Οι Ευρωεκλογές του 2009 είναι διαφορετικές από του 2004. Μεσολαβεί όχι μόνο η οικονομική και ιδεολογική κρίση των από πάνω, αλλά και οι ανταρσίες των εργατών και της νεολαίας, υποστηρίζει η Μαρία Στύλλου
Όλοι ανησυχούν για τις Ευρωεκλογές που θα γίνουν στις 7 Ιούνη. Η κυβέρνηση, οι τραπεζίτες, ο Μπαρόζο, οι Βρυξέλλες φοβούνται ότι οι κάλπες θα επιβεβαιώσουν τα προβλήματα και όχι τις λύσεις για τους καπιταλιστές. Η Ελλάδα έχει γίνει ο αδύνατος κρίκος στην Ευρώπη. Μαζί με την Ιρλανδία οι δύο μικροί αλλά θαυματουργοί καπιταλισμοί κινδυνεύουν να καταρρεύσουν. Οι κυβερνήσεις Σημίτη και Καραμανλή κοκορεύονταν ότι η Ελλάδα είχε ρυθμό ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια γύρω στο 4%-5%, πολύ πάνω από το μέσο όρο της Ευρώπης. Και τώρα η εκτίμηση και του Διεθνούς Νομισματικού ταμείου και του ΟΑΣΑ είναι για αρνητική ανάπτυξη από -0,2% έως ακόμα πιο κάτω. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση αναγκάζεται να δανειστεί το πρώτο τετράμηνο του 2009 42 δις ευρώ και ετοιμάζεται να δανειστεί επιπλέον άλλα 8 δις ευρώ τουλάχιστο. Το κόστος αυτών των δανείων θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό με περίπου 900 εκ. ευρώ επιπλέον κάθε χρόνο για τα επόμενα χρόνια.
Οι Βρυξέλλες ανησυχούν όχι μόνο για το ύψος των δανείων της Ελλάδας, αλλά το βασικότερο, ότι δεν θα μπορέσει να τα ξεπληρώσει. Ότι οι απεργίες και η μαχητικότητα των αγώνων δεν θα αφήσουν τα περιθώρια στην τωρινή κυβέρνηση ή στην επόμενη εάν η Ν.Δ. χάσει τις εκλογές, να μειώσει τα ελλείμματα και να πληρώσει τα χρέη της. Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών είναι ένα κρίσιμο τεστ όχι μόνο για τους Ευρωπαίους αλλά και για την ίδια την κυβέρνηση. Θα μετρήσει εάν μπορεί να βάλει άμεσα το πακέτο των επιθέσεων και των μέτρων σε εφαρμογή, ή εάν θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε εκλογές έστω κι αν τις χάσει. Οι Ευρωεκλογές του 2009 είναι πολύ διαφορετικές από του 2004, και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη συνολικά. Η σύγκριση με τις Ευρωεκλογές του 2004 είναι συντριπτική και στο οικονομικό και στο πολιτικό και στο ιδεολογικό επίπεδο. Τρία παραδείγματα είναι αρκετά.
Οι εκλογές του 2004 έγιναν μέσα στη θριαμβολογία της Ευρώπης των 25 που απλωνόταν από τον Ατλαντικό μέχρι τη Βαλτική με προοπτική να διευρυνθεί μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας. Δέκα κράτη που πριν από την κατάρρευση του ’89 ήταν μέλη της Κομεκόν και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, είχαν προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ. Είναι δύσκολο να ξεχάσει κανείς ότι η «νέα Ευρώπη», όπως την είχε ονομάσει ένας υπουργός του Μπους, στη Συνοδό Κορυφής την άνοιξη του 2004 ψήφισε μαζί με τον Μπλερ υπέρ της συμμετοχής στρατιωτικά και με κάθε άλλο μέσο στον πόλεμο του Μπους «ενάντια στην τρομοκρατία». Εκείνη την περίοδο βγήκαν και όλες οι πληροφορίες ότι στην Πολωνία, την Ρουμανία και Ουγγαρία λειτουργούσαν μικρά Γκουαντανάμο, σταθμοί της CIA για τις απαγωγές, τις συλλήψεις και τις παρακολουθήσεις υπόπτων.
Αυτές τις μέρες οι εικόνες και οι ειδήσεις από τη «νέα Ευρώπη» είναι τελείως διαφορετικές. Στα τέλη του Απρίλη έγινε μεγάλη απεργία και διαδήλωση στα ναυπηγεία του Γκντανσκ στην Πολωνία για να μην κλείσουν. Στην πρώτη γραμμή αυτής της μάχης βρέθηκε η Solidarnosc (Αλληλεγγύη), το συνδικάτο που φτιάχτηκε το 1980 στην Πολωνία. Η Αλληλεγγύη ξεκίνησε και τότε από το Γκντανσκ, σαν μια προσπάθεια των εργατών να μην αφήσουν τους γραφειοκράτες να απολύσουν μια μαχητική εργάτρια που δούλευε στα Ναυπηγεία. Δεν σταμάτησε εκεί, απλώθηκε σαν φλόγα σε όλη την Πολωνία και για ένα ολόκληρο χρόνο ήταν η πραγματική δύναμη μέσα στην Πολωνία. Δέκα εκατομμύρια εργάτες ανήκαν στην Αλληλεγγύη. Ήταν η δικτατορία του Γιαρουζέλσκι που σταμάτησε την ανάπτυξη εκείνου του φοβερού κινήματος πριν από 30 περίπου χρόνια. Σήμερα, οι εργάτες της Ανατολικής Ευρώπης διαδηλώνουν ενάντια στον καπιταλισμό της αγοράς.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι ότι φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από τη νίκη της Θάτσερ στη Βρετανία. Η Θάτσερ όχι μόνο κέρδισε τις εκλογές στις 3 Μάη του 1979, αλλά μαζί με τον Ρήγκαν έγιναν οι ιδεολογικοί υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού σε όλο τον κόσμο. Φέτος στην επέτειο της Θάτσερ υπήρχε ένα άρθρο στους Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς από τον Γεδεών Ράχμαν με τίτλο: «Το τέλος της εποχής της Θάτσερ». Το άρθρο αρχίζει λέγοντας ότι «όσο πλησιάζουμε την επέτειο των 30 χρόνων από την εκλογή της Σιδηράς Κυρίας, πολύς κόσμος στη Βρετανία έχει βγάλει το συμπέρασμα ότι το πείραμα των τελευταίων 30 χρόνων έχει αποτύχει. … Μια σειρά από επιλογές όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, η απελευθέρωση των αγορών, η μείωση των φόρων, η κατάργηση των ελέγχων στη διακίνηση κεφαλαίων, η επίθεση στα συνδικάτα, η έμφαση στη δημιουργία του πλούτου και όχι στη διανομή του έχουν φανεί πόσο λάθος ήταν». Είναι ένα ακόμα άρθρο που αναγνωρίζει την αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού αλλά που στο τέλος αναρωτιέται εάν υπάρχει εναλλακτική λύση απέναντι στην ελεύθερη αγορά.
Το τρίτο παράδειγμα είναι τα δημοψηφίσματα για το Ευρωσύνταγμα. Ξεκίνησε με το σοκ του Όχι στη Γαλλία το Μάη του 2005, συνεχίστηκε μετά λίγες μέρες στην Ολλανδία και τρίτωσε το κακό πέρσι με το δημοψήφισμα στην Ιρλανδία. Κανείς δεν περίμενε ότι η πλειοψηφία του κόσμου στην «οικονομία-θαύμα» της Ευρώπης θα ψήφιζε Όχι. Παντού όπου έγιναν δημοψηφίσματα τα έχαναν, γιατί από την άλλη μεριά συσπειρωνόταν το κίνημα, οι απεργοί, οι νεολαίοι, οι καταληψίες των σχολών και των σχολείων, το αντιπολεμικό κίνημα, οι αντικαπιταλιστές, η ριζοσπαστική αριστερά, όλοι αυτοί που πρωτοστάτησαν στις μάχες το προηγούμενο διάστημα.
Αυτόν τον χαρακτήρα έχουν και οι Ευρωεκλογές που θα γίνουν στις 7 Ιούνη. Ενός μεγάλου δημοψηφίσματος που θα γίνεται ταυτόχρονα και στα 27 κράτη μέλη μέσα σε περίοδο πολύ διαφορετική απ’ αυτή του 2004. Τότε ακόμα πίστευαν ότι το Μάαστριχτ, η Λισσαβώνα, οι πέντε όροι για το ΕΝΣ (Ενιαίο Νομισματικό Σύστημα) και αργότερα για το Ευρώ ήταν αρκετά για να προστατέψουν τη Γερμανία, τη Βρετανία, τη Γαλλία, την καρδιά των ευρωπαϊκών καπιταλισμών από την κρίση. Πίστευαν ότι έφταναν οι αποφάσεις της Κεντρικής Τράπεζας της Ευρώπης και ότι τα μέτρα που έπαιρνε (αύξηση επιτοκίων, μείωση ελλειμμάτων), θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά στο να απλωθεί η οικονομική κρίση και να πάρει μεγάλες διαστάσεις. Στην πορεία αποδείχθηκε πόσο έξω είχαν πέσει. Μερικά από τα πιο μεγάλα ονόματα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος έφτασαν στη χρεωκοπία και χρειάστηκε κρατική παρέμβαση για να επιβιώσουν: Northern Rock, Royal Bank of Scotland, Fortis, Commerzbank. Οι διοικητές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Τρισέ και της Τράπεζας της Αγγλίας Κινγκ βρέθηκαν να σπρώχνουν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Και τώρα ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας κατηγορεί την Κομισιόν της ΕΕ ότι με τα μέτρα της παρεμποδίζει τις γερμανικές τράπεζες να έχουν πανευρωπαϊκό πεδίο δράσης! Τρίζουν οι ίδιοι οι θεσμοί της καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας
Οι δυσκολίες δεν είναι μόνο οικονομικές και ιδεολογικές. Είναι και πολιτικές. Η δυσκολία για σταθερές πολιτικές λύσεις δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα αλλά εκδηλώνεται σε όλη την Ευρώπη. Στη Βρετανία τα ποσοστά του Εργατικού Κόμματος έπεφταν πριν ένα περίπου χρόνο. Στη συνέχεια, την περίοδο κατάρρευσης της Λήμαν Μπράδερς όταν ο Γκόρντον Μπράουν εμφανίστηκε ότι είχε σχέδιο για τον έλεγχο της κρίσης έμοιαζε ότι ανέβηκαν. Αλλά σύντομα φάνηκε ότι δεν είχε κανέναν έλεγχο και άρχισαν να ξαναπέφτουν. Η ίδια εικόνα είναι σε όλη την Ευρώπη είτε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Οι Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς είχαν πρόσφατα ένα άρθρο του Τζον Λόϋντς με τον τίτλο «Η αριστερά στην Ευρώπη αποτυχαίνει να κερδίσει από την κρίση». Το άρθρο διαπιστώνει ότι σε καμιά από τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν έχουν πάρει κεφάλι. Ούτε στη Γερμανία, ούτε στη Γαλλία, ούτε στην Ιταλία, ούτε στη Βρετανία. Ακόμα και στην Ελλάδα όπου το ΠΑΣΟΚ έχει προσπεράσει τη Νέα Δημοκρατία η διαφορά είναι πολύ περιορισμένη. Παίζει ανάμεσα στο 3%-4%, ενώ το 1993 η Νέα Δημοκρατία που ήταν έως τότε κυβέρνηση έχασε από το ΠΑΣΟΚ με πάνω από 7 μονάδες.
Η διαφορά του τότε με τώρα δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη θεωρία περί χαρισματικών ηγετών ούτε με τις απόψεις για το «παλιό καλό» ΠΑΣΟΚ. Η εξήγηση βρίσκεται στη διάσταση που έχει πάρει η κρίση, στην εμπειρία των αγώνων ενάντια στις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις και τέλος στην εμφάνιση και στο δυνάμωμα της ριζοσπαστικής αριστεράς σε μια σειρά από χώρες.
Σε όλη την Ευρώπη έχει ανοίξει η συζήτηση με ποιον τρόπο μπορεί να κερδίσει η αριστερά τον κόσμο που σπάει από τη σοσιαλδημοκρατία και παντού υπάρχουν παραδείγματα, αλλού με περισσότερη και αλλού με λιγότερη επιτυχία. Στη Γερμανία δημιουργήθηκε το die Linke (Το Αριστερό Κόμμα) μέσα από την συνένωση ενός κομματιού που έφυγε από το SPD, με το PDS (το πρώην Κομμουνιστικό Κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας) και με μια σειρά από αντικαπιταλιστικές πρωτοβουλίες και οργανώσεις. Τα εκλογικά ποσοστά του die Linke έχουν φτάσει στο 10%. Στην Αγγλία έγινε η ίδια προσπάθεια με τη δημιουργία του Respect, αλλά δεν κατάφερε να λειτουργήσει σαν πόλος για τον κόσμο που απογοητεύονταν από το Εργατικό Κόμμα. Το αποτέλεσμα ήταν η κρίση και η διάλυση του. Στη Γαλλία η μορφή που πήρε αυτή η προσπάθεια ήταν διαφορετική. Η ύπαρξη δυο μεγάλων επαναστατικών οργανώσεων, της LCR (Επαναστατικός Κομμουνιστικός Σύνδεσμος) και της L.O. (Εργατική Πάλη), έδωσε τη δυνατότητα να γίνουν σημείο αναφοράς για τα μέλη και τις επιρροές του Σοσιαλιστικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος που απογοητεύτηκαν από την πολιτική τους. Στις προεδρικές εκλογές του 2002 στη Γαλλία τα κόμματα του «Κοινού Προγράμματος» και της κυβέρνησης συνεργασίας (Γ.Κ.Κ. και Σοσιαλιστικό Κόμμα) είδαν τα εκλογικά τους ποσοστά να καταρρέουν. Ο προεδρικός υποψήφιος των Σοσιαλιστών ήρθε τρίτος, πίσω και από τον Λεπέν, ενώ ο υποψήφιος του ΚΚ καταποντίστηκε. Τα δυο κόμματα της επαναστατικής αριστεράς κατάφεραν να συγκεντρώσουν το 10% στον πρώτο γύρο, ποσοστό που αντιστοιχούσε με 3 εκατομμύρια ψήφους. Ήταν μια ένδειξη ότι σε ένα σεβαστό κομμάτι του κόσμου της σοσιαλδημοκρατίας η επαναστατική αριστερά ασκεί επιρροή και μπορεί να κερδίζει. Πάνω σ’αυτή την εμπειρία και πολύ περισσότερο στην κοινή δράση για το Όχι στο Ευρωσύνταγμα στηρίχτηκε η προσπάθεια για τη δημιουργία του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος στη Γαλλία.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Η Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία για την Ανατροπή δημιουργήθηκε από μια σειρά οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς και πολύ κόσμο από τις πρωτοβουλίες και κινήσεις που στηρίξαν τους αγώνες σε όλους τους χώρους. Οι Ευρωεκλογές είναι ο πρώτος σταθμός αυτής της συνεργασίας, παρόλο που δεν θα είναι και ο τελευταίος. Το πώς θα οργανώσει αυτή τη μάχη θα καθορίσει και τη συνέχεια. Είναι η πρώτη φορά στην Ελλάδα που μπορεί να μη ισχύσει η παραδοσιακή μετακίνηση κόσμου που σπάει από τη σοσιαλδημοκρατία και πηγαίνει σε «όμορους πολιτικούς χώρους». Το επιχείρημα ότι ο κόσμος που σπάει από το ΠΑΣΟΚ είναι πιο εύκολο να κινηθεί προς το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ παρά προς την αντικαπιταλιστική αριστερά, μπαίνει σε αμφισβήτηση.
Είναι ανοιχτή η δυνατότητα να αναδειχθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως η συνεργασία που θα επηρεάσει τις μάχες ενάντια στην κρίση και ταυτόχρονα θα μπορέσει να κερδίσει με τη δική της μεριά στο δίλημμα μεταρρύθμιση ή επανάσταση.
Δεν είναι αυτόματο. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, τακτική και ξεκάθαρες ιδέες.
Οι αντικαπιταλιστές χρειάζεται να ξεκινήσουν με την εικόνα της οικονομικής κρίσης και με την αντίληψη ότι η κρίση θα κρατήσει. Οι απόψεις περί «πράσινων βλασταριών» που οδηγούν σε γρήγορες ανακάμψεις δεν αντέχουν στη σύγκριση με την πραγματικότητα. Η ένταση της σημερινής κρίσης μπορεί να συγκριθεί με τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930, η οποία κράτησε 15 χρόνια γεμάτα μάχες και συγκρούσεις. Ακόμα και οι διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ κλπ) δίνουν προβλέψεις για 10 εκατομμύρια ανέργους στις ΗΠΑ, άλλους τόσους στην Ευρώπη, 50 εκατομμύρια συνολικά μέσα στη χρονιά. Αυτό σημαίνει ότι όλο και περισσότερα κομμάτια της εργατικής τάξης θα χρειάζεται να δίνουν μάχες κι αυτό απαιτεί δυνάμωμα της βάσης μέσα στους εργατικούς χώρους. Η αντικαπιταλιστική αριστερά χρειάζεται ένα πρόγραμμα δράσης με οικονομικά και πολιτικά αιτήματα που να ενώνουν τον κόσμο που παλεύει. Το 1999 το ΣΕΚ και η Εργατική Αλληλεγγύη είχε πάρει μέρος στις Ευρωεκλογές προβάλλοντας ένα «Πρόγραμμα Δράσης» με 4 αιτήματα: «Φορολογείστε τους πλούσιους», «Κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση», «Σταματήστε του εξοπλισμούς – Όχι στον πόλεμο», «Χρηματοδότηση των Δημοσίων Υπηρεσιών στο ύψος που απαιτούν τα συνδικάτα». Ήταν μια δυνατή προεκλογική καμπάνια, παρά το μικρό μας μέγεθος, γιατί συνδέονταν με τους αγώνες εκείνης της περιόδου. Ήταν η χρονιά με τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στη Σερβία, και μόλις είχα περάσει δυο χρόνια από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση στην Ασία.
Η δύναμη ενός αντίστοιχου προγράμματος σήμερα δεν περιορίζεται μόνο στα αιτήματα όπως «Απαγόρευση των απολύσεων» αλλά στη στήριξη των αγώνων που ξεσπάνε. Η συμπαράσταση στου Λαναρά, η μάχη μέσα στην Ιντρακόμ να μην περάσουν οι απολύσεις και η μείωση του μισθού, ο αγώνας της ΠΕΚΟΠ, των ταχυμεταφορών στα ΕΛΤΑ, των νοσοκομείων, των εργαζομένων στα ΜΜΕ, είναι μια σειρά από μάχες που πρέπει να τις οργανώσουμε και μέχρι τις Ευρωεκλογές και στη συνέχεια. Σ’ αυτή την προσπάθεια μπορεί να επηρρεάσει και να κερδίσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τα πιο μαχητικά κομμάτια και στη δράση και στις ιδέες.
Αυτό απαιτεί καθαρές ιδέες και προοπτική. Το 2004 το ΣΕΚ πρωτοστάτησε στη δημιουργία της Αντικαπιταλιστικής Συμμαχίας. Ήταν μια Συμμαχία που είχε σαν κύριο στόχο να προβάλλει την αντικαπιταλιστική προοπτική. Δυο χρόνια από τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ στη Φλωρεντία, ένα χρόνο μετά τη φοβερή χρονιά του 2003, η έμφαση ήταν στην προβολή του νέου αντικαπιταλιστικού κινήματος που έκανε ορμητικά την εμφάνιση του και η αντιπαράθεση με τις απόψεις που ήθελαν να το περιορίσουν σε «αντινεοφιλελεύθερα» πλαίσια. Σήμερα πια τα πράγματα έχουν προχωρήσει πολύ πιο πέρα και από το 1999 και από το 2004. Υπάρχει η δυνατότητα να μην περιοριστούμε ούτε στην προπαγάνδιση βασικών αιτημάτων ούτε στην προβολή της γενικής προοπτικής, αλλά να συνδυάσουμε βήματα μπροστά και στη δράση και στις ιδέες.
Στις Ευρωεκλογές φέτος η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η αντικαπιταλιστική αριστερά, έχει τη δυνατότητα να παλέψει και στα δυο μέτωπα ταυτόχρονα. Να δυναμώσει, με συνεργασίες, με πολιτική, με συμμετοχή της βάσης τη συσπείρωση των εργατών μέσα στους χώρους και τα συνδικάτα, και ταυτόχρονα να παλεύει και να κερδίζει στην προοπτική του εργατικού ελέγχου στην παραγωγή και σε όλη την κοινωνία, στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη.
Είναι μια προσπάθεια πιο προχωρημένη, πιο δύσκολη αλλά και με μεγαλύτερες προοπτικές να χτίζει ένα κίνημα ριζωμένο στους αγώνες και αιχμηρό πολιτικά.
Το γεγονός ότι η εκλογική καμπάνια γίνεται για τις Ευρωεκλογές αναδεικνύει και τα ζητήματα της σύγκρουσης με την ΕΕ. Αυτό δεν σημαίνει επιστροφή σε προγράμματα του «ελληνικού δρόμου προς το Σοσιαλισμό» με αυταπάτες για μέτρα προστατευτισμού και «αντιμονοπωλιακές» συμμαχίες. Ακόμα και οι παραδοσιακοί ρεφορμιστικοί φορείς έχουν αναγκαστεί να αποφεύγουν υποσχέσεις για εθνική αποδέσμευση και «αυτοδύναμη» ανάπτυξη. Η σύγκρουση με την ΕΕ έχει αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και οι συμμαχίες που μπορεί να στηριχτεί είναι με τους εργάτες που αντιστέκονται παντού, είτε βρίσκονται μέσα στην ΕΕ, είτε έξω από αυτήν, είτε είναι λευκοί και χριστιανοί, είτε μουσουλμάνοι ή μελαμψοί. Η Ευρώπη των Εργατών που διεκδικούμε κόντρα στην ΕΕ θα είναι πολύχρωμη, πολυφυλετική και αντικαπιταλιστική.
Έχουμε πολύ δρόμο ως εκεί, αλλά η μάχη των Ευρωεκλογών και για μια δυνατή ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να μας βοηθήσει να προχωρήσουμε ένα μικρό βήμα προς το μεγάλο στόχο μας.