικό σύστημα, σοσιαλιστικό, «παραμορφωμένα» σοσιαλιστικό ή έστω «μετακαπιταλιστικό». Ήταν κρατικοί καπιταλισμοί που υπόκεινταν στις πιέσεις και τους νόμους του διεθνούς συστήματος. Οι πιέσεις του ανταγωνισμού δεν περνούσαν μέσα από την ανταλλαγή εμπορευμάτων στις διεθνείς αγορές, η οποία ήταν περιορισμένη, αλλά μέσα από το κυνήγι των εξοπλισμών. Για να έχει ένα συγκρίσιμο οπλοστάσιο το ανατολικό μπλοκ, έπρεπε να διαθέτει μια μέση παραγωγικότητα της οικονομίας του συγκρίσιμη με το δυτικό μπλοκ. Ο Στάλιν κατάφερε να κάνει την καθυστερημένη ρώσικη οικονομία να παράγει μαχητικά αεροπλάνα και τανκς με ρυθμούς ανώτερους από τη ναζιστική Γερμανία. Οι επίγονοί του έπρεπε να εξασφαλίσουν ρυθμούς παραγωγής πυραύλων και αεροπλάνων και τανκς συγκρίσιμους με το ΝΑΤΟ. Αυτό καθόριζε τους ρυθμούς των επενδύσεων στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και όχι κάποιο πλάνο βασισμένο στις ανάγκες των πληθυσμών. Τα κριτήρια ήταν καπιταλιστικά και επέβαλαν το νόμο της αξίας στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ έστω κι αν δεν υπήρχε ελεύθερη αγορά εκεί.
Συνακόλουθα, οι εργάτες στο Ανατολικό Μπλοκ δεν ήταν ούτε «συνεταιρισμένοι ελεύθεροι παραγωγοί» απαλλαγμένοι από τα δεσμά του καπιταλισμού, ούτε «σκλάβοι ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος». Ήταν εργατική τάξη με τη μαρξιστική έννοια, δηλαδή αντικείμενο καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αλλά και αναπόσπαστο τμήμα του «ιστορικού νεκροθάφτη» του καπιταλισμού. Όταν έφτασε η ώρα της κρίσης των καθεστώτων, οι εργάτες εκεί λειτούργησαν όπως παντού αλλού σε τέτοιες στιγμές: βγήκαν στους δρόμους, συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις καταστολής, κατέστρεψαν μισητά σύμβολα, επέβαλαν μεταπολιτεύσεις, αλλά δεν διέθεταν πολιτικές ηγεσίες που να τους οδηγήσουν πιο πέρα. Υπήρχαν «σταλινικοί της αγοράς», υπήρχαν «μεταρρυθμιστές της αγοράς», αλλά δεν υπήρχαν επαναστάτες σοσιαλιστές που να προβάλουν τον συλλογικό δημοκρατικό έλεγχο των εργατών σαν διέξοδο από την κρίση του κρατικού καπιταλισμού. Αυτό, όμως, δεν ήταν αντικειμενικό πρόβλημα των εργατών της Ανατολής. Ήταν πρόβλημα μιας αριστεράς που δεν μπορούσε να δει πέρα από τη μύτη του Στάλιν ή του Γκορμπατσόφ.
Η δύναμη του Κλιφ ήταν ότι διατήρησε την εμπιστοσύνη του στις ανατρεπτικές δυνατότητες της εργατικής τάξης και δεν πέταξε την επαναστατική παράδοση του Λένιν μαζί με τα απόνερα του σταλινισμού, όπως έκανε π.χ. ο Καστοριάδης. Οι αναλύσεις για τον δυτικό καπιταλισμό και για τον κρατικό καπιταλισμό της Ανατολής ήταν απαραίτητα βήματα για την επικαιροποίηση της παράδοσης του Σοσιαλισμού «από τα κάτω», αλλά θα ήταν λειψά χωρίς μια καθαρή απάντηση στο τρίτο ερώτημα της μεταπολεμικής περιόδου: είχε νόημα η προσπάθεια για οικοδόμηση επαναστατικών κομμάτων μέσα στις νέες συνθήκες;
Οι πιέσεις για αρνητικές απαντήσεις ήταν πολλές. Κάποια ρεύματα θεωρούσαν ότι ήταν αδύνατο να οικοδομηθεί οτιδήποτε έξω από τον περίγυρο των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Άλλα ρεύματα, αντίθετα, υπέκυψαν στη σταλινοφοβία και αναζητούσαν κάλυψη στη σκιά της σοσιαλδημοκρατίας. Ο Κλιφ επέμενε ότι και τα ΚΚ και η σοσιαλδημοκρατία είναι φορείς του ρεφορμισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Μέσα από διακριτές διαδρομές, αντιπροσωπεύουν τις αντιλήψεις του Σοσιαλισμού «από τα πάνω», του καταμερισμού εργασίας με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, όπου τα συνδικάτα φροντίζουν για τις οικονομικές διεκδικήσεις της τάξης και τα αριστερά κόμματα προωθούν πολιτικές μεταρρυθμίσεις κύρια μέσα από τον κοινοβουλευτικό δρόμο και τις εκλογές. Η ανασύνταξη της προοπτικής του Σοσιαλισμού «από τα κάτω» απαιτούσε οργανώσεις πολιτικά ανεξάρτητες και από τις δυο πτέρυγες του ρεφορμισμού και πιστές στην αντίληψη του Λένιν για επαναστατικό κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας.
Ο Κλιφ έγραψε πολιτικές βιογραφίες της Ρόζας στη δεκαετία του 1950, του Λένιν στη δεκαετία του 1970 και του Τρότσκι λίγο αργότερα. Δεν ήταν «αγιογραφίες», ήταν πολιτικές παρεμβάσεις για να βοηθήσουν τους επαναστάτες στα καθήκοντα οικοδόμησης κόμματος παράλληλα με τα κινηματικά καθήκοντα. Ιδιαίτερα η βιογραφία του Λένιν, στην περίοδο μετά την έκρηξη του Μάη ‘68, ήταν οδηγός για δράση ακριβώς τη στιγμή που μια νέα επαναστατική αριστερά αποκτούσε σάρκα και οστά. Χωρίς αυτή την πλευρά του Κλιφ, η συμβολή του στην ανανέωση της παράδοσης του Σοσιαλισμού «από τα κάτω» δεν θα είχε την αντοχή να δει τη δικαίωση της το 1968 και το 1989, σε χρονικά διαστήματα των 20 και 40 χρόνων.
Σοσιαλισμός «από τα κάτω» δεν σημαίνει λατρεία του αυθόρμητου και διάχυση των επαναστατών στα κινήματα της εργατικής τάξης. Σημαίνει οργάνωση, ανανέωση και συνέχεια μιας παράδοσης που ξεκίνησε με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και άντεξε τις προδοσίες του Μπερνστάιν και τον Κάουτσκι, αλλά και του Στάλιν. Αυτή την αντοχή δεν την χρωστάει μόνο στις ρίζες του στον Μαρξ και στον Ένγκελς, αλλά και στις μάχες της Ρόζας, του Λένιν, του Τρότσκι και όλων όσοι τις συνέχισαν, όπως ο Κλιφ.
Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά τις καταρρεύσεις του 1989, η Αριστερά αντιμετωπίζει τα προβλήματα και τις δυσκολίες μιας νέας ανάκαμψης. Κάποιοι σύντροφοι θεωρούν ότι πρέπει να τραβήξουμε μια γραμμή κάτω από το παρελθόν και να ψάξουμε από την αρχή. Μερικές φορές χρησιμοποιούν τον παραλληλισμό ότι είμαστε όλοι υπολείμματα μιας ηττημένης στρατιάς και πρέπει να ξεχάσουμε τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις του παρελθόντος. Άλλοι σύντροφοι ανησυχούν ότι η νέα αντικαπιταλιστική πολιτικοποίηση δεν μπορεί να αντέξει το βάρος των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς που λειτουργούν σαν «οργανωμένες φάλαγγες».
Αυτές είναι λάθος προσεγγίσεις στα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε. Το ΣΕΚ στην Ελλάδα και οι σύντροφοι μας στις άλλες χώρες δεν είναι «βάρος» για τους νέους αντικαπιταλιστές, είναι στήριγμα για την ενότητα, τη συγκρότηση και το προχώρημα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Ακόμα κι αν αύριο όλες οι οργανώσεις διαλύονταν σε ένα κοινό αντικαπιταλιστικό κόμμα, ποιά θα ήταν η εγγύηση ότι η νέα ριζοσπαστικοποίηση δεν θα έβλεπε αυτό το κόμμα σαν «οργανωμένη φάλαγγα»; Δεν θα είχαμε ανάγκη από ιδέες, θεωρίες, πρακτικές που να πείθουν ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι; Από πού θα έρχονταν όλα αυτά τα ωραία; Από τον ουρανό; Από την ατομική συμβολή του καθένα και της καθεμιάς; Ή από συλλογικές επεξεργασίες που έχουν ήδη ξεκινήσει;
Δεν έχουμε τίποτα να κερδίσουμε ισοπεδώνοντας όλες τις παραδόσεις στο ίδιο μηδενικό επίπεδο. Τι κερδίζουμε βάζοντας τη Ρόζα και τον Τρότσκι στο ίδιο τσουβάλι με αυτούς που τους δολοφόνησαν και προσπάθησαν να εξοντώσουν και τις ιδέες τους; Απολύτως τίποτα. Αυτός είναι ένας ψεύτικος πλουραλισμός που υποκλίνεται στις πιέσεις της Αυτονομίας, του πρωτόλειου κινηματισμού που αποφεύγει τις δυσκολίες της επαναστατικής πολιτικής. Χρειάζεται να επιλέξουμε τις παραδόσεις πάνω στις οποίες μπορούμε να χτίσουμε. Το ΣΕΚ τολμάει και προβάλλει τέτοιες επιλογές, γιατί πατάει πάνω στους ώμους συντρόφων που τόλμησαν και αποδείχτηκε ότι είχαν δίκιο. Και γιατί πιστεύει ακράδαντα ότι ο γνήσιος διάλογος μέσα στην κοινή δράση χρειάζεται οργανωμένους επαναστάτες που τολμούν να σηκώσουν αυτό το βάρος.