Άρθρο
Μετά τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών, όχι άλλες χαμένες ευκαιρίες!

Εξώφυλλο του τευχους 75

Μια κυβέρνηση ηττημένη, ένα ΠΑΣΟΚ που φοβάται τον κόσμο που το ψήφισε, μια Αριστερά που πρέπει να διαλέξει: προσαρμογή ή αντικαπιταλιστική στρατηγική. Αυτό είναι το εκρηκτικό τοπίο μετά τις Ευρωεκλογές, όπως το παρουσιάζει η Μαρία Στύλλου.

Οι εκλογές δεν έλυσαν κανένα πρόβλημα της κυρίαρχης τάξης, αντίθετα τα δυσκόλεψαν. Οικονομική κρίση και πολιτική αστάθεια στο χειρότερο σημείο. Η κυβέρνηση είναι μελλοθάνατη, ανεξάρτητα εάν θα προχωρήσει σε εκλογές το φθινόπωρο ή την άνοιξη. Δεν μπορεί να ελέγξει την κατάσταση ούτε στο εσωτερικό της ούτε στο εξωτερικό της. Έτσι κι αλλιώς η εκλογική πτώση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες δεν είναι ένα εκλογικό γεγονός απλά, είναι το αποτέλεσμα μιας χρονιάς μεγάλων απεργιών και της εξέγερσης του Δεκέμβρη.

Μπορεί μετά το Δεκέμβρη να έλπιζε ότι η ιδεολογική επίθεση που άνοιξε ενάντια στο κίνημα θα ήταν αρκετή για να ξανασταθεροποιήσει τη δύναμη της, όμως δεν τα κατάφερε. Μετά τις εκλογές η κατάσταση είναι πιο πολωμένη απ’ ό,τι πριν. Η επίθεση ενάντια στους μετανάστες και τους «κουκουλοφόρους» που έμοιαζε ότι καθόρισε το προεκλογικό κλίμα, της γύρισε μπούμερανγκ. Από τη μια έχασε ένα ακροδεξιό κομμάτι προς το ΛΑΟΣ, με αποτέλεσμα μετά τις εκλογές να κλιμακώνεται η πίεση στο εσωτερικό της από βουλευτές που ζητάνε συνεργασία μέχρι και συνένωση με την ακροδεξιά, ενώ από την άλλη βρίσκεται αντιμέτωπη με απεργίες και κινητοποιήσεις πριν ακόμα προχωρήσει σε νέο πακέτο μέτρων.

Μπορεί η κυρίαρχη τάξη να είναι ευχαριστημένη για το ότι η άνοδος της αριστεράς που έδειχναν τα γκάλοπ δεν καταγράφτηκε στις εκλογές, αλλά αυτή είναι μια πρόσκαιρη ικανοποίηση. Ξέρουμε πολύ καλά ότι τα αποτελέσματα των εκλογών δεν καταγράφουν πάντοτε τη δυναμική που τις ακολουθεί.

Όταν το 2004 η Ν.Δ. κέρδισε με περίπατο τις βουλευτικές εκλογές, το ΠΑΣΟΚ έχασε με το ιστορικά μικρότερο ποσοστό της τελευταίας 20ετίας και ο Συνασπισμός με το ζόρι ξεπέρασε το 3%, οι θεωρίες περί στροφής δεξιά όλης της κοινωνίας έδιναν και έπαιρναν στις συζητήσεις. Χρειάζεται να θυμηθούμε ότι τότε η Ν.Δ. είχε κερδίσει τις εκλογές ανεβασμένη πάνω στο «πράσινο» άλογο του ΠΑΣΟΚ. Παρουσίαζε τον εαυτό της σαν τον «πραγματικό» εκφραστή του μεσαίου χώρου που «πρόδωσε» ο Σημίτης, και υποσχόταν ότι θα ικανοποιούσε τα αιτήματα και θα προχωρούσε τις «μεταρρυθμίσεις» που δεν είχε κάνει το ΠΑΣΟΚ. Πρώτο βήμα θα ήταν η μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων για να τους απελευθερώσει από την «πολιτική ομηρία των πελατειακών σχέσεων». Κι όμως, οι συμβασιούχοι ήταν αυτοί που άνοιξαν πρώτοι το γύρο των απεργιών αμέσως μετά τις εκλογές, σπάζοντας έτσι κάθε δυνατότητα για περίοδο χάριτος ακόμα και για λίγους μήνες.

Αυτές οι μάχες, όπως και πολλές που ακολούθησαν, δεν σταμάτησαν μόνο στις οικονομικές διεκδικήσεις. Το παράδειγμα είναι οι δασοπυροσβέστες. Το 2004 ένα μεγάλο κομμάτι από τους συμβασιούχους και τους δασοπυροσβέστες είχε τις αυταπάτες ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. και του Καραμανλή θα σήμαινε αλλαγή στη ζωή τους. Και γι’ αυτό ψήφισαν και στήριξαν στις εκλογές τη Ν.Δ. Φέτος, λίγες μέρες πριν τις Ευρωεκλογές, οι ίδιοι οι δασοπυροσβέστες πρωτοστάτησαν στη γελοιοποίηση της κυβέρνησης και του ίδιου του Καραμανλή οργανώνοντας μια κινητοποίηση που επικεφαλής είχε έναν γάιδαρο στολισμένο με τους υπουργούς της Ν.Δ. και τις υποσχέσεις τους. Μέσα σε πέντε χρόνια η κυβέρνηση της συναίνεσης, και της κεντροδεξιάς, δεν είχε πια περιθώρια να συνεχίσει όπως παλιά. Έγινε η κυβέρνηση του «νόμου και της τάξης», της επίθεσης ενάντια στους “κουκουλοφόρους” και τους μετανάστες, ελπίζοντας ότι έτσι θα αποκτήσει ξανά τον έλεγχο.

Εκρηκτικό μείγμα

Το αποτέλεσμα των εκλογών έχει δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα. Από τη μια ξαναβγαίνουν εργατικοί χώροι με διεκδικήσεις και απεργίες. Παραδείγματα σ’ αυτό είναι οι ΔΕΚΟ με πρώτη τη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ που διεκδικεί προσλήψεις 7 χιλιάδων νέων εργαζομένων για να καλυφτούν τα κενά. Δεν είναι η μόνη. Σε όλες σχεδόν τις ΔΕΚΟ, ΕΛΤΑ, ΟΣΕ, ΟΤΕ, ΕΥΑΘ, έχει ξεκινήσει γύρος απεργιακών κινητοποιήσεων ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και απολύσεις. Οι μάχες δεν περιορίζονται μόνο στο δημόσιο. Μετά τον Λαναρά, τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις για την επαναπρόσληψη των απολυμένων, για να μην περάσει το σχέδιο της Τύσσεν και κλείσουν τα ναυπηγεία. Η κατάληψη του “Ελεύθερου Τύπου” δείχνει το δρόμο για όλους τους χώρους. Οι πεντακόσιοι εργαζόμενοι ανάγκασαν την ΕΣΗΕΑ να καλέσει 24ωρη απεργία σε όλον τον τύπο, και συνεχίζουν ενάντια στις πιέσεις που βάζουν όλοι οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ και η ηγεσία της ΕΣΗΕΑ ότι αυτή η μάχη δεν έχει πού να πάει.

Η άνοδος του ΛΑΟΣ μαζί με την απόφαση της κυβέρνησης για στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους μετανάστες έχουν ξεσηκώσει τεράστιες αντιδράσεις. Σε όλες τις πόλεις οργανώνονται αντιρατσιστικά συλλαλητήρια, στις πλατείες ο κόσμος σταματάει και υπογράφει ψηφίσματα ενάντια στις ρατσιστικές επιθέσεις, και τα συνέδρια των συνδικάτων παίρνουν αποφάσεις συμπαράστασης.

Οι εξελίξεις μετά τις εκλογές βάζουν πιέσεις σε όλη την αριστερά να μπει μπροστά και να μην χάσει ξανά την ευκαιρία όπως έγινε τον Δεκέμβρη.

Η «άνοδος» του ΠΑΣΟΚ

Το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να περάσει μπροστά από τη Ν.Δ. κατά 4,6 μονάδες. Είναι πολύ μικρή άνοδος σε σύγκριση με τις μάχες που έδωσε η εργατική τάξη και η νεολαία τα τελευταία πέντε χρόνια. Απεργία της ΟΤΟΕ το 2005, απεργία των δασκάλων για έξι βδομάδες το 2006, καταλήψεις στα Πανεπιστήμια για το άρθρο 16 το 2007, και για να μην περάσει ο νόμος πλαίσιο στη συνέχεια. Απεργιακό κύμα ενάντια στο ασφαλιστικό για ένα ολόκληρο πεντάμηνο από το Νοέμβρη του 2007 μέχρι το Μάρτη του 2008, η εξέγερση της νεολαίας το Δεκέμβρη και στη συνέχεια τα μεγάλα αντιπολεμικά συλλαλητήρια για τη Γάζα.

Παράλληλα με το ημερολόγιο της αντίστασης, χρειάζεται να θυμηθούμε ότι οι περισσότερες απ’ αυτές τις απεργίες έγιναν μετά από ανταρσία της βάσης του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην ηγεσία. Δεν ήταν μόνο η περίοδος κυβέρνησης Σημίτη που έγιναν οι ανταρσίες, αλλά και την περίοδο που το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Το επίσημο ΠΑΣΟΚ υποστήριξε τις αλλαγές στο ασφαλιστικό, υποστήριξε την αναθεώρηση του Συντάγματος και του άρθρου 16, υποστήριξε το νόμο πλαίσιο της Γιαννάκου, υποστήριξε την ιδιωτικοποίηση των ΔΕΚΟ και την πολιτική του Αλογοσκούφη, και ταυτόχρονα προσπάθησε να επιβάλει στους συνδικαλιστές του τη γραμμή Λαλιώτη «ότι η περίοδος του μαχητικού συνδικαλισμού τύπου Σκάργκιλ έχει τελειώσει». Μέσα σ’ αυτήν την πενταετία όσοι συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ πήγαν κόντρα στη γραμμή, και στήριξαν τις απεργίες, ανακάλυψαν ότι η εκπαραθύρωσή τους δεν άργησε να έρθει. Ο Δημήτρης Τσουκαλάς, πρόεδρος της ΟΤΟΕ στη μεγάλη απεργία του 2005, βρέθηκε εκτός ΟΤΟΕ στις επόμενες εκλογές. Το ίδιο ο Γρηγόρης Φελώνης, από πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Αθήνας έγινε νομαρχιακός σύμβουλος Αθήνας, το ίδιο και σε μια σειρά άλλα συνδικάτα.

Μπορεί μ’ αυτόν τον τρόπο η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να κατάφερε να ελέγξει πιο πολύ τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και να σταματήσει απεργίες σε συνεργασία με τη ΔΑΚΕ, όμως έχασε δυο πράγματα: από τη μια, τη δυνατότητα να συνεχίσει να κρατάει την πολιτική επιρροή στη βάση του, ιδιαίτερα στους εργατικούς χώρους και, από την άλλη, τη δυνατότητα του να ελέγξει την εξέλιξη των αγώνων. Αυτό το πλήρωσε και με τα αποτελέσματα στις εκλογές όπου μέλη του και ψηφοφόροι του προτίμησαν την αποχή. Ακόμα και αυτοί που το στήριξαν, το έκαναν για να μαυρίσουν την κυβέρνηση και όχι γιατί έχουν αλλάξει άποψη για το πόσο δεξιά έχει πάει η ηγεσία του κόμματος που κάποτε άνηκαν και πίστευαν.

Δεν είναι τυχαίο ότι προεκλογικά ο Γιώργος Παπανδρέου για να κερδίσει ψήφους θυμήθηκε τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και το σύνθημα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Προσπάθησε να πολώσει τον κόσμο πάνω σ’ αυτό το δίλημμα γιατί καταλάβαινε ποιό ήταν το κλίμα και πώς μπορούσε να σταματήσει τη διαρροή των ψηφοφόρων του προς τα αριστερά. Το εντυπωσιακό δεν είναι ότι η σοσιαλδημοκρατία ανατρέχει ακόμα σ’ αυτά τα τερτίπια, με την ελπίδα να πουλήσει αριστερό προφίλ στις εκλογές, αλλά η αδυναμία της αριστεράς να μπορέσει να επηρεάσει και να κερδίσει τον κόσμο που σπάει από τη σοσιαλδημοκρατία.

Οι αδυναμίες της αριστεράς

Στις βουλευτικές εκλογές του 2007 και στη συνέχεια, η εντύπωση ήταν ότι η τάση είχε αναστραφεί. Αντί το ΠΑΣΟΚ να τραβάει κόσμο από την αριστερά, για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ έχανε μαζικά κόσμο στα αριστερά του. Εάν αυτό συνέβαινε όταν το ΠΑΣΟΚ ήταν στην κυβέρνηση, δεν σηματοδοτούσε κάτι πρωτοφανές. Όμως το γεγονός ότι στις εκλογές του 2007 το ΠΑΣΟΚ χάνει ψήφους προς τα αριστερά κόμματα αποδεικνύει τη μεγάλη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας. Το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασαν να ανεβάσουν τη δύναμη τους σ’ εκείνες τις εκλογές κερδίζοντας εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο από το ΠΑΣΟΚ. Αυτή η τάση συνεχίστηκε και το 2008, έτσι ώστε να εμφανίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ στα γκάλοπ με ποσοστά πάνω από 15% και συνολικά η κοινοβουλευτική αριστερά (ΚΚΕ και ΣΥΝ μαζί) να πλησιάζουν το ποσοστό που πήρε η ΕΔΑ το 1958. Τότε που η Αριστερά για πρώτη φορά στην Ελλάδα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όχι μόνο έφτασε το 25% αλλά και ήταν για τρία χρόνια η αξιωματική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση της ΕΡΕ με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (θείο του σημερινού).

Σε τι οφείλεται η πτώση της αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, σ’ αυτές τις εκλογές; Φτάνουν άραγε τα επιχειρήματα ότι τους κτύπησε το σύστημα αλύπητα; Ή ότι φταίει η κυριαρχία του ΣΥΝ πάνω στο ΣΥΡΙΖΑ, άρα χρειάζεται μεγαλύτερη δημοκρατία όπως υποστηρίζουν οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ; Μπορεί και τα δύο να έχουν συμβεί, αλλά κανένα από τα δύο δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε την καθίζηση ούτε την κρίση.

Ο Παύλος Τσίμας στα Νέα (27 Ιούνη) προσπαθεί να εξηγήσει την πτώση, συνδέοντας την με την αδυναμία της αριστεράς να δώσει διέξοδο και προοπτική στις μεγάλες στιγμές του κινήματος:

«Εάν το Δεκέμβρη η δημοσκοπική καμπύλη του ΣΥΡΙΖΑ πήρε οριστικά την κατιούσα, μένει να εξηγηθεί ποιό ήταν το λάθος του τις μέρες της φωτιάς. Ήταν λάθος τακτικής ή βαθύτερης αδυναμίας; Έκανε λάθος που δεν κούνησε κι αυτός (όπως όλοι οι άλλοι) το δάκτυλο στους εξεγερμένους νέους και δεν συνέστησε φρονιμάδα; Ή το λάθος του ήταν ότι προσπάθησε να ηγεμονεύσει πολιτικά σε ένα αυθόρμητο ξέσπασμα δίχως να έχει αφήγηση, λόγο, πρόταση, όραμα που να καθιστά εφικτή αυτή την ηγεμονία. Απέτυχε, ηττήθηκε και κατόπιν το πλήρωσε».

Παρόλο που ο Τσίμας δεν εξηγεί για ποιά πρόταση και ποιό όραμα μιλάει, αυτό που θίγει, και είναι σωστό, είναι πως η αριστερά δεν μπορεί να κερδίσει μόνιμα την ηγεμονία από το ΠΑΣΟΚ και να αλλάξει τους πολιτικούς συσχετισμούς εάν δεν αποδεικνύει καθημερινά σε όλες τις μάχες και τους αγώνες ότι είναι διαφορετική. Ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης όπως σήμερα.

Εάν πάμε πίσω, ιδιαίτερα μετά τις εκλογές του 2007, είναι πολλές οι μάχες που η αριστερά απείχε ή σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Το ΚΚΕ, μέσα από το ΠΑΜΕ, αρνήθηκε να μπει ενωτικά στις κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό, ενώ στις 19 Μάρτη του 2008, μετά το μεγάλο απεργιακό συλλαλητήριο και την επιτυχία της τρίτης κατά σειρά Πανεργατικής απεργίας ενάντια στο ασφαλιστικό, ψήφισαν μαζί η Αυτόνομη Παρέμβαση, το ΠΑΜΕ, η ΔΑΚΕ και η ΠΑΣΚΕ να κλείσουν οι απεργίες. Γιατί ο κόσμος μετά απ’ αυτό να πιστέψει ότι με την αριστερά κερδίζει τους αγώνες; Προσωρινά το πίστεψε αλλά διαψεύστηκε.

Ο Δεκέμβρης

Το εάν η εξέγερση του Δεκέμβρη θα προχωρούσε σε κλιμάκωση κρίθηκε και μέσα στον Δεκέμβρη και στη συνέχεια. Δεν κρίθηκε στο ποιός έλεγχε τους δρόμους αλλά στο ποιός έλεγχε τους χώρους. Η Γενική Απεργία στις 10 Δεκέμβρη ήταν μια μεγάλη ευκαιρία. Την απεργία την είχαν καλέσει τα συνδικάτα πριν τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Το ότι τέσσερις μέρες μετά τη δολοφονία υπήρχε γενική απεργία, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί. Θυμόμαστε ότι τα συνδικάτα της Γαλλίας, το Μάη του ’68 αναγκάστηκαν μετά τη δολοφονική επίθεση των ΜΑΤ στο Καρτιέ Λατέν (τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 10 Μάη) να καλέσουν σε Γενική Απεργία τη Δευτέρα 13 Μάη. Δέκα εκατομμύρια απέργησαν και διαδήλωσαν σε όλη τη Γαλλία εκείνη την ημέρα και αυτό πυροδότησε τη μεγαλύτερη κοινωνική έκρηξη σε όλη την Ευρώπη.

Παρόλο που η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, η αριστερά και τα συνδικάτα βρέθηκαν στις 10 Δεκέμβρη 2008 μπροστά σε μια χρυσή ευκαιρία: η σύγκρουση με την κυβέρνηση των δολοφόνων να μην μείνει μόνο στη νεολαία αλλά να μπούνε μπροστά τα συνδικάτα, η εργατική τάξη, τα κόμματα της αριστεράς. Ήταν μια μεγάλη ευκαιρία που όχι μόνο μπορούσε να τσακίσει την κυβέρνηση, αλλά να έπαιρνε την πρωτοβουλία από τα χέρια της Ν.Δ. και να άνοιγε νέες προοπτικές για το κίνημα. Έως πού; Η απάντηση εξαρτάται από μια αριστερά που μπορεί να γενικεύει. Που η «ηγεμονία» της δεν είναι περί διαγραμμάτου, ούτε με μισόλογα, αλλά που μπορεί και βάζει ανοιχτά γιατί το πρόβλημα είναι ο καπιταλισμός και όχι οι «κουκουλοφόροι» ή οι μετανάστες.

Όταν μετά το Δεκέμβρη η κυβέρνηση άνοιξε την επίθεση ενάντια στο κίνημα, προσπαθώντας να βάλει πιέσεις και στην ίδια την αριστερά, τόσο το ΚΚΕ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ τα μάζεψαν και κρύφτηκαν. Το ΚΚΕ υπόγραψε δήλωση πίστης και στήριξης στο σύστημα και στα στηρίγματα του, ακόμα και την αστυνομία. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε ότι «χάνει στα γκάλοπ» και άρα η μάχη συνεχίζεται για τις 7 Ιούνη. Αυτή είναι η τραγική μοίρα της ρεφορμιστικής αριστεράς στην Ελλάδα όλο το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ο Αλαβάνος που νοσταλγεί μια νέα ΕΔΑ και οραματίζεται τον ΣΥΡΙΖΑ να πάρει τη θέση της, χρειάζεται να εξηγήσει το πώς έφτασε η ΕΔΑ που πήρε 25% το 1958, να πέσει στο 11% στις εκλογές του 1964 και να μετατραπεί σε δεκανίκι της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου και του Γιώργου Παπανδρέου.

Το πρόβλημα δεν είναι τα λάθη της αλλά η στρατηγική της. Χωρίς αντικαπιταλιστική «αφήγηση», «λόγο», «πρόταση», «όραμα», η αριστερά ούτε μπορεί να ηγεμονεύσει πολιτικά και ιδεολογικά μέσα στο εργατικό κίνημα, ούτε είναι η δύναμη που μπορεί να οργανώσει τις μάχες ενάντια στην κυβέρνηση.

Οι αντικαπιταλιστές - Έχουμε έναν κόσμο να κερδίσουμε!

Η επόμενη περίοδος με την κυβέρνηση σε κρίση είναι ευκαιρία για το κίνημα να αντιστρέψει τις επιθέσεις. Δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία περιμένοντας το ΠΑΣΟΚ «να αλλάξει», το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ να «ανασυγκροτηθούν».

Χρειάζονται πρωτοβουλίες και μάχες ενωτικές που η Αντικαπιταλιστική Αριστερά χρειάζεται να πρωτοστατήσει.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ - το πρώτο εγχείρημα να εμφανιστεί η αντικαπιταλιστική και επαναστατική αριστερά μαζί - είναι πια μια πραγματικότητα. Στις εκλογές πήρε 22 χιλιάδες ψήφους που σύμφωνα με την απλή αριθμητική είναι πολύ κοντά στο άθροισμα που πήραν το ΜΕΡΑ και η ΕΝΑΝΤΙΑ στις εκλογές του 2007. Μπορεί αυτό να βρίσκεται κοντά στην αριθμητική αλήθεια, αλλά όχι και στην εικόνα της επιρροής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τοπικά και μέσα στους εργατικούς χώρους. Μετά τις εκλογές, πουλώντας την Εργατική Αλληλεγγύη και συζητώντας τα αποτελέσματα, συναντούσαμε στους εργατικούς χώρους κόσμο που έλεγε ότι είχε ψηφίσει ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το ίδιο και με άτομα που μέχρι πρόσφατα ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ, αλλά στις τελευταίες εκλογές άλλαξαν και στήριξαν ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στις εκδηλώσεις για τα αποτελέσματα, εκεί που οργανώνονται, όχι μόνο η συμμετοχή είναι μεγάλη αλλά γνωρίζουμε καινούργιο κόσμο τοπικά που ψήφισε ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Έχει μεγάλη σημασία η παρουσία των αντικαπιταλιστών την επόμενη περίοδο, όχι μόνο για τις εκλογές όποτε γίνουν, αλλά για τα μέτωπα που ανοίγουν. Έχει σημασία τα παραδείγματα κόσμου από ΠΑΣΟΚ που κινήθηκε προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να πολλαπλασιαστούν και το ίδιο χρειάζεται να συμβεί και με κόσμο από το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Για να γίνει αυτό χρειάζεται η αντικαπιταλιστική αριστερά να βρεθεί μπροστά στις μάχες. Στη μάχη ενάντια στο ρατσισμό και τους φασίστες, στους αγώνες ενάντια στα κλεισίματα, τις απολύσεις, την ανεργία.

Δεν είναι η πρώτη φορά που δίνουμε μάχη για να ανατρέψουμε τις επιθέσεις ενάντια στους μετανάστες και για να σταματήσουμε τους φασίστες. Όμως τώρα μπορούμε και πρέπει να δώσουμε αυτή τη μάχη με καλύτερους όρους. Μπορούμε να τη δώσουμε ενωτικά και τα πρώτα σημάδια δείχνουν ότι είναι δυνατό να δημιουργηθεί μια μεγάλη επιτροπή που να περιλαμβάνει τον κόσμο της αριστεράς μέχρι τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, που είναι αντίθετος με τη γραμμή του κόμματος περί μηδενικής ανοχής, όπως ήταν αντίθετος και με τη συμμετοχή του Σημίτη στους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία και τη στήριξη του Μπους το 2003 στην επίθεση στο Ιράκ. Το ποιους μπορεί να αγκαλιάσει και να στηρίξει μια τέτοια πρωτοβουλία φάνηκε στο συνέδριο της ΟΛΜΕ όπου το ψήφισμα ενάντια στις ρατσιστικές επιθέσεις Ν.Δ. και ΛΑΟΣ το στήριξαν ο ΣΥΝ, το ΚΚΕ, οι Παρεμβάσεις και οι μισοί σύνεδροι της ΠΑΣΚΕ (οι άλλοι μισοί απείχαν). Οι δυνατότητες φαίνονται και από τη διάσταση που έχει πάρει το αντιρατσιστικό συλλαλητήριο στις 9 Ιούλη μέσα στις σχολές, στις γειτονιές, τους εργατικούς χώρους.

Το ότι η περίοδος εγκυμονεί Δεκέμβρηδες δεν σημαίνει ότι καθόμαστε και περιμένουμε. Τέτοιες εκρήξεις δεν μπορούμε να προβλέψουμε πότε θα συμβούν. Αυτό που χρειάζεται να προσπαθήσουμε είναι το δυνάμωμα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μέσα στους εργατικούς χώρους. Αυτό σημαίνει συμμετοχή στις μάχες ενάντια στις απολύσεις, για προσλήψεις, για αυξήσεις. Σημαίνει δυνάμωμα του δικτύου που προτείνει, κερδίζει απεργίες και τις οργανώνει. Πρωτοβουλίες που ριζώνουν μέσα σε κάθε χώρο και εξασφαλίζουν τη συνεργασία και τον συντονισμό όλων που συμφωνούνε να δώσουν τη μάχη μαζί.

Πρακτικά αυτό σημαίνει εξωστρέφεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και συνεργασίες με την αριστερά και κομμάτι της βάσης του ΠΑΣΟΚ που διαφωνεί με τη δεξιά γραμμή της ηγεσίας του.

Σημαίνει πρωτοβουλίες ενάντια στο ρατσισμό και τις απολύσεις. Σημαίνει μια σειρά από οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές μάχες για να αλλάξουμε τους συσχετισμούς μέσα στο κίνημα.

Σ’ αυτή την προσπάθεια δίνει τις δυνάμεις του το ΣΕΚ. Όσο πιο ενισχυμένο, τόσο πιο αποτελεσματικά.