Χρήσιμος οδηγός
Η πρόταση να ξαναδιαβάσουμε σήμερα το «Τι να κάνουμε;» του Λένιν κινδυνεύει να φανεί σε πολλούς αγωνιστές σαν μια ενασχόληση που δεν έχει να προσφέρει τίποτα ουσιαστικό στις σημερινές μάχες του κινήματος, ίσως και σαν αθεράπευτος δογματισμός. Γι’ αυτό και η επιστροφή στις θεωρητικές αναλύσεις και τη δράση κορυφαίων επαναστατών στις αρχές του 20ού αιώνα δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα ανακάλυψης ενός αλάθητου «συνταγολόγιου», που θα μας απαλλάξει από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και των επιλογών και δράσεων που πρέπει να αναλάβουμε εμείς σήμερα.
Ταυτόχρονα, όμως, οι θεωρητικές και πολιτικές διαμάχες που καθόρισαν την εξέλιξη του κινήματος στο παρελθόν, μπορούν πάντα να αποτελέσουν έναν χρήσιμο οδηγό και στο σημερινό κίνημα, αν αναζητήσουμε μέσα απ’ αυτές τη μέθοδο με την οποία σκέφτηκαν και έδρασαν οι επαναστάτες στις συνθήκες του τότε, παλεύοντας για τον ίδιο με μας στόχο, την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Το «Τι να κάνουμε;» καταπιάνεται με τα ζητήματα της οργάνωσης και δράσης των επαναστατών ώστε η αυθόρμητη άνοδος του μαζικού κινήματος στην τσαρική Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα να φτάσει σε μια πετυχημένη έφοδο των καταπιεσμένων για το γκρέμισμα του καθεστώτος.
Ο Λένιν παρέμεινε ακλόνητος μέχρι το τέλος της ζωής του στην πεποίθησή του για τον επαναστατικό χαρακτήρα της εποχής που ξεκινούσε με την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού παγκόσμια, σαν εποχή πολέμων και επαναστάσεων. Το ίδιο πεπεισμένος υπήρξε και για τις επαναστατικές δυνατότητες των ίδιων των εργατών να αναλάβουν και να φέρουν σε πέρας τον αποφασιστικό αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Γι’ αυτό και υπήρξε σκληρός πολέμιος κάθε αντίληψης που προσπαθούσε να υποκαταστήσει την αυτόνομη συλλογική δράση τους σαν τάξη, είτε από κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους από τα πάνω, που «άφηναν» για τους εργάτες μόνο τους επιμέρους οικονομικούς αγώνες των χώρων τους, είτε από κλειστές σεχταριστικές ομάδες που αναλάμβαναν μόνες τη «σύγκρουση» με το καθεστώς, μέσα από «διεγερτικές» τρομοκρατικές πράξεις.
Ο Λένιν σε πλήρη ρήξη με την παθητική αναμονή είτε της σταδιακής ανόδου του κινήματος λόγω των αντικειμενικών συνθηκών είτε των αυθόρμητων ξεσπασμάτων αναπτύσσει την αντίληψή του για την αναγκαιότητα της οργάνωσης και δράσης των επαναστατών. «Κάθε υπόκλιση μπρος στο αυθόρμητο του εργατικού κινήματος, κάθε μείωση του ρόλου του ‘συνειδητού στοιχείου’, του ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας (σ.σ.: όπως λέγονταν οι επαναστάτες εκείνη την περίοδο) σημαίνει ταυτόχρονα και ανεξάρτητα από προθέσεις δυνάμωμα της επίδρασης της αστικής ιδεολογίας πάνω στους εργάτες… γιατί η αστική ιδεολογία είναι ως προς την προέλευσή της πολύ πιο παλιά από τη σοσιαλιστική. Γιατί είναι πιο πολύπλευρα δουλεμένη και γιατί διαθέτει ασύγκριτα περισσότερα μέσα διάδοσης». Γι’ αυτό, «όσο μεγαλύτερη είναι η αυθόρμητη άνοδος των μαζών, όσο πλατύτερο γίνεται το κίνημα, τόσο πιο γρήγορα, ασύγκριτα πιο γρήγορα, μεγαλώνει η απαίτηση για μεγαλύτερη συνειδητότητα και στη θεωρητική και στην πολιτική και στην οργανωτική δουλειά της σοσιαλδημοκρατίας».
Τι σημαίνει αυτό συγκεκριμένα για τη δράση του επαναστατικού κόμματος; Ότι δεν μπορεί να «περιορίζεται στην οικονομική πάλη… πρέπει να καταπιαστεί δραστήρια με την πολιτική διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης, με την ανάπτυξη της πολιτικής της συνείδησης για τις σχέσεις της όχι μόνο προς μια ορισμένη ομάδα εργοδοτών, αλλά και στις σχέσεις της προς όλες τις τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας, στις σχέσεις προς το κράτος σαν οργανωμένη πολιτική δύναμη». Γι’ αυτό και «το ιδανικό του σοσιαλδημοκράτη είναι ένας τύπος λαϊκού κήρυκα, που να ξέρει να αντιδρά σε όλες τις εκδηλώσεις αυθαιρεσίας και καταπίεσης, όπου κι αν παρουσιάζονται, όποιο στρώμα ή τάξη κι αν αφορούν, που να ξέρει να συνοψίζει όλες τις εκδηλώσεις σε μια εικόνα αστυνομικής βίας και κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης, που να ξέρει να εκμεταλλεύεται την κάθε μικρολεπτομέρεια για να εκθέτει μπροστά σε όλους την κοσμοϊστορική σημασία του απελευθερωτικού αγώνα του προλεταριάτου».
Το επαναστατικό κόμμα δεν εγκαταλείπεται στον αυθορμητισμό του κινήματος, αλλά πρέπει να έχει στραμμένη όλη την προσοχή του σ’ αυτόν. Δεν αποτελεί μια κλίκα συνωμοτών με δικά τους συμφέροντα και επιδιώξεις, αλλά σταθερή και μαχητική οργάνωση των πιο συνειδητών και αποφασιστικών στοιχείων της τάξης, «που ασχολείται αποκλειστικά με μια ολόπλευρη και πλατειά πολιτική ζύμωση, δηλαδή ακριβώς με τη δουλειά που φέρνει πιο κοντά και συγχωνεύει σ’ ένα σύνολο τη στοιχειακή-καταστρεπτική δύναμη του πλήθους με τη συνειδητή-καταστρεπτική δύναμη της οργάνωσης των επαναστατών». Ο ρόλος ενός τέτοιου κόμματος δεν είναι να κάνει, αλλά να προετοιμάζει την επανάσταση, να είναι σε συνεχή ετοιμότητα για πολιτική ζύμωση και δράση, γιατί «την επανάσταση δεν πρέπει καθόλου να τη φανταζόμαστε σαν μια και μόνη πράξη, αλλά σαν μια σειρά γοργών εναλλαγών, ισχυρών ή ασθενών εκρήξεων με περιόδους μεγάλης ή μικρής ηρεμίας».
Για τον Λένιν ήταν ζωτικής σημασίας γι’ αυτό το σκοπό η διακίνηση και το χτίσιμο δικτύου μιας επαναστατικής εφημερίδας. Η επαναστατική εφημερίδα «δεν είναι μόνο συλλογικός προπαγανδιστής και συλλογικός διαφωτιστής, αλλά και συλλογικός οργανωτής» τόσο για τις πολιτικές πρωτοβουλίες και τη δράση των επαναστατών όσο και για τη ζωντανή επαφή και υποστήριξη τους σε κάθε διαμαρτυρία και κάθε ξέσπασμα.
Στο «Τι να κάνουμε;» ο Λένιν ξεδιπλώνει το πολιτικό σχέδιο για μια μαχητική επαναστατική οργάνωση σαν το πιο δυνατό όπλο για τον αγώνα όλων των καταπιεσμένων, μια οργάνωση που 15 χρόνια μετά έφερε τα πάνω κάτω όχι μόνο στη Ρωσία αλλά σ’ όλη την επαναστατημένη Ευρώπη. Απ’ αυτήν την άποψη, ο Λένιν μας προσφέρει «ένα νέο τύπο υποδειγματικής στάσης απέναντι στην πραγματικότητα», όπως υπογραμμίζει στο βιβλίο του «Η σκέψη του Λένιν» ο Ούγγρος επαναστάτης φιλόσοφος Γκέοργκ Λούκατς.
Τιμή 12€, 276 σελίδες, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή