Άρθρο
Μετά την εκλογική άνοδο του ΛΑΟΣ - Σκούπα στους Φασίστες!

Εξώφυλλο του τευχους 75

Ας μην περιμένουμε πότε θα βγάλουν τις γραβάτες οι φασίστες με τα πολιτικά, υποστηρίζει ο Κώστας Πίττας. Η κοινή δράση μπορεί να τους ξαναγυρίσει πίσω.

Το 7,15% και οι 366.000 ψήφοι του ΛΑΟΣ ήταν αναμφισβήτητα το χειρότερο από τα μηνύματα που έστειλαν τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών της 7 Ιούνη. Η άνοδος των ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων είναι ένα φαινόμενο που οι εκλογές κατέγραψαν σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στη Βρετανία, το ναζιστικό ΒΝΡ έβγαλε για πρώτη φορά δύο ευρωβουλευτές. Στην Ολλανδία, το ακροδεξιό ισλαμοφοβικό Κόμμα της Ελευθερίας του Γκέερτ Βίλντερς ήλθε δεύτερο με 17%. Στην Ουγγαρία, το ρατσιστικό αντι-Ρομά κόμμα Jobbic βγήκε τρίτο με τρεις ευρωβουλευτές. Στη Σλοβακία, οι φασίστες κέρδισαν την πρώτη τους έδρα στο ευρωκοινοβούλιο και 19,4%. Στην Αυστρία, τα δυο κόμματα της κληρονομιάς του ναζί Χάιντερ πήραν αθροιστικά 18%. Βέβαια, τα πράγματα δεν πήγαν παντού τόσο καλά για την ακροδεξιά: στην Γαλλία, το φασιστικό Εθνικό Μέτωπο του Λεπέν έχασε τέσσερις από τις έδρες του και πήρε 6,5%, δηλαδή είχε πτώση κατά 3,3 ποσοστιαίες μονάδες.

Μπορεί λόγω της αποχής η πραγματική άνοδος του ΛΑΟΣ σε ψήφους να είναι αρκετά μικρότερη απ' όσο δείχνει το ψηλό ποσοστό του και σίγουρα δεν είναι αναγκαστικά ρατσιστές, ούτε βέβαια φασίστες, όλοι αυτοί που το ψήφισαν. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο κίνδυνος από την ενίσχυση του Καρατζαφέρη είναι λιγότερο υπαρκτός: οι “γραβατωμένοι φασίστες” νομιμοποιούνται ακόμα περισσότερο να εμφανίζονται ως επίσημοι συνομιλητές και “εκφραστές ενός τμήματος της κοινωνίας”, να απλώνουν το ρατσιστικό τους δηλητήριο και να πιέζουν για την “ανάγκη σκληρής επιβολής του νόμου και της τάξης”.

Η άνοδος του ΛΑΟΣ είναι μια προειδοποίηση για όλους: να μην αφήσουμε την κοινωνική πόλωση να στραφεί προς την ακροδεξιά και να μην δώσουμε στους φασίστες κανένα περιθώριο να αποκτήσουν τις ρίζες που σήμερα δεν έχουν και να μετατρέψουν έτσι την παθητική (και ακόμα περιορισμένη) εκλογική υποστήριξη σε ναζιστικές ορδές όπως την δεκαετία του '30.

Διπλή μάχη

Αυτά προφανώς δεν σημαίνουν πως βρισκόμαστε στα πρόθυρα της επικράτησης του φασισμού. Σημαίνουν, όμως, ότι η ενίσχυση της ακροδεξιάς δεν πρέπει ούτε να υποτιμηθεί, ούτε να προκαλέσει παράλυση. Χρειάζεται να χτυπηθεί οργανωμένα στη βάση της. Η ευθύνη για να γίνει αυτό πράξη πέφτει στους ώμους της Αριστεράς. Για να το καταφέρει απαιτείται να δωθεί μια διπλή και ταυτόχρονη μάχη: η ενιαιομετωπική πολιτική σύγκρουση με τον ρατσισμό και τους φασίστες. Και το δυνάμωμα της εργατικής αντίστασης που χτυπά τις αιτίες που τροφοδοτούν την εκλογική άνοδο της ακροδεξιάς μέσα στην καπιταλιστική κρίση.

Συχνά ακούγεται ακόμα και μέσα στην Αριστερά, πως δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε το ΛΑΟΣ με τον ίδιο τρόπο όπως ένα φασιστικό κόμμα, πως η ακροδεξιά στην Ευρώπη σήμερα είναι ρατσιστική, ξενοφοβική, δημαγωγοί, λαϊκιστές και τραμπούκοι, αλλά δεν είναι το ίδιο με τους φασίστες και τους ναζί της δεκαετίας του '20 και του '30. Ο ρόλος που παίζουν σήμερα είναι να παρασύρουν όλο το πολιτικό σύστημα προς τα δεξιά και επομένως “τα βασικά πυρά μας πρέπει να συνεχίσουν να κατευθύνονται εναντίον του νεοφιλελεύθερου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και των βασικών πολιτικών εκφραστών του”. Μια τέτοια αντιμετώπιση εμπεριέχει κινδύνους. Και γιατί υποτιμά τον κίνδυνο από την αύξηση της επιρροής των φασιστών, αλλά και γιατί στερεί το εργατικό κίνημα από ένα πολιτικό μέτωπο, από έναν πολιτικό αγώνα, που αν δοθεί αποτελεσματικά μπορεί να ενισχύσει την συνολική πάλη ενάντια στον καπιταλισμό.

Το ΛΑΟΣ είναι ένα ρατσιστικό κόμμα σαν την Λίγκα του Βορρά στην Ιταλία, που μέσα του συσπειρώνει ανοικτούς φασίστες και φασιστικές οργανώσεις. Ο Καρατζαφέρης δεν ήλθε από το πουθενά. Ήταν γνωστός φιλοβασιλικός την εποχή της Μεταπολίτευσης τη δεκαετία του '70 και εκδότης του έντυπου “Το στέμμα της δημοκρατίας”. Μετά το 1981 προσέγγισε τη Νέα Δημοκρατία. Το 1989 με τη στήριξη του Μητσοτάκη έγινε κάτοχος του καναλιού Tele City (σήμερα Τηλε-Αστυ) το οποίο χρησιμοποίησε για να προβάλλει το προσωπικό του πολιτικό προφίλ και να διευρύνει την επιρροή του στους ακροδεξιούς ψηφοφόρους της ΝΔ ως σκληρός εθνικόφρονας και προστάτης των «κατατρεγμένων» χουντικών, βασιλικών κλπ. Μετά την ήττα της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 1996 κάλεσε ανοιχτά σε εκλογική συστράτευση την Χρυσή Αυγή και κάθε ακροδεξιά οργάνωση. Ο Καρατζαφέρης αξιοποίησε το κανάλι του για ακόμα μεγαλύτερα ακροδεξιά ανοίγματα, προσφέροντας εκπομπές στον φύρερ του ελληνικού νεοναζισμού Κώστα Πλεύρη (τον πατέρα του σημερινού ευρωβουλευτή του ΛΑΟΣ) και στον θαυμαστή του Λεπέν και αρχηγό του Ελληνικού Μετώπου Μάκη Βορίδη (ο οποίος όταν ήταν φοιτητής είχε διαγραφεί από το Σύλλογο της Νομικής για την ακροδεξιά του δράση). Τον Σεπτέμβρη του 2000, ο Καρατζαφέρης ίδρυσε το ΛΑΟΣ του οποίου ως ιδρυτικό μέλος εμφανίζεται και ο Πλεύρης, ενώ το 2005 στο κόμμα εντάσσεται το Ελληνικό Μέτωπο του Βορίδη.

Και μόνο αυτά τα ελάχιστα στοιχεία της πορείας που διάνυσε ο Καρατζαφέρης μέχρι σήμερα, αρκούν για να δείξουν ότι πίσω από το λαϊκίστικο προσωπείο του ΛΑΟΣ, κρύβεται ένα ακροδεξιό ρατσιστικό κόμμα και μια σφηγκοφωλιά παλιών και νέων φασιστών.

“Ο ιστορικός ρόλος του φασισμού”, έγραφε ο Τρότσκι τη δεκαετία του '30, “είναι να συντρίψει την εργατική τάξη, να διαλύσει τις οργανώσεις της και να ξεριζώσει τις πολιτικές ελευθερίες, όταν οι καπιταλιστές νοιώθουν ανίσχυροι να κυβερνούν και να επιβάλλουν την κυριαρχία τους με τη βοήθεια του μηχανισμού της δημοκρατίας”. Είναι γεγονός ότι οι φασίστες μπορούν να έλθουν στην εξουσία μόνο κάτω από δύο προϋποθέσεις: να βρίσκεται η άρχουσα τάξη σε τόσο μεγάλη απόγνωση που να είναι έτοιμη να εγκαταλείψει τη σχετική σταθερότητα του συνηθισμένου τρόπου που κυβερνά και να πάρει το ρίσκο να συνδέσει τις τύχες της με τους ιδεολογικά ντοπαρισμένους τραμπούκους των φασιστικών συμμοριών. Και η δεύτερη προϋπόθεση είναι να έχουν αποδείξει οι ίδιοι οι φασίστες πως μπορούν να γίνουν τα φερέγγυα όργανα των καπιταλιστών έχοντας συγκροτήσει μια οργανωμένη δύναμη που μπορεί να τρομοκρατεί μια διαιρεμένη και αποδυναμωμένη εργατική τάξη.

Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι έκτισαν τέτοιες οργανώσεις τραμπούκων χρησιμοποιώντας σαν υλικό, όπως έλεγε πάλι ο Τρότσκι, “τις πλάτες των μικροαστών τους οποίους μετέτρεψαν σε πολιορκητικό κριό ενάντια στην εργατική τάξη. Σαν καθεστώς, όμως, ο φασισμός απέχει πολύ από το να είναι η εξουσία των μικροαστών. Απεναντίας, είναι η πιο ανεξέλεγκτη κυριαρχία του κεφάλαιου”. Οι φασίστες χρειάστηκαν την πολιτική και οικονομική στήριξη των γερμανών και ιταλών μεγαλοβιομήχανων, των Τύσσεν και των Ανιέλι για να κυριαρχήσουν. Ο Χίτλερ και μέχρις ένα βαθμό ο Μουσολίνι εκλέχτηκαν με εκλογές ή με την συγκατάθεση του κοινοβουλίου. Χρησιμοποίησαν το δημοκρατικό σύστημα για να καταστρέψουν τη δημοκρατία.

Εμπειρία

Η Αριστερά έχει στο οπλοστάσιό της μια πολύ πλούσια εμπειρία – θετική και αρνητική – για το πώς μπορούμε να σταματήσουμε τους φασίστες. Η δύναμη για να σταματήσει την άνοδο του φασισμού τη δεκαετία του '30 υπήρχε: ήταν η εργατική τάξη και οι οργανώσεις της που κάθε άλλο παρά αδύναμες ήταν (η Γερμανία είχε το ισχυρότερο εργατικό κίνημα σε ολόκληρη την Ευρώπη). Όμως, η κυρίαρχη δύναμη μέσα στα συνδικάτα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), αρνιόταν να κινητοποιήσει την εργατική τάξη ενάντια στους ναζί και ήταν προσανατολισμένο αποκλειστικά στην κοινοβουλευτική δράση. Το 1932 ψήφισε τον αντιδραστικό στρατάρχη Χίντενμπουργκ σαν πρόεδρο θεωρώντας τον σαν μικρότερο κακό απέναντι στον Χίτλερ. Λίγο καιρό αργότερα ο στρατάρχης διόρισε τον Χίτλερ καγγελάριο.

Η στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) έκανε αδύνατη κάθε ενιαιομετωπική απεύθυνση στους σοσιαλδημοκράτες εργάτες για κοινή δράση ενάντια στους φασίστες. Η ηγεσία του KPD, από τη μια υποτιμούσε τελείως τον ναζιστικό κίνδυνο («Μετά τον κύριο Χίτλερ, έρχεται η σειρά μας», έγραφε η εφημερίδα του KPD) κι από την άλλη, σύμφωνα με τις εντολές του Στάλιν, θεωρούσε (όπως και οι ηγεσίες όλων των Κομμουνιστικών Κομμάτων) πως ο κύριος εχθρός είναι οι Σοσιαλδημοκράτες κι όχι οι ναζί. Αυτή η αριστερίστικη τακτική διέσπασε το εργατικό κίνημα αφαιρώντας κάθε δυνατότητα αντίστασης στον Χίτλερ.

Δυο χρόνια αργότερα τα Κομμουνιστικά Κόμματα αναγκάστηκαν να αλλάξουν αυτή την καταστροφική τακτική κάτω από την πίεση της εργατικής τους βάσης. Το 1934, κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες εργάτες στο Παρίσι, κάτω από το σύνθημα «Ενότητα! Ενότητα!», ένωσαν αυθόρμητα τις δυο ξεχωριστές πορείες που είχαν καλέσει τα κόμματά τους και απομόνωσαν τους φασίστες που είχαν αρχίσει να σηκώνουν κεφάλι και στη Γαλλία. Αυτή η πολιτική μάχη δυνάμωσε το κίνημα και επηρέασε συνολικά τις εξελίξεις. Η νίκη ενάντια στους φασίστες έδωσε το έναυσμα για μεγάλους οικονομικούς απεργιακούς αγώνες που κορυφώθηκαν στην μεγάλη εργατική έκρηξη του 1936.

Σήμερα οι φασίστες, χωρίς να έχουν εγκαταλείψει τις τραμπούκικες επιθέσεις ενάντια σε μετανάστες, νεολαίους και αριστερούς, επιδιώκουν σαν κεντρικό πολιτικό τους στόχο την εκλογική επιτυχία πριν ρίξουν το βάρος στην “κυριαρχία των δρόμων”. Από τη μια, η μνήμη των χιτλερικών στρατοπέδων συγκέντρωσης έχει συνδέσει τις φασιστικές ιδέες με την μαζική δολοφονία εκατομμυρίων ανθρώπων. Κι από την άλλη, γνωρίζουν πως οι απόπειρες να επιβάλλουν την τρομοκρατία τους στους δρόμους μπορεί να τσακιστεί από την ενωμένη μαζική εργατική αντίσταση. Γι’ αυτό κρύβουν επιμελώς το πραγματικό τους πρόσωπο και έχουν φορέσει το κοστούμι του αξιοσέβαστου συντηρητικού πολιτικού που συνδυάζει την ρατσιστική και εθνικιστική ρητορεία με «αντιπλουτοκρατικές» και «αντιαμερικάνικες» κορώνες για να δημιουργήσουν την εκλογική βάση που χρειάζονται.

Η πορεία των φασιστών στη Γαλλία τις τελευταίες δεκαετίες είναι ένα παράδειγμα. Το Εθνικό Μέτωπο δημιουργήθηκε το 1972 από τον Λεπέν, ένα δηλωμένο νεοναζί που το 1968 είχε καταδικαστεί γιατί διακινούσε ηχογραφημένες ομιλίες του Χίτλερ. Το 1981, ο Λεπέν δεν μπορούσε καν να συγκεντρώσει τις 500 υπογραφές εκλεγμένων δημοτικών συμβούλων ώστε να μπορέσει να βάλει υποψηφιότητα για πρόεδρος. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1993 έφτασε στο ανατριχιαστικό ποσοστό 14,94%! Στα χρόνια που μεσολάβησαν ο Λεπέν αξιοποίησε στο έπακρο τρία πράγματα:

τη βαθειά δυσαρέσκεια και την απογοήτευση από την αντεργατική πολιτική του “σοσιαλιστή” Μιτεράν. Το ρατσιστικό κλίμα που τροφοδοτήθηκε απ' όλα τα παραδοσιακά κόμματα, κάτι που ο Λεπέν εκμεταλλεύτηκε για να ισχυριστεί ότι ο ίδιος δικαιώνεται απολύτως. Και το γεγονός ότι το Εθνικό Μέτωπο και οι ρατσιστικές επιθέσεις, αρχικά συνάντησαν ελάχιστη αντίσταση από την Αριστερά. Οι δήμαρχοι του Κομμουνιστικού Κόμματος κατεδάφιζαν κτίρια για να μην καταληφθούν από “παράνομους” άστεγους μετανάστες, ενώ οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς υποτίμησαν την άνοδο των φασιστών (η Lutte Ouvriere, για παράδειγμα, θεωρούσε πως δεν χρειαζόταν καμιά δράση ειδικά ενάντια στο Εθνικό Μέτωπο, αλλά αρκούσε να δυναμώσει το εργατικό κίνημα και αυτομάτως οι νεοναζί θα έμπαιναν στο περιθώριο, ενώ για την LCR η δράση για μια ενιαιομετωπική πάλη ενάντια στο φασισμό δεν θεωρήθηκε ζήτημα προτεραιότητας).

Η “Χρυσή Αυγή”

Και στην Ελλάδα οι φασίστες έκαναν στις αρχές του 1990 την απόπειρα να εμφανιστούν. Η αντιμετώπιση των νεοναζί της Χρυσής Αυγής, του Στόχου και του Ελληνικού Μέτωπο τις δυο τελευταίες δεκαετίες είναι πλούσια από χρήσιμες εμπειρίες που χρειάζεται να θυμηθούμε. Εμπειρίες που δείχνουν ότι το μέτωπο ενάντια στον ρατσισμό και τους φασίστες δεν είναι συγκυριακό και ότι μπορεί να έχει μαζική απεύθυνση, να αγκαλιάσει τον κόσμο στα συνδικάτα και στις γειτονιές και να απομονώσει τους νοσταλγούς του Χίτλερ.

Στα τέλη του 1993 οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής είχαν ξεκινήσει μια σειρά επιθέσεις σε μαθητές. Σε μια από αυτές χάραξαν έναν αγκυλωτό σταυρό στο μέτωπο μιας μαθήτριας του ΕΠΛ Αμπελοκήπων. Στις 12 Νοέμβρη του 1993, χιλιάδες μαθητές πλημμύρισαν το κέντρο της Αθήνας κατεβαίνοντας σε μια διαδήλωση με κεντρικά συνθήματα “ποτέ ξανά φασισμός” και “να κλείσουν τα γραφεία της Χρυσής Αυγής”. Το αποτέλεσμα ήταν η απομόνωση των νεοναζί στα σχολεία όπου για μεγάλο διάστημα δεν τόλμησαν να ξαναεμφανιστούν.

Τον Γενάρη της ίδιας χρονιάς, το Εργατικό Κέντρο Ξάνθης είχε οργανώσει μεγάλη διαδήλωση στην πόλη για να καταγγείλει την επίθεση των φασιστών του τοπικού παραρτήματος του Στόχου σε αντιπολεμικη εκδήλωση της ΟΣΕ (όπως λεγόταν τότε το ΣΕΚ). Στη διαδήλωση καλούσαν με κοινή αφίσα η τοπική ΕΛΜΕ, ο συλλογος δασκάλων, ο σύλλογος φοιτητών, το ΚΚΕ, ο ΣΥΝ, το ΠΑΣΟΚ, η ΟΣΕ, το ΚΚΕ (μ-λ). Η φασιστική συμμορία των Στοχικών (“Το γεράκι της Θράκης”), που ήταν η ίδια που είχε πρωτοστατήσει στα πογκρόμ ενάντια στη μειονότητα, κυριολεκτικά έσβησε από το χάρτη.

Στις 29 Φλεβάρη του 1996, στον Πειραιά, χιλιάδες διαδήλωσαν σε ένα μεγάλο αντιφασιστικό συλλαλητήριο με την συμμετοχή του Εργατικού Κέντρου. Το συλλαλητήριο οργανώθηκε σαν απάντηση στις δολοφονικές επιθέσεις Χρυσαυγιτών που χρησιμοποιούσαν σαν ορμητήριο τα γραφεία τους που μόλις είχαν ανοίξει στην πόλη. Για μια ακόμα φορά οι νεοναζί αναγκαστηκαν να λουφάξουν.

Μια από τις γειτονιές που η Χρυσή Αυγή ήθελε να κάνει “δικό της” γκέτο ήταν η Κυψέλη. Τον Απρίλη του 1996 τραμπούκοι επιτέθηκαν και τραυμάτισαν αριστερούς αγωνιστές που διακινούσαν την Εργατική Αλληλεγγύη στην Φωκίωνος Νέγρη. Η απάντηση ήλθε άμεσα με μαζικές πικετοφορίες και συνεχείς αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές εξορμήσεις στη γειτονιά, ακόμα και δικαστικές διώξεις που συνοδεύονταν με κινητοποιήσεις στα δικαστήρια της Ευελπίδων. Τρεις Χρυσαυγίτες καταδικάστηκαν, ανάμεσά τους και ηγετικά στελέχη τους. Για τρία χρόνια δεν τόλμησαν να ξαναεμφανιστούν στην περιοχή. Όταν ξαναδοκίμασαν το 2000 να οργανώσουν επιθέσεις σε αντιρατσιστές στην πλατεία Κυψέλης, πήραν ξανά την ίδια μαζική απάντηση. Έτσι τους διώξαμε από την Κυψέλη.

Τον χειμώνα του 1999, το Ελληνικό Μέτωπο του Βορίδη ξεκίνησε μια εκστρατεία “επιτροπών κατοίκων” για να φύγουν οι Κούρδοι πρόσφυγες από την πλατεία Κουμουνδούρου. Με μαζική καμπάνια στην περιοχή και ένα μαζικό αντιρατσιστικό συλλαλητήριο στις 10 Φλεβάρη, στο οποιο συμμετείχαν για πρώτη φορά μέχρι τότε χιλιάδες μετανάστες, όχι μόνο Κούρδοι, αλλά και Αφρικανοί και Αλβανοί, τα σχέδια του Βορίδη δεν πέρασαν και οι “επιτροπές κατοίκων” διαλύθηκαν.

Από την αντιφασιστική Πρωτομαγιά του 1998, όταν χιλιάδες απεργοί διαδήλωσαν μετά το τέλος της συγκέντρωσης προς την πλατεία Κολοκοτρώνη για να εμποδίσουν την Χρυσή Αυγή να κάνει συγκέντρωση με σύνθημα “έξω οι ξένοι” και ανάγκασαν την κυβέρνηση να την απαγορεύσει, μέχρι τον Ιούνη του 1999 με τις μαζικές φοιτητικές αντιφασιστικές διαδηλώσεις όταν οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής επιχείρησαν να δολοφονήσουν το μέλος του ΝΑΡ Δημήτρη Κουσουρή στα δικαστήρια της Ευελπίδων, οι κινητοποιήσεις απομόνωσαν τους φασίστες. Έτσι όταν η Χρυσή Αυγή επιχείρησε να στήσει ένα ευρωφασιστικό κάμπινγκ το φθινόπωρο του 2005, έφυγε κυνηγημένη από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Όταν επιχείρησε να ξαναεμφανιστεί με επιθέσεις ενάντια σε μετανάστες μετά τις εκλογές το 2007 βρέθηκε αντιμέτωπη με μαζικές κινητοποιήσεις – συλλαλητήρια σε γειτονιές όπως η Νίκαια, η Ν. Ιωνία, ο Ρέντης, το Αιγάλεω.

Επιλογές

Αυτή την εμπειρία χρειαζεται να αξιοποιήσουμε για να κτίσουμε ένα κίνημα ενιαίο και δυνατό τόσο ενάντια στον ρατσισμό, όσο ενάντια και στους φασίστες. Το καθήκον αυτής της πρωτοβουλίας πέφτει πάνω στους ώμους της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Με καθαρές επιλογές.

Πρώτο, να αποκαλύπτουμε τους φασίστες σαν αυτό που πραγματικά είναι: νοσταλγοί του Χίτλερ και του Ολοκαυτώματος. Είναι αυτοί που πίσω από τους λαϊκισμούς του Καρατζαφέρη θέλουν να μας χωρίσουν με βάση το χρώμα, τη θρησκεία, την καταγωγή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Αυτοί που θέλουν να στρέψουν την οργή μας ενάντια στους μετανάστες κι όχι ενάντια στους τραπεζίτες, τους βιομήχανους που απολύουν και την κυβέρνηση. Αυτοί που, ας μην αμφιβάλλουμε, αν και όταν χρειαστεί, η άρχουσα τάξη θα τους καλέσει για να επαναλάβουν τα εγκλήματα των ναζί της δεκαετίας του '30. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να αποκόψουμε πολλούς από τους χαλαρούς “οπαδούς” τους από το σκληρό νεοναζιστικό πυρήνα.

Δεύτερο, χρειάζεται να τους απομονώσουμε. Είναι λάθος η άποψη ότι “καλύτερα να τους αγνοήσουμε”. Χρειάζεται να οργανώνουμε μαζικές αντιφασιστικές κινητοποιήσεις κάθε φορά που αφήνουν “τις γραβάτες” για να βγουν στο δρόμο και να επιβάλλουν την τρομοκρατία τους. Η ανάγκη για μια τέτοια δράση δεν είναι αφηρημένη. Αν οι φασίστες δεν συναντήσουν άμεση αντίσταση στις τραμπούκικες επιθέσεις τους ενάντια σε μετανάστες, νεολαίους, εργαζόμενους, αριστερούς, αν δεν εμποδιστούν να κάνουν τις “παρελάσεις” τους, τότε τους δίνεται η δυνατότητα με την τρομοκρατία να εξαναγκάζουν σε σιωπή όσους δεν συμφωνούν μαζί τους, να εμφανίζονται σαν παντοδύναμοι και να γίνονται πόλος έλξης για τους μικροαστούς και για κάθε λογής περιθωριακά στοιχεία. Αυτός είναι ο λόγος που χρειάζεται να είμαστε σε ετοιμότητα να πάρουμε πρωτοβουλίες να συγκρουστούμε μαζί τους και να τους απωθήσουμε από τους δρόμους.

Τρίτο, η πάλη ενάντια στους φασίστες δεν είναι υπόθεση μόνο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, μπορεί να γίνει αποτελεσματική με την πιο πλατιά και μαζική απεύθυνση. Αφορά το σύνολο των εργατών, ανεξάρτητα από την πολιτική τους προτίμηση. Είναι μια πολιτική μάχη που μπορεί να δοθεί ενιαιομετωπικά με τους πιο μαζικούς όρους. Γι' αυτό καλούμε σε ενωτικές κινητοποιήσεις κάθε αριστερό κόμμα και κάθε μαζική οργάνωση της εργατικής τάξης και της νεολαίας, συνδικάτα και συλλόγους, ανεξάρτητα από την ηγεσία που έχουν.

Όμως, δεν φτάνει μόνο η πάλη ενάντια στο ρατσισμό και τους φασίστες. Χρειάζεται να πολεμήσουμε τις αιτίες που τους δίνουν έδαφος για την εγκληματική δράση τους – την ανεργία, την φτώχεια, τον καπιταλισμό και τις κυβερνήσεις που πριμοδοτούν τους φασίστες παίζοντας το χαρτί του ρατσισμού για να διαιρέσουν τους εργάτες και τη νεολαία. Κάθε μάχη που δίνουμε για να οργανώσουμε το δυνάμωμα του εργατικού κινήματος από τα κάτω και για να πληρώσουν την κρίση οι καπιταλιστές, ενισχύει την συλλογικότητα, την ενότητα και την αυτοπεποίθηση των εργατών και αδυνατίζει την όποια επιρροή των ρατσιστικών ιδεών. Και χρειάζεται επίσης να προβάλλουμε την προοπτική της ανατροπής αυτού του άδικου συστήματος και το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση.

Η καπιταλιστική κρίση και η πολιτική αστάθεια σήμερα αναδεικνύουν ζητήματα παρόμοια με τη δεκαετία του '30. Η δράση και οι πρωτοβουλίες που θα πάρει η αντικαπιταλιστική αριστερά θα είναι καθοριστικές για το αν η κρίση αυτή θα ανοίξει το δρόμο για την ανατροπή του συστήματος που κουβαλά φτώχεια, ρατσισμό, πολέμους και φασίστες, ή θα οδηγήσει σε νέα “μεσάνυχτα του αιώνα”.