Εξώφυλλο του τευχους 74
Ο Σεραφείμ Ρίζος, δάσκαλος εκλεγμένος στο ΔΣ του Συλλόγου στα Χανιά, εξηγεί γιατί πρέπει να αντιτaχθούμε στους νέους ταξικούς φραγμούς που μεθοδεύονται
Από τις 11 Μαρτίου που ξεκίνησε ο περίφημος διάλογος για την Παιδεία, έχει γίνει πλέον φανερό, ακόμη και στους πλέον δύσπιστους, ότι η όλη αυτή διαδικασία αφενός δεν γίνεται πάνω σε tabula rasa, όπως ο νέος υπουργός διατυμπάνιζε, ούτε είναι τόσο αθώα όσο οι εμπνευστές της θέλουν να δείχνουν ότι είναι. Πράγμα που επιβεβαιώνει την στάση όλων εκείνων στον εκπαιδευτικό κόσμο, και όχι μόνο, που αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε αυτή την παρωδία.
Το Υπουργείο Παιδείας έχει επανειλημμένα αρνηθεί να εντάξει ως περιεχόμενο του «διαλόγου» του, οποιοδήποτε οικονομικό αίτημα που αφορά τόσο στην αναβάθμιση των απολαβών των εκπαιδευτικών, που αποτελεί ένα πάγιο αίτημά τους, όσο και συνολικότερα, την αναβάθμιση των δαπανών για την Παιδεία, που έχουν φτάσει στο χαμηλότερο ποσοστό (3,09% του Α.Ε.Π.) των τελευταίων πέντε δεκαετιών. Αυτό σημαίνει, ότι η επέκταση της Δημόσιας Παιδείας βρίσκεται εκτός ημερήσιας διάταξης του διαλόγου, αλλά και εκτός των προθέσεων και των προτεραιοτήτων του Υπουργείου.
Αυτό θα μπορούσε από μόνο του να είναι και η βασικότερη, αν όχι και η μόνη αιτία για να αρνηθεί κανείς να συμμετέχει στον διάλογο, καθώς φανερώνεται ότι η στρατηγική και οι επιδιώξεις που προσπαθεί να πετύχει η κυβέρνηση μέσω αυτού του εγχειρήματος βρίσκονται σε ακριβώς αντίθετη τροχιά με αυτές των χιλιάδων εκπαιδευτικών, φοιτητών και μαθητών. Δυστυχώς η ηγεσία της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας επέλεξε να φέρει τον τίτλο του συνομιλητή του Σπηλιωτόπουλου, σε μια πρωτοφανή αλλαγή στάσης, που έχει ως τώρα νομιμοποιήσει το όλο κυβερνητικό τρυκ και έχει φέρει σύγχυση στους κόλπους του εκπαιδευτικού κινήματος, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το τμήμα της πρωτοβάθμιας. Ακόμη χειρότερα, έπειτα από την αλλαγή της στάσης της ΠΟΣΔΕΠ, η ηγεσία της ΔΟΕ, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ότι βρίσκεται πια στο ίδιο μπλοκ με τους υποστηριχτές της κυρίας Γιαννάκου.
Είναι ντροπή για τους χιλιάδες δάσκαλους που απεργούσαν επί έξι εβδομάδες το 2006, η ηγεσία τους να αναλίσκεται σε ένα παιχνίδι ισορροπιών ανάμεσα στη συναινετική και διαχειριστική πολιτική της ηγεσίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τη διάθεση της βάσης. Τέτοιου είδους τακτικές οδηγούν σε ήττες όπως αποδείχθηκε και στην περίπτωση της προ διετίας εφαρμογής της υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής, η οποία τότε είχε προβληθεί ως επιτυχία της απεργίας, αλλά με τον τρόπο που εφαρμόστηκε (υποχρεώνοντας τους γονείς να πάνε τα παιδιά στο νηπιαγωγείο, χωρίς να υποχρεώνει το κράτος να φτιάξει τα επιπλέον νηπιαγωγεία που απαιτούνταν) οδήγησε στην μαζική αποπομπή των προνηπιών από τα νηπιαγωγεία και γέμισε τα ταμεία των ιδιωτών, αφού οι εγγραφές στους ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς αυξήθηκαν κατά 34.000 περίπου.
Τον Ιούνιο αναμένεται η τελική πρόταση των Πρυτάνεων, για τις όποιες αλλαγές. Με σιγουριά μπορεί κανείς να πει από τώρα, ότι θα είναι προς το χειρότερο για τη νεολαία, με ακόμη σκληρότερα εξεταστικά κόσκινα, ταξικούς φραγμούς και περαιτέρω υπονόμευση και υποβάθμιση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Ανεξάρτητα με τις όποιες μεταξύ τους διαφωνίες, όπου άλλοι μιλούν για μεταλυκειακό προπαρασκευαστικό έτος και άλλοι για κατάργηση του ενιαίου χαρακτήρα των εξετάσεων με την ίδρυση ενός ανεξάρτητου εξεταστικού κέντρου, όλοι οι μεγαλοκαθηγητάδες, που κάνουν προτάσεις μέσω των Μ.Μ.Ε., συμφωνούν ότι πρέπει να εισέρχονται στα Πανεπιστήμια λιγότεροι, πράγμα που σημαίνει σκληρότερη δοκιμασία για τους μαθητές με ακόμη μεγαλύτερο «ξεσκαρτάρισμά» τους μέσω των εξετάσεων. Οι δηλώσεις που έκανε ο πρόεδρος του εθνικού διαλόγου για την Παιδεία Γ. Μπαμπινιώτης είναι αποκαλυπτικές. «δεν χρειάζεται να έχεις πτυχίο Νομικής» είπε «για να δουλέψεις σε μια επιχείρηση, σε μια τράπεζα, σε ένα γραφείο».1
Η άποψη αυτή, ότι δηλαδή το πρόβλημα της εκπαίδευσης προέρχεται από τον υπερκορεσμό των Πανεπιστημίων δεν είναι καινούργια. Αποτέλεσε τον βασικό ιδεολογικό κορμό όλων των προηγούμενων επιθέσεων ενάντια στη νεολαία και στο δικαίωμά της στις σπουδές, απ’ όλους σχεδόν τους υπουργούς Παιδείας, κατά την τελευταία εικοσαετία που οδήγησαν στη μετατροπή του σχολείου σε ένα απέραντο εξεταστικό κάτεργο. Είναι μια αντιστροφή της πραγματικότητας. Η ανεργία δεν οφείλεται στην πληθώρα των επιστημόνων. Το αντίθετο. Δεν φταίει, για παράδειγμα, το ότι οι ιατρικές και οι νοσηλευτικές σχολές βγάζουν πάρα πολλούς γιατρούς και νοσηλευτές. Φταίνε οι προτεραιότητες του συστήματος της αγοράς και η πολιτική των κυβερνήσεων που λόγω των περικοπών των δημοσίων δαπανών, κάνουν προσλήψεις με το σταγονόμετρο, οδηγώντας τα δημόσια νοσοκομεία σε μαρασμό. Στη δεκαετία του ’90 ένας από τους κλάδους που μαστίζονταν από μαζική ανεργία, ήταν οι δάσκαλοι. Χιλιάδες πτυχιούχοι δάσκαλοι περίμεναν για σχεδόν μία δεκαετία την τοποθέτησή τους σε μια θέση σε ένα δημόσιο σχολείο. Η επέκταση της δημόσιας εκπαίδευσης, με τη δημιουργία του ολοήμερου σχολείου, αλλά πάνω απ’ όλα η πίεση ενός ζωντανού και δυναμικού κινήματος των αδιόριστων στα τέλη της δεκαετίας του ’90, οδήγησε όχι μόνο στην απορρόφηση όλων των αδιόριστων, αλλά και στο μηδενισμό της ανεργίας του συγκεκριμένου κλάδου.
Βασικό στοιχείο της κυβερνητικής λογικής που εκφράζουν και οι μπαμπινιώτηδες είναι ότι οι «ανάγκες της παραγωγής» πρέπει να καθορίζουν το πόσοι θα μπαίνουν στα Πανεπιστήμια. Οι νέες τεχνολογίες επιβάλλουν, λένε, μικρότερους αριθμούς φοιτητών και αποφοίτων και γι’ αυτό δεν χρειαζόμαστε τόσους πολλούς. Και εδώ όμως αντιστρέφουν την πραγματικότητα. Αυτό που προσπαθούν να πετύχουν είναι την προσαρμογή των Α.Ε.Ι. και των Τ.Ε.Ι. σε συνθήκες ακόμη πιο σκληρών περικοπών των δαπανών για την δημόσια εκπαίδευση και την έμμεση πριμοδότηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Οι σύγχρονες κοινωνίες στην πραγματικότητα έχουν ανάγκη όχι από λιγότερους αλλά από περισσότερους πτυχιούχους σε όλους τους τομείς της παραγωγής. Ας πάρουμε για παράδειγμα το ζήτημα του περιβάλλοντος και των επαγγελμάτων που έχουν να κάνουν με αυτό. Σε μια περίοδο που αντιμετωπίζουμε περίπλοκα και καινούργια φαινόμενα, λόγω της καταστροφής του περιβάλλοντος, η ανάγκη για λογικότερη διαχείρισή του μας κάνει να χρειαζόμαστε περισσότερους και όχι λιγότερους βιολόγους, γεωπόνους, δασολόγους, μηχανικούς περιβάλλοντος και άλλα σχετικά επαγγέλματα. Σε κάθε τομέα της ζωής αν το εξετάσουμε συνολικά θα βρούμε παρόμοια παραδείγματα. Η σύγχρονη εργατική τάξη είτε δουλεύει στο εργοστάσιο, είτε στις υπηρεσίες, έχει να χειριστεί τις καινούργιες κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αυτό απαιτεί μόρφωση και εξειδίκευση πολύ μεγαλύτερη από ένα προηγούμενο διάστημα.
Οι «ανάγκες της παραγωγής» μέσα στον καπιταλισμό, καθορίζονται από την απληστία μιας μικρής μειοψηφίας που στο όνομα του κέρδους καταστρέφει ολόκληρους τομείς της παραγωγής, αφήνοντας χιλιάδες άνεργους. Δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τη στενότερη σύνδεση της εκπαίδευσης με αυτή τη διαδικασία. Δεν ζητάμε «ανταγωνιστικά» πτυχία, αλλά γνώσεις για να καταλάβουμε τον κόσμο και δουλειές για να εφαρμόσουμε τις γνώσεις μας προς όφελος των αναγκών της πλειοψηφίας των ανθρώπων. Οι ανάγκες της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων πρέπει να καθορίζουν το πόσο περισσότεροι θα μπαίνουν στα Πανεπιστήμια και όχι γενικά και αφηρημένα οι «ανάγκες της παραγωγής» να λειτουργούν ως δείκτης για το ποιες και πόσες σχολές θα κλείσουν και πόσοι λιγότεροι υποψήφιοι θα μπουν στις υπόλοιπες.
Ισχύει, όμως, ότι αν το εξεταστικό σύστημα εκλογικευθεί, λειτουργήσει κάπως διαφορετικά θα καταπολεμηθούν η παραπαιδεία, ο σφικτός εναγκαλισμός Λυκείου – εισαγωγικών εξετάσεων και η «παπαγαλία», όπως διατείνονται στην κυβέρνηση;
Ας μην τσιμπάμε. Όλα τα προηγούμενα εξεταστικά συστήματα όταν καθιερώθηκαν έθεταν τους ίδιους ακριβώς στόχους. Δύο μάλιστα υπουργοί παιδείας, πριν περάσουν τους νόμους που εισηγήθηκαν, έλεγαν ότι θέλουν να καταργήσουν τις εξετάσεις για τα Πανεπιστήμια και μιλούσαν για ελεύθερη πρόσβαση σ’ αυτά. Ο πρώτος ήταν ο Κοντογιανόπουλος το ’78 εισηγούμενος τις Πανελλήνιες εξετάσεις σε Β΄ και Γ΄Λυκείου και δεύτερος ο Αρσένης το’97 εισηγούμενος τον ισχύοντα και σήμερα εξετασιοκεντρικό νόμο 2525/97. Το τι ακολούθησε, το βλέπουμε όλοι.
Η περαιτέρω ένταση των εξετάσεων που θέλουν να επιβάλλουν από την πλευρά της κυβέρνησης, θα εντείνει τον παραλογισμό και τη νοσηρότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και δεν θα «θεραπεύσει» τίποτα από αυτά τα οποία διατείνονται ότι θέλουν να καταπολεμήσουν.
Οι εξετάσεις και η διαρκής αξιολόγηση μαθητών, έχουν μετατρέψει το σύγχρονο σχολείο σε ένα θέατρο του παραλόγου. Έχουν επιβάλλει απίστευτα εξοντωτικούς ρυθμούς σε μαθητές και εκπαιδευτικούς, που επιδίδονται σε ένα τρελό κυνήγι της ύλης, προσπερνώντας τις όποιες ατομικές δυσκολίες κατανόησης και αφομοίωσης αυτής από πολλούς μαθητές. Έχουν οδηγήσει σε μια ολοένα και μεγαλύτερη φροντιστηριοποίηση του σχολείου, που παρέχει πλέον τυποποιημένα πακέτα γνώσεων προς απομνημόνευση. Αν σε αυτά προσθέσεις και τη υπερπληθώρα μαθητών που αντιστοιχούν σε κάθε εκπαιδευτικό καθώς και τις τεράστιες ελλείψεις που υπάρχουν κάθε χρόνο σε εκπαιδευτικούς (πολλά κενά συμπληρώνονται τον Νοέμβρη με Δεκέμβρη, συνήθως από ωρομίσθιους εκπαιδευτικούς), τότε πραγματικά η εικόνα του σχολείου σήμερα μοιάζει με αυτή ενός σύγχρονου Καιάδα. Τα προβλήματα αυτά γίνονται ακόμη εντονότερα σε απομακρυσμένες περιοχές της επαρχίας, αλλά και σε υποβαθμισμένες περιοχές των πόλεων. Δεν είναι καθόλου τυχαία τα αισθήματα αποστροφής που νιώθουν για το σχολείο χιλιάδες μαθητές, καθώς το αντιμετωπίζουν ως μια σκληρή δοκιμασία και όχι ως ένα χώρο μάθησης και δημιουργικότητας. Σύμφωνα με έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου τα κυρίαρχα συναισθήματα που αναπτύσουν οι μαθητές στο σχολείο είναι η κούραση σε ποσοστό 68%, η πίεση 58%, η πλήξη 53% και το άγχος 52%, ενώ αντίθετα μόνο το 22% χαρά και αισιοδοξία και μόλις το 18% γνωρίζει την αίσθηση δημιουργικότητας. 2
Η στείρα απομνημόνευση της ύλης δεν είναι τίποτε άλλο παρά το παραπροϊόν των εξετάσεων. Αυτό που εννοούν ως «καταπολέμηση της παπαγαλίας» οι πνευματικοί ταγοί του έθνους, είναι η γενίκευση των νέων συστημάτων αξιολόγησης των μαθητών, που έχουν εισαχθεί από τον νόμο 2525/97 του Αρσένη και έχουν κατακλείσει τα σχολεία. Πρόκειται για τα διάφορα τεστ πολλαπλής επιλογής που υποτίθεται ότι προάγουν την κριτική σκέψη και τη «συνθετική και δημιουργική ικανότητα των μαθητών». Είναι πραγματικά γελοίο να υποστηρίζει κανείς ότι προάγεται η κριτική σκέψη με το να συμπληρώνουν οι μαθητές μονολεκτικά με ένα «σωστό» ή «λάθος» αντίστοιχα κουτάκια, ή να αντιστοιχίζουν στήλες δοσμένων πληροφοριών και να συμπληρώνουν κενά σε συγκεκριμένες φράσεις με τις κατάλληλες λέξεις. Πρόκειται για κατακερματισμό της όποιας γνώσης και υποβιβασμό της σε ένα ατελείωτο μωσαϊκό πληροφοριών όπως σε ένα τηλεπαιχνίδι γνώσεων. Αντίθετα με ό,τι λέγεται, η εμπειρία δείχνει ότι οι μέθοδοι αυτές όχι μόνο δεν καταπολεμούν την «παπαγαλία» αλλά αντίθετα την εντείνουν. Το μόνο που πετυχαίνουν είναι να διευκολύνουν την διόρθωση και άρα δίνουν τη δυνατότητα με τα προτεινόμενα «τεστ αυτογνωσίας» να γίνονται ακόμη περισσότερα τεστ και να δημιουργούνται περισσότερα κόσκινα ώστε ο κάθε μαθητής να γνωρίζει, από πολύ νωρίς, τη θέση του και να προσαρμόζει ανάλογα τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις του.
Τα νέα βιβλία του Δημοτικού ανταποκρίνονται στο multiple choice, νεοφιλελεύθερο πνεύμα των αποσπασματικών πληροφοριών ενώ η συμπίεση της ύλης προς τα κάτω, έχει αφενός δυσκολέψει πολύ τη μάθηση για πολλά παιδιά, προωθώντας μόνο τους πολύ καλούς μαθητές, αφετέρου έχει οδηγήσει στην κατάσταση κανένα πρωτάκι να μην μπορεί να σηκώσει την τσάντα του, μόνο του. Πόσο παιδαγωγικό μπορεί να είναι αυτό; Πώς να μην σχηματίζεται στο κάθε παιδί, από την πιο τρυφερή ηλικία η ιδέα ότι το σχολείο είναι ένα απίστευτο βάρος και επιβολή μιας καταναγκαστικής πειθαρχίας στην οποία πρέπει να υποταχθεί αν θέλει να προχωρήσει; Η γνώση που παρέχεται σχηματοποιείται για να μπορεί να μετρηθεί και να αξιολογηθεί φορτώνοντας τους μαθητές από πολύ νωρίς με πλήθος από στεγνούς κανόνες και κανονισμούς που πρέπει να μάθουν, θυμίζοντας με όλο και πιο έντονο τρόπο την απομνημόνευση κανόνων τονισμού και των λέξεων που έπαιρναν δασεία και ψιλή, που όσοι σήμερα είναι πάνω από την ηλικία των τριάντα πέντε έχουνε με εφιαλτικό τρόπο εντυπωμένο στη μνήμη τους, μαζί με τις τιμωρίες και τις ξυλιές. Η τρέλα βέβαια δεν τελειώνει με το κουδούνι του σχολάσματος. Συνεχίζεται και μετά. Tα νέα βιβλία έχουν επιβάλλει ατελείωτες ώρες προετοιμασίας στο σπίτι, φορτώνοντας τους γονείς με επιπλέον ώρες βοήθειας, πολλές φορές ως αργά το βράδυ. Περιττό να πούμε ότι πολύ γρήγορα καταφεύγουν στα ιδιαίτερα όσοι δεν έχουν είτε το κουράγιο είτε τη δυνατότητα αυτή. Επίσης ολοένα και περισσότεροι γονείς στέλνουν τα παιδιά τους από την ηλικία των 8 ετών να μάθουν αγγλικά, γερμανικά ή υπολογιστές, πληρώνοντας αδρά, έτσι ώστε να έχουν πάρει το proficiency προτού φτάσουν να δώσουν εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο, έχοντας αποχαιρετήσει την παιδική ηλικία από πολύ νωρίς. Η ένταση των εξετάσεων θα χειροτερεύσει αυτές τις καταστάσεις και δεν θα τις θεραπεύσει.
Γιατί όμως επιμένουν τόσο πολύ στις εξετάσεις; Το εξεταστικό σύστημα είναι απόλυτα δεμένο με την εκπαίδευση στον καπιταλισμό, δίνοντάς της τη δυνατότητα να παίξει ένα διπλό ρόλο. Αφενός να αναπαράξει τις τάξεις καθορίζοντας ποιοι θα γίνουν εργάτες ειδικευμένοι ή μη και ποιοι θα αποκτήσουν ανώτερες διευθυντικές θέσεις επανδρώνοντας τις υψηλές θέσεις είτε των επιχειρήσεων είτε του κρατικού μηχανισμού και αφετέρου τη μετάδοση της αστικής ιδεολογίας, ώστε οι μελλοντικοί πολίτες να αποδεχτούν το ρόλο τους στην ταξική κλίμακα που θα ενταχθούν. Η τρέλα που βιώνουν μαθητές και γονείς δεν είναι αποτέλεσμα της παθογένειας του συστήματος και των δυσλειτουργιών του, αλλά αντίθετα απαραίτητο συστατικό της λειτουργίας της εκπαίδευσης μέσα στον καπιταλισμό.
Συνήθως το ποιοι θα πεταχτούν έξω από το σχολείο και ποιοι θα συνεχίσουν κάνοντας ανώτερες σπουδές είναι στις περισσότερες περιπτώσεις καθορισμένο από εξωγενείς παράγοντες και πριν το παιδί φτάσει στη σχολική ηλικία. Πολλά παιδιά εργαζόμενων φτάνουν να κάνουν σπουδές σε ανώτατο επίπεδο ή και σε επίπεδο master και διδακτορικού, αναλογικά όμως οι έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά που προέρχονται από λιγότερο «προνομιούχα κοινωνικά στρώματα»3 γνωρίζουν τη σχολική αποτυχία σε υπερδεκαπλάσια ποσοστά σε σχέση με τα παιδιά «προνομιούχων στρωμάτων».
Το σχολείο δεν είναι αυτό που διαμορφώνει την κοινωνία. Η ταξική πάλη επηρεάζει και διαμορφώνει τους συσχετισμούς μέσα στους χώρους της εκπαίδευσης. Η αντίσταση στις όποιες προσπάθειες κάνει η άρχουσα τάξη να προσαρμόσει το σχολείο στις ανάγκες της αγοράς είναι κομμάτι της συνολικότερης πάλης ενάντια στην κρίση, τη φτώχεια, τις απολύσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις, τον πόλεμο και το ρατσισμό. Η σύγκρουση με το θεσμό των εξετάσεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας παιδείας όπου το «μόρφωση και δουλειά για όλους» θα μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Ζητάμε ελεύθερη πρόσβαση στα Πανεπιστήμια και κατάργηση του θεσμού των εξετάσεων. Ελεύθερη πρόσβαση, όμως, δεν σημαίνει να μεταφερθούν τα κόσκινα είτε λίγο πιο πάνω (εξετάσεις στο “μεταλύκειακό” έτος) είτε πιο κάτω (περιορισμός των μαθητών που φτάνουν στην Γ’ Λυκείου). Σημαίνει επέκταση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης, όχι μόνο της πανεπιστημιακής αλλά σε όλες τις βαθμίδες με περισσότερες υποδομές, περισσότερους εκπαιδευτικούς και πιο πλούσιο περιεχόμενο. Η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου απαιτεί μια συνολική αντικαπιταλιστική στρατηγική. Απαιτεί μέτρα μέσα και έξω από την εκπαίδευση που εξαλείφουν την κοινωνική ανισότητα τη φτώχεια και τις κοινωνικές διακρίσεις. Απαιτεί γενναία αύξηση των δαπανών για την Παιδεία, εξασφάλιση του αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα της και παροχή υλικοτεχνικής υποδομής κατάλληλης, ώστε να διευρυνθούν οι δυνατότητες του σύγχρονου σχολείου για εφαρμογή νέων παιδαγωγικών προγραμμάτων. Απαιτεί προγράμματα «αντισταθμιστικής αγωγής» ώστε να μπορούν τα παιδιά των μεταναστών ή τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες να ανταποκριθούν. Διαφορετικά αναλυτικά προγράμματα που στηρίζονται στη συνεργασία και την αλληλεγγύη και όχι στον ανταγωνισμό των μαθητών. Προγράμματα που εξαλείφουν το σκοταδισμό, τη μοιρολατρία, τον εθνικισμό και τα ιδεολογήματα της αστικής τάξης. Απελευθερώνουν από το κυνήγι της ύλης και δίνουν χρόνο στους εκπαιδευτικούς να ασχοληθούν με τα συγκεκριμένα προβλήματα εκμάθησης του κάθε μαθητή, μετατρέποντάς τους από διεκπεραιωτές και διορθωτές σε συνεργάτες και βοηθούς των μαθητών.
Για μια Παιδεία που θα δίνει τις γνώσεις και τις δυνατότητες στους εργάτες του μέλλοντος να γνωρίσουν και να κυβερνήσουν τον κόσμο.
- Δηλώσεις Μπαμπινιώτη στη Μελβούρνη για τον εθνικό διάλογο (πηγή Α.Π.Ε. 29/03/09)
- Εφημερίδα «Τα Νέα» Πέμπτη 16/04/09
- Χρήστος Κάτσικας «Τα παραμύθια της σχολικής μας ζωής» σελ. 51 πίνακας με αποτελέσματα έρευνας: «συμμετοχή στο μάθημα – σχολική επιτυχία και κοινωνική προέλευση».