Οι μάχες για τους ελεύθερους χώρους στις γειτονιές ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Η ανάπτυξη αυτών των κινημάτων χρειάζεται αντικαπιταλιστική πολιτική, όχι αυταπάτες για τους θεσμούς ή την τοπική αυτονομία τονίζει ο Θανάσης Καμπαγιάννης
Τα κινήματα που υπερασπίζονται τους ελεύθερους χώρους και το περιβάλλον με κέντρο τις γειτονιές ξεφυτρώνουν παντού σαν τα μανιτάρια. Άλλες φορές δημιουργούνται για να υπερασπιστούν ένα πάρκο που απειλείται με καταστροφή, μια παραλία που τη λυμαίνονται τα ιδιωτικά συμφέροντα, έναν ιστορικό χώρο που κινδυνεύει να γκρεμιστεί. Άλλες φορές προκύπτουν από τη διάθεση των κατοίκων μιας περιοχής να απελευθερώσουν έναν χώρο για τις ανάγκες του πρασίνου ή της καθημερινής τους κοινωνικοποίησης. Άλλοτε πάλι τα προκαλούν οι ωμές απόπειρες ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας (όπως είναι τα κινήματα για τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις) και η δημιουργία νέων εμπορικών κέντρων στον ήδη επιβαρυμένο από τα ΙΧ αστικό ιστό.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η ρίζα των προβλημάτων είναι κοινή. Πρόκειται για την εγγενή τάση του κεφαλαίου για μια ατελείωτη, άναρχη συσσώρευση, που από τη γέννηση του καπιταλισμού προκάλεσε τον υδροκεφαλισμό και την υπερμεγέθυνση των πόλεων, ενώ ειδικά την τελευταία τριακονταετία αποθεώθηκε με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Χώροι και αγαθά που μέχρι παλιότερα δεν θεωρούνταν εμπορεύματα έφτασαν να παρέχονται επί πληρωμή, όπως ένα πάρκο, ένας δρόμος, μια παραλία. Την ίδια στιγμή οι περικοπές στους δημόσιους προϋπολογισμούς σήμαναν τον «μονόδρομο» των ιδιωτικοποιήσεων κάθε ελεύθερου χώρου που ρήμαζε λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, συχνά των Δήμων από τον κεντρικό κράτος. Ταυτόχρονα, στην ελληνική περίπτωση, το μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης της διάλυσης των δημόσιων συγκοινωνιών προς όφελος του αυτοκινήτου, του μπετόν, της άναρχης δόμησης και της αντιπαροχής έφτασε στα όριά του. Πλέον κάθε απόπειρα να χτιστεί ένας ελεύθερος χώρος στην Αθήνα και στις άλλες μεγάλες πόλεις, να ξεριζωθεί ένα δέντρο ή να ξεπουληθεί μια δημόσια εγκατάσταση ισοδυναμεί με το τελειωτικό χτύπημα σε έναν ασθενή που χαροπαλεύει πεσμένος σε κώμα.
Δεν είναι όμως μόνο οι αντικειμενικές συνθήκες που εξηγούν την άνθιση των κινημάτων πόλης. Η ριζοσπαστικοποίηση των τελευταίων χρόνων έχει παίξει μεγάλο ρόλο ώστε καμία επίθεση στους ελεύθερους χώρους να μην μένει πια αναπάντητη. Σίγουρα η κρίση ηγεμονίας των νεοφιλελεύθερων ιδεών έχει διευκολύνει την ανάπτυξη των κινημάτων, και βέβαια το αντικαπιταλιστικό κίνημα του Σηάτλ και της Γένοβας είχε καθοριστική συμβολή στην απονομιμοποίηση της αγοράς. Το νέο κίνημα έβαλε στο κέντρο της ατζέντας ζητήματα που παλιότερα ήταν «ριγμένα» όπως το περιβάλλον, η εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών, οι ελεύθεροι χώροι, η τοπική δράση ως κομμάτι ενός παγκόσμιου κινήματος. Είμαστε στις γειτονιές μας μπροστά σε μια καινούργια κατάσταση, όπου νέοι αλλά και παλιότεροι αγωνιστές νιώθουν (ξανά ή για πρώτη φορά) την αυτοπεποίθηση να συγκρουστούν με τα συμφέροντα και τις πολιτικές που διαλύουν τη δυνατότητα για μια καλύτερη ζωή, ξεκινώντας από την τοπική τους εμπειρία.
Αριστερά
Τα τοπικά κινήματα και η Αριστερά - ειδικά αυτή που έχει ως σημαία της τον αντικαπιταλισμό - έχουν κάθε λόγο να βαδίσουνε μαζί σ’ όλες αυτές τις μάχες. Πρόκειται, εκτός από αναγκαιότητα, και για έναν «γάμο» αμοιβαίου συμφέροντος. Για την αντικαπιταλιστική Αριστερά, τα τοπικά κινήματα προσφέρονται ως η καλύτερη ευκαιρία «εφαρμοσμένου» αντικαπιταλισμού. Τα συμφέροντα που επιβουλεύονται τους ελεύθερους χώρους και το περιβάλλον δεν είναι άλλα από εκείνα που επιτίθενται στις κατακτήσεις της εργασίας, επιβάλλουν τη λιτότητα, καταστρατηγούν τα δημοκρατικά δικαιώματα. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει την ευκαιρία να δοκιμαστεί στις τοπικές μάχες και να δώσει απτά και νικηφόρα δείγματα της πολιτικής της δράσης. Από την άλλη, τα τοπικά κινήματα μπορούν να βρουν στον χώρο του αντικαπιταλισμού τον σύμμαχο εκείνο που θα τα ενισχύσει στις μάχες τους, ξεπερνώντας την αποσπασματικότητα και τον τοπικό χαρακτήρα των επιμέρους αντιστάσεων. Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, τα κόμματα της Αριστεράς (το ΚΚΕ, το ΚΚΕ εσωτερικού, το ΠΑΣΟΚ) έπαιξαν αυτόν τον ρόλο στον χώρο της «τοπικής αυτοδιοίκησης», εξοπλίζοντας τα κινήματα με πολιτική, πόρους και νέους αγωνιστές που έβαλαν πλάτη στις μάχες. Οι αντικαπιταλιστές μπορούν σήμερα να γεμίσουν αυτό το κενό.
Πρόκειται για μάχες που είναι ήδη ξεκινημένες και μετράνε τις πρώτες τους νίκες. Ο Νικήτας Κακλαμάνης μπορεί να θεωρούσε περίπατο την κατεδάφιση του πάρκου της Κύπρου και Πατησίων, αλλά οι κάτοικοι που ζούνε σε μια από τα πιο πυκνοκατοικημένες γειτονιές της Ευρώπης είχανε άλλη άποψη και κατόρθωσαν να την επιβάλουν. Η Πετραλιά νόμιζε πως με την ψήφιση του νόμου που ξεπουλάει τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις στους ιδιώτες είχε τελειώσει με το δωράκι της στις κατασκευαστικές. Αλλά οι αντιδράσεις των τοπικών κινημάτων (όπως στην περίπτωση του Ολυμπιακού Γυμναστηρίου στο Γαλάτσι) έχουν φράξει τον δρόμο στα σχέδια της κυβέρνησης και του Χαραγκιώνη για ένα νέο Mall. Και οι ιδιώτες που έχουν στερήσει από τους κατοίκους της Αθήνας το δικαίωμα στην ελεύθερη πρόσβαση στις παραλίες δέχτηκαν ένα γερό χτύπημα από το κίνημα των κατοίκων του Ελληνικού, με την ενίσχυση και του τοπικού Δήμου.
Επιλογές
Από την πλούσια εμπειρία των τοπικών κινημάτων του τελευταίου διαστήματος, βγαίνουν ήδη και τα πρώτα συμπεράσματα για τις επιλογές εκείνες που κρίνουν τη νικηφόρα ή μη κατάληξή τους.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι σίγουρα η αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων που προσφέρει ένα τοπικό κίνημα για τη μαζικοποίησή του. Κόσμος που σε άλλες περιπτώσεις μπορεί και να μην συμμετείχε σε κινηματικές διαδικασίες, κατεβαίνει στις κινητοποιήσεις που αφορούν τη ζωή στη γειτονιά και την περιοχή του. Ένα τοπικό κίνημα μετριέται στην ικανότητά του να συνδέεται και να αξιοποιεί διαρκώς αυτή τη μαζική δυναμική. Κι επειδή τα τοπικά ζητήματα μετατρέπονται πολλές φορές σε μακροχρόνιες μάχες, είναι απαραίτητη η οικοδόμηση επιτροπών που συσπειρώνουν όλες εκείνες τις μαζικές οργανώσεις που μπορούν να κινήσουν μια γειτονιά: τα εργατικά σωματεία, τους τοπικούς συλλόγους, τις αθλητικές ενώσεις, τις πολιτιστικές ομάδες, τις διάφορες τάσεις της Αριστεράς, καθώς και τοπικές προσωπικότητες που μπορούν να προσφέρουν με το κύρος και την εμπειρία τους στη νίκη του κινήματος.
Πολλές φορές, υπάρχει στον κόσμο των τοπικών κινημάτων μια δυσφορία για τον τρόπο με τον οποίο τα κόμματα της Αριστεράς κάνουν πολιτική μέσα σ’ αυτά. Πρόκειται για δικαιολογημένα παράπονα. Το ΚΚΕ, η μεγαλύτερη οργανωμένη δύναμη της Αριστεράς, έχει κάνει σύστημα να ζητάει ιδεολογικά προαπαιτούμενα από τον κόσμο των τοπικών κινημάτων πριν ακόμα μπει σε κοινή δράση μαζί του. Σωστές κατά τα άλλα αναλύσεις – όπως για παράδειγμα η τάση μετατροπής των Δήμων σε επιχειρήσεις – γίνονται προϋπόθεση για την κοινή δράση και αφορμή διάσπασης. Από την άλλη, ο Συνασπισμός είχε τη φήμη του κόμματος που είχε ξεπεράσει τέτοιου τύπου προβλήματα. Κι όμως, υπάρχει πλέον αρκετός κόσμος που ασκεί κριτική στην τάση του ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώκει κινήματα περιορισμένα γύρω από την πολιτική του επιρροή, ως πιστοποιητικά κινηματικής δράσης και μέσα κοινοβουλευτικής ψηφοθηρίας. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει μπροστά της την πρόκληση να παρέμβει στα τοπικά κινήματα, περιφρουρώντας το εύρος τους και αποδεικνύοντας πως είναι δυνατή μια εναλλακτική αριστερή πολιτική που να παντρεύει την πλατύτητα με τον ριζοσπαστισμό.
Είναι μέσα στο χτίσιμο και την εξέλιξη του κινήματος που θα εμφανιστούν οι κρίσιμες διαχωριστικές γραμμές, τα ζιγκ-ζαγκ, οι στροφές και τα γυρίσματα στα οποία το κίνημα θα κληθεί να απαντήσει. Παραδείγματα; Ένα πάρκο που απειλείται να χτιστεί μπορεί να σωθεί, αν από κάτω του γίνει ένα κερδοφόρο υπόγειο παρκινγκ. Μια ολυμπιακή εγκατάσταση μπορεί να περιέλθει στα χέρια του Δήμου, αν το ένα τρίτο διατεθεί στην κατασκευαστική που θα το μετατρέψει σε Mall. Μια παραλία μπορεί να επιστρέψει σε δημόσια χέρια, αρκεί να την «αξιοποιήσει» μια ιδιωτική εταιρία. Αυτά είναι τα πραγματικά διλήμματα που στήνουν η κυβέρνηση, δημοτικές αρχές ελεγχόμενες άλλοτε από τη Νέα Δημοκρατία άλλοτε από το ΠΑΣΟΚ, και τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Στην απάντηση απέναντι σε τέτοια διλήμματα είναι που κρίνεται η ειλικρίνεια και η πολιτική όσων συμμετέχουν στο κίνημα. Και είναι εκεί που κρίνεται και η επιτυχία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς: στο πόσο έχει καταδείξει τον αντίπαλο, στο πόσο έχει προετοιμάσει το έδαφος για την επικράτηση μιας ασυμβίβαστης αντικυβερνητικής και αντικαπιταλιστικής γραμμής, κερδίζοντας τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του κινήματος ώστε αυτό να μην φυλλορροήσει στην πρώτη κρίσιμη καμπή.
Εναλλακτικές στρατηγικές
Δράση μέσα στα τοπικά κινήματα σημαίνει συνάντηση με πολιτικές στρατηγικές διαφορετικές και αντιτιθέμενες προς αυτές της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Τα κινήματα πόλης, λόγω και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, είναι γεμάτα από τέτοια παραδείγματα. Οι νομικές ενέργειες που συχνά γίνονται από επιτροπές κατοίκων για να μπλοκαριστούν τα σχέδια του κράτους και των επιχειρηματικών συμφερόντων, συχνά δυναμώνουν και τις αυταπάτες για την αξιοποίηση των θεσμών προς όφελος του κινήματος. Τέτοιες στρατηγικές φαίνονται μάλιστα να πατάνε στα πόδια τους στην περίπτωση που ένα τοπικό κίνημα διαθέτει ισχυρούς συμμάχους, στο πρόσωπο κάποιου Δήμου, κάποιου κοινοβουλευτικού κόμματος ή κάποιου «θεσμικού» παράγοντα.
Αν η μία στρατηγική είναι αυτή που αναζητά συμμαχίες προς τους θεσμούς, η άλλη είναι αυτή που λύνει το πρόβλημα της οικοδόμησης ενός μαζικού κινήματος με τη μέθοδο της υποκατάστασης. Κόσμος που έχει απογοητευτεί από την «κεντρική πολιτική», αλλά και από την αδυναμία κινητοποίησης μιας «δυσκίνητης» πλειοψηφίας, βρίσκει πολλές φορές ως πεδίο «αυτόνομης» δράσης τα τοπικά κινήματα. Μια επιτροπή ομοϊδεατών, χωρίς φιλοδοξίες ανοίγματος στη γειτονιά και εμπλοκής με την πολιτική, αλλά με έμφαση στην αμεσοδημοκρατική λειτουργία, είναι ο παράδεισος για τέτοιου είδους απόψεις. Ο χώρος της αναρχίας δίνει δείγματα αυτής της πρακτικής στην πιο ακραία εκδοχή της. Μετά τον Δεκέμβρη, ο αναρχικός και αντιεξουσιαστικός χώρος δεν λογοδότησε ποτέ για την απαγόρευση της διεξαγωγής φοιτητικών συνελεύσεων στην υπό αναρχική κατάληψη ΑΣΟΕΕ, πρακτική που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από την ανάλογη απόπειρα της ΚΝΕ να σφαλίσει τα Πανεπιστήμια μέσα στην φωτιά της εξέγερσης. Τώρα, ο αναρχικός χώρος προσπαθεί να επαναλάβει αυτήν την τακτική σε διάφορους ελεύθερους χώρους. Η συνέπεια είναι η περιθωριοποίηση των κατοίκων και η διεξαγωγή των συνελεύσεων και των πορειών λίγο πολύ ως δράσεων «του χώρου».
Και οι δύο αντιμετωπίσεις είναι προβληματικές. Ουσιαστικά τόσο η αναζήτηση συμμάχων στους θεσμούς όσο και η αυτονομία υπεκφεύγουν το καθήκον του πραγματικού χτισίματος ενός μαζικού κινήματος που να συνδέεται με την πλειοψηφία των εργαζόμενων, της νεολαίας και των οργανωμένων τους φορέων. Τα τοπικά κινήματα δεν είναι αρκετά ισχυρά ούτε μέσα στους θεσμούς ούτε μέσα από την αυτόνομη δράση ακόμα και της πιο «αποφασισμένης» και «ξεκάθαρης» μειοψηφίας. Η μεν ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης από τα οικονομικά συμφέροντα και την εξουσία είναι το συντομότερο ανέκδοτο στην Ελλάδα του 2009. Όσο για την λογική της αυτονομίας και του «κάντο μόνος σου», δεν πάει πολύ μακρύτερα από ένα πάρκο ή ένα κατειλημμένο κτίριο. Κανείς δεν μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίξει ότι η εναλλακτική στο ξεπούλημα μιας ολυμπιακής εγκατάστασης είναι η αυτοδιαχείρισή της, ή η αντιμετώπιση της μόλυνσης ενός ποταμού είναι το καθάρισμά του από τους περίοικους, ή ότι η συντήρηση μιας παραλίας που πάρθηκε πίσω από τους ιδιώτες θα είναι έργο των λουόμενων.
Προοπτική
Η πραγματική προοπτική για τα τοπικά κινήματα είναι η πολιτικοποίηση και ο συντονισμός τους, ώστε να συγκρουστούν συνολικά με τα συμφέροντα που υποθηκεύουν τη ζωή στις μεγάλες πόλεις. Είναι η συνολική μάχη με τους μεγάλους κερδοσκόπους των ακινήτων και των εμπορικών κέντρων, τις τράπεζες και τις κατασκευαστικές εταιρίες. Είναι η μάχη με τα συμφέροντα της αυτοκινητοβιομηχανίας και του πετρελαίου που ρυπαίνουν τα αστικά κέντρα και μπλοκάρουν ένα πυκνό, δημόσιο και δωρεάν σύστημα μαζικών συγκοινωνιών. Είναι η μάχη με τις πολυεθνικές που φυτρώνουν τις κεραίες τους σε πυκνοκατοικημένες γειτονιές, έστω κι αν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις που όμως απαιτούν και το αντίστοιχο κόστος. Είναι η μάχη με τις κυβερνήσεις και τις δημοτικές αρχές που προωθούν τις πολιτικές της αγοράς και του κέρδους, θυσιάζοντας το πράσινο, τους ελεύθερους χώρους και την ποιότητα ζωής.
Ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να πετύχει νίκες, να μπλοκάρει την αδηφαγία του κεφαλαίου στο σήμερα και όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον. Οι μάχες αυτές δεν είναι μόνο «τοπικές». Το παράδειγμα του Αγίου Παντελεήμονα είναι ενδεικτικό. Η περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα στο κέντρο της Αθήνας είναι μια γειτονιά που υποβαθμίστηκε από την χρόνια αδιαφορία του Δήμου και τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες για την υγεία, την παιδεία, την καθαριότητα και το πράσινο. Η μάχη για την ποιότητα της ζωής σ’ αυτές τις γειτονιές πηγαίνει μαζί με τις μάχες για τα συνολικότερα αιτήματα του εργατικού κινήματος, ενάντια στη λιτότητα, την ανεργία, τον ρατσισμό. Για να μην αφήσουμε τους φασίστες του ΛΑΟΣ να χύσουν το ρατσιστικό τους δηλητήριο, ανοίγοντας το δρόμο στους δολοφόνους τραμπούκους της Χρυσής Αυγής.
Η θέση όλων αυτών των τοπικών κινημάτων είναι πλάι στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Όχι γιατί έτσι το θέλει η ιδεολογική παράδοση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αλλά γιατί το εργατικό κίνημα μπορεί να θέσει και να απαντήσει το ερώτημα της χρηματοδότησης και των πόρων, σπάζοντας τη λιτότητα και βάζοντας επί τάπητος το πώς, γιατί και τι θα επενδυθεί. Η λύση στο τρελοκομείο της αγοράς, όπως το ζούμε καθημερινά στην Αθήνα, δεν μπορεί να προέλθει από την αυτορρύθμισή της ή από κυριλέ μέτρα για τα μάτια του κόσμου. Θα χρειαστεί μια πραγματική επανάσταση. Όταν οι εργαζόμενοι πάρουν στα χέρια τους τον πλούτο που παράγουν, τα κινήματα που αυτή τη στιγμή κινητοποιούνται για να διασώσουν ένα δέντρο, ένα πάρκο ή έναν ελεύθερο χώρο, θα γίνουν τα κύτταρα μιας πραγματικής ανάπλασης των πόλεων, που δεν θα έχει σχέση με τα κέρδη αλλά με τις επιθυμίες και τις ανάγκες των ανθρώπων που τις κατοικούν. Αυτός είναι ο ορίζοντας των κινημάτων πόλης. Η αντικαπιταλιστική αριστερά, μπαίνοντας στις μάχες του σήμερα, μπορεί να καθορίσει τη νικηφόρα τους κατάληξη.