Εξώφυλλο του τευχους 102
Ο Λέανδρος Μπόλαρης εξηγεί γιατί η στροφή των ΚΚ από την “τρίτη περίοδο” στα “Λαϊκά Μέτωπα” δεν ήταν μια πετυχημένη μαζική γραμμή αλλά μια στροφή από το σεχταρισμό στην ταξική συνεργασία.
Το 1934 ήταν η χρονιά που το εργατικό κίνημα περνάει στην αντεπίθεση μετά από μια δεκαετία υποχώρησης. Στο τέλος της δεκαετίας 1923-1933, έμοιαζε να πνέει τα λοίσθια κάτω από το διπλό βάρος της οικονομικής κρίσης και της ανόδου του φασισμού στην Ευρώπη. Το 1934 η εικόνα ξαφνικά αλλάζει. Η χρονιά «ανοίγει» τον Φλεβάρη με την Γενική Απεργία ενάντια στην φασιστική απειλή στην Γαλλία και την εξέγερση των σοσιαλδημοκρατών εργατών στην Βιέννη ενάντια στην συγκρότηση μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης. Η άνοιξη και το καλοκαίρι σημαδεύονται από τις πρώτες μεγάλες και νικηφόρες απεργίες στις ΗΠΑ. Και «κλείνει» με την εξέγερση των εργατών στις Αστούριας της Ισπανίας που πυροδότησε η είσοδος στην κυβέρνηση ενός καθολικού, ακροδεξιού κόμματος.
Ακόμα και στην Ελλάδα, που βρισκόταν μακριά από την καρδιά των εξελίξεων, η χρονιά σημαδεύεται από τις απεργίες και τις πρώτες μεγάλες εκλογικές επιτυχίες του ΚΚΕ όπως η εκλογή «κόκκινων» δημάρχων στις Σέρρες και την Καβάλα.
Το 1934 ήταν και η χρονιά που η Αριστερά άλλαξε πορεία. Η άνοδος του φασισμού και η ανάκαμψη των εργατικών αγώνων ριζοσπαστικοποίησε τη βάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με αποτέλεσμα οι ηγεσίες τους να αρχίσουν να μιλάνε «αριστερά» και μαχητικά. Όμως, η πιο θεαματική στροφή εκδηλώθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα. Ξεκίνησε τη χρονιά ακολουθώντας πιστά την γραμμή της «Τρίτης Περιόδου» που είχε υιοθετήσει η Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ) από το 1928. Όμως, από τις αρχές του Φλεβάρη 1934 και κατόπιν με ολοένα και πιο ταχείς ρυθμούς η πολιτική αυτή εγκαταλείφθηκε και αντικαταστάθηκε από αυτό που ονομάστηκε Λαϊκό Μέτωπο. Δηλαδή την πολιτική συμμαχία και με αστικά κόμματα, με «όλους τους καλοπροαίρετους ανθρώπους» για να φραχτεί ο δρόμος στον φασισμό. Αυτή η στροφή, με τις ευλογίες της ΚΔ, επικυρώθηκε τυπικά από το 7ο Συνέδριο της ΚΔ το καλοκαίρι του 1935.
Ήταν μια διαδικασία που εκτυλίχτηκε παράλληλα σε διάφορες χώρες, αλλά το επίκεντρό της ήταν η Γαλλία και το Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας.
Η απειλή
Στις αρχές της χρονιάς η Γαλλία συγκλονιζόταν από την οικονομική και πολιτική κρίση. Από διάφορες πλευρές ακούγονταν σχέδια και ευχές για «ισχυρή εκτελεστική εξουσία». Τα σκάνδαλα που ξεσπούσαν έκαναν ακόμα πιο εκρηκτική την κατάσταση. Η αποκάλυψη του «σκανδάλου Σταβίσκι»1 τον Γενάρη του 1934 οδήγησε στην παραίτηση του πρωθυπουργού Καμίλ Σοτέμπ. Τον διαδέχθηκε ο Εντουάρ Νταλαντιέ.
Οι φασίστες κέρδιζαν έδαφος, επιδιδόμενοι σε μια υστερική εκστρατεία ενάντια στην «κλεπτοκρατία» της Δημοκρατίας –το γεγονός ότι ο Σταβίσκι ήταν Εβραίος (από την Ουκρανία) ήταν αιχμή της δημαγωγίας του – η Γαλλική δεξιά τότε ήταν έξαλλα αντισημιτική. Στις 6 Φλεβάρη οι παραστρατιωτικές οργανώσεις των βετεράνων που ελέγχονταν από την ακροδεξιά κάλεσαν διαδήλωση και πολιόρκησαν το κοινοβούλιο. Συγκρούστηκαν με την αστυνομία και υπήρχαν δεκαπέντε νεκροί. Ο Νταλαντιέ παραιτήθηκε και τη θέση του πήρε ο Γκαστόν Ντουμέρζ, που προσπάθησε να κυβερνήσει με διατάγματα και να περάσει μια Συνταγματική αναθεώρηση όπως την ήθελαν οι υποστηρικτές της «ισχυρής εξουσίας».
Ο Ντουμέρζ δεν τα κατάφερε αλλά ο κίνδυνος ήταν ορατός. Η ακροδεξιά, το φασιστικό «πεζοδρόμιο» μπορούσε να καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις.
Η στροφή
Στις 12 Φλεβάρη οι δυο εργατικές συνομοσπονδίες η CGT και η CGT-U (του Γαλλικού ΚΚ) κάλεσαν απεργία ενάντια στους φασίστες. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα (SFIO) κάλεσε σε διαδηλώσεις και την τελευταία στιγμή το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF) κάλεσε κι αυτό. Στο Παρίσι οι δυο πορείες ενώθηκαν και το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Ενότητα! Ενότητα!». Εκείνη την μέρα έγιναν 346 διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, στις 161 συμμετείχαν από κοινού κομμουνιστές και σοσιαλιστές. Ο συνολικός αριθμός των απεργών έφτασε τα 4,5 εκατομμύρια και των διαδηλωτών το ένα εκατομμύριο. Η επιτυχία αναπτέρωσε την αυτοπεποίθηση του εργατικού κινήματος και αυτή η αλλαγή εκφράστηκε με ένταση του απεργιακού κινήματος και ακόμα μεγαλύτερη πίεση στις ηγεσίες για ενωτική δράση. Άρχισαν να οργανώνονται επιτροπές και αντιφασιστικές πρωτοβουλίες.
Αρχικά το PCF έμενε αμετακίνητο στην πολιτική της Τρίτης Περιόδου. Ο Τορέζ, ο γραμματέας του κόμματος δήλωνε: «Καμιά συμμαχία με τον σοσιαλφασισμό!».2 Όμως λίγες μέρες μετά η ίδια ηγεσία αναγκάστηκε να κάνει στροφή 180 μοιρών. Η πίεση του κόσμου, η απειλή για ρήξη στην ίδια την ηγεσία ήταν ο ένας παράγοντας που έσπρωξε σε αυτή την στροφή.
Στις 27 Ιούλη η συνεργασία του SFIO και του PCF επισημοποιήθηκε. Τα δυο κόμματα συμφώνησαν σε κοινή δράση για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, ενάντια σε πολεμικές προετοιμασίες, για μια κοινή καμπάνια κατά της φασιστικής τρομοκρατίας στην Γερμανία. Η μέθοδος θα ήταν κοινές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Συμφώνησαν επίσης ότι θα απέχουν αμοιβαία από «επιθέσεις και κριτικές» εκτός αν ο στόχος τους ήταν όσοι καταδίκαζαν την συμφωνία.3
Ήταν μια θεαματική στροφή και από τις δυο ηγεσίες. Όμως, στην πράξη δεν σήμαινε πολλά πράγματα. Κανένα συγκεκριμένο βήμα αγώνα δεν προτεινόταν: ούτε στην πάλη ενάντια στις επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης, ούτε στην πάλη ενάντια στους φασίστες. Όπως έγραφε ο Τρότσκι στους συντρόφους του στην Γαλλία:
«Ούτε οι σοσιαλιστές ούτε οι σταλινικοί χρησιμοποίησαν την ενότητα για να προωθήσουν στόχους πάλης αλλά, αντίθετα, κατεύθυναν όλη τους την ενεργητικότητα για να κάνουν τις μάζες χαρούμενες για το γεγονός ότι απλά επιτεύχθηκε. Χτες, ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν το σαμποτάρισμα του ενιαίου μετώπου. Σήμερα είναι οι αυταπάτες για το ενιαίο μέτωπο που είναι πολύ κοντά στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες: οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις, οι γεμάτες συναίσθημα ομιλίες, οι χειραψίες, η συμμαχία χωρίς επαναστατικό περιεχόμενο κι η προδοσία των μαζών».4
Τα «μεσαία στρώματα»
Η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε η φράση «λαϊκό μέτωπο» ήταν στις 24 Οκτώβρη του 1934, σε ένα άρθρο στην L’ Humanité την εφημερίδα του PCF. Την ίδια μέρα ο Μορίς Τορέζ, ο ηγέτης του κόμματος, έκανε μια εμφάνιση-έκπληξη στο συνέδριο του Ριζοσπαστικού Κόμματος για να το καλέσει να συμβάλλει σε ένα «λαϊκό μέτωπο της δημοκρατίας της ειρήνης και της ελευθερίας».
Το Ριζοσπαστικό Κόμμα είχε ιδρυθεί το 1901 και η επίσημη ονομασία του ήταν Κόμμα των Ριζοσπαστών και των Ριζοσπαστών-Σοσιαλιστών. Δεν είχε καμιά σχέση με τον σοσιαλισμό και δεν ήταν καθόλου ριζοσπαστικό. Ο προοδευτισμός του εξαντλούνταν στην υποστήριξη του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος και στην στήριξή του για κάποια νεφελώδη κοινωνικά μέτρα (κυρίως την προοδευτική φορολόγηση και μορφές κοινωνικής ασφάλισης).
Οι Ριζοσπάστες είχαν διαχειριστεί τις τύχες του Γαλλικού ιμπεριαλισμού στις πιο κρίσιμες στιγμές, όπως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Κλεμανσό, ο «πατέρας της νίκης» ήταν ηγέτης τους. Μεταπολεμικά, το κόμμα είχε σχηματίσει δυο φορές ακόμα κυβέρνηση. Ήταν οι κυβερνήσεις της λεγόμενης «Συμμαχίας της Αριστεράς» (Cartel des Gauches) to 1924-26 και μετά το 1932 με την υποστήριξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Και τις δυο φορές το SFIO εγκατέλειψε την συνεργασία κι η κυβέρνηση επέζησε με στήριξη βουλευτών της Δεξιάς
Με αυτό το χρεοκοπημένο κόμμα έβαλε πλώρη να συμμαχήσει ο Τορέζ και η ηγεσία του Γαλλικού ΚΚ. Η προετοιμασία ξεκίνησε νωρίτερα κι από την υπογραφή του συμφώνου συνεργασίας με το SFIO. Η μέθοδος ήταν οι αναφορές στην ανάγκη «κοινωνικών συμμαχιών» με τα «μεσαία στρώματα». Είναι μια μέθοδος που έχει επιζήσει ως τις μέρες μας.
Όμως, το Ριζοσπαστικό Κόμμα δεν ήταν γενικά το κόμμα των μικρομεσαίων, ήταν κόμμα της άρχουσας τάξης, του γαλλικού ιμπεριαλισμού. Ήταν, σύμφωνα με τον πολύ ακριβή ορισμό του Τρότσκι «το καλύτερα προσαρμοσμένο στις παραδόσεις και προκαταλήψεις των μικροαστών πολιτικό εργαλείο της μεγάλης αστικής τάξης».5 H συμμαχία μαζί του δεν θα οδηγούσε στο κέρδισμα αυτών των στρωμάτων στην προοπτική της σύγκρουσης με τον καπιταλισμό και τον φασισμό, αλλά αντίθετα στην παράλυση του εργατικού κινήματος, της μοναδικής δύναμης που μπορούσε να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο.
Η συμμαχία πραγματοποιήθηκε τον Ιούλη του 1935 και επισφραγίστηκε πανηγυρικά με μια διαδήλωση μισού εκατομμυρίου στο Παρίσι στις 14 Ιούλη. Ο Τορέζ, ο Μπλουμ (ο ηγέτης του SFIO) Ο Νταλαντιέ και ο Σαλενγκρό από τους Ριζοσπάστες χαιρετούσαν από το μπαλκόνι το πλήθος που ήταν κατακλυσμένο από γαλλικές σημαίες και τραγουδούσε την Μασσαλιώτιδα μαζί με τη Διεθνή.
Ρωσία και Κομιντέρν
Στα τέλη του 1933 η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας ήταν σε αδιέξοδο και βαθιά κρίση. Το καθεστώς του Χίτλερ αποδείχτηκε πολύ πιο ανθεκτικό απ’ ότι υπολόγιζαν στη Μόσχα. Αντί να καταρρεύσει γινόταν όλο και πιο απειλητικό. Κρίσιμη στιγμή από αυτή την άποψη ήταν η υπογραφή ενός δεκαετούς Συμφώνου Μη Επίθεσης με την Πολωνία τον Γενάρη 1934. Η ρώσικη εξωτερική πολιτική έπρεπε να αναπροσανατολιστεί. Όμως, σε τι ακριβώς θα συνίστατο αυτός ο αναπροσανατολισμός παρέμενε ζητούμενο –ανάμεσα στα άλλα και γιατί οι ίδιοι οι συσχετισμοί στην ρώσικη ηγεσία ήταν ρευστοί.
Η ηγεσία της ΚΔ είχε επιπροσθέτως να αντιμετωπίσει και τη δική της κρίση. Η «Τρίτη Περίοδος» είχε συνοδευτεί με πτώση του αριθμού μελών και της επιρροής όλων των εθνικών τμημάτων της με εξαίρεση το Γερμανικό. Το 1933, όμως, το Γερμανικό κόμμα, το μεγαλύτερο ΚΚ στη Δύση, κατέρρευσε μετά την επικράτηση των ναζί. Ταυτόχρονα, η επανεμφάνιση του μαζικού κινήματος απειλούσε να αφήσει πίσω όσες ηγεσίες ήταν προσκολλημένες στην παλιά γραμμή. Όμως, η αλλαγή δεν ήταν αυτόματη. Υπήρχαν κόντρες στην γραφειοκρατία της Κομιντέρν που συνδυάζονταν με τις εξελίξεις στην ρώσικη εξωτερική πολιτική.
Την ίδια περίοδο η ρώσικη διπλωματία άρχισε να αναπροσανατολίζεται σταδιακά σε μια προσέγγιση με την Γαλλία.
Η Κομιντέρν προσαρμόζεται σε αυτή την αλλαγή με την σταδιακή εγκατάλειψη της γραμμής της «τρίτης περιόδου». Βασικός σταθμός σε αυτή την πορεία ήταν η ανάληψη της ηγεσίας της ΚΔ από τον Γκεόργκι Δημητρόφ, τον Βούλγαρο κομμουνιστή που είχε γίνει διάσημος για την στάση του απέναντι στους ναζί δημίους στη Δίκη της Λειψίας. Ο Δημητρόφ πήρε τα ηνία από την άνοιξη του 1934 με προοπτική την σύγκληση του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ για το τέλος της χρονιάς (τελικά έγινε το καλοκαίρι του 1935).
Στη διάρκεια του 1934 ένα τμήμα του γαλλικού πολιτικού κόσμου φλερτάριζε με την επιστροφή στην παλιά στρατηγική της συμμαχίας με την Ρωσία ως αντίβαρο στην Γερμανία. Όταν ο Χίτλερ ανακοίνωσε τον Μάρτη τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας, η απόφαση πάρθηκε. Στις 2 Μάη ο υπουργός Εξωτερικών Λαβάλ υπέγραψε στη Μόσχα το «σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας» ανάμεσα στις δυο χώρες. Από κει και πέρα για τα επόμενα τρία χρόνια η σταθερή επιδίωξη της ρώσικης εξωτερικής πολιτικής ήταν το χτίσιμο μιας ισχυρής στρατιωτικής συμμαχίας με την Γαλλία.
Την υπογραφή της συνθήκης συνόδευσε μια δήλωση-βόμβα από τον Στάλιν. Στις 16 Μάη οι σε επίσημο ανακοινωθέν που δηλωνόταν ότι και οι δυο χώρες «ανέλαβαν το καθήκον να συμβάλλουν ώστε να μην εξασθενίσει σε καμιά περίπτωση η αμυντική τους ικανότητα» και συνέχιζε: «Απ’ αυτή την άποψη, ο κύριος Στάλιν αντιλαμβάνεται πλήρως και αποδέχεται την γαλλική εθνική αμυντική πολιτική, η οποία απαιτεί ένα επίπεδο ενόπλων δυνάμεων που να ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις αμυντικές ανάγκες της Γαλλίας».
Το PCF επικρότησε τη δήλωση. Ο Τορέζ δήλωσε σε μια ομιλία του στις 17 Μάη ότι αν ξεσπούσε πόλεμος και η ΕΣΣΔ συμμαχούσε με ιμπεριαλιστικές χώρες ενάντια στην Γερμανία αυτός ο πόλεμος δεν θα ήταν ιμπεριαλιστικός μιας «και θα ήταν τερατώδες να θεωρήσουμε ως ιμπεριαλιστικό το στρατόπεδο που συμμετέχει η πατρίδα του σοσιαλισμού».6
Αν στην περίπτωση της συνεργασίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα οι ηγεσίες του PCF και της ΚΔ μπορούσαν να αναφέρονται στις επεξεργασίες του 3ου και 4ου συνεδρίου της Διεθνούς, διαστρεβλώνοντάς τις, σε αυτά τα ζητήματα η ρήξη με το παρελθόν ήταν ριζική. Το κομμουνιστικό κίνημα είχε κυριολεκτικά χτιστεί πάνω στο διαχωρισμό με τον «σοσιαλπατριωτισμό» των κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς. Αυτά τα κόμματα είχαν προδώσει την εργατική τάξη υποστηρίζοντας το καθένα τη δικιά του άρχουσα τάξη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το Γαλλικό κόμμα ήταν υπόδειγμα στη Κομιντέρν για την αντιμιλιταριστική, διεθνιστική πολιτική του. Το 1923 οι κομμουνιστές είχαν αντιταχθεί στην κατάληψη του Ρουρ από τα γαλλικά στρατεύματα για να υποχρεωθεί η Γερμανία να πληρώσει τις πολεμικές αποζημιώσεις. Ήταν μια μη-δημοφιλής στάση και το κόμμα την πλήρωσε με διώξεις. Το ίδιο συνέβη όταν υποστήριξε αποφασιστικά την εξέγερση των μουσουλμάνων στο Ριφ, του γαλλικού Μαρόκου, το 1925-26 και είχε οργανώσει μια Γενική Απεργία τον Οκτώβρη του 1925 γι’ αυτό το σκοπό.
Τώρα, ο διεθνισμός πετιόταν στα αζήτητα κι η υποστήριξη στις πολεμικές προετοιμασίες και τον μιλιταρισμό του Γαλλικού ιμπεριαλισμού ντυνόταν με τα ρούχα της Γαλλικής Επανάστασης, όπως ακριβώς είχαν κάνει οι ηγεσίες των σοσιαλιστών και των συνδικαλιστών το 1914. Μια από τις συνέπειες ήταν η σιωπηλή εγκατάλειψης της στήριξης για κινήματα ανεξαρτησίας στις γαλλικές αποικίες.
Ενιαίο και Λαϊκό
Τότε και σήμερα, η πολιτική των λεγόμενων Λαϊκών Μετώπων παρουσιάζεται ως μια δημιουργική ανάπτυξη του ενιαίου εργατικού μετώπου που είχαν επεξεργαστεί το 3ο και 4ο Συνέδριο της ΚΔ, έστω με την παραδοχή ότι η Γαλλία «είναι μία περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής του ΕΜ ή σε κάθε περίπτωση ανολοκλήρωτης εφαρμογής του».7
Στην πραγματικότητα ένα βαθύ χάσμα χωρίζει τις δυο στρατηγικές. Το Λαϊκό Μέτωπο δεν ήταν μια βελτιωμένη εκδοχή του Ενιαίου, έστω κι αν ο Δημητρόφ χρησιμοποίησε επιλεκτικά τη φρασεολογία του Ενιαίου στο Έβδομο Συνέδριο της ΚΔ. Ήταν η άρνησή του.
Όταν η ΚΔ επεξεργαζόταν την πολιτική του ενιαίου μετώπου ξεκινούσε από την αφετηρία ότι το επαναστατικό κόμμα είναι η μειοψηφία της εργατικής τάξης που πρέπει να κερδίσει την πλειοψηφία με το μέρος της. Αυτό δεν θα γινόταν με αφηρημένη προπαγάνδα, αλλά με το τράβηγμα αυτών των εργατών στην πάλη για τα ζωτικά ταξικά τους συμφέροντα –οικονομικά και πολιτικά. Οι προσωρινές συμμαχίες και συνεργασίες με τις ηγεσίες των ρεφορμιστικών κομμάτων και των συνδικάτων υπάκουαν σ’ αυτή την ανάγκη. Έπρεπε να είναι συμφωνίες για δράση, πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα όχι γενικές πολιτικές συμφωνίες για την εφαρμογή ενός «μίνιμουμ προγράμματος» ή ακόμα και τον σοσιαλισμό. Σ’ αυτές τις προσπάθειες το επαναστατικό κόμμα θα έπρεπε να διατηρεί απόλυτη ανεξαρτησία κριτικής και κινήσεων, γιατί μόνο έτσι θα ήταν σε θέση να αξιοποιήσει τις υλικές κατακτήσεις και τα προχωρήματα στη συνείδηση της τάξης που θα έφερνε η ενωτική δράση.
Το Λαϊκό Μέτωπο από την σύλληψή του ήταν μια πολιτική που στο κέντρο της έβαζε τις συμμαχίες με μερίδες της αστικής τάξης και αστικά κόμματα. Η ίδια η συγκρότησή του προϋποθέτει ότι το εργατικό κόμμα εγκατέλειψε τους ανεξάρτητους σκοπούς της εργατικής τάξης και την υπέταξε στους γενικούς σκοπούς της αστικής τάξης στο όνομα της (αστικής) Δημοκρατίας. Ήταν δηλαδή πολιτική ταξικής συνεργασίας.
Το Ενιαίο Μέτωπο είχε σκοπό να τραβήξει τα πιο πλατιά τμήματα της τάξης στην δράση και με αυτό τον τρόπο –και την παρέμβαση του επαναστατικού κόμματος, να οξύνει και να βαθύνει την ταξική συνειδητοποίηση των εργατών. Το Λαϊκό Μέτωπο αντίθετα ωθούσε το εργατικό κίνημα να στηρίζεται στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους, στις μεταρρυθμίσεις που θα έρθουν από τα πάνω. Με άλλα λόγια, αφόπλιζε την εργατική τάξη αντί να την εξοπλίζει ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά για τις επόμενες μάχες.
Στην πράξη
Η δοκιμασία της πράξης ήρθε με την εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου το Μάη του 1936. Πριν ακόμα αναλάβει τα καθήκοντά της η νέα κυβέρνηση, η εργατική τάξη ρίχτηκε σε πρωτοφανές απεργιακό κύμα: «Τον Ιούνη του 1936 ξέσπασαν 12.142 απεργίες με 1.830.938 απεργούς. Το προηγούμενο ρεκόρ απεργιών είχε σημειωθεί το 1920 με 1.316.559 απεργούς για όλη τη χρονιά. Οι απεργίες είχαν και νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Περισσότερα από τα τρία τέταρτα των απεργιών του Ιούνη (8.941) συνοδεύονταν από καταλήψεις των εργοστασίων».8
Η ηγεσία της ενιαίας πλέον CGT υπέγραψε τις «Συμφωνίες της Ματινιόν» με τις οποίες κατοχυρωνόταν το 40ωρο, οι συλλογικές συμβάσεις, οι πληρωμένες άδειες δυο εβδομάδων, το επίδομα ανεργίας, αυξήσεις στους μισθούς. Ήτανε κατακτήσεις της δράσης των εργατών, όχι κάποιου σχεδίου των ηγεσιών.9 Παρόλα αυτά, η άμεση αντίδραση των εργατών ήταν να συνεχίσουν την απεργία και τις καταλήψεις.
Όμως, το PCF έριξε όλες του τις δυνάμεις για να τις σταματήσει. Ο Τορέζ σε μια ομιλία του στις 11 Ιούνη τόνισε ότι «οι κομμουνιστές πρέπει να ξέρουν πότε να σταματήσουν μια απεργία». Δεν μπαίνει ζήτημα κατάληψης εξουσίας, είπε, κι η συνέχειά τους θα αποξένωνε τα «μεσαία στρώματα». Η δυναμική της Γενικής Απεργίας με τις απεργιακές επιτροπές και τους συντονισμούς τους που άρχισαν να εμφανίζονται, άνοιγε την προοπτική για επαναστατικές εξελίξεις. Αυτή η πορεία ανακόπηκε απότομα. Η συνέχεια ήταν η μετατροπή μιας εν δυνάμει επαναστατικής κατάστασης σε αντεπαναστατική.
Για να μην «τρομάξουν τα μεσαία στρώματα» οι Συμφωνίες της Ματινιόν άφησαν ακάλυπτους τα δυο εκατομμύρια εργάτες γης –τον Ιούνη του 1936 ξέσπασαν μια σειρά μεγάλες απεργίες αγρεργατών στην ύπαιθρο. Αυτή η σύνεση βέβαια δεν εξασφάλισε την συναίνεση των πλούσιων αγροτών που στράφηκαν στην ακροδεξιά για να αντιμετωπίσουν τις ανταρσίες των «φτωχοδιάβολων» (οι μετανάστες εργάτες γης έφταναν το ένα εκατομμύριο και υπέφεραν από άθλιες συνθήκες και συστηματικό ρατσισμό). Ένα δεύτερο κύμα απεργιών τσακίστηκε με τη βία το καλοκαίρι του 1937.10
Στις πόλεις οι κατακτήσεις του 1936 κουτσουρεύονταν σταδιακά από την εργοδοτική επίθεση και τον πληθωρισμό. Όμως, το PCF συνέχισε να κηρύττει την αυτοσυγκράτηση –όχι γιατί έκανε λάθος «στην εφαρμογή της πολιτικής», αλλά γιατί ο κεντρικός του στόχος παρέμενε μια κυβέρνηση που θα συμμαχούσε στρατιωτικά με τη Ρωσία του Στάλιν. Γι’ αυτό από ένα σημείο και μετά ο Τορέζ λανσάρισε την ιδέα της «διεύρυνσης» της συμμαχίας σε ένα Γαλλικό Μέτωπο που θα περιλάμβανε και τα πιο «αντιγερμανικά» στοιχεία της Δεξιάς.
Ο επίλογος γράφτηκε το 1938. Τον Σεπτέμβρη, ο ίδιος Νταλαντιέ που χαιρετούσε τα πλήθη μαζί με τον Τορέζ και τον Μπλουμ τον Ιούλη του 1935 υπέγραφε την Συμφωνία του Μονάχου που παρέδιδε την Τσεχοσλοβακία στα νύχια του Χίτλερ. Στο στρατόπεδο της εργατικής τάξης, οι ελπίδες και η αυτοπεποίθηση της άνοιξης του ’36 έδιναν τη θέση τους στην απογοήτευση και την παθητικότητα. Στις 30 Νοέμβρη η Γενική Απεργία ενάντια στη καθιέρωση των απλήρωτων υπερωριών (για να δουλέψει απρόσκοπτα η πολεμική βιομηχανία) τσακίστηκε και ηττήθηκε.
Στις άλλες χώρες
Η στροφή στο Λαϊκό Μέτωπο δεν περιορίστηκε στην Γαλλία. Εφαρμόστηκε σε όλες τις χώρες όπου δρούσαν Κομμουνιστικά Κόμματα, με ανάλογα αποτελέσματα.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ΗΠΑ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας βρέθηκε κι αυτό αντιμέτωπο με μια ανάταση του εργατικού κινήματος από το 1933 και μετά. Από το 1934 άρχισε να αναζητάει συμμαχίες με το αδύναμο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Η μεγάλη αλλαγή ήρθε στην αντιμετώπιση του Ρούζβελτ. Το 1934 το κόμμα θεωρούσε αυτόν και την κυβέρνησή του ως φασιστικές. Στις προεδρικές εκλογές του 1936 κατέβασε μεν δικό του υποψήφιο αλλά μόνο και μόνο για να προστατέψει τον Ρούζβελτ από τις κατηγορίες ότι ήταν «κρυφοκομμουνιστής». Την επόμενη χρονιά, το κόμμα δήλωνε πλέον ανοιχτά ότι ο Ρούζβελτ είναι ο ηγέτης του …Αμερικάνικου Λαϊκού Μετώπου.
Ήταν χρόνια που το εργατικό κίνημα έδωσε συγκλονιστικές μάχες, όπως οι καταλήψεις των εργοστασίων το 1937. Μάχες νικηφόρες, που άνοιγαν το δρόμο για να βρει η ριζοσπαστικοποίηση των εργατών έκφραση και στο πολιτικό επίπεδο. Όμως, το ΚΚ θάφτηκε στην «προοδευτική» πτέρυγα των Δημοκρατικών και στέρησε αυτή τη δυνατότητα από το εργατικό κίνημα. Στην ουσία σπατάλησε τη δυνατότητα να υπάρξει μια δυνατή και ανεξάρτητη Αριστερά στις ΗΠΑ.
Στην Ελλάδα οι συνέπειες της στροφής στο Λαϊκό Μέτωπο ήταν πιο τραγικές. Όταν τον Γενάρη του 1934 το ΚΚΕ εγκατέλειπε με την 6η Ολομέλεια της ΚΕ του την σοσιαλιστική επανάσταση ως άμεσο στρατηγικό στόχο, έντυνε την υιοθέτηση του «αστικοδημοκρατικού» σταδίου με επαναστατική φρασεολογία. Μέσα σε ένα χρόνο αυτές οι αναφορές είχαν χαθεί. Το ΚΚΕ διεκδικούσε τον σχηματισμό μιας «αντιφασιστικής κυβέρνησης» σε συμμαχία με κομμάτια των Φιλελεύθερων. Τον Μάη του 1936 η απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη μετατράπηκε σε πολιτική γενική απεργία με αίτημα την πτώση της κυβέρνησης Μεταξά που είχε βουτήξει στο αίμα την πόλη. Ενώ η Απεργιακή Επιτροπή ήταν ουσιαστικά κυρίαρχη της πόλης, το ΚΚΕ έσπευσε να σταματήσει την απεργία. Στις 4 Αυγούστου ο Μεταξάς με τον βασιλιά επέβαλαν την δικτατορία τους.
Το καλοκαίρι του 1936 η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στην Γαλλία χρειάστηκε να απαντήσει στις εκκλήσεις της «αδελφής» της κυβέρνησης στην Ισπανία (είχε εκλεγεί τον Φλεβάρη) για στρατιωτική βοήθεια ενάντια στους φασίστες του Φράνκο. Ήταν μια έκκληση μιας νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης σε μια άλλη και μάλιστα αφορούσε υλικό (αεροπλάνα) για το οποίο υπήρχε ήδη υπογραμμένη συμφωνία. Όμως, το Γαλλικό Γενικό Επιτελείο δεν ήθελε να βοηθήσει την «κόκκινη» κυβέρνηση της Ισπανίας ούτε το Ριζοσπαστικό Κόμμα και έτσι το μόνο που πήρε ως συμπαράσταση η Ισπανική κυβέρνηση ήταν θερμά λόγια από τους Γάλλους συντρόφους της.
Το Ισπανικό Λαϊκό Μέτωπο είχε συγκροτηθεί στην ίδια βάση με το γαλλικό –για την ακρίβεια, τα αστικά κόμματα που συμμετείχαν ήταν πολύ πιο αδύναμα από το Ριζοσπαστικό της Γαλλίας. Αντίστοιχα, η εργατική τάξη είχε περάσει ένα μεγάλο σχολείο αγώνων και ριζοσπαστικοποίησης από το 1931 όταν μια επανάσταση εγκαθίδρυσε τη Δημοκρατία. Όταν τον Ιούλη του 1936 οι στρατηγοί με επικεφαλής τον Φράνκο οργάνωσαν πραξικόπημα, το σύνολο της άρχουσας τάξης πέρασε με τη μεριά τους. Η εργατική τάξη απάντησε με επανάσταση.
Ο Στάλιν δεν ήθελε επανάσταση στην Ισπανία, γιατί ο στόχος του ήταν να τραβήξει τις «Δημοκρατίες της Δύσης» σε μια συμμαχία ενάντια στην Γερμανία. Το Λαϊκό Μέτωπο της Ισπανίας, με την επιμονή του ΚΚ, εφάρμοσε αυτή την πολιτική. Δεν δίστασε να εξαπολύσει μια εκστρατεία καταστολής την άνοιξη του 1937 που τσάκισε την επαναστατική Βαρκελώνη και σιγά-σιγά αφαίρεσε όλες τις κατακτήσεις της πρώτης επαναστατικής περιόδου.
Το ΚΚ Ισπανίας επέμενε ότι «πρώτα θα κερδίσουμε τον πόλεμο και μετά θα μπορούμε να μιλήσουμε για επανάσταση». Πνίγοντας την επανάσταση, όμως, εξασφάλισε και την ήττα στον πόλεμο. Μόνο ένας επαναστατικός πόλεμος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις πανίσχυρες στρατιές του Φράνκο που εξόπλιζαν ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ. Οι δυτικές δημοκρατίες άφησαν αβοήθητη την Ισπανική Δημοκρατία. Ο Στάλιν μείωσε κατακόρυφα την όποια βοήθεια από το 1938, όταν έγινε σαφές ότι η στόχος της συμμαχίας θα έμενε ανεκπλήρωτος. Τον Μάρτη του 1939 η Ισπανική Δημοκρατία ηττήθηκε οριστικά και η δικτατορία του Φράνκο θα κρατήσει για σαράντα χρόνια. Σε έξι μήνες θα ξεσπούσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα Λαϊκά Μέτωπα απέτυχαν να σταματήσουν και τον φασισμό και τον πόλεμο.
Σημειώσεις
1. Ο Αλεξάντρ Σταβίσκι ήταν ένας κερδοσκόπος χρηματιστής που πούλησε πλαστά ομόλογα στη δημοτική τράπεζα της Μπαγιόν. Στο σκάνδαλο αναμίχθηκαν υπουργοί και άλλα ανώτερα στελέχη των Ριζοσπαστών.
2. Julian Jackson, The Popular Front in France Defending Democracy 1934-1938, Cambridge University Press 1990, σελ. 29.
3. E H Carr, The Twilight of the Comintern 1930-1935, McMillan 1982, σελ. 195
4. Writings of Leon Trotsky (1934-35), Pathfinder2002, σελ. 41
5. http://www.marxists.org/archive/trotsky/1936/ whitherfrance/ch01.htm
6. Carr, σελ. 204.
7. Όπως υποστηρίζει ο Βασίλης Λιόσης στο άρθρο «Ο φασισμός, ο πόλεμος και το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς» στη Μαρξιστική Σκέψη τόμος 10, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2013.
8. Τόνι Κλιφ, Τρότσκι Τόμος Τέταρτος, σελ. 267.
9. Το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου περιείχε μόνο μια ασαφή αναφορά στη «μείωση των ωρών εργασίας χωρίς μείωση του μισθού». Επίσης περιείχε μια ασαφή αναφορά στο επίδομα ανεργίας, αλλά έτσι κι αλλιώς η βουλή είχε ψηφίσει ένα τέτοιο νόμο το 1931 ο οποίος είχε μπλοκαριστεί στην Γερουσία.
10. Για μια λεπτομερή ανάλυση βλέπε John Bulatis, Communism in Rural France –French Agricultural Workers and the Popular Front, IB Tauris 2008, ιδιαίτερα το πέμπτο κεφάλαιο Rebellion in the Fields 1936-1937 σελ. 89-125.