Εξώφυλλο του τευχους 74
Μετά τη Σύνοδο των G20 στο Λονδίνο, ο Ομπάμα και τα χρηματιστήρια αισιοδοξούν. Αλλά, γράφει ο Σωτήρης Κοντογιάννης, η ύφεση βαθαίνει και οι αντιθέσεις ανάμεσα στις κυβερνήσεις οξύνονται
Ο Μπάρακ Ομπάμα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, μίλησε για “ιστορική μέρα“. Ο Γκόρντον Μπράουν, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας έκανε λόγο για οικοδόμηση μιας “νέας παγκόσμιας τάξης“. Ο Ζαν Κλοντ Τρισέ, ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έκφρασε την πεποίθηση ότι πρσέθεσε “ένα σημαντικό στοιχείο σιγουριάς“. Ο λόγος για την Σύνοδο Κορυφής των G20, των ηγετών των 20 σημαντικότερων οικονομιών του πλανήτη, που έγινε στις αρχές του Απρίλη στο Λονδίνο.
Για τους πλανητάρχες, αυτό που έκανε “ιστορική” την ημέρα εκείνη δεν ήταν βέβαια η δολοφονία του Ιαν Τόμιλσον -που χτυπήθηκε από τους αστυνομικούς την ημέρα της διαδήλωσης στο Λονδίνο και πέθανε από εσωτερική αιμορραγία. Αυτά τα γεγονότα είναι “λεπτομέρειες” και όχι “ιστορία” για τους ηγέτες μας. Η ημέρα, σύμφωνα με τις “έγκυρες” εφημερίδες -τα παπαγαλάκια του παγκόσμιου καπιταλισμού, δηλαδή- θα μείνει στην ιστορία σαν “η συνάντηση στην οποία οι ηγέτες του πλανήτη πέρασαν στην αντεπίθεση ενάντια στην ύφεση“.
Οι αγορές έτρεξαν αμέσως να γιορτάσουν τα καλά μαντάτα. Στη Νέα Υόρκη ο δείκτης S&P 500, o δείκτης της αξίας των μετοχών των 500 μεγαλύτερων εταιρείων της Γουόλ Στριτ που βρισκόταν σε διαρκή πτώση εδώ και ένα περίπου χρόνο άλλαξε φορά και άρχισε να ανεβαίνει. “Το αποτέλεσμα της συνόδου των G20 στο Λονδίνο“ έγραφε λίγες μέρες μετά ο Γκιντεόν Ραχμάν στην εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, “καλωσορίστηκε από τις αγορές με ένα μεγάλο άλμα. Ολοι θέλουν να πιστεύουν ότι οι ηγέτες του πλανήτη, παρακινούμενοι από τον κύριο Ομπάμα, μπορούν να διορθώσουν την παγκόσμια οικονομία“. Και ο ίδιος ο Ομπάμα προσπάθησε να στηρίξει αυτή την αίσθηση της αισιοδοξίας κάνοντας λόγο για “αχτίδα ελπίδας“ για την αμερικανική οικονομία. Ο Λόρενς Σάμερς, ο ανώτατος οικονομικός του σύμβουλος δήλωσε ότι η “αίσθηση της ελεύθερης πτώσης“ στη οικονομία παίρνει τώρα τέλος. Το ημερολόγιο έγραφε εκείνη την ημέρα 9 Απρίλη.
Στις 30 Απρίλη, τρεις βδομάδες αργότερα δηλαδή, η Chrysler -η μικρότερη από τις τρεις αυτοκινητοβιομηχανίες των ΗΠΑ- κήρυξε πτώχευση. Η κυβέρνηση προσπάθησε, την τελευταία στιγμή, να την σώσει με κάθε μέσο: πίεσε τους πιστωτές της, τις μεγάλες τράπεζες και τα hedge funds, να παραιτηθούν από τα 7 περίπου δισεκατομμύρια δολάρια που τους χρωστούσε με αντάλλαγμα το ενα τρίτο, περίπου, σε μετρητά. Οι τράπεζες -που βρίσκονται ακόμα στη ζωή χάρη στα 700 δισεκατομμύρια της κρατικής βοήθειας του Χανκ Πόλσον- δέχτηκαν. Οι διευθυντές, όμως, των hedge funds αρνήθηκαν. Ο Ομπάμα έτρεξε να τους καταγγείλει, μίλησε για μια “μικρή ομάδα κερδοσκόπων”: “Ηλπιζαν ότι όλοι οι άλλοι θα κάνουν θυσίες αλλά αυτοί δεν θα έκαναν καμιά” είπε.
Υγιείς τοξικές επενδύσεις
Στο Λονδίνο οι ηγέτες των G20 αποφάσισαν να αυξήσουν τα ποσά που θα διαθέσουν όλοι μαζί “για να αποκαταστήσουν τον δανεισμό, την ανάπτυξη και την απασχόληση στην παγκόσμια οικονομία” κατά 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Και ταυτόχρονα αποφάσισαν να τριπλασιάσουν τα ποσά που έχει στη διάθεσή του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έτσι ώστε να μπορέσει να επέμβει και να σώσει διάφορες από τις αναπτυσσόμενες χώρες που κινδυνεύουν να χρεωκοπήσουν. Η απόφασή τους υποτίθεται ότι σηματοδοτεί μια κοινή στάση στην αντιμετώπιση των δισεκατομμυρίων που έχουν “χαθεί” παγκόσμια στα διάφορα “τοξικά προϊόντα”. Η άμεση προτεραιότητα είναι να μην αφήσουν κανέναν από τους “μεγάλους παίκτες” της παγκόσμιας οικονομίας να φουντάρει -όπως έγινε με την Lehman Brothers, την τράπεζα που πυροδότησε, με την χρεωκοπία της τον περασμένο Σεπτέμβρη, το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης.
Στην πραγματικότητα, όμως -όπως φάνηκε και από την υπόθεση της Chrysler- οι αποφάσεις της συνόδου του Λονδίνου βρίσκονται στον αέρα.
Πρώτα απ’ όλα κανένας δεν ξέρει ακριβώς πόσο μεγάλη είναι η “μαύρη τρύπα” που έχουν αφήσει πίσω τους τα “τοξικά προϊόντα” -πόσο μεγάλο είναι το μέγεθος του ψέματος των χάρτινων κερδών, με άλλα λόγια. “Για πάνω από ένα χρόνο”, έγραφε στις 22 Απρίλη η εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, “η εκτίμηση του ΔΝΤ για τις απώλειες φουσκώνει με κάθε αναθεώρηση. Μόλις τον Οκτώβρη, υπολόγιζε τις ζημιές από τα αμερικανικά δάνεια και τις εγγυήσεις σε 1.400 δισεκατομμύρια δολάρια. Τώρα προβλέπει ζημιές σχεδόν διπλάσιες, στα 2.700 δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπρόσθετα, σε αυτά τα ποσά προσέθεσε τώρα και 1.200 δισεκατομμύρια δολάρια ζημιών από την Ευρώπη και 150 δισεκατομμύρια δολάρια από την Ιαπωνία... Δεν έχουμε καμιά απολύτως βεβαιότητα για το πόσες θα είναι οι πραγματικές ζημιές -το μόνο που ξέρουμε είναι ότι γίνονται χειρότερες κάθε φορά που τις κοιτάμε. Οι πιο απαισιόδοξες προβλέψεις της περασμένης χρονιάς αποδείχτηκαν υπερβολικά αισιόδοξες...”
Υπάρχουν δυο λόγοι πίσω από αυτή την άγνοια. Πρώτον, οι ίδιοι οι καπιταλιστές κάνουν ότι μπορούν για να αποκρύψουν τα πραγματικά στοιχεία γύρω και από τα κέρδη και από τις ζημιές τους. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ένας τραπεζίτης είναι να μάθει η αξιότιμη πελατεία του πόσα από τα δισεκατομμύρια που του έχει εμπιστευθεί έχουν “επενδυθεί” σε πυραμίδες αλά Μάντοφ. Και το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ένας βιομήχανος είναι να μάθει η εφορία το ακριβές ποσό για το οποίο θα πρέπει να τον φορολογήσει.
Δεύτερον, οι “υγιείς επενδύσεις” του χθές γίνονται, μέσα στις συνθήκες της κρίσης, τα νέα “τοξικά” του αύριο. “Οι μισές από τις ζημιές (που υπολογίζει το ΔΝΤ)”, γράφουν οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, “προέρχονται από τα συμβατικά δάνεια, όχι από τα διάφορα εξωτικά χρεώγραφα”. Στις ΗΠΑ η μέση αξία της γης έχει πέσει σχεδόν κατά 30% μέσα στους τελευταίους 12 μήνες -και δεν υπάρχει σχεδόν καμιά αμφιβολία ότι ο κατήφορος στις τιμές θα συνεχιστεί. Ενας “υγιής” επιχειρηματίας, που δανείστηκε πέρσι από τις τράπεζες για να αγοράσει ένα οικόπεδο για το καινούργιο του εργοστάσιο φέτος δεν έχει κανένα λόγο να συνεχίσει να αποπληρώνει το δάνειό του, αφού το ακίνητο αξίζει λιγότερα από όσα θα πρέπει να πληρώσει για αυτό σε τόκους και χρεωλύσια στις τράπεζες. Με άλλα λόγια ο “υγιής” βιομήχανος συμπεριφέρεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με τον πιο ξεδιάντροπο κερδοσκόπο. Και το “καλό δάνειο” της τράπεζας μετατρέπεται σε ένα ακόμα νέο “τοξικό” σκουπίδι. Και σε αυτή την εικόνα θα πρέπε να προσθέσει κανείς και όλες τις άλλες πιστώσεις που έχουν πάψει να εξυπηρετούνται λόγω των ίδιων των συνεπειών της κρίσης -τις πιστωτικές κάρτες, τα στεγαστικά, καταναλωτικά, προσωπικά δάνεια ή τα πακέτα προσφοράς “φτηνών” κεφαλαίων κίνησης τύπου “Μαζί” προς τις μικρές επιχειρήσεις.
Πολλοί οικονομολόγοι -ανάμεσά τους και μερικοί εξέχοντες πρωην αστέρες του νεοφιλελευθερισμού- προτείνουν τώρα σαν μοναδική λύση την εθνικοποίηση ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος. Αλλά φυσικά αυτή η πρόταση συναντάει τεράστιες αντιστάσεις, πρώτα και κύρια από τα ίδια τα διοικητικά συμβούλια και τους μεγαλομετόχους των τραπεζών.
Το πρόβλημα, όμως, για τα σχέδια των G20 δεν είναι απλά και μόνο το άγνωστο και ανεξέλεγκτο μέγεθος της “μαύρης τρύπας” των τοξικών χρεών. Στην πραγματικότητα οι ηγέτες του πλανήτη δεν κατάφεραν -πέρα από την ενίσχυση του ΔΝΤ- να συμφωνήσουν σχεδόν σε τίποτα άλλο. Το περιβόητο πακέτο του 1,2 τρισεκατομμυρίων αποτελείται στην πραγματικότητα σχεδόν κατά 90% από ποσά που οι ηγέτες των διαφόρων χωρών είχαν ήδη δεσμευτεί ότι θα δώσουν. Ακόμα και στο χείλος του γκρεμού οι ηγέτες του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι απασχολημένοι πολύ-πολύ περισσότερο με το πώς “θα την φέρουν” στους συμμάχους-ανταγωνιστές τους παρά με το πως θα διασώσουν το σύστημά τους. Στο Λονδίνο ο Ομπάμα πίεσε για μια ακόμα φορά την Γερμανία και τη Γαλλία να προωθήσουν και αυτές πακέτα “αναθέρμανσης της οικονομίας” -σαν το πακέτο των 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων που ψήφισε πριν από δυο μήνες το αμερικανικό Κογκρέσο. Ο Σαρκοζί και η Μέρκελ, όμως, ήταν αμετακίνητοι. Γιατί να πληρώσουν και αυτοί; Τα 800 δισεκατομμύρια του αμερικάνικου προϋπολογισμού φτάνουν και περισσεύουν -για όλους.
Μπροστά στην άβυσσο;
“Τι θα γίνει με αυτό το ΔΝΤ;” παραπονιέται ο εκδότης των Φαινάνσιαλ Τάιμς. “Οσο περισσότερο μιλούν οι πολιτικοί για ελπίδες ανάκαμψης, τόσο πιο μαύρο και απαισιόδοξο γίνεται το ΔΝΤ... Τώρα το ΔΝΤ δημοσίευσε τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη που θα κάνουν ακόμα και τις αρκούδες (το σύμβολο της οικονομικής κακοδαιμονίας) να το βάλουν στα πόδια από τον φόβο τους.
Το Ταμείο περιμένει ότι η αμερικανική οικονομία θα συρρικνωθεί φέτος κατά ένα τρομαχτικό 2,8%. Και σε αντίθεση με τους περισότερους οικονομολόγους που προβλέπουν ανάκαμψη στο δεύτερο μισό της χρονιάς, το ΔΝΤ δεν βλέπει καμιά βελτίωση μέχρι τα μέσα του 2010. Ακόμα και τότε η ανάπτυξη δεν θα είναι παρά ένα αναιμικό 1,5%. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, αντίθετα, προβλέπει 4% αύξηση μέσα στο 2010. Ενα χάσμα, πραγματικά...”
Το ΔΝΤ, φυσικά, δεν είναι μόνο. Την ίδια βδομάδα που έδινε στη δημοσιότητα τις εκτιμήσεις του, το περιοδικό “The Economist” κυκλοφόρησε στο εξώφυλλο με μια γελοιογραφία που κορόιδευε τις αισιόδοξες προβλέψεις του Γκόρντον Μπράουν και του Ομπάμα: στο σκίτσο, η “αχτίδα ελπίδας” του Ομπάμα προέρχεται από ένα φαναράκι, κρεμασμένο παραπλανητικά μπροστά από το απαίσιο τέρας της κρίσης που είναι έτοιμο να κατσπαράξει τους αφελείς που προσελκύονται από το φως του.
Στην πραγματικότητα κανένας δεν μπορεί να προβλέψει τι θα γίνει ακριβώς μέσα στους επόμενους μήνες. Ο Μαρξ, αναλύοντας τον καπιταλισμό πριν από ενάμισυ αιώνα -όταν δεν υπήρχαν ακόμα ούτε hedge funds, ούτε εξωτικά και τοξικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα- είχε προβλέψει ότι ήταν ένα σύστημα που ήταν καταδικασμένο από την ίδια του τη φύση να πέφτει ξανά και ξανά σε καταστροφικές οικονομικές κρίσεις.
Περιέγραφε τον καπιταλισμό σαν ένα σύστημα τυφλής συσσώρευσης: “Συσσωρεύετε, συσσωρεύετε -αυτός είναι ο Mωυσής και οι προφήτες” -αυτός είναι η υπέρτατος νόμος στον καπιταλισμό. Ενας καπιταλιστής που δεν θα καταφέρει να συσωρεύσει (να επενδύσει δηλαδή) με τον ίδιο ρυθμό με τους ανταγωνιστές του θα πεταχτεί έξω από την αγορά. Αυτό το κυνήγι του κέρδους, όμως, έλεγε ο Μαρξ έχει, μακροχρόνια, σαν αποτέλεσμα να υπονομεύει συνεχώς τη συνολική κερδοφορία του συστήματος. Οι επενδύσεις έχουν την τάση τα αυξάνονται με πιο γρήγορους ρυθμούς από ό,τι τα κέρδη. Η για να το πούμε με άλλα λόγια, για να εξασφαλίσει τα ίδια κέρδη ο μέσος καπιταλιστής χρειάζεται να επενδύσει όλο και περισσότερα. Αλλά φυσικά αυτό είναι αδύνατο. Το αποτέλεσμα είναι ότι έρχεται μια στιγμή όπου οι επενδύσεις αρχίζουν να αγκομαχούν, τραβώντας, έτσι πίσω τους στον γκρεμό ολόκληρη την οικονομία.
Ο Μαρξ, όμως, δεν πίστευε ότι ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει από μόνος του. Οι καπιταλιστές, έλεγε, θα βρίσκουν πάντα τρόπους να εξισορροπούν την πτωτική τάση της κερδοφορίας του συστήματος. Η ίδια η κρίση λειτουργεί, μερικές φορές, από μόνη της εξυγιαντικά: ένα κομμάτι του κεφάλαιου καταστρέφεται δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στα κέρδη να ξαναανέβουν και στην οικονομία να ξαναπάρει μπροστά. Η αύξηση της εκμετάλλευσης μπορεί να σώσει -για ένα μικρό διάστημα τουλάχιστον- το σύστημα, όπως έγινε τη δεκαετία του 1980, την εποχή της Θάτσερ και του Ρήγκαν. Καμιά φορά μπορεί ακόμα και η διαφθορά των ίδιων των καπιταλιστών να τους σώσει -προσωρινά τουλάχιστον από την κρίση. Αν οι καπιταλιστές σπαταλάνε αντί να επενδύσουν τα κέρδη τους, ο ρυθμός της συσώρευσης μπορεί να πέσει και η καθίζηση των ποσοστών κέρδους να καθυστερήσει -όπως έγινε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι καπιταλιστές σπαταλούσαν μερικές φορές ακόμα και το 10% του ΑΕΠ κάθε χρόνο για εξοπλισμούς -για να μπορέσουν να αφανίσουν τον πλανήτη πριν από τους Ρώσους ανταγωνιστές τους σε περίπτωση μιας πυρηνικής σύρραξης.
Ολες αυτές οι “λύσεις”, όμως, δεν μπορούν να γιατρέψουν την βασική αντίφαση του συστήματος. Αργά ή γρήγορα οι αντιφάσεις αυτές βγαίνουν ξανά στην επιφάνεια -σε ένα ανώτερο επίπεδο. Ο καπιταλισμός ξεπέρασε τη μεγάλη κρίση του 1870 με την επέκταση στις αποικίες. Το αποτέλεσμα δεν ήταν απλά η υποδούλωση εκατομμυρίων “ιθαγενών”: ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις επιχειρήσεις μεταφέρθηκε τώρα στο επίπεδο του ανταγωνισμού ανάμεσα στα “πολιτισμένα” κράτη για τον έλεγχο των αποικιών. Το 1914 αυτός ο ανταγωνισμός οδήγησε τον πλανήτη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η κρίση της δεκαετίας του 1930 είχε ακόμα πιο αποτρόπαια εξέλιξη: η κρίση “έκλεισε” με τα μεσάνυχτα της ιστορίας -με τον ναζισμό, το Ολοκαύτωμα και τα εκατομμύρια των νεκρών στα μέτωπα του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου.
Οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί ερρίζουν τώρα για το αν η σημερινή κρίση θα έχει σχήμα U -μια γρήγορη ανάκαμψη μετά από λίγους μήνες ή L -μια μόνιμη βύθιση στην στασιμότητα, όπως έγινε τη δεκαετία του 1970 στην Αμερική και την Ευρώπη ή στην Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990.
Η δική μας η δουλειά δεν είναι να κάνουμε και εμείς καλύτερες εικασίες. Αυτό που χρειάζεται είναι αγώνας -να αντικρούσουμε, με απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις κάθε απόπειρα να φορτώσουν πάνω μας τα σπασμένα της κρίσης. Τις “λύσεις” τους τις είδαμε -και δεν θέλουμε να τις ξαναδούμε ποτέ ξανά.