Τι φταίει για τα καθηλωμένα εκλογικά ποσοστά; Είναι ο κόσμος αιχμάλωτος μιας “κρίσης αξιών” ή μήπως χρειάζεται πιο ενεργητική συνειδητή παρέμβαση της Αριστεράς όπως υποστηρίζει ο Λέανδρος Μπόλαρης
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών έχουν ανοίξει μια συζήτηση μέσα στην Αριστερά για την πολιτική της, τη σχέση της με το κίνημα, τους εργαζόμενους και τη νεολαία συνολικά. Τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά για την αριστερά, ιδιαίτερα για τα δυο κοινοβουλευτικά της κόμματα, το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ, που έχασαν σε ψήφους και ποσοστά. Σε συνδυασμό με την άνοδο των φασιστών και την αυξημένη αποχή, το αποτέλεσμα έχει προσθέσει νέα ζητήματα στην αντιπαράθεση για την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η Αριστερά σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης του συστήματος.
Πιο έντονα αυτό φαίνεται στη συζήτηση που αναπτύσσεται στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ –σε μια συγκυρία όπου η δεξιά πτέρυγα των «ανανεωτών» του ΣΥΝ έχει βγάλει τα μαχαίρια κατηγορώντας για την εκλογική ήττα τις «αριστερίστικες» επιλογές της προηγούμενης περιόδου και απαιτεί μια μεγάλη «πολιτική στροφή» του είδους που έφερε την «κεντροαριστερά» του Πρόντι στην Ιταλία στα γνωστά «πετυχημένα» αποτελέσματα. Οι απαντήσεις που δίνονται από τα αριστερά, είναι γεμάτες αμηχανία. Το γενικό μοτίβο είναι το εξής: πήγαμε όσο αριστερά μπορούσαμε, αυτό που φταίει είναι ότι η «κοινωνία» πιεσμένη από το φόβο που προκαλεί η κρίση, πάει προς τα δεξιά ή έχει χάσει κάθε πυξίδα προσανατολισμού προς τα αριστερά.
Ο πανεπιστημιακός Αριστείδης Μπαλτάς υπαινίσσεται μια τέτοια άποψη σε μια επιφυλλίδα του στην «Αυγή» της 9 Ιούνη:
«Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να πολιτικοποιήσει την εικόνα του δεν είναι αποτέλεσμα μόνο των επιθέσεων εναντίον του ή μόνο των δικών του αδυναμιών. Θα υποστήριζα ότι η αδυναμία αυτή συνιστά κατά κύριο λόγο μια ακόμη έκφραση της βαθύτατης κρίσης που περνάει ο τόπος. Κρίση όχι μόνον οικονομική, κοινωνική, οικολογική. Αλλά και κρίση αξιών και κρίση προοπτικής, κρίση με άδηλη διέξοδο ακόμη και βραχυπρόθεσμα, κρίση που θίγει όλους τους θεσμούς, όλα τα βάθρα εμπιστοσύνης, όλες τις βεβαιότητες, όλα τα δημόσια πρόσωπα. Πρόκειται για κρίση που δεν απασχολεί στα σοβαρά σχεδόν κανέναν, ενώ ταυτόχρονα όλοι δηλώνουν με περισσή ευκολία πως την αναγνωρίζουν. Και αυτό, όπως είναι προφανές, επιτείνει μέχρις εκρήξεως τα αδιέξοδα και καθιστά την κρίση βαθύτερη».
Δυο βδομάδες σχεδόν μετά, στην «Αυγή» της 20 Ιούνη, ένας άλλος πανεπιστημιακός του Συνασπισμού, ο Ε. Νικολαΐδης, διαπιστώνει κοινωνικές αιτίες που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα:
«Αναφέρω την οικοδόμηση ενός απολιτικού, καταναλωτικού ανθρώπου με χαμηλή αυτοεκτίμηση, στρεβλό σύστημα αξιών, έτοιμου να αποδεχθεί μοιρολατρικά ο,τιδήποτε ως δεδομένο, την απαξίωση της πολιτικής και απόψεις όπως ‘τίποτα δεν αλλάζει’, ‘όλοι είναι ίδιοι’».
Και θέτει το ερώτημα απαντώντας αμέσως: «Το ερώτημα είναι αν ένας σχηματισμός του 5% έχει τη δύναμη να ανατρέψει σε μία εκλογική αναμέτρηση τις παραπάνω διαμορφωμένες κοινωνικές καταστάσεις. Νομίζω ότι αυτό υπερβαίνει τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά το γεγονός ότι είχε επιτυχίες και δημιούργησε παρακαταθήκες που θα εκφραστούν και εκλογικά».
Παρόμοιες εξηγήσεις ακούγονται και από την ηγεσία του ΚΚΕ, που μπορεί να δηλώνει ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα, αλλά χρειάζεται να δώσει έστω κάποια εξήγηση για την απώλεια 150.000 ψήφων. Όταν οι θεωρίες της «μεγάλης προβοκάτσιας» δεν αρκούν, επιστρατεύεται το επιχείρημα ότι «με αυτό το επίπεδο της ταξικής συνείδησης», το κόμμα δεν μπορούσε να πάει και πολύ καλύτερα. Πώς θα ήταν διαφορετικά, αναρωτιέται για παράδειγμα ο Στ. Κρητικός στον «Ριζοσπάστη» της Κυριακής 14 Ιούνη:
«Δεν γίνεται με οργανωμένο το 10% περίπου της εργατικής τάξης στα συνδικάτα, με κυριαρχία των δυνάμεων των ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΣΥΝ σε αυτά, να περιμένουμε άλματα στη συνείδηση της εργατικής τάξης, επομένως και μεγάλη εκλογική άνοδο του ΚΚΕ.»
Είναι ο «δημόσιος χώρος της Αριστεράς», δηλαδή αυτό που θεωρεί κοινωνική της βάση, εκείνο που έχει το πρόβλημα; Είναι τα αποτελέσματα των εκλογών αντανάκλαση του «φόβου» που γεννάει η οικονομική και ιδεολογική κρίση του συστήματος; Και αν ναι, ποιός είναι ο ρόλος της αριστεράς;
Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, χρειάζεται καταρχήν μια σαφής απάντηση για το πώς διαμορφώνεται η ταξική συνείδηση στο καπιταλισμό και το κυριότερο πώς αλλάζει. Σ’ αυτή την προσπάθεια έχουμε να βασιστούμε σε μια ολόκληρη μαρξιστική παράδοση που είναι απολύτως απαραίτητο να την «ανακαλύψουμε» και να την αξιοποιήσουμε ξανά.
Η ταξική πάλη, οι ιδέες και η κρίση
Το νήμα για μια τέτοια ανάλυση το έχει δώσει ο ιταλός επαναστάτης μαρξιστής Αντόνιο Γκράμσι. Στα «Τετράδια της Φυλακής», εξηγούσε ότι η εργατική τάξη στον καπιταλισμό έχει μια διπλή, μια αντιφατική συνείδηση. Από τη μια, οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι κυρίαρχες ιδέες στην κοινωνία: οι ιδέες του ατομισμού, της αποδοχής ότι η κοινωνική ανισότητα και η εκμετάλλευση είναι η «φυσική τάξη» των πραγμάτων, ιδέες που διαιρούν τους εκμεταλλευόμενους, όπως ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, ο σεξισμός. Από την άλλη, όμως, η τάξη γεννάει και τις δικές της ιδέες, τις ιδέες της συλλογικής αντίστασης στο σύστημα, μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση.
«Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αυτός [ο εργάτης] έχει δυο θεωρητικές συνειδήσεις (ή μια αντιφατική συνείδηση): αυτή που υπονοείται στη δραστηριότητά του και η οποία τον ενώνει πραγματικά με τους συναδέλφους του στο μετασχηματισμό στη πράξη του πραγματικού κόσμου και σε εκείνη που διακρίνεται επιφανειακά ή φραστικά και την οποία έχει κληρονομήσει από το παρελθόν και την έχει αφομοιώσει άκριτα». 1
Είναι μεγάλο λάθος διανοούμενοι της αριστεράς να ξεχνάνε αυτή την ανάλυση και να θεωρούν τους εργαζόμενους και τη νεολαία ως ένα «άγραφο χαρτί», ως «μάζες» που άγονται και φέρονται από τις εντυπώσεις της στιγμής, τους «φόβους» τους. Ακόμα περισσότερο, να διαβλέπουν μια υποτιθέμενη παντοδυναμία του συστήματος να κατασκευάζει «απολιτικούς και καταναλωτικούς» ανθρώπους. Είναι μια αντιμετώπιση που αντιμετωπίζει τους «από κάτω» –την εργατική τάξη, τη νεολαία- σαν παθητικό αντικείμενο και όχι σαν ενεργό υποκείμενο που διαμορφώνει την ιστορία, έστω με ιδέες που μπορεί να είναι αντιφατικές.
Ολόκληρη η περασμένη δεκαετία, για να μην πάμε πιο πίσω, είναι γεμάτη με τέτοιες μικρές και μεγάλες στιγμές που δημιουργούν τη «συνείδηση που υπονοείται στη δραστηριότητά του και τον ενώνει πραγματικά με τους συναδέλφους του στο μετασχηματισμό στη πράξη του πραγματικού κόσμου». Είναι οι μικρές και μεγάλες στιγμές της ταξικής πάλης, οι πολιτικές και ιδεολογικές μάχες. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι το ΠΑΣΟΚ σήμερα δεν γεννάει τον ενθουσιασμό που γεννούσε έστω το ΠΑΣΟΚ του 1992, δεν έχει να κάνει «μόνο» με το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά του: η εργατική τάξη, ακόμα και τα τμήματά της που στηρίζουν ακόμα τη σοσιαλδημοκρατία, έχουν εμπειρίες αγώνα και σύγκρουσης με την κυβέρνηση του Σημίτη. Και αυτές οι εμπειρίες δεν σβήνονται.
Σε διαφορετικές στιγμές, διαφορετικά τμήματα της τάξης και της νεολαίας, έχουν δώσει μάχες και οικονομικές, αλλά και πολιτικές και ιδεολογικές: από το αντιπολεμικό κίνημα ως τις απεργίες των δασκάλων, τον απεργιακό ξεσηκωμό για το ασφαλιστικό πέρσι, από την αλληλεγγύη στο κίνημα του Σιάτλ και της Γένοβα το 2001 μέχρι τις φοιτητικές καταλήψεις το 2006-7 και την εξέγερση του Δεκέμβρη το 2008.
Αν χάσουμε αυτή την εικόνα από τα μάτια μας, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί μια μετανάστρια, η Κ. Κούνεβα, μπορεί να γίνει σύμβολο για όλους τους εργαζόμενους και τη νεολαία που αγωνίζονται ενάντια στις επιθέσεις της κυβέρνησης και των καπιταλιστών. Γιατί ο κόσμος που βγήκε στους δρόμους τον Δεκέμβρη ενάντια στην κυβέρνηση των δολοφόνων βγήκε ξανά, μαζικά και αποφασιστικά να διαδηλώσει τη συμπαράστασή του στην παλαιστινιακή Αντίσταση στη Γάζα. Γιατί οι εργάτες και οι εργάτριες του Λαναρά, παρά το φόβο που γεννάει η κρίση, έχουν το «θράσος» να κατασκηνώνουν στην πλατεία Συντάγματος, χωρίς η κυβέρνηση να μπορεί να απομονώσει τους «ταραξίες» ή γιατί οι εργαζόμενοι στον «Ελεύθερο Τύπο» κάνουν κατάληψη για να υπερασπίσουν τις δουλειές τους και διεκδικούν να κρατήσουν την εφημερίδα ανοιχτή με τον έλεγχό της στα χέρια τους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό είναι «το μέσο επίπεδο συνείδησης» της εργατικής τάξης σήμερα.
Είναι σωστή η επισήμανση που κάνει ο Α. Μπαλτάς, ότι η σημερινή κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά αφορά «και όλους τους θεσμούς, όλα τα βάθρα εμπιστοσύνης, όλες τις βεβαιότητες, όλα τα δημόσια πρόσωπα». Πραγματικά, η μεγαλύτερη οικονομική κρίση του καπιταλισμού από τη δεκαετία του ’30, προκαλεί και κρίση ιδεολογική και πολιτική. Είναι και κρίση των ιδεών που προπαγάνδιζαν ότι η αγορά είναι το μοναδικό σύστημα με το οποίο μπορεί να οργανωθεί αποτελεσματικά η κοινωνία, όλων των ιδεολογημάτων του νεοφιλελευθερισμού που έμοιαζαν «κοινή λογική» (για να ξαναθυμηθούμε τον Γκράμσι) και τώρα τρίζουν όπως οι τράπεζες και οι πολυεθνικές. Είναι προφανές ότι το σύστημα δεν «δουλεύει», δεν παράγει πλούτο που «κατρακυλάει» προς τα κάτω, αντίθετα είναι χαοτικό, παράλογο και καταστροφικό για τις ζωές μας. Την ίδια διαδικασία κρίσης και «απονομιμοποίησης» περνάνε και όλοι οι πολιτικοί και άλλοι θεσμοί και μηχανισμοί του συστήματος.
Η αστυνομία είναι ένας τέτοιος μηχανισμός. Η εξέγερση του Δεκέμβρη, με τη νεολαία να πετροβολάει αστυνομικά τμήματα, δεν ήταν μια στιγμιαία έκρηξη. Το «εύφλεκτο υλικό» είχε συσσωρευτεί ύστερα από χρόνια εμπειρίας ενός ολόκληρου κομματιού της φοιτητικής, μαθητικής νεολαίας και πια ενός κομματιού νέων εργαζόμενων- στο μαζικό κίνημα, με τα ΜΑΤ και τους ασφαλίτες να χτυπάνε διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις. Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει αντίστοιχα παραδείγματα, για τη «δικαιοσύνη», τα ΜΜΕ, την Εκκλησία.
Η αριστερά
Δεν υπάρχει αυτόματη αντανάκλαση αυτών των διεργασιών στο πολιτικό επίπεδο. Πάλι ο Γκράμσι στα ίδια κείμενα επέμενε στην κεφαλαιώδη σημασία που έχει η συνειδητή παρέμβαση του πολιτικού κόμματος σε τέτοιες διεργασίες:
«Μπορούμε να συγκροτήσουμε, σε μια συγκεκριμένη πρακτική, μια θεωρία η οποία από την στιγμή που ταυτίζεται με τα αποφασιστικά στοιχεία της ίδιας της πραχτικής, μπορεί να επιταχύνει την ιστορική διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη και να κάνει την πρακτική περισσότερο ομογενοποιημένη, περισσότερο
συνεκτική, πιο αποτελεσματική σε όλα τα στοιχεία της και έτσι, μ’ άλλα λόγια, να αναπτύξει τη δυναμική της στο μάξιμουμ».2
Ο Γκέοργκ Λούκατς είχε διατυπώσει με πιο σαφή γλώσσα την ίδια ανάγκη. Το 1924, με αφορμή το θάνατο του Λένιν έγραψε μια σειρά δοκίμια για τη συμβολή του Λένιν στο προχώρημα του μαρξισμού. Ένα από τα κεντρικά κείμενα αφορά τη λενινιστική κληρονομιά για το «ηγετικό κόμμα του προλεταριάτου». Επισημαίνει ότι το κόμμα που έχτισε ο Λένιν ήταν η ζωντανή ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη:
«…μια διπλή ρήξη με το μηχανιστικό φαταλισμό: τόσο μ’ εκείνον που αντιλαμβάνεται την ταξική συνείδηση του προλεταριάτου σαν ένα μηχανιστικό προϊόν της ταξικής του θέσης, όσο και μ’ εκείνον που στην ίδια την επανάσταση βλέπει μόνο τη μηχανιστική επίδραση των οικονομικών δυνάμεων που μοιραία απελευθερώνονται και που θα οδηγούσαν σχεδόν αυτόματα το προλεταριάτο στη νίκη, όταν οι αντικειμενικοί όροι της επανάστασης θα ήταν αρκετά ‘ώριμοι’. Γιατί αν έπρεπε να περιμένουμε να μπει το προλεταριάτο στον αποφασιστικό αγώνα ενιαία και ξεκάθαρα, δεν θα υπήρχε ποτέ επαναστατική κατάσταση. Από τη μια θα υπάρχουν πάντοτε προλεταριακά στρώματα που θα παρακολουθούν παθητικά τον απελευθερωτικό αγώνα της ίδιας τους της τάξης… Απ’ την άλλη, η στάση του ίδιου του προλεταριάτου, η αποφασιστικότητά του κι ο βαθμός ταξικής συνείδησής του δεν είναι σε καμιά περίπτωση κάτι που απορρέει από την οικονομική κατάσταση σαν μοιραία αναγκαιότητα».
Για να συμπεράνει: «Είναι αυτονόητο ότι το μεγαλύτερο και το καλύτερο κόμμα του κόσμου δεν μπορεί να ‘κάνει’ την επανάσταση. Ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο αντιδρά το προλεταριάτο σε μια δεδομένη κατάσταση εξαρτάται κατά πολύ απ’ τη διαύγεια και την ενεργητικότητα που το κόμμα είναι σε θέση να δώσει για τους ταξικούς στόχους του… Το κόμμα που έχει καθήκον την προετοιμασία της επανάστασης γίνεται ταυτόχρονα και στον ίδιο βαθμό έντασης παραγωγός και προϊόν, προϋπόθεση και καρπός των επαναστατικών μαζικών κινημάτων».3
Απ’ αυτήν την άποψη, η κρίση με όλες αυτές τις πτυχές της είναι προνομιακό πεδίο για την αριστερά να ξεδιπλώσει τη δράση και την πολιτική προοπτική της. Όμως, όπως εξηγούμε σε άλλο άρθρο αυτού του περιοδικού, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΚΚΕ, αρνήθηκαν, το κάθε κόμμα με τον τρόπο του, να δώσουν αυτή τη μάχη. Δεν προσπάθησαν να αναπτύξουν «στο μάξιμουμ της δυναμικής τους» τα στοιχεία της υπάρχουσας «πρακτικής» του κινήματος. Κάθε φορά που το κίνημα έφτανε σε σημεία - καμπή, ήταν εκεί για να «συμβουλέψουν» και να ρίξουν το πολιτικό και οργανωτικό τους βάρος, προς την «αυτοσυγκράτηση», την αποκλιμάκωση, τον ψεύτικο ρεαλισμό και τον συμβιβασμό.
Αν δεν υπάρχει η πολιτική πρωτοβουλία να συνεχιστούν οι μάχες, να κλιμακωθούν, τότε δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι τα πράγματα θα παραμείνουν όπως έχουν. Η πρωτοβουλία θα περάσει στο στρατόπεδο του αντιπάλου, της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης. Η παρουσία κι η αποφασιστικότητα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στα πανεπιστήμια, σήμαινε ότι όταν κατέρρευσε η προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 16, η μάχη συνεχίστηκε ενάντια στην εφαρμογή του νόμου-πλαίσιο παρόλο που είχε ψηφιστεί στη βουλή κι είχε γίνει «νόμος του κράτους». Δυο χρόνια μετά, αυτός ο νόμος δεν έχει καταφέρει να εφαρμοστεί κι η κυβέρνηση προσπαθεί απεγνωσμένα να πάρει την πρωτοβουλία στήνοντας «διαλόγους».
Τον Δεκέμβρη υπήρχε ένα κρίσιμο σημείο - καμπή: η γενική απεργία στις 10 του μηνός άνοιγε τη δυνατότητα να μπει η οργανωμένη εργατική τάξη στη μάχη ενάντια στην κυβέρνηση των δολοφόνων. Όμως, τα δυο κόμματα της αριστεράς αρνήθηκαν με τη στάση τους αυτή την ευκαιρία. Η συνέχεια ήταν η συστηματική ιδεολογική αντεπίθεση της κυβέρνησης, στους «κουκουλοφόρους» και στους μετανάστες. Η κοινοβουλευτική αριστερά δεν απάντησε σε αυτή την εκστρατεία. Το αποτέλεσμα ήταν η δυνατότητα στον Καρατζαφέρη να δημαγωγήσει και να κερδίσει εκλογικά. Σε μια δημοσκόπηση της Public Issue τον Μάη, μόλις το 2% απαντούσε ότι η «λαθρο»μετανάστευση είναι το «σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας». Τον Ιούνη, το ποσοστό είχε σκαρφαλώσει στο 18%.4
Η «αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να πολιτικοποιήσει την εικόνα του», στην οποία αναφέρεται ο Μπαλτάς, δεν είχε να κάνει με «αντικειμενικούς» παράγοντες. Η ίδια η πολιτική του ήταν και παραμένει το πρόβλημα. Όπως και το ΚΚΕ, αναφέρονται στο κίνημα των εργαζόμενων και της νεολαίας, εκεί είναι οι ρίζες και η βάση τους. Όμως, το αντιμετωπίζουν εν τέλει ως μια δεξαμενή ψηφοφόρων που θα στηρίξουν με τη ψήφο τους την κοινοβουλευτική στρατηγική που χαράζουν οι ηγεσίες της αριστεράς. Αντί να παίζουν το ρόλο του παράγοντα που ξεκαθαρίζει ιδέες, γενικεύει τις μάχες, ενώνει τους αγώνες, φτάνουν να αντανακλούν μέσα στα κίνημα όλες τις πιέσεις που βάζει το αντίπαλο ταξικό στρατόπεδο.
Το είδαμε αυτό όλους αυτούς τους τελευταίους μήνες, όταν η κυβέρνηση κι η άρχουσα τάξη χρησιμοποίησαν το χαρτί του «νόμου και της τάξης» με τον πιο ξετσίπωτο ρατσισμό σε μια ιδεολογική αντεπίθεση στο κίνημα και στα πιο πρωτοπόρα και μαχητικά κομμάτια του. Η απάντηση από τη πλευρά και των δυο αριστερών ηγεσιών ήταν η σιωπή και η προσαρμογή. Γι’ αυτό έφτασαν να κάνουν την πιο απολίτικη προεκλογική εκστρατεία των τελευταίων χρόνων: από τις αφίσες του ΣΥΡΙΖΑ που συμβούλευαν τους 19χρονους να ψηφίζουν με ανοιχτά μάτια και να φιλάνε με κλειστά, στο «σου είπαν ψέματα - τιμώρησέ τους» του ΚΚΕ.
Ο προβληματισμός που αναπτύσσεται αυτή την περίοδο στις γραμμές της αριστεράς δεν πρέπει να στραφεί στην αδιέξοδη κατεύθυνση να ρίχνεται το φταίξιμο για τις ήττες της στο κόσμο που όχι μόνο υποφέρει από τη κρίση του συστήματος, αλλά και παλεύει για να μην φορτωθεί τις συνέπειές της. Μόνο σε δεξιά προσαρμογή μπορεί να οδηγήσει η αποδοχή τέτοιων αναλύσεων. Αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή το κίνημα είναι στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: μια δυνατή αντικαπιταλιστική αριστερά που θα πρωτοστατεί στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες με ξεκάθαρη προοπτική, την επανάσταση και τον σοσιαλισμό.
(1) Chris Harman, Chris Bambery «Αντόνιο Γκράμσι» Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2007, σελ. 47-48
(2 Οπ, σελ. 8-9.
(3 Γκέοργκ Λούκατς, «Η σκέψη του Λένιν», Σύγχρονη Εποχή 1990, σελ. 37-38 και 39.
(4) «Καθημερινή», 21 Ιούνη.