Άρθρο
Πακιστάν - Το νέο “πεδίο βολής” του ιμπεριαλισμού

Εξώφυλλο του τευχους 74

Αντί για τον τερματισμό του πολέμου στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν η νέα στρατηγική των ΗΠΑ φέρνει την επέκτασή του στο Πακιστάν, διαπιστώνει ο Νίκος Λούντος

 

“Δεν ψάχνουμε πλέον τρόπους για το πώς μπορεί το Πακιστάν να βοηθήσει το Αφγανιστάν. Ψάχνουμε τι μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε το Πακιστάν να τα βγάλει πέρα μέσα σε αυτήν την περίοδο”.

 

Ανώνυμο στέλεχος της κυβέρνησης Ομπάμα στους New York Times,

30 Απρίλη 2009.

“Η κυβέρνηση του Πακιστάν υπαναχωρεί απέναντι στους Ταλιμπάν και τους εξτρεμιστές”.

Χίλαρι Κλίντον, 22 Απρίλη 2009.

“Είμαι βαθειά ανήσυχος για την κατάσταση στο Πακιστάν. Οχι γιατί πιστεύω ότι οι Ταλιμπάν άμεσα μπορούν να πάρουν την εξουσία, αλλά γιατί η σημερινή πολιτική κυβέρνηση είναι πολύ εύθραυστη”.

Μπαράκ Ομπάμα, 29 Απρίλη 2009, στην ομιλία του για τις 100 πρώτες μέρες στην προεδρία.

Η κρίση του πολέμου στο Αφγανιστάν βρίσκεται για τα καλά μέσα στο γειτονικό Πακιστάν. Χρειάζεται κανείς να επιμείνει στην τεράστια σημασία που έχει αυτή η εξέλιξη. Το Πακιστάν αποτελεί χώρα κλειδί για τις γεωπολιτικές ισορροπίες και ο κίνδυνος της αποσταθεροποίησης αναγκάζει τους ισχυρούς του πλανήτη να κάνουν δηλώσεις όπως αυτές που παραθέσαμε παραπάνω. Πρόκειται για μια χώρα με πληθυσμό 165 εκατομμύρια, με τον έβδομο μεγαλύτερο στρατό του κόσμου. Είναι μία από τις εννέα χώρες που κατέχουν πυρηνικά όπλα και μάλιστα χωρίς να βρίσκεται εντός της συνθήκης για τη μη-διασπορά πυρηνικών.

Η στρατιωτική ανάπτυξη του Πακιστάν, στα 60 χρόνια ύπαρξής του ως ανεξάρτητου κράτους έγινε στην αγκαλιά των ΗΠΑ με πολιτικό αποτέλεσμα τρεις δικτατορίες να κυβερνάνε τη χώρα για 32 χρόνια. Το Πακιστάν ήταν σταθερός σύμμαχος της Δύσης ενάντια στην ΕΣΣΔ, έχοντας ρόλο αντίπαλου δέους απέναντι στην πιο ανεξέλεγκτη Ινδία, αλλά και ρόλο “μουσουλμάνου” μεσάζοντα των ιμπεριαλιστών στη Μέση Ανατολή. Μετά τις 11 Σεπτέμβρη, η στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ προς το Πακιστάν αυξήθηκε κατακόρυφα. Σχεδόν 10 δισεκατομμύρια δολάρια ήταν η φανερή αμερικάνικη “συνεισφορά”. Πάνω από τα μισά από αυτά τα χρήματα κατευθύνθηκαν στην “περιοχή των φυλών”, στο βορειοδυτικό Πακιστάν, στα σύνορα με το Αφγανιστάν.1 Τώρα όλη αυτή η αμερικάνικη επένδυση όχι απλώς φαίνεται ότι πήγε χαμένη, αλλά γυρνάει μπούμερανγκ.

Δεμένοι με τον ιμπεριαλισμό

Η κατάληψη της περιοχής Μπουνέρ από τους Ταλιμπάν στις 21 Απρίλη ήταν το γεγονός που έφερε τις εξελίξεις στο Πακιστάν στα παγκόσμια πρωτοσέλιδα. Οι Ταλιμπάν υποτίθεται ήταν ένα “εισαγόμενο” φαινόμενο από το Αφγανιστάν, το οποίο ο στρατός αντιμετώπιζε στα βουνά της μεθορίου. Τώρα έφταναν 100 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της χώρας, Ισλαμαμπάντ. Προφανώς όμως όλα αυτά δεν έγιναν ξαφνικά. Στα μέσα Φλεβάρη η κυβέρνηση του Πακιστάν είχε παραχωρήσει την κοιλάδα Σουάτ στους τοπικούς ηγέτες των Ταλιμπάν, επιτρέποντας την ισχύ του ισλαμικού νόμου, Σαρία, μαζί με την κρατική νομοθεσία.

Μοιάζει παράδοξο ότι η ίδια κυβέρνηση που συνεργάζεται στενά με τις ΗΠΑ και δέχεται όλη αυτή τη βοήθεια στα πλαίσια του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” έδωσε τον έλεγχο μιας περιοχής στους Ταλιμπάν. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα παράδοξο. Οι εξελίξεις έρχονται για να τονίσουν τη σύγκλιση δύο αποτυχιών: της αποτυχίας της αμερικάνικης στρατηγικής στο Αφγανιστάν και της αποτυχίας του Πακιστάν ως κρατικής οντότητας. Από τα τέλη του 2001 ως σήμερα, το Πακιστάν ως κράτος και η στρατηγική του Πενταγώνου έδεσαν πολύ σφιχτά τις τύχες τους. Σήμερα διαχειρίζονται την ήττα τους προσπαθώντας να αποφύγουν την ολική καταστροφή.

Το 2001 το Πακιστάν ήταν μία από τις χώρες που υποστήριζαν την κυβέρνηση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, όπως άλλωστε έκαναν και οι ΗΠΑ μέχρι κάποια χρόνια πριν. Έτσι, όταν στο Πεντάγωνο μπήκαν μπροστά οι μηχανές του πολέμου, η κυβέρνηση Μουσάραφ έπρεπε να κάνει μια πολύ γρήγορη στροφή. Όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ο Μουσάραφ, ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Πακιστάν δέχθηκε τηλέφωνο από τον αναπληρωτή Υπουργό Εξωτερικών του Μπους, τον Ρίτσαρντ Αρμιτάτζ που απειλούσε για το τι θα ακολουθούσε αν το Πακιστάν δεν συντασσόταν πλήρως με τις ΗΠΑ: “Ετοιμαστείτε να δεχθείτε βομβαρδισμό. Να επιστρέψετε στη λίθινη εποχή”.2

Όπως αποδείχθηκε, αυτή η στροφή δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει 100%. Ο πακιστανικός στρατός και οι μυστικές υπηρεσίες είχαν και έχουν δεσμούς αίματος με το ισλαμιστικό αντάρτικο. Η ρίζα της “σχέσης” τους είναι η αμερικάνικη υποστήριξη στα χρόνια του προηγούμενου “αφγανικού πολέμου”, στη δεκαετία του '80, τότε που επίδοξος κατακτητής της χώρας ήταν η Ρωσία, ενώ οι Αμερικάνοι υποστήριζαν τους αντάρτες Μουτζαχεντίν. Οι μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν έπαιξαν ρόλο-κλειδί για την οργάνωση των Μουτζαχεντίν. Αυτές ανέλαβαν να στήσουν το δίκτυο στρατολόγησης από μουσουλμανικές χώρες, την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό.

Μέσα από τη διαδικασία αυτή αυξήθηκε η ισλαμιστική επιρροή στην ηγεσία του στρατού ενώ όλο και περισσότερο ο στρατός γινόταν τμήμα αλλά και εγγυητής των ισορροπιών μεταξύ των ισλαμιστικών πολιτικών κομμάτων και των φυλάρχων στη μεθόριο. Ήταν ένας ογκώδης μηχανισμός καθώς σύμφωνα με εκτιμήσεις οι ένοπλοι “μουτζαχεντίν” εντός του Πακιστάν έφταναν τις 200.000. Τρεις πηγές κρατούσαν ζωντανό το “τέρας”: τα αμερικάνικα δολάρια, οι ενισχύσεις από τη Σαουδική Αραβία και τις χώρες του Κόλπου, και το εμπόριο της ηρωίνης.

Όταν το Αφγανιστάν απελευθερώθηκε από τη ρώσικη κατοχή, οι Αμερικάνοι σταμάτησαν να ενδιαφέρονται, αφήνοντας τις διάφορες ισλαμιστικές ομάδες να αλληλοσφάζονται ενώ ο απλός κόσμος συνέχιζε να υποφέρει. Συμπτωματικά ή όχι, τρεις μήνες αφού τα ρώσικα τανκς άρχισαν να φεύγουν από το Αφγανιστάν, σκοτώθηκε σε αεροπορικό ατύχημα ο δικτάτορας Ζία Ουλ Χακ, που κυβερνούσε τη χώρα 11 χρόνια. Η “δημοκρατία” που υποτίθεται επέστρεφε στο Πακιστάν αποδείχθηκε εξίσου διεφθαρμένη με τη δικτατορία. Τα μεγαλύτερα κόμματα, το Λαϊκό Πακιστανικό Κόμμα της Μπεναζίρ Μπούτο, στο οποίο είχε ελπίσει ο κόσμος για αλλαγή, αλλά και το παραδοσιακότερο κόμμα της άρχουσας τάξης, η Μουσουλμανική Ένωση του Ναουάζ Σαρίφ άρχισαν να κατασπαράσσουν τα, γεμάτα με αμερικάνικο χρήμα, δημόσια ταμεία, κάνοντας το παν για να κρατήσουν στη θέση του όλο το σύμπλεγμα στρατού-μυστικών υπηρεσιών-ισλαμιστών.

Ο Ζαρντάρι που σήμερα είναι πρόεδρος της χώρας, ήταν γνωστός με το προσωνύμιο “κύριος 10%”, από το ποσοστό της μίζας που έπαιρνε, όταν η γυναίκα του, Μπεναζίρ Μπούτο ήταν πρωθυπουργός. Αντίστοιχα ήταν και τα κατορθώματα της κυβέρνησης του Ναουάζ Σαρίφ, το '97-'99, όταν συνδυάστηκαν οι άγριες νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις με την πρώτη πυρηνική δοκιμή του Πακιστάν, έναν πόλεμο στο Κασμίρ με την Ινδία που κόστισε 4000 νεκρούς στο Πακιστάν και τα μεγαλύτερα ανοίγματα στους ισλαμιστές που είχαν γίνει ποτέ. Επί Ναουάζ Σαρίφ ήταν η πρώτη φορά που η σαρία γινόταν νόμος του κράτους.

Έτσι όταν ο στρατηγός Περβέζ Μουσάραφ ανέλαβε την εξουσία, τον Οκτώβρη του 1999, για πολλούς Πακιστανούς φαινόταν σαν μια λύση ανάγκης απέναντι στον τρελό κατήφορο των πολιτικών κομμάτων. Η ήττα στον “μίνι-πόλεμο” με την Ινδία στο Κασμίρ έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την ανατροπή της κυβέρνησης Σαρίφ. Όμως, η ρητορεία του Μουσάραφ περί “ανεύθυνων πολιτικών” που ταπεινώνουν τη χώρα σε ξένες δυνάμεις μέσα σε δύο χρόνια στράφηκε εναντίον του, όταν έπρεπε να συνταχθεί με τη στρατηγική του Μπους.

Στην παγίδα του Αφγανιστάν

Η έκρηξη των εντάσεων ήταν προδιαγεγραμμένη. Από τη μια μεριά ο πακιστανικός στρατός είδε τη βαρύτητά του να αυξάνει, το χρήμα και τα όπλα να πολλαπλασιάζονται, διότι η συμβολή του ήταν απαραίτητη για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Από την άλλη, τα στελέχη του στρατού και οι απλοί στρατιώτες καλούνταν να πολεμήσουν σε έναν αμερικάνικο πόλεμο και να σπάσουν τους δεσμούς τους όχι μόνο με τους Ταλιμπάν αλλά με όλα τα ισλαμιστικά δίκτυα. Το 2002 αναγκάστηκαν υπό την πίεση των ΗΠΑ σε συμβιβασμό στο Κασμίρ, όπου και ο Μουσάραφ είχε επενδύσει εθνικιστικά, αλλά και είχαν επικεντρώσει τη δράση τους οι μουτζαχεντίν βετεράνοι του Αφγανιστάν. Το σκοινί για την άρχουσα τάξη του Πακιστάν τραβιόταν και από τις δυο μεριές και όσο περισσότερο θα έμενε ανοιχτή η πληγή του Αφγανιστάν, τόσο περισσότερο κινδύνευε να σπάσει.

Το Αφγανιστάν τελικά παραμένει ανοιχτό μέτωπο ως σήμερα και η πορεία της αμερικάνικης κατοχής ξεπερνάει τις προβλέψεις και των πιο “απαισιόδοξων” αναλυτών. Από το 2003 και μετά, κάθε χρονιά σκοτώνονται περισσότεροι κατοχικοί στρατιώτες από την προηγούμενη και οι πρώτοι μήνες του 2009 επιβεβαιώνουν αυτήν την πορεία. Πολλαπλάσιοι είναι οι νεκροί για τον “αφγανικό στρατό” που έχουν στήσει οι Αμερικάνοι, παρότι οι θάνατοι αυτών των ανθρώπων ούτε καν αναφέρονται στις εφημερίδες. Οι αντάρτες ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας και οι ΝΑΤΟϊκοί στρατιώτες είναι παγιδευμένοι στις βάσεις τους.

Η κυβέρνηση του Χαμίντ Καρζάι, την οποία οι ΗΠΑ προσπαθούν να στηρίξουν τόσα χρόνια δεν ελέγχει τίποτα. Πρόσφατα ο Καρζάι δήλωσε ότι θα προσπαθήσει να έρθει σε συνεννόηση με τμήματα των Ταλιμπάν, προκαλώντας την οργή των Αμερικάνων οι οποίοι δεν έχουν όμως καμιά έτοιμη διάδοχη λύση. Ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ειδικός απεσταλμένος του Ομπάμα για το Αφγανιστάν και το Πακιστάν έκανε μια ξεκάθαρη δήλωση μόλις ανέλαβε καθήκοντα: “Δεν μοιάζει με κανένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε και κατά την άποψή μου θα είναι δυσκολότερο από το Βιετνάμ”.

Η αποστολή του Χόλμπρουκ είναι κομμάτι της νέας στρατηγικής του Ομπάμα, η οποία συμβολικά αποκαλείται “Αφ-Πακ” υπογραμμίζοντας ότι η αστάθεια αγκαλιάζει πλέον και τις δύο χώρες. Ο σημερινός σχεδιασμός του Πεντάγωνου έχει δύο σκέλη: από τη μία ραγδαία αύξηση των στρατευμάτων κατοχής σύμφωνα με το παράδειγμα του Ιράκ που υποτίθεται έφερε αποτελέσματα, από την άλλη αύξηση των βομβαρδισμών στην πακιστανική πλευρά των συνόρων, όπου θεωρούν ότι οι αντάρτες βρίσκουν καταφύγιο.

Προβλήματα υπάρχουν και στα δύο σκέλη. Οι 20 χιλιάδες επιπλέον στρατιώτες που θα σταλούν δεν θεωρούνται αρκετοί από τους στρατηγούς και ο αμερικάνικος στρατός δεν μπορεί να ξεφύγει από το πρόβλημα υπερβολικής εξάπλωσης που έχει προκαλέσει το άλλο τεράστιο μέτωπο του Ιράκ. Οι μη-αμερικάνικες ΝΑΤΟϊκές στρατιωτικές μονάδες κατηγορούνται ανοιχτά για τεμπελιά και για μη-συμμετοχή στις μάχες. Κάθε ΝΑΤΟϊκή σύνοδος γίνεται αφορμή για αμερικάνικες πιέσεις στις υπόλοιπες χώρες να δώσουν παραπάνω βοήθεια.

Τα νούμερα των νεκρών στρατιωτών δείχνουν ότι μετά τους 682 νεκρούς Αμερικάνους, τους 153 Βρετανούς και 118 Καναδούς, ακολουθούν με μεγάλη διαφορά οι Γερμανοί με 30 νεκρούς στρατιώτες, αν και μετά την επίσημη συμμετοχή του ΝΑΤΟ το 2006, η αναλογία νεκρών Αμερικάνων και συμμάχων έχει φτάσει στο ένα προς ένα, με τους Βρετανούς και τους Καναδούς όμως να πληρώνουν το πιο βαρύ τίμημα.3

Η αύξηση των στρατιωτών εντείνει και το διαρκές πρόβλημα της τροφοδοσίας. Το Αφγανιστάν δεν έχει πρόσβαση σε θάλασσα και οι κατοχικοί στρατιώτες κινδυνεύουν να παγιδευτούν σαν ποντίκια. Το μεγαλύτερο μέρος της τροφοδοσίας γίνεται από τις ασταθείς προσβάσεις του Πακιστάν. Πρόσφατα οι αντάρτες ανατίναξαν την μεγαλύτερη γέφυρα σε αυτή τη διαδρομή προκαλώντας πανικό. Η κυβέρνηση Ομπάμα δεν έχει φτάσει ακόμα να συζητήσει με το Ιράν που έχει τα μεγαλύτερα σύνορα με το Αφγανιστάν, αλλά έχει συμφωνήσει με τη Ρωσία, ενώ κάνει και παζάρια με τις τρεις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Όλα αυτά έχουν προφανή αντίκτυπο στους ρωσο-αμερικάνικους ανταγωνισμούς για τους πυραύλους στην Πολωνία και την Τσεχία, στην Ουκρανία και τη Γεωργία.

Στρατηγική “Αφ-Πακ”

Η επέκταση του πολέμου στο Πακιστάν είναι όμως η μεγαλύτερη πρόκληση. Ο πόλεμος, όπως έχουμε εξηγήσει, διεξάγεται ήδη μέσα στο Πακιστάν. Οι Πακιστανοί στρατιώτες που έχουν σκοτωθεί στις μάχες στα σύνορα αυτά τα χρόνια ξεπερνούν τους 2.000. Το ινδικό Ινστιτούτο για τη Διαχείριση Συγκρούσεων υπολογίζει επίσης σε πάνω από 5.000 τους νεκρούς αμάχους και σε πάνω από 6.000 τους νεκρούς “τρομοκράτες”, ενώ σημειώνει πως η ελλιπής ενημέρωση σίγουρα κάνει αυτά τα νούμερα συγκρατημένα. Όλοι αυτοί οι θάνατοι καταγράφηκαν από το 2003 ως σήμερα στην πακιστανική πλευρά των συνόρων και ενώ ακόμη ο πόλεμος δεν λεγόταν “Αφ-Πακ”.

Τα αμερικάνικα μη-επανδρωμένα αεροσκάφη, όπως αποκάλυψε πρόσφατα μία αμερικανίδα γερουσιαστής, απογειώνονται από βάσεις ακόμη και μέσα στο Πακιστάν για να χτυπήσουν ό,τι ανιχνεύσουν τα ραντάρ τους ως ύποπτη κίνηση. Δεν είναι λίγες οι φορές που χτυπήθηκαν χωριά κυρίως κατά τη διάρκεια γάμων και γλεντιών. Τώρα το Πεντάγωνο προαναγγέλλει ότι θα ενισχύσει τις επιχειρήσεις με νέα αεροσκάφη που έχουν μεγαλύτερη δύναμη πυρός.

Αυτή η βαρβαρότητα στα βουνά του Βορειοδυτικού Συνόρου ενίσχυσε τους δεσμούς των κατοίκων με τους αντάρτες που καταφεύγουν στο Πακιστάν και έτσι οι Πακιστανοί Ταλιμπάν μπόρεσαν να αναδειχθούν σε τοπική δύναμη. Ο κόσμος στις δύο πλευρές των συνόρων ανήκει στην ίδια εθνότητα και μιλάει την ίδια γλώσσα, τα Παστού. Οι ένοπλοι αντάρτες με τους οποίους μπορείς να συνεννοηθείς, ιδιαίτερα αν στρέψουν τα όπλα τους και κατά των σκληρών γαιοκτημόνων της περιοχής, παρέχουν μεγαλύτερη ασφάλεια σε σχέση με τον πακιστανικό στρατό.

Δεν υπήρξε κάποια ξαφνική στροφή στον ισλαμισμό των κατοίκων του συνόρου. Τα ισλαμιστικά κόμματα δεν απέκτησαν ποτέ μεγάλη δύναμη στην πολιτική σκηνή της περιοχής. Το ίδιο ισχύει για το Πακιστάν συνολικότερα. Παρά τις κραυγές της Χίλαρι Κλίντον ότι σε λίγο οι Ταλιμπάν θα φτάσουν στη μεγαλύτερη επαρχία της χώρας, το Παντζάμπ, η πλειονότητα της πακιστανικής κοινωνίας έχει ανεκτική αντίληψη του Ισλάμ, ακολουθώντας μια ποικιλία θρησκευτικών παραδόσεων που δεν έχουν καμία σχέση με την αυστηρότητα των Ταλιμπάν, η οποία ήρθε εισαγόμενη από τη Σαουδική Αραβία τη δεκαετία του '80. Η “ισλαμοποίηση” της πακιστανικής κοινωνίας είναι τα τελευταία 30 χρόνια ένα φαινόμενο που καλλιεργείται από τα πάνω, χωρίς μαζικά αποτελέσματα.

Η απάντηση της κυβέρνησης στην ενίσχυση των Ταλιμπάν στην κοιλάδα Σουάτ το 2008 ήταν ένα άγριο ξέσπασμα πάνω στον απλό κόσμο. Μετά από μια τεράστια επιχείρηση που τη στήριξαν από κοινού Μουσάραφ, Μπούτο και Σαρίφ, το περασμένο καλοκαίρι σχεδόν μισό εκατομμύριο άνθρωποι αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες. Λίγους μήνες μετά, η κυβέρνηση έκανε την περίφημη ειρηνευτική συμφωνία με τους Ταλιμπάν, στην ουσία παραδεχόμενη την ήττα της. Σήμερα, μετά την πίεση των ΗΠΑ, η συμφωνία καταργήθηκε και οι μάχες έχουν ξανανάψει.

Η αμερικάνικη κυβέρνηση λέει πως το Πακιστάν αντιμετωπίζει πρόβλημα ύπαρξης αν αφήσει τους Ταλιμπάν να εδραιωθούν. Η πακιστανική άρχουσα τάξη γνωρίζει επίσης και το αντίθετο. Ο πόλεμος που συνεχίζεται της έχει προκαλέσει τεράστια καινούργια προβλήματα και διχασμούς που απειλούν την επιβίωσή της. Μόνο και μόνο ο αριθμός των προσφύγων δημιουργεί κοινωνικό και οικονομικό χάος. Συνολικά υπάρχουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι που έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους, οι περισσότεροι είναι πάμφτωχοι αγρότες που τώρα δεν έχουν πού να κοιμηθούν και τι να φάνε. Η πρωτεύουσα του Βορειοδυτικού Συνόρου, Πεσαβάρ, βιώνει ένα χάος.

Το Καράτσι, το λιμάνι και βιομηχανικό κέντρο της χώρας υποδέχεται διαρκώς πρόσφυγες και οι νεκροί από τις ταραχές ανέρχονται ήδη σε εκατοντάδες. Η πόλη ήταν πάντα το επίκεντρο των εθνικιστικών ταραχών, ανάμεσα στους ντόπιους κατοίκους της επαρχίας Σιντ, τους Μουχάτζιρ, δηλαδή τους πρόσφυγες από την Ινδία και τους μετανάστες από το Παντζάμπ που αναζητούσαν δουλειά στην πόλη. Τώρα οι εθνικιστές πολιτικοί στοχοποιούν τους Παστούν που έρχονται από το Σύνορο, αποκαλώντας τους “Ταλιμπάν”.

Μια έρευνα που πραγματοποίησε πέρσι ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ σχετικά με την πολιτική στάση των Πακιστανών κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: “Τα άσχημα νέα είναι ότι δεν υπάρχει κανένα τμήμα μέσα την πακιστανική κοινωνία στο οποίο να μπορούν να στραφούν πραγματικά οι Ηνωμένες Πολιτείες, που να τις βλέπει θετικά, που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για να ξεκινήσουμε. Όλες οι πτέρυγες της κοινωνίας αντιλαμβάνονται τις ΗΠΑ ως απειλή. Ακόμη και οι υποστηρικτές του Μουσάραφ έχουν μια πολύ αρνητική άποψη για τις ΗΠΑ”.4

Οι δυνατότητες που ανοίγει στο κίνημα αυτή η αδυναμία των ιμπεριαλιστών να βρουν έμπιστο συνομιλητή φάνηκαν τα τελευταία δύο χρόνια με τον τρόπο που έπεσε ο Μουσάραφ. Καθώς το καθεστώς του αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα του πολέμου, προσπάθησε με τη βοήθεια των Αμερικάνων να προχωρήσει σε “ομαλή μετάβαση” μετονομάζοντας τον εαυτό του σε “πρόεδρο” και κατεβαίνοντας στις εκλογές. Οι νομικές ακροβασίες τον έφεραν σε σύγκρουση με τον επικεφαλής του δικαστικού σώματος Ιφτικάρ Τσόντρι, τον οποίο και καθαίρεσε. Έτσι δόθηκε αφορμή στον κόσμο, με πρώτους τους δικηγόρους, να κατέβουν στο δρόμο διεκδικώντας δημοκρατία.

Όταν η κυβέρνηση Μπους είδε ότι δεν μπορούσε να στηρίζει άλλο τον Μουσάραφ, αποφεύγοντας την κοινωνική έκρηξη, άρχισε τις επαφές με τους παλιούς πολιτικούς και κυρίως την Μπεναζίρ Μπούτο, με την οποία συμφώνησαν μια συγκατοίκηση με τον δικτάτορα στη θέση του προέδρου. Μάλιστα βρετανικές εφημερίδες έγραψαν πως υπήρξαν πληροφορίες ότι η συμφωνία των ΗΠΑ με την Μπούτο περιλάμβανε την άδεια να αναπτυχθούν αμερικάνικα στρατεύματα εντός του Πακιστάν. Η Μπεναζίρ Μπούτο όμως δολοφονήθηκε με το που πάτησε το πόδι της στο Πακιστάν.

Χωρίς διέξοδο

Πραγματική εναλλακτική λύση για πολιτική ηγεσία του Πακιστάν δεν υπήρχε. Ο πρώην “κύριος 10%” Ζαρντάρι έγινε πρόεδρος και δεν ικανοποίησε κανένα από τα αιτήματα του κινήματος, ούτε αποκατέστησε τους διωχθέντες από το Μουσάραφ, ούτε πήρε αποστάσεις από τις ΗΠΑ. Με τον κόσμο να συνεχίζει να βγαίνει στους δρόμους, ο Ναουάζ Σαρίφ, ριγμένος στη μοιρασιά, αποφάσισε να παίξει το χαρτί της υποστήριξης του κινήματος. Ο Ζαρντάρι προσπάθησε να το παίξει σκληρός, αλλά δεν είχε το παραμικρό έρεισμα. Διέταξε τον κατ' οίκον περιορισμό του Σαρίφ, αλλά ο στρατός δεν υπάκουσε. Η “μεγάλη πορεία” που είχαν προγραμματίσει οι δικηγόροι στις 15 Μάρτη όχι μόνο πραγματοποιήθηκε, όχι μόνο συμμετείχε και ο Σαρίφ αλλά ανάγκασε την κυβέρνηση να ανακοινώσει τη δικαίωση του κινήματος, επαναφέροντας τον δικαστή Τσόντρι στη θέση του. Οι πανηγυρισμοί που ξέσπασαν σε όλη τη χώρα ήταν πρωτοφανείς.

Το Πακιστάν δημιουργήθηκε πριν από 60 χρόνια με αγγλική υποστήριξη, με μια τεχνητή συγκόλληση των επαρχιών της Ινδικής υποηπείρου που είχαν μουσουλμανική πλειοψηφία. Οι αποικιοκράτες εγκατέλειπαν το λεγόμενο “πετράδι του στέμματος” με ένα αποχαιρετιστήριο πολιτικό και θρησκευτικό “διαίρει και βασίλευε”. Το 1971 είδε το Ανατολικό του τμήμα να αποσχίζεται, δημιουργώντας το Μπανγκλαντές. Σχεδόν σε όλες τις επαρχίες του υπάρχουν ως σήμερα αποσχιστικά κινήματα, στο Βαλουχιστάν, στο Σιντ, στις περιοχές των Παστούν. Όλα αυτά τα χρόνια η άρχουσα τάξη δεν είχε μόνο αποσχιστικά κινήματα να αντιμετωπίσει αλλά και την εργατική τάξη. Το 1972 το εργατικό κίνημα έφτασε στη σημαντικότερη στιγμή του με 100 χιλιάδες απεργούς στις βιομηχανίες του Καράτσι να δημιουργούν εργοστασιακές επιτροπές για ολόκληρους μήνες.

Το Πακιστάν κατάφερε να επιβιώσει χάρη στην αμερικάνικη βοήθεια, αλλά και στις αναγκαστικές παραχωρήσεις που έκανε η κυβέρνηση του Ζουλφικάρ Μπούτο στους αγρότες και τους εργάτες. Σήμερα δεν υπάρχουν οι δυνατότητες ούτε για κάτι τέτοιο. Μαζί με τον πόλεμο, το Πακιστάν χτυπιέται και από την κρίση. Είναι μία από τις χώρες που ζήτησαν και πήραν από τις μεγαλύτερα ποσά από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, 7 δισεκατομμύρια δολάρια δάνειο.

Η νέα στρατηγική του Ομπάμα στο Αφγανιστάν, συνεχίζοντας στο δρόμο που άνοιξε ο Μπους, απειλεί να πραγματοποιήσει αυτό που δεν κατάφερε η κρίση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού τη δεκαετία του '70, να χάσουν οι ΗΠΑ τον έλεγχο στον τον πιο παραδοσιακό τους σύμμαχο στην Κεντρική Ασία. Οι επιτυχίες του δημοκρατικού κινήματος στο Πακιστάν μπορεί να είναι μόνο μια μικρή πρόγευση από το κοντινό μέλλον.

  1. “U.S. aid to Pakistan by the numbers”, Center for American Progress, 21 Αυγούστου 2008
  2. Συνέντευξη του Μουσάραφ στην εκπομπή “60 minutes” του CBS, 24 Σεπτέμβρη 2006.
  3. http://icasualties.org/oef/
  4. Voice of America, 11 Ιανουαρίου 2008