Άρθρο
Το ελληνικό 1989

Εξώφυλλο του τευχους 74

Ήταν λάθος οι συγκυβερνήσεις της αριστεράς με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ το 1989-90; Και τί οδήγησε σ’αυτό; Ο Πάνος Γκαργκάνας προσπαθεί να δώσει τις απαντήσεις που αποφεύγουν οι ηγεσίες εδώ και χρόνια

 

«Το 1989, όσο δύσκολη χρονιά ήταν για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, τόσο ήταν μια μεγάλη χρονιά για την Αριστερά στη χώρα μας».

 

Δήλωση του Χαρίλαου Φλωράκη στο συγγραφέα της βιογραφίας του Χρήστο Θεοχαράτο

Κοντεύουν 20 χρόνια από το καλοκαίρι του 1989 και τη συμμετοχή της Αριστεράς σε κοινές κυβερνήσεις, αρχικά με τη ΝΔ και στη συνέχεια μαζί με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Με εξαίρεση τη συμμετοχή των υπουργών του ΕΑΜ στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου μετά την Απελευθέρωση της Ελλάδας από τη Ναζιστική Κατοχή το 1944, ήταν η μοναδική φορά που κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ (και του ΚΚΕ εσωτερικού) στα πλαίσια του ενιαίου τότε Συνασπισμού, βρέθηκαν σε υπουργικές θέσεις: ο Φώτης Κουβέλης υπουργός Δικαιοσύνης, ο Γιάννης Δραγασάκης αρχικά στο Εμπορίου και ύστερα στο Εθνικής Οικονομίας, η Μαρία Δαμανάκη στο προεδρείο της Βουλής. Με αυτή την έννοια, ο Φλωράκης είχε δίκιο. Ύστερα από 45 χρόνια κατατρεγμών και διώξεων από το μετεμφυλιακό κράτος και τη χούντα, στελέχη του ΚΚΕ βρίσκονταν όχι στα ξερονήσια αλλά σε υπουργικούς θώκους. Και μάλιστα τη στιγμή που άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα, αυτά που βρίσκονταν στην εξουσία στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης τα ίδια 45 χρόνια, αναγκάζονταν να παραδώσουν την εξουσία. Ο Χαρίλαος Φλωράκης μπορούσε να αισθάνεται περήφανος.

Όχι όμως και ο κόσμος της Αριστεράς. Ο ενιαίος ΣΥΝ κέρδισε το 13% στις βουλευτικές εκλογές του Ιούνη 1989. Τρεις μήνες αργότερα, στις νέες βουλευτικές εκλογές, 120 000 ψηφοφόροι του έφυγαν. Την άνοιξη του 1990 το ποσοστό είχε πέσει στο 10%. Πιο δραματική ήταν η εξέλιξη στο χώρο της νεολαίας, όπου η ΚΝΕ αποχώρησε ομαδικά και έτσι ξεκίνησε το Νέο Αριστερό Ρεύμα (ΝΑΡ). Ακολούθησε η διάσπαση του ενιαίου Συνασπισμού και του ΚΚΕ. Στις επόμενες εκλογές του 1993, το άθροισμα των ποσοστών του ΚΚΕ και του ΣΥΝ είχε πέσει στο μισό του Ιούνη 1989. Η «μεγάλη χρονιά για την Αριστερά» αποδείχθηκε πολύ απλά ότι ήταν η αρχή μιας μεγάλης κρίσης για την Αριστερά, μιας πολιτικής ήττας από την οποία ακόμα δεν έχει συνέλθει. Σήμερα, είκοσι χρόνια αργότερα, οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής Αριστεράς στέκονται αμήχανα μπροστά στο 1989. Επίσημα δεν έχει υπάρξει ποτέ αυτοκριτική ούτε από το ΚΚΕ ούτε από τον ΣΥΝ. Όμως και οι δυο ηγεσίες παίρνουν αποστάσεις. Παρόλο που το ζήτημα των συμμαχικών κυβερνήσεων μπαίνει ξανά στην ημερήσια διάταξη, τόσο ο Αλαβάνος όσο και η Παπαρήγα υπόσχονται ότι τα κόμματα τους δεν θα προσχωρήσουν σε κυβερνητικές συνεργασίες ούτε με το ΠΑΣΟΚ ούτε με τη ΝΔ. Το θέμα είναι, όμως, τι αξία έχουν τέτοιες υποσχέσεις χωρίς μια ουσιαστική κριτική ανάλυση του 1989; Ήταν λάθος οι συγκυβερνήσεις ναι ή όχι; Και τι οδήγησε σε εκείνο το λάθος; Υπάρχουν αλλαγές στο ΚΚΕ και στον ΣΥΝ που να δίνουν εγγυήσεις ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφτεί; Αυτά είναι ερωτήματα που χρειάζονται απαντήσεις και όχι εξορκισμό, όπως γινόταν επί χρόνια όπου όποιος τα έθετε εισέπραττε την απάντηση ότι παίζει το παιχνίδι του ΠΑΣΟΚ. Η ανάγκη για απαντήσεις γίνεται ακόμα πιο επείγουσα καθώς όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβέρνησης θα είναι δύσκολος και οι πιέσεις πάνω στις ηγεσίες της Αριστεράς να δείξουν «υπευθυνότητα» ξαναμπαίνοντας σε συγκυβερνήσεις θα είναι μεγάλες.

«Συνομωσία»;

Ένα πρώτο απαραίτητο ξεκαθάρισμα αφορά το ΠΑΣΟΚ και τη φιλολογία για το «βρώμικο 89». Πολύ απλά, το ΠΑΣΟΚ δεν δικαιούται να παρουσιάζει τα γεγονότα του 1989 σαν μια «συνομωσία» της Αριστεράς με τη δεξιά για να συκοφαντήσουν τον ιστορικό ηγέτη του, Ανδρέα Παπανδρέου. Η κρίση στην οποία είχε οδηγηθεί το ΠΑΣΟΚ ύστερα από τις δυο πρώτες τετραετίες του στην κυβέρνηση ήταν πραγματική. Όχι μόνο τα σκάνδαλα ήταν υπαρκτά και δεν περιορίζονταν μόνο στο σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά και οι πολιτικές διακηρύξεις του ΠΑΣΟΚ είχαν διαψευστεί και οδηγούνταν ραγδαία σε αναθεώρηση προς τα δεξιά.

Με την απόσταση των είκοσι χρόνων, τώρα πια αυτή η εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ είναι ορατή με γυμνό μάτι. Μπορεί να ωρυόταν ότι η συνεργασία της Αριστεράς με την «επάρατη» ήταν «έγκλημα», αλλά λίγους μήνες μετά το καλοκαίρι του 89 το ΠΑΣΟΚ συμμετείχε στην «Οικουμενική» κυβέρνηση Ζολώτα μαζί με τη ΝΔ και τον ενιαίο Συνασπισμό. Αν το «χάος» που χώριζε το τότε ΠΑΣΟΚ από τη δεξιά ήταν τόσο μεγάλο, πώς γεφυρώθηκε μέσα σε τόσο μικρό διάστημα; Και όπως φάνηκε από τη συνέχεια, η συμμετοχή στην Οικουμενική δεν ήταν κάποιος «τακτικός ελιγμός», ήταν ουσιαστική σύγκλιση με τη ΝΔ προς τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού. Το ΠΑΣΟΚ ποτέ δεν ξαναγύρισε στις σοσιαλιστικές διακηρύξεις του 1981, ακόμα και όταν η κατάρρευση της κυβέρνησης Μητσοτάκη το ξανάφερε πανηγυρικά στην εξουσία το 1993. Αντίθετα, με την Αριστερά συρρικνωμένη, το ΠΑΣΟΚ μετακινήθηκε πιο απροκάλυπτα προς τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση των αγορών, την αξιοποίηση της ΕΕ και την περιθωριοποίηση των πιο αριστερών συνδικαλιστών του. Η επικράτηση του Σημίτη στην κούρσα της διαδοχής του Ανδρέα Παπανδρέου το 1995-1996 ήταν το επιστέγασμα αυτής της πορείας. Ο Λαλιώτης είχε ήδη αποκηρύξει τους μαχητικούς συνδικαλιστές «τύπου Σκάργκιλ» πολύ πιο πριν και ο Γεννηματάς είχε εξασφαλίσει την ομαλή συνέχεια της διαχείρισης του Μάνου στο υπουργείο Οικονομίας ήδη το 1993-94.

Τα πρώτα σημάδια αυτής της ανοιχτής στροφής είχαν ξεκινήσει πριν το 1989. Η Κεϋνσιανή διαχείριση είχε εγκαταλειφτεί ήδη από τους πρώτους μήνες της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ όταν εκπαραθυρώθηκαν ο Απόστολος Λάζαρης και ο Μανώλης Δρετάκης από τα οικονομικά υπουργεία. Ο Γεράσιμος Αρσένης, ο πρώτος «Τσάρος της Οικονομίας» που πήρε τον έλεγχο των χωριστών τότε υπουργείων Συντονισμού και Οικονομικών μαζί με τη θέση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ήταν αυτός που ξεκίνησε την αντίστροφη πορεία επιβάλλοντας περιορισμούς στα συνδικάτα (το περιβόητο «άρθρο 4») και «ετεροχρονισμούς» στην ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή) εγκαινιάζοντας το φρενάρισμα των μισθών. Κυρίως, όμως, εγκαινίασε την πολιτική της στήριξης των τραπεζών ανεβάζοντας εξοργιστικά τους τόκους που πλήρωνε το δημόσιο προς τους τραπεζίτες. Ήταν η εποχή όπου η νεοφιλελεύθερη επέλαση αποκτούσε ορμή διεθνώς με τον κεντρικό τραπεζίτη του Ρήγκαν να ανεβάζει το δολάριο στα ύψη και τη Θάτσερ να τσακίζει την απεργία των ανθρακωρύχων.

Μετά τις εκλογές του 1985, με νέο υπουργό Οικονομίας τον Σημίτη, η δεξιά προσαρμογή του ΠΑΣΟΚ έγινε ακόμα πιο έντονη με τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου να επιβάλλουν ανοιχτά τη λιτότητα και την Επιτροπή Καρατζά να βάζει τις βάσεις για την «απελευθέρωση» του τραπεζικού συστήματος. Ο Κοσκωτάς δεν ήρθε από το πουθενά. Ήταν ένα πρώιμο αρπαχτικό στο χώρο των τραπεζών πολύ πριν προκύψουν οι Βγενόπουλοι και τα άλλα golden boys της τραπεζικής επέκτασης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.

Ωστόσο, αυτή η πορεία δεν ήταν ευθύγραμμη. Το 1987 ο Σημίτης αναγκάστηκε να παραιτηθεί και το ΠΑΣΟΚ βάδισε προς τις εκλογές του 1989 παριστάνοντας ότι έχει σαν σημαία του το σύνθημα «Τσοβόλα δώστα όλα». Δυο παράγοντες έπαιξαν ρόλο σ’ αυτό. Ο πρώτος ήταν η κρίση που χτυπούσε τα διεθνή Χρηματιστήρια τον Οκτώβρη του 1987 και ανάγκασε τις κυβερνήσεις να ακολουθήσουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές για να αποφύγουν μια νέα διεθνή οικονομική ύφεση. Ο δεύτερος και καθοριστικός ήταν το απεργιακό κύμα που ξέσπασε ενάντια στη λιτότητα του Σημίτη. Για δυο χρόνια, το 1985-87 η μαζική οργή των εργατών ενάντια στο «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» Σημίτη εκφράστηκε με τεράστιες αλλά γραφειοκρατικά ελεγχόμενες πανεργατικές 24ωρες απεργίες. Η ΓΣΕΕ είχε ουσιαστικά διασπαστεί, η σφραγίδα είχε μείνει στα χέρια της διορισμένης Διοίκησης, πιστής στο ΠΑΣΟΚ, αλλά ο πραγματικός έλεγχος βρισκόταν στα χέρια της συνεργασίας των διαφωνούντων της ΠΑΣΚΕ (ΣΣΕΚ) με την ΕΣΑΚ και το ΑΕΜ (συνδικαλιστική παράταξη της τότε «ανανεωτικής» Αριστεράς). Οι κινητοποιήσεις που καλούσε αυτή η δημοκρατική αντιπολίτευση της ΓΣΕΕ έκφραζαν μαζικά το θυμό των εργατών, αλλά ταυτόχρονα τον περιόριζαν στα πλαίσια των 24ωρων διαμαρτυριών.

Αυτό το κίνημα άρχισε να ξεχειλίζει σε απεργίες διαρκείας από την άνοιξη του 1987. Δυναμικές απεργίες με μαχητικές απεργιακές φρουρές που έδιναν μάχες με τα ΜΑΤ ξέσπασαν στους Δήμους, στους εκπαιδευτικούς, στη ΔΕΗ, στις τράπεζες και κατάφεραν να σπάσουν το πάγωμα των μισθών παρά τους συμβιβασμούς των ηγεσιών τους. Αυτές τις αναγκαστικές υποχωρήσεις προσπαθούσε ο Α. Παπανδρέου να εμφανίσει σαν «απλοχεριά» του Τσοβόλα.

Είναι απαραίτητο να θυμηθούμε εκείνους τους αγώνες, γιατί αποτελούν ζωντανή διάψευση για τις θεωρίες που ισχυρίζονταν (και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα ισχυρίζονται) ότι η εργατική τάξη ενσωματώθηκε στα χρόνια της πρώτης οκταετίας του ΠΑΣΟΚ και άρα ήταν μοιραίο η Αριστερά να αναζητήσει αλλού «νέες μήτρες» για την ανάπτυξη της.

Έφταιγε η εργατική τάξη;

Οι θεωρίες για «αποχαιρετισμό της εργατικής τάξης» άνθισαν διεθνώς στη δεκαετία του 1980 με πρωταγωνιστές διανοούμενους όπως ο ιστορικός Έρικ Χόμπσμπομ (που το 1981 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «Η ανοδική πορεία της Εργατικής Τάξης σταμάτησε») και ο Αντρέ Γκορτς (το δικό του βιβλίο είχε τίτλο «Αποχαιρετισμός στην Εργατική Τάξη»). Στην Ελλάδα ο πιο σημαντικός απόηχος ήταν ένα άρθρο του Μίμη Ανδρουλάκη στον Ριζοσπάστη τον Σεπτέμβρη του 1985, όπου για πρώτη φορά μιλούσε για «νέες μήτρες» πέρα από την εργατική τάξη. Ο ανερχόμενος τότε νέος θεωρητικός της δεξιάς στροφής του ΚΚΕ ήταν βέβαια εκτός πραγματικότητας. Η ένταση των απεργιών στην Ελλάδα από το 1985 μέχρι το 1993 ήταν τέτοια ώστε διεκδικούσε σταθερά στην πρώτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη των χωρών με βάση τις εργατοημέρες που «χάνονταν» σε απεργίες. Δεν ήταν μόνο οι μεγάλες πανεργατικές του 1985-87, ούτε μόνο οι απεργίες για αυξήσεις του 1987-89. Ήταν οι καταλήψεις στις «προβληματικές», οι απεργίες τον χειμώνα της «Οικουμενικής», οι τεράστιες εκρήξεις που συγκλόνισαν την κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1990-93 στην Ολύμπικ Κέτερινγκ, στην Πειραϊκή-Πατραϊκή, στην ΕΑΣ, στη ΔΕΗ και στον ΟΤΕ και οι νέες πανεργατικές ενάντια στις τότε αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις Σουφλιά και Σιούφα.

Η εργατική τάξη όχι μόνο δεν «έσβηνε» αλλά και ριζοσπαστικοποιούνταν προς τα αριστερά. Στις δημοτικές εκλογές του 1986 τα ψηφοδέλτια συνεργασίας του ΚΚΕ με τους αντάρτες του ΠΑΣΟΚ σάρωσαν δημιουργώντας «κόκκινα στεφάνια» στις εργατογειτονιές γύρω από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά. Στην Αθήνα ο Κατριβάνος είχε πάρει 18%, στον Πειραιά ο Νικολινάκος 16% και στη Θεσσαλονίκη ο Νέστωρ το 23%. Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν είχε «αντικειμενικούς» λόγους να στρίψει προς τα δεξιά. Και όμως αυτό ήταν ακριβώς που έκανε.

Τον Μάρτη του 1987, την ώρα που οι απεργοί των Δήμων έδιναν μάχες στις χωματερές ενάντια στα ΜΑΤ και την επιστράτευσή τους, ο Ριζοσπάστης έγραφε:

«Απέναντι σε μια κυβέρνηση ελάχιστα διατεθειμένη να κάνει πίσω στην εισοδηματική της πολιτική… θα ήταν αφελής όποιος βασιζόταν μόνο στα γιουρούσια της πρωτοπορίας». Και ένα χρόνο αργότερα, στην απεργία των Εκπαιδευτικών τον Μάη του 1988 επαναλάμβανε:

«Μερικά γιουρούσια την περίοδο των εξετάσεων και μάλιστα με τη μορφή απεργίας διαρκείας, θα οδηγούσαν τον αγώνα των εκπαιδευτικών σε απομόνωση και πολύ πιθανά σε άμεσο αδιέξοδο».

Αυτά δεν ήταν αυθαιρεσίες κάποιων αρθρογράφων του Ριζοσπάστη. Ήταν η επίσημη πολιτική του ΚΚΕ που αποκρυσταλλώθηκε στο 12ο Συνέδριο του το Μάη του 1987. Η (μηνιάτικη τότε) Εργατική Αλληλεγγύη είχε υποδεχθεί εκείνο το Συνέδριο με ένα μεγάλο άρθρο με τον προφητικό τίτλο «Ένα «τολμηρό άλμα» προς τα δεξιά και στο… κενό». Πραγματικά η μεγάλη «στροφή» του 12ου Συνέδριου προδίκαζε το φιάσκο του καλοκαιριού του 1989.

Η εισήγηση της Κ.Ε. τόνιζε:

«Δεν πρέπει να νομιστεί ότι είμαστε συλλέκτες και υπερασπιστές οποιουδήποτε αιτήματος προβάλλεται από μη κεφαλαιοκρατικές δυνάμεις… Πρέπει να αξιολογούμε τα αιτήματα με τα κριτήρια της προόδου και της αλλαγής, με τα κριτήρια των πραγματικών και όχι των αυθαίρετων αναγκών».

Ο Δ. Γόντικας πρόσθετε:

«Απολυτοποιείται η σημασία της οικονομικής πάλης. Έτσι μαθαίνουμε και διαπαιδαγωγούμε στραβά τις μάζες με την αντίληψη μόνο του άμεσου και συγκεκριμένου αποτελέσματος».

Η Αλέκα Παπαρήγα πλειοδοτούσε:

«Μήπως είναι λίγες οι φορές που μιλάμε για προβλήματα της εργατικής τάξης και εννοούμε σχεδόν αποκλειστικά τα μισθολογικά; Ενώ το βιοτικό επίπεδο δεν εξαρτάται μόνο από το ύψος των μισθών, όταν μάλιστα έχουν οξυνθεί επικίνδυνα εκτός από τις λεγόμενες παλιές ανάγκες των εργαζομένων και οι σύγχρονες;»

Και ο Γιάννης Δραγασάκης επεκτεινόταν εκτός από τους μισθούς και στα ζητήματα των θέσεων εργασίας

«Δεν πρέπει να δούμε το θέμα των εθνικοποιήσεων από τη σκοπιά: εθνικοποιήσεις νάναι και όποιες νάναι…

Δεν νομίζουμε ότι κρίσιμο θέμα είναι ή ήταν οι αποζημιώσεις. Μπορεί να δώσεις αποζημίωση αν αυτό σε βοηθάει. Όχι επειδή το δικαιούται αυτός που θα του δώσεις αποζημίωση, αλλά αν μ’ αυτό τον τρόπο νομίζεις ότι μπορείς καλύτερα να εξυπηρετήσεις τα συμφέρονται της αλλαγής».

Μετά από όλα αυτά η Απόφαση προειδοποιούσε τα μέλη του κόμματος να αποφύγουν «την ευκολία στη λήψη αποφάσεων για απεργιακούς αγώνες» και «την προκήρυξη βεβιασμένων κινητοποιήσεων».

Κύρκος και Φλωράκης

Το επιστέγασμα της στροφής του 12ου Συνέδριου ήταν η πρόσκληση στην ΕΑΡ του Λεωνίδα Κύρκου για κοινή συνεργασία. Ο Κύρκος είχε ήδη διασπάσει το ΚΚΕ εσωτερικού για να συγκροτήσει το νέο κόμμα της Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ) σε ακόμα πιο δεξιές βάσεις. Η επιστολή-πρόσκληση του ΚΚΕ προς την ΕΑΡ τόνιζε

«Σχεδιασμός της ανάπτυξης με νέα κριτήρια… Νέοι όροι λειτουργίας και περιεχομένου της αγοράς με παρέμβαση στο ρόλο και τη δράση των υποκειμένων της. Νέα πλαίσια επιχειρηματικής δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου που να ευνοούν τη νέα αναπτυξιακή πολιτική…

Διαμόρφωση μιας νέας αμυντικής πολιτικής με κριτήρια τη φύση και την έκταση του εθνικού αμυντικού προβλήματος και την αποτροπή μονόπλευρών εξαρτήσεων στην προμήθεια εξοπλισμού».

Λίγο αργότερα, στη δεύτερη συνάντηση Φλωράκη – Κύρκου τον Οκτώβρη του 1988, ο Φλωράκης απαντούσε στο ερώτημα τι σχέσεις θα έχει η συνεργασία ΚΚΕ-ΕΑΡ με το ΠΑΣΟΚ:

«Με την πτέρυγα που κυριαρχεί σήμερα, εμείς χωριό δεν κάνουμε. Τώρα, τι ανακατατάξεις θα γίνουν και μάλιστα αν εφαρμοστεί η απλή αναλογική, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Εμείς πιστεύουμε ότι η χώρα μας δεν θα μείνει χωρίς κυβέρνηση. Κάποια κυβέρνηση θάχει. Εκεί ανάλογα θα καθορίσουμε τη στάση μας».

Ήταν η πρώτη τοποθέτηση που άνοιγε το δρόμο για τη συγκυβέρνηση του καλοκαιριού του 1989. Λίγο αργότερα, στις 9 Δεκέμβρη 1988, ο Γρηγόρης Φαράκος έγραφε στο Ριζοσπάστη

«Για το γενικότερο ζήτημα, αν κάποιο τμήμα της άρχουσας τάξης θελήσει να στηριχτεί στις δυνάμεις της Αριστεράς, είναι κάτι που δεν πρέπει να αποκλειστεί ότι μπορεί να το επιδιώξουν… Δεν πρέπει δηλαδή να αποκλειστεί ότι μπορεί να προσπαθήσουν να κάνουν τέτοιους εκσυγχρονισμούς και τέτοιες διορθώσεις στην πολιτική της αστικής τάξης που να γίνονται, για ένα τουλάχιστον διάστημα, ας μην πω αποδεκτές αλλά ανεχτές από την Αριστερά».

Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, η άρχουσα τάξη δεν χρειάστηκε να κάνει τεράστιους εκσυγχρονισμούς και διορθώσεις στην πολιτική της για να εξασφαλίσει την ανοχή αυτής της Αριστεράς. Μερικές θέσεις στα υπουργεία, στο προεδρείο της Βουλής και στο Ειδικό Δικαστήριο που θα ξεκαθάριζε υποτίθεται τα σκάνδαλα ήταν αρκετές για τον Συνασπισμό Κύρκου-φλωράκη.

Γιατί οδηγήθηκε τόσο δεξιά το ΚΚΕ; Το «παρέσυραν» ο Ανδρουλάκης, η Δαμανάκη, ο Δραγασάκης, ο Αλαβάνος; Όλοι αυτοί που σήμερα βρίσκονται στα ηγετικά κλιμάκια του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ τότε βρίσκονταν στα ηγετικά κλιμάκια του ΚΚΕ αλλά κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η ευθύνη είναι μόνο δική τους. Άλλωστε, στη διάσπαση που ακολούθησε, ο Φλωράκης, η Παπαρήγα, ο Γόντικας κατάφεραν να κρατήσουν τον έλεγχο απέναντι σε όλα αυτά τα στελέχη. Αποδείχθηκε δηλαδή ότι αυτή η ομάδα Φλωράκη-Παπαρήγα αποτελούσε την καθοριστική ηγεσία και τότε όπως και σήμερα. Αλλά οι ευθύνες δεν περιορίζονται στα συγκεκριμένα πρόσωπα.

Ένας καθοριστικός παράγοντας ήταν η επιρροή του ΚΚΣΕ στο ΚΚΕ. Ήταν η εποχή που ο Γκορμπατσόφ βρισκόταν στην ηγεσία και οι ιδέες της «Περεστρόικα», δηλαδή του ανοίγματος στην αγορά ήταν κυρίαρχες. Το πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη για το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ είχε σαν κύριο τίτλο τη λέξη ΣΤΡΟΦΗ με υπέρτιτλο «Νέοι ορίζοντες στη ζωή και τη δράση του ΚΚΕ», αλλά πάνω και απ’ όλα είχε ένα ένθετο που διακήρυττε: «Μήνυμα Γκορμπατσόφ στον Α. Παπανδρέου» «Σημαντικές διακρατικές επαφές με την ευκαιρία του 12ου Συνεδρίου». Η σχέση του ΚΚΕ με το ΚΚΣΕ ήταν θεμέλιο για όλα τα ανοίγματα του, ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά προς τον κόσμο της άρχουσας τάξης και της αγοράς. Οι τότε διακηρύξεις του Ανδρουλάκη για την «τέχνη του επιχειρείν» ήταν αντανάκλαση των θεωρητικών της Περεστρόικα που έπλεκαν το εγκώμιο της αγοράς και εισέπρατταν τα χειροκροτήματα όλου του πολιτικού φάσματος, από τη σοσιαλδημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ μέχρι τη Θάτσερ και τον Μητσοτάκη. Το ΚΚΕ πλήρωσε ακριβά την άκριτη υποστήριξη του για τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», την οποία συνεχίζει και σήμερα, έστω και αν τώρα θεωρεί τον Γκορμπατσόφ προδότη και τον Στάλιν θεμελιωτή του σοσιαλισμού.

Ρεφορμισμός

Όμως, ούτε αυτή η σχέση αρκεί για να εξηγήσει την πορεία του ΚΚΕ προς τον κατήφορο του 1989. Μόνο αν σταθούμε στον ίδιο το ρεφορμιστικό χαρακτήρα του κόμματος μπορούμε να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά του. Μπορεί ο ρεφορμισμός των ΚΚ να έχει διαφορές από τον παραδοσιακό ρεφορμισμό της σοσιαλδημοκρατίας ως προς τις πολιτικές καταβολές και τις ιδεολογικές αναφορές του. Αλλά το υπόβαθρο είναι κοινό: για τα κόμματα αυτά η εργατική τάξη δεν είναι το υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής, είναι απλά μια συνιστώσα στην πολυσυλλεκτική πολιτική συμμαχιών του κόμματος. Είναι απλά μια «μήτρα» ψήφων, ένα εφαλτήριο πολιτικής επιρροής με μεγαλύτερη ή μικρότερη σημασία κατά περιόδους ανάλογα με τις ανάγκες αυτών των συμμαχιών. Το κράτος δεν είναι θεσμός που πρέπει να ανατραπεί για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης, είναι εργαλείο που μπορεί να κατακτηθεί και να μεταρρυθμιστεί «σε φιλεργατική κατεύθυνση». Και το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων δεν απορρέει από τις ανάγκες της εργατικής τάξης να απαλλαγεί από την εκμετάλλευση και την καταπίεση, αλλά από τις ανάγκες διαχείρισης σύμφωνα με τα «κοινά συμφέροντα» της διαταξικής συμμαχίας.

Αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των ρεφορμιστικών κομμάτων τα είχαμε επισημάνει από τότε. Στη «Μαμή», που ήταν το θεωρητικό περιοδικό της ΟΣΕ στο διάστημα 1983-1989, σε ένα μεγάλο άρθρο για το «ρεφορμιστικό φαινόμενο» μιλούσαμε για αυτά τα προβλήματα του ΚΚΕ πολύ πριν πάρουν την εκρηκτική μορφή των συγκυβερνήσεων του 1989. Και στην Εργατική Αλληλεγγύη, στις παραμονές του 12ου Συνέδριου, η Μαρία Στύλλου προειδοποιούσε για τη δεξιά στροφή που έπαιρνε το ΚΚΕ σαν «Κόμμα εξουσίας μέσα από το Κοινοβούλιο».

Σήμερα ο ΣΥΝ (και ο ΣΥΡΙΖΑ) είναι η πτέρυγα της Αριστεράς που δηλώνει ανοιχτά την προσήλωση της στο ρεφορμιστικό κοινοβουλευτικό δρόμο. Το ΚΚΕ, χωρίς ποτέ να έχει αποκηρύξει τα πεπραγμένα του το 1989, δηλώνει κόμμα που παλεύει για το Σοσιαλισμό και καταγγέλλει με σφοδρότητα όχι μόνο το ΠΑΣΟΚ αλλά και τον ΣΥΝ. Πίσω, όμως, από τις φραστικές διαφοροποιήσεις η βασική στρατηγική παραμένει ίδια: μια διαταξική «λαϊκή» συμμαχία θα διεκδικήσει την εξουσία όταν ωριμάσουν οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί και θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων μέχρι εκεί που καθορίζουν τα «κοινά συμφέροντα» των συμμάχων. Η εργατική τάξη πρέπει να πειθαρχεί στα όρια που χαράζει αυτή η συλλογιστική. Όποια τμήματα της τάξης παραβιάζουν αυτά τα όρια (π.χ. με καταλήψεις όπως η νεολαία στις σχολές, με απεργίες διαρκείας όπως οι δάσκαλοι πριν τρία χρόνια, με εκρήξεις όπως του Δεκέμβρη που «ρίχνουν το ηθικό της Αστυνομίας» (!)) πρέπει να αποδοκιμάζονται. Τότε ήταν το ίδιο το Συνέδριο του ΚΚΕ που συνιστούσε να αποφεύγονται οι «βεβιασμένες κινητοποιήσεις». Σήμερα τα Συνέδρια μιλάνε για «Ανυπακοή» μέχρι και «Αντεπίθεση», αλλά στην ουσία κυριαρχεί η ίδια ρεφορμιστική γραμμή. «Αν κάποιο τμήμα της άρχουσας τάξης θελήσει να στηριχτεί στις δυνάμεις της Αριστεράς» (για να θυμηθούμε τα λόγια του Φαράκου) θα βρει ξανά την πόρτα της συμμαχίας με το ΚΚΕ ανοιχτή.