Άρθρο
Θρησκεία & κινήματα

Εξώφυλλο του τευχους 75

Ο Νίκος Λούντος ανοίγει τη συζήτηση για τη στάση της Αριστεράς απέναντι στις ρατσιστικές επιθέσεις σε βάρος του Ισλάμ.

Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Ιράκ και τη Σομαλία και η συνολική αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής άλλαξαν τη θρησκευτική σύνθεση των μεταναστών στην Ελλάδα. Ένα μεγάλο μέρος των μεταναστών και των προσφύγων που έχουν ήδη έρθει ή θα έρθουν στην Ελλάδα είναι μουσουλμάνοι. Η κυβέρνηση και οι φασίστες έκαναν στροφή στο ρεπερτόριό τους, εντάσσοντας και τη θρησκεία στα στοιχεία που χωρίζουν τους ντόπιους από τους ξένους εργάτες. Το γεγονός ότι είναι μουσουλμάνοι κάνει τους μετανάστες “διπλά επικίνδυνους”, ακόμη περισσότερο “ξένους”. Η αστυνομία στοχοποιεί τους μουσουλμάνους προσβάλλοντας την πίστη τους και απειλώντας τα τζαμιά. Η Αριστερά πρέπει από τη μεριά της να ανταποκριθεί σε αυτή την αλλαγή, μπαίνοντας στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης των θρησκευτικών δικαιωμάτων των μεταναστών και παλεύοντας ενάντια στην ιδεολογική επίθεση της ισλαμοφοβίας.

Οι μουσουλμάνοι μετανάστες στην Ελλάδα στη δεκαετία του '90 έμοιαζαν αόρατοι. Το πρώτο μαζικό κύμα μετανάστευσης προερχόταν τότε

κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη. Οι μετανάστες ήταν πλειοψηφικά χριστιανοί. Μουσουλμάνοι μετανάστες υπήρχαν όμως στην Ελλάδα από πιο πριν. Κάποιες χιλιάδες Πακιστανοί ζουν εδώ από τη δεκαετία του '70, αλλά και Παλαιστίνιοι και άλλοι Άραβες. Όλοι τους βιώνουν για δεκαετίες τα προβλήματα που τώρα μοιάζουν να εμφανίστηκαν από το πουθενά. Έπρεπε να καταφεύγουν σε αυτοσχέδια τζαμιά για να προσευχηθούν και είχαν την αγωνία για το πώς θα θάψουν έναν ομόθρησκό τους όταν πεθάνει, είτε σε κάποιο μουσουλμανικό νεκροταφείο της Θράκης, είτε με αεροπορική μετακομιδή της σορού στη χώρα καταγωγής.

Το πρόβλημα μερικών χιλιάδων έγινε πρόβλημα μερικών εκατοντάδων χιλιάδων με τον ερχομό καινούργιων εργατών με αφετηρία από το Μπανγκλαντές ως τη Σομαλία. Στην Αττική δεν λειτουργεί επισήμως ούτε ένα τζαμί, με το δικαίωμα ίδρυσης να βρίσκεται τυπικά στο σφιχτό έλεγχο του Υπουργείου “Παιδείας και Θρησκευμάτων” και επί της ουσίας στα χέρια της Εκκλησίας. Νεκροταφείο συνεχίζει να μην υπάρχει, με τραγικές συνέπειες. Στα σχολεία, χιλιάδες παιδιά μουσουλμανικών οικογενειών υποχρεώνονται να συμμετέχουν σε κοινή χριστιανική προσευχή και να περνούν τη μέρα τους σε σχολικές αίθουσες με χριστιανικά εικονίσματα.

Πάνω σε αυτό το σάπιο υπόβαθρο από πλευράς στοιχειωδών ανθρώπινων και πολιτικών δικαιωμάτων έρχεται η ισλαμοφοβία ως μια οργανωμένη ρατσιστική επίθεση κατά των μουσουλμάνων και της θρησκείας τους. Ο μπάτσος που έσκισε πρόσφατα το Κοράνι του άραβα μετανάστη Μοχάμεντ Ατίκ δεν ήταν ο πρώτος. Η διαφορά είναι ότι ο Μοχάμεντ Ατίκ είναι ο πρώτος που βρήκε το κουράγιο να το καταγγείλει.

Επιθέσεις

Λίγες μέρες μετά το περιστατικό, φασίστες επιτέθηκαν με εμπρηστικό μηχανισμό κατά τζαμιού στον Άγιο Παντελεήμονα, στέλνοντας στο νοσοκομείο πέντε μετανάστες από το Μπανγκλαντές με αναπνευστικά προβλήματα. Και πάλι δεν ήταν η πρώτη τέτοια επίθεση. Άλλη μία επίθεση τουλάχιστον είχε καταγγελθεί το Μάη του 2008 από την πακιστανική κοινότητα στου Ρέντη, όπου φασίστες επιτέθηκαν με ξύλα και τούβλα κατά τζαμιού. Και ενώ υπάρχει όλη αυτή η ρατσιστική πίεση κατά των τζαμιών, η αστυνομία συνήθως στέλνει στα δικαστήρια μετανάστες ή ιδιοκτήτες των κτιρίων για παράνομη μετατροπή τους σε χώρους λατρείας και η Νομαρχία επιβάλλει πρόστιμα.

Δεν έχουν ανοίξει όλες οι μάχες αμυντικά, απέναντι σε επιθέσεις. Οι μουσουλμάνοι μετανάστες έχουν προχωρήσει σε κινητοποιήσεις για να νομιμοποιηθούν τζαμιά στις γειτονιές της Αθήνας ενώ συνεχίζεται και η κεντρική διεκδίκηση για το τζαμί στην Παιανία και το νεκροταφείο στο Σχιστό, όπου οι σχεδιασμοί σέρνονται παρά τις αλλεπάλληλες υποσχέσεις.

Η ελληνική εκδοχή της ισλαμοφοβίας είναι ένα πολύ επικίνδυνο μίγμα, που αποτελείται από τρία κυρίως συστατικά. Πρώτον, κουβαλάει παραδοσιακό αντιτούρκικο σωβινισμό. Η μειονότητα της Θράκης που ποτέ δεν της επιτράπηκε να αυτοχαρακτηριστεί όπως θέλει, δηλαδή τούρκικη, βαφτίστηκε με το ζόρι “μουσουλμανική” και για δεκαετίες οι “μουσουλμάνοι” υφίστανται τη φροντίδα του ελληνικού κράτους με μπάρα που αποκλείει τα χωριά τους, με τη διαρκή παρουσία του στρατού, με τη μη-αναγνώριση του μουφτή που εκλέγει η κοινότητα και με τους φασίστες να εξαπολύουν ακόμη και πογκρόμ στις αρχές της δεκαετίας του '90. Από άκρη σε άκρη της Ελλάδας, υπάρχουν εκατοντάδες τζαμιά που είτε έχουν μετατραπεί σε εκκλησίες, είτε έχουν γίνει μουσεία, γιατί το ελληνικό κράτος ήθελε πάντα να μας κάνει να ξεχνάμε ότι το Ισλάμ ήταν μια θρησκεία με παρουσία στην περιοχή. Μόνο παλιά τζαμιά έχουν μείνει να θυμίζουν τους Τουρκοκρητικούς, την τούρκικη μειονότητα των Δωδεκανήσων και την παρουσία μουσουλμανικών κοινοτήτων σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις.

Αυτή η παραδοσιακή “ελληνοχριστιανική” ισλαμοφοβία εμπλουτίστηκε από το δόγμα Μπους περί “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Οι μουσουλμάνοι έγιναν πλέον οι πρώτοι ύποπτοι για τρομοκράτες. Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις προσπάθησαν να φορέσουν το μανδύα του ανθρωπισμού με τα βομβαρδιστικά της αμερικάνικης αεροπορίας σε ρόλο απελευθερωτή των γυναικών του Αφγανιστάν. Το Ισλάμ υπέστη μια ρατσιστική επίθεση ως θρησκεία “διαφορετική” από όλες τις άλλες, με μεγαλύτερη τάση προς τη μισαλλοδοξία, την καταπίεση και το σκοταδισμό. Ήταν μια πλήρης αντιστροφή της πραγματικότητας, ουσιαστικά ένα ξανασερβίρισμα των ιδεολογημάτων της αποικιοκρατίας, περί ανωτερότητας του “χριστιανικού” πολιτισμού.

Το τρίτο στοιχείο που ήρθε να δέσει στην ισλαμοφοβία αλά Καραμανλή είναι ο ρατσισμός απέναντι στους μουσουλμάνους μετανάστες. Έτσι, με αντιτουρκικές σωβινιστικές καταβολές και βοήθεια από το “ιδεολογικό” οπλοστάσιο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, τα αφεντικά θεωρούν ότι μπορούν ταυτόχρονα και να διχάσουν την εργατική τάξη. Για να μη χαρίσουμε όλη την “δόξα” στον Μπους, χρειάζεται να θυμηθούμε ότι ανάλογα μίγματα κυκλοφορούσαν και τη δεκαετία του '90 με το περίφημο “ισλαμικό τόξο” που απλωνόταν στα Βαλκάνια, τους αλβανούς μετανάστες που είναι “πράκτορες του UCK” και τους Τούρκους της Θράκης να παίζουν ρόλο “στρατηγικής μειονότητας” για αποσταθεροποίηση της χώρας. Μπορεί αυτά τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας να μοιάζουν γελοία. Αλλά πάνω σε τέτοια παρανοϊκά σενάρια στηρίχτηκε και η καινούργιας κοπής ισλαμοφοβία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απάντηση του Βύρωνα Πολύδωρα, υπουργού τότε του Καραμανλή, μέσα στη Βουλή για τις απαγωγές των Πακιστανών. Λίγες μέρες αφού δεκάδες Πακιστανοί μετανάστες είχαν ζήσει σοκαριστικές απαγωγές, ανακρίσεις σε σκοτεινά δωμάτια και αφού πετάχτηκαν στο δρόμο με κουκούλες στο κεφάλι είχαν το θάρρος να καταγγείλουν τα γεγονότα, ο Πολύδωρας έλεγε: “Ξέρετε σε τι σπορ επιδίδονται οι αδελφοί μας Πακιστανοί, οι παρεπιδημούντες στην Ελλάδα; Στο σπορ της αρπαγής, στο σπορ της απαγωγής αμοιβαίως. Ο ένας απάγει τον άλλον. Συμπηγνύουν συμμορίες με σκοπό την απαγωγή” (Πρακτικά της Βουλής, 19/5/2006).

Απαγωγές

Ο ίδιος υπουργός ισχυριζόταν ότι το καθεστώς του Μουσάραφ δεν είναι δικτατορικό, ενώ ο Βουλγαράκης δήλωνε με ντούρο ύφος ότι δεν έγινε καμία απαγωγή. Οι απαγωγές των Πακιστανών είναι η περίπτωση όπου συνδέθηκαν όλες οι βρόμικες πτυχές της ισλαμοφοβίας. Συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης με τον Μπους και με το Μουσάραφ στο ίδιο το Πακιστάν και το Αφγανιστάν μαζί με σενάρια συνωμοσίας όπου οι Πακιστανοί παρουσιάζονταν ως όργανα αποσταθεροποίησης της Ελλάδας και ταυτόχρονα ρατσιστικά κηρύγματα του στυλ: “Πακιστανοί είναι, μην τους πιστεύετε”.

Η Αριστερά δεν ήταν απούσα από τη μάχη ενάντια στο ρατσισμό και τις επιθέσεις κατά των μεταναστών. Όμως, η αντιμετώπιση της θρησκείας παρέμεινε ένα σημείο που δυσκολεύει την παρέμβασή της και όσο οι ισλαμοφοβικές επιθέσεις γίνονται πιο άγριες, τόσο πιο αναγκαίο είναι να σταματήσουν οι δισταγμοί.

Στις διαδηλώσεις αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη φαινόταν πάντα η διάθεση τμημάτων της Αριστεράς να πάρουν απόσταση από τους άραβες μετανάστες που φωνάζουν και θρησκευτικά συνθήματα με χαρακτηριστικότερο το “Αλλάχου Ακμπαρ” - “Ο Θεός είναι μεγάλος”. Αντίστοιχες αποστάσεις υπήρχαν όταν μουσουλμάνοι προσεύχονταν μαζικά έξω από την αμερικάνικη ή την ισραηλινή πρεσβεία. Στον πιο πρόσφατο κύκλο κινητοποιήσεων για τη Γάζα, αυτές οι αποστάσεις πήραν διασπαστικό χαρακτήρα. Το μεν ΚΚΕ διαδήλωνε μόνο του με συμμετοχή μόνο των Παλαιστίνιων του ΚΚ Παλαιστίνης και στελέχη της παλαιστινιακής πρεσβείας. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ ισχυριζόταν ότι συνδέεται με την παλαιστινιακή Αριστερά, έχοντας επαφές κυρίως με το Δημοκρατικό Μέτωπο.

Στην πραγματικότητα και τα δύο κόμματα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς έπαιρναν αποστάσεις από το πιο δυναμικό κομμάτι μεταναστών, αράβων και μουσουλμάνων, που διαδήλωναν είτε με τις κοινότητές τους, είτε μέσα από το δίκτυο της Μουσουλμανικής Ένωσης που δραστηριοποιείται στα τζαμιά. Η Συμμαχία Σταματήστε τον Πόλεμο και η αντικαπιταλιστική Αριστερά έκαναν την επιλογή να συνδεθούν με αυτόν τον οργισμένο κόσμο χωρίς να κάνουν πολιτικές και θρησκευτικές διακρίσεις. Η κοινοβουλευτική Αριστερά δεν είχε πάρει μέρος σε καμία από τις κινητοποιήσεις που οργάνωσαν μουσουλμανικές κοινότητες ενάντια στα προσβλητικά σκίτσα του Μωάμεθ, ούτε στις διαδηλώσεις που οργάνωσαν μουσουλμάνες μετανάστριες ενάντια στην απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να απαγορεύσει τη μαντήλα. Από την πλευρά του ΣΕΚ συμμετείχαμε και στηρίζαμε από την αρχή αυτές τις κινητοποιήσεις χωρίς ταλαντεύσεις.

Όλα αυτά μοιάζουν σήμερα σαν προλεγόμενα των τελευταίων γεγονότων με το Κοράνι. Η αστυνομική πρόκληση ήρθε μέσα στην προεκλογική περίοδο και ενώ η κυβέρνηση έδειχνε ήδη τα δόντια της για τις σκούπες που θα ακολουθούσαν μετεκλογικά. Ξέσπασαν αμέσως αυθόρμητες κινητοποιήσεις και οι πρώτες διαδηλώσεις δέχτηκαν επίθεση με δακρυγόνα και γκλομπ μπροστά στη Βουλή. Και ενώ ξεκινούσαν οι προετοιμασίες για μια πιο οργανωμένη απάντηση από την Επιτροπή ενάντια στο ρατσιστικό Σύμφωνο της ΕΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε συνεργασία με τις μεταναστευτικές κοινότητες, το ΚΚΕ κράτησε τις γνωστές αποστάσεις και η Αυγή ξεπέρασε κάθε όριο.

Το άρθρο της εφημερίδας αποκήρυξε τις κινητοποιήσεις λέγοντας ότι είναι προβληματικές επειδή οργανώνονται από τα

τζαμιά. Ο τίτλος του κειμένου ήταν “Πρελούδιο θρησκευτικού πολέμου στην Αθήνα”, χωρίς να έχει τίποτα να ζηλέψει από τα ρεπορτάζ της Απογευματινής που τις ίδιες μέρες έριχνε χολή κατά των μεταναστών, ισχυριζόμενη ότι τα γεγονότα είναι στημένα και πίσω τους είναι οι διαμάχες των σουνιτών με τους σιίτες ιμάμηδες! Η Αυγή πρότεινε “να αναληφθούν συντονισμένες ενέργειες ώστε να αποφορτιστεί η κατάσταση” και έκανε μαθήματα ότι “η ισλαμοφοβία δεν αντιμετωπίζεται με παροχή 'πολιτικής προστασίας' προς τους διαδηλωτές ισλαμιστές. Χρειάζεται προσοχή! Το θέμα δεν προσφέρεται για ασκήσεις 'επαναστατικής' προεκλογικής γυμναστικής.” Ας μην περάσει απαρατήρητο ότι αποκαλεί συλλήβδην τους διαδηλωτές “ισλαμιστές”. Την ίδια ώρα οι δεξιές φυλλάδες έγραφαν τρομοκρατημένες για την προοπτική μιας επανάληψης του Δεκέμβρη επί το ισλαμικότερο, ενώ πρόβαλλαν τη “διάσπαση” μεταξύ των ακραίων ισλαμιστών που διαδηλώνουν με τη συμπαράσταση της “άκρας αριστεράς” και των “καλών μουσουλμάνων” που καταγγέλλουν τις κινητοποιήσεις.

Στο ίδιο άρθρο της Αυγής γραφόταν και το αμίμητο: “Μέσα σ' αυτό το εκρηκτικό περιβάλλον μόνο ανεγκέφαλοι γραφειοκράτες της Κατεχάκη θα σκέφτονταν να διοχετεύσουν πληροφορίες για πογκρόμ κατά των μεταναστών που ζουν στο κέντρο της Αθήνας, αμέσως μετά τις εκλογές”. Οι γραφειοκράτες της Κατεχάκη όπως φάνηκε έλεγαν την αλήθεια, ότι μετά τις εκλογές θα ακολουθούσαν πογκρόμ, σκούπες και απελάσεις. Η Αυγή προτιμούσε να ξορκίσει το μέλλον για χάρη της προεκλογικής περιόδου και του σεβασμού στους θεσμούς. Η διαδήλωση της 29ης Μάη τελικά έγινε με μεγάλη επιτυχία, διαψεύδοντας δεξιές και αριστερές Κασσάνδρες.

Οι αντιπαραθέσεις για το πώς αντιμετωπίζει η Αριστερά την ισλαμοφοβία έχουν ανοίξει ήδη νωρίτερα σε άλλες χώρες και μπορούν να μας βοηθήσουν στα συμπεράσματα. Στη Γαλλία η απαγόρευση της μαντήλας στα σχολεία έπιασε στον ύπνο σχεδόν ολόκληρη την Αριστερά. Ενώ το μέτρο ήταν μια ξεκάθαρη επίθεση στον αυτοσεβασμό των μαθητριών, με το γαλλικό κράτος να αναλαμβάνει να τις “απελευθερώσει” από τη θρησκεία τους, η Αριστερά μπλέχτηκε σε μια συζήτηση για την “κοσμικότητα” και την παράδοση της γαλλικής επανάστασης.

Το ρατσιστικό γαλλικό κράτος που άρπαξε τη γη των πατεράδων και των παππούδων αυτών των μαθητριών από την Αλγερία ως το Λίβανο, συγκρινόταν ξαφνικά με το επαναστατικό κράτος του 1789. Η μαντήλα με αυτό τον τρόπο μετατρεπόταν ακόμη περισσότερο σε σύμβολο αντίστασης. Σύμβολο υπεράσπισης της θρησκείας, της ταυτότητας, της καταγωγής, της προσωπικότητας. Κορίτσια σταμάτησαν το σχολείο αρνούμενα να βγάλουν τη μαντήλα και το φταίξιμο ριχνόταν στις οικογένειες αντί στην αυταρχική πολιτική του γαλλικού κράτους. Όταν λίγα χρόνια αργότερα ξέσπασε η εξέγερση στα προάστια του Παρισιού, υπήρχε το παράπονο από την πλευρά της γαλλικής Αριστεράς ότι δεν είχε επαφές και πρόσβαση στους νέους που εξεγείρονταν. Τουλάχιστον ως μία από τις αιτίες αυτής της αποτυχίας πρέπει να καταγραφεί η αδυναμία της Αριστεράς να υπερασπιστεί με πάθος το δικαίωμα στη μαντήλα. Αν η Αριστερά δεν βρίσκεται πλάι στους καταπιεσμένους όταν δέχονται την πιο ωμή επίθεση, στις πιο προσωπικές τους επιλογές, χάνει κύρος και δυνατότητες να δράσει από κοινού με αυτό τον κόσμο σε όλα τα μέτωπα.

Γυναίκες

Σήμερα ο Σαρκοζί διακηρύσσει ότι θα απαγορεύσει το νικάμπ, το ολόσωμο κάλυμμα δηλαδή, όχι από τα σχολεία αλλά από τους δρόμους! Δήλωσε χαρακτηριστικά: “Γυναίκες που ντύνονται έτσι δεν είναι καλοδεχούμενες στη Γαλλία”. Πρόκειται για καινούργιο βήμα στην κήρυξη πολέμου ενάντια στο Ισλάμ και η Αριστερά πρέπει να σηκώσει το γάντι. Η κόντρα για την μαντήλα πρέπει να μας δώσει και ακόμη ένα συμπέρασμα. Ότι δεν αρκεί από την Αριστερά η υπεράσπιση της “ισότητας των δικαιωμάτων”. Τμήματα της Αριστεράς που υποστήριξαν την απαγόρευση της μαντήλας έλεγαν ότι είναι δίκαιο μιας και απαγορεύονται εξίσου όλα τα εμφανή θρησκευτικά σύμβολα, όπως οι μεγάλοι σταυροί. Αυτή η επίκληση της ισονομίας καταλήγει όπλο στα χέρια των ρατσιστών. Τώρα ο Σαρκοζί ισχυρίζεται ότι η απαγόρευση της κάλυψης ολόκληρου του σώματος ισχύει για όλους, όχι μόνο για τους μουσουλμάνους, άρα δεν είναι ρατσιστική.

Απέναντι στη γενική έκκληση για “ισότητα” έχουμε πρώτα από όλα να παλέψουμε για τα συγκεκριμένα δικαιώματα των καταπιεσμένων. Και σε επίπεδο αρχής, να ξεκαθαρίσουμε ότι αντιμετωπίζουμε διαφορετικά τη θρησκεία των καταπιεσμένων από τη θρησκεία των καταπιεστών. Η “ελευθερία” του να δημοσιεύεις στη Δανία σκίτσα που ειρωνεύονται τον Μωάμεθ σημαίνει ελευθερία να προσβάλλεις και να επιτίθεσαι στους πιο αδύναμους. Δεν μπορεί να συγκριθεί με την ελευθερία σάτιρας της επίσημης εκκλησίας. Η σύγκριση των αντιδράσεων στην ισλαμοφοβική ταινία “Φίτνα” του ολλανδού ακροδεξιού Χερτ Βίλντερς με τις αντιδράσεις στον “Τελευταίο πειρασμό” του Σκορσέζε είναι εκτός τόπου και χρόνου. Είναι άλλο να βάζεις στο στόχαστρο τους μουσουλμάνους μετανάστες και άλλο να προκαλείς τις αντιδράσεις της μονής Βατοπεδίου.

Με κρατούμενο λοιπόν τη διάκριση ανάμεσα στη θρησκεία των από πάνω και τη θρησκεία των από κάτω, είναι υποχρέωση της Αριστεράς να έχει στην προμετωπίδα όχι μόνο την υπεράσπιση των θρησκευτικών δικαιωμάτων αλλά και το σεβασμό της θρησκευτικής αξιοπρέπειας των μεταναστών.

Είναι σίγουρο ότι μέσα από τη θρησκευτική έκφραση οι μετανάστες διοχετεύουν και την οργή τους για μια σειρά άλλα ζητήματα. Δεν ήταν μόνο το Κοράνι που κατέβασε τους μετανάστες στο δρόμο, αλλά όλες οι προκλήσεις της αστυνομίας, η τρομοκρατία της εργοδοσίας, η φτώχεια, η μιζέρια και ο ρατσισμός. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε τα θρησκευτικά αιτήματα “από αριστερά” είτε ντύνοντάς τα με ευρύτερα “ταξικά” αιτήματα, είτε μέσω γενικών διακηρύξεων περί διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους είτε με εκκλήσεις υπεράσπισης της “κοσμικότητας”. Δεν περιμένουμε να αναλάβει κάποιος άλλος τη διεκδίκηση των θρησκευτικών αιτημάτων των μεταναστών. Απαιτούμε σεβασμό στο Ισλάμ, στη λατρεία, στα ήθη και τα έθιμα, και παίζουμε ρόλο για την οργάνωση των μεταναστών στην πάλη τους και για αυτά τα ζητήματα.

Όλα αυτά είναι παράλληλα και κομμάτι της οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Αριστερά και τους μετανάστες. Αν θέλουμε πολλές μουσουλμάνες μετανάστριες στην ταξική πάλη, πρέπει να νιώθουν ότι οι γραμμές της Αριστεράς είναι ανοιχτές στη μαντήλα και όχι να ακούνε κατήχηση για το ρόλο της θρησκείας. Μια γυναικεία συγκέντρωση σε οποιαδήποτε γειτονιά της Αθήνας σήμερα, αν δεν έχει μαντήλες, είναι λειψή. Όλα αυτά έχουν πρακτικά αποτελέσματα στον τρόπο δράσης στις γειτονιές. Οργάνωση αντιρατσιστικού συλλαλητηρίου, για παράδειγμα, σημαίνει εξόρμηση στα τζαμιά, επικοινωνία με τους ιμάμηδες για το αν θέλουν να μιλήσουν στο κήρυγμα για την κινητοποίηση.

Η θρησκευτική κοινότητα και το τζαμί είναι τρόπος με τον οποίο οι μετανάστες κρατάνε τον ιστό και την αλληλεγγύη. Η Αριστερά πρέπει να βρει τρόπους να συνδέεται με αυτά τα δίκτυα. Έχουμε να προτείνουμε την εργατική αλληλεγγύη δίπλα στη θρησκευτική αλληλεγγύη, αλλά όχι την κατάργηση της δεύτερης με το ζόρι, όσο είναι ακόμη αναγκαία. Σε όλα τα μεταναστευτικά ρεύματα στην ιστορία, η θρησκεία έπαιξε ρόλο δικτύου αλληλεγγύης και διάσωσης από την αποπροσωποποίηση του καινούργιου τόπου. Σε κάποιες περιπτώσεις οι μετανάστες δημιούργησαν καινούργιες θρησκείες για να καλύψουν το κενό. Αυτό έκανε ο Μάρκους Γκάρβεϊ και αργότερα το Έθνος του Ισλάμ, για τους μαύρους στις ΗΠΑ. Αυτό έγινε με τους Ρασταφάρι στην Τζαμάικα. Οι ίδιες οι γνωστές θρησκείες άλλαζαν για να παίξουν τον καινούργιο ρόλο. Το Ισλάμ αναζωογονήθηκε και έγινε “ριζοσπαστικό” στις μεγαλουπόλεις του αραβικού κόσμου και στο Ιράν με τα ρεύματα εσωτερικής μετανάστευσης, ιδιαίτερα μεταπολεμικά.

Αυτή η αντίληψη για τη θρησκεία είναι βαθειά ριζωμένη στη μαρξιστική παράδοση και γι' αυτό έχουμε και από εκεί να αντλήσουμε σκέψεις και εμπειρίες.

Ένα από τα ιδρυτικά κείμενα του Μαρξισμού, με τίτλο “Για το Εβραϊκό ζήτημα” που έγραψε ο Μαρξ το 1843 αποτελεί κριτική στον Μπρούνο Μπάουερ. Ο Μπάουερ υποστήριζε ότι είναι αντιφατικό για τους Εβραίους να διεκδικούν δικαιώματα ως Εβραίοι μέσα στην Πρωσία, γιατί η απελευθέρωση μπορεί να έρθει μόνο με το κοσμικό κράτος που είναι μη-θρησκευτικό. Έλεγε δηλαδή: θα απελευθερωθείτε αν εγκαταλείψετε τη θρησκεία σας. Ο Μαρξ υποβάλλει σε εξαντλητική κριτική όλο το επιχείρημα: πρώτον εξηγεί ότι το κοσμικό κράτος, ακόμη και όταν αγνοεί τη θρησκεία, στην πραγματικότητα λειτουργεί εν γνώσει τού ότι η θρησκεία ή οι θρησκείες είναι παρούσες στην προσωπική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Δεύτερον εξηγεί ότι η ανθρώπινη απελευθέρωση διαφέρει από την πολιτική απελευθέρωση. Όσο υπάρχει ανθρώπινη αλλοτρίωση από τον καπιταλισμό, οι άνθρωποι δεν θα είναι απαλλαγμένοι από τη θρησκεία και άρα είναι λογικό να διεκδικούν ως θρησκευόμενοι. Λέει χαρακτηριστικά: “Γι' αυτό δεν λέμε στους Εβραίους όπως τους λέει ο Μπάουερ: δεν μπορείτε να απελευθερωθείτε πολιτικά χωρίς να απελευθερώσετε ριζικά τον εαυτό σας από τον Ιουδαϊσμό. Αντίθετα, τους λέμε: επειδή μπορείτε να απελευθερωθείτε πολιτικά χωρίς να αποκηρύξετε μια και καλή τον Ιουδαϊσμό, η πολιτική απελευθέρωση δεν ταυτίζεται με την ανθρώπινη απελευθέρωση.” Ή αλλιώς: “ακριβώς όπως το Κράτος ενώ ευαγγελίζεται πως παρότι είναι κράτος, υιοθετεί χριστιανική στάση απέναντι στους Εβραίους, έτσι και ο Εβραίος δρα πολιτικά, όταν, παρότι Εβραίος, απαιτεί δικαιώματα του πολίτη”.

Μια εργατίστικη εκδοχή του επιχειρήματος του Μπάουερ σήμερα είναι αυτή που λέει ότι οι μουσουλμάνοι μετανάστες στην Ελλάδα δεν πρέπει να διεκδικούν ως μουσουλμάνοι, αλλά ως μετανάστες ή ως εργάτες. Η Αριστερά όμως χρειάζεται να είναι η φωνή όλων των καταπιεσμένων, όχι μόνο αυτών που εντάσσονται στα δικά της καλούπια.

Φωνή των καταπιεσμένων

Αυτό το επιχείρημα ανέδειξε με πολύ πλούσιο τρόπο, ο Λένιν στο “Τι να κάνουμε;” που έγραψε το 1901: “Κάθε επικεφαλής συνδικάτου βοηθάει στη διεξαγωγή του 'οικονομικού αγώνα ενάντια στους εργοδότες και την κυβέρνηση'. Αλλά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτό δεν είναι σοσιαλιστική πολιτική. Στόχος του σοσιαλιστή δεν είναι να γίνει ηγέτης του συνδικάτου,

αλλά φωνή του λαού, ικανός να αντιδρά σε κάθε έκφραση τυραννίας και καταπίεσης, ανεξάρτητα από το πού αυτή εμφανίζεται, ανεξάρτητα από το ποιο στρώμα ή ποια τάξη του λαού την υφίσταται, που είναι ικανός να γενικεύει αυτές τις εκφράσεις και να προσφέρει μια ενιαία εικόνα της αστυνομικής βίας και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης”. Και παρακάτω: “Η συνείδηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι γνήσια πολιτική συνείδηση εκτός αν οι εργάτες εκπαιδευτούν να αντιδρούν σε όλες τις περιπτώσεις τυραννίας, καταπίεσης, βίας και κακομεταχείρισης, ανεξάρτητα από το ποια τάξη βλάπτεται.”

Ο Λένιν επέμενε ότι το κριτήριο δεν είναι αν αυτοί που δέχονται επιθέσεις είναι εργάτες. Οι εργάτες έχουν καθήκον να γίνουν ηγέτες στην πάλη ενάντια στην καταπίεση συνολικά. Οι μπολσεβίκοι έβγαζαν έντυπο που απευθυνόταν ειδικά στους πιστούς των χριστιανικών αιρέσεων, στους οποίους ο Λένιν έδινε μεγάλη σημασία και τους θεωρούσε τμήμα του “δημοκρατικού κινήματος”. Όλα αυτά μπήκαν σε πρακτική εφαρμογή ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια και μετά την επανάσταση. Στον Καύκασο οι μπολσεβίκοι κέρδισαν με τη μεριά τους εθνότητες και φυλές για να νικήσουν στον εμφύλιο και αυτό σήμαινε συμμαχία και με ιμάμηδες και με ηγέτες φυλών. Δόθηκαν για πρώτη φορά δικαιώματα στους μουσουλμάνους, ακόμη και παράλληλη λειτουργία δικαστηρίων που χρησιμοποιούσαν τη σαρία. Στο Συνέδριο του Μπακού το 1920, ο αντιπρόσωπος των Μπολσεβίκων, ο Ζινόβιεφ, κάλεσε τους μουσουλμάνους σε τζιχάντ κατά του καπιταλισμού. Οι μπολσεβίκες φορούσαν πολλές φορές μαντήλα για να μπορούν να πάνε στα τζαμιά και να έχουν επαφή με τις υπόλοιπες εργάτριες και αγρότισσες.

Η παράδοση του επαναστατικού μαρξισμού ενώ είχε στη σημαία της τον αντικληρικαλισμό, δηλαδή την κόντρα με την επίσημη εκκλησία και τη σύνδεσή της με τα απολυταρχικά κράτη, ποτέ δεν σήμαινε αφηρημένη αθεΐα και πόλεμο κατά της θρησκείας.

Αυτή η παράδοση γίνεται ακόμη πιο πολύτιμη σήμερα, που η εργατική τάξη στις μητροπόλεις του δυτικού καπιταλισμού είναι και πολυεθνική και πολυθρησκευτική. Η υπεράσπιση των μεταναστών απέναντι στις ισλαμοφοβικές επιθέσεις είναι καθήκον που βρίσκεται μπροστά μας. Η Αριστερά που θα πετύχει σε αυτό το καθήκον θα έχει κάνει ένα τεράστιο βήμα για την ενότητα της εργατικής τάξης απέναντι στο σύστημα του “διαίρει και βασίλευε”.