Σε μια περίοδο βαθειάς κρίσης, με μεγάλες και απότομες αλλαγές για την εργατική τάξη και το κίνημά της, ο Τρότσκι έδωσε κορυφαία δείγματα επαναστατικής στρατηγικής και ταχτικής. Ο Λέανδρος Μπόλαρης θυμίζει την πολύτιμη κληρονομιά
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η οικονομική κρίση απλωνόταν από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη. Η ανεργία έφτανε σε δυσθεώρητα ύψη κι η εργοδοτική επίθεση τσάκιζε συνδικάτα και κατακτήσεις. Ο φασισμός σήκωνε απειλητικά το κεφάλι του. Δεν θα περνούσαν πολλά χρόνια για να φτάσει ο Γενάρης του 1933, η άνοδος των ναζί στην εξουσία στη Γερμανία και το τσάκισμα, αμαχητί, του μεγαλύτερου, καλύτερα οργανωμένου και πιο έμπειρου εργατικού κινήματος στην Ευρώπη και παγκόσμια.
Όμως, η δεκαετία του ’30 δεν σημαδεύτηκε μόνο από αυτές τις μαύρες εικόνες. Οι εργατικοί αγώνες άρχισαν να φουντώνουν στις ΗΠΑ από το ‘33 και μετά, και μαζί τους η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση. Στην Ευρώπη εκτός από τη φρίκη του φασισμού, έζησε η ελπίδα της επανάστασης: στην Ισπανία το 1936-37, στις καταλήψεις των εργοστασίων στη Γαλλία το 1936, στην Ελλάδα το Μάη του ίδιου χρόνου. Ηταν μια δεκαετία δηλαδή με τις πιο έντονες αντιθέσεις, τις πιο ξαφνικές αλλαγές στη πολιτική κατάσταση.
Το 1928 ο Τρότσκι έγραφε για τη περίοδο που ανοίγονταν μπροστά στη Κομμουνιστική Διεθνή:
«Ο επαναστατικός χαρακτήρας της εποχής δεν συνίσταται στο γεγονός ότι επιτρέπει να πραγματοποιήσουμε την επανάσταση, δηλαδή να καταλάβουμε την εξουσία, σε κάθε δοσμένη στιγμή. Μα αποτελείται από βαθιές και απότομες μεταβολές, από συχνές και βίαιες μεταβάσεις, περνώντας από μια άμεσα επαναστατική κατάσταση με άλλα λόγια από μια κατάσταση όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί να επιχειρήσει να αποσπάσει την εξουσία, στη νίκη της φασιστικής ή μισοφασιστικής αντεπανάστασης, κι απ’ την τελευταία, σε ένα προσωρινό μεσοβέζικο καθεστώς…για να ξανακάνει στη συνέχεια τις αντιθέσεις κοφτερές σαν το ξυράφι…»1
Το τι κάνει ο «υποκειμενικός παράγοντας», σε μια τέτοια περίοδο παίζει τον καθοριστικό ρόλο για την έκβασή της. Στη δεκαετία του ’30 η πολιτική γραμμή του Τρότσκι στηριζόταν στην πεποίθηση για το επίκαιρο της επανάστασης, την πίστη ότι η εργατική τάξη μπορεί να τα βάλει με τον καπιταλισμό και να τον ανατρέψει. Το κόκκινο νήμα που συνδέει τις αναλύσεις και τη πολιτική του Τρότσκι από τα χρόνια της δεκαετίας του ’30 μέχρι το τέλος της –όταν τον Αύγουστο του 1940 δολοφονήθηκε από πράκτορες της μυστικής αστυνομίας του Στάλιν- είναι ότι η πάλη ενάντια στον φασισμό μπορεί να είναι νικηφόρα και να φτάσει στην σοσιαλιστική επανάσταση. Για την ακρίβεια, μόνο παλεύοντας για την επαναστατική ανατροπή του συστήματος συνολικά, θα μπορούσε η εργατική τάξη να μην φορτωθεί στις πλάτες της, με τον φασισμό και τον πόλεμο, το κόστος της μεγαλύτερης κρίσης που είχε γνωρίσει ο καπιταλισμός μέχρι τότε.
Οι απόψεις που επικράτησαν στην αριστερά, όμως, εκείνη τη θυελλώδη δεκαετία δεν ήταν του Τρότσκι. Ηταν του σταλινισμού. Τα κομμουνιστικά κόμματα της σταλινικής πια Κομμουνιστικής Διεθνούς έγιναν η κυρίαρχη δύναμη στην αριστερά, ξεπερνώντας σε πολλές περιπτώσεις και τη σοσιαλδημοκρατία σε μέγεθος κι επιρροή. Παντού έφεραν χαμένες ευκαιρίες και μεγάλες ήττες. Τα γεγονότα επιβεβαίωσαν με το παραπάνω τις απόψεις του Τρότσκι. Εχει σημασία να σταθούμε σε αυτή την επιβεβαίωση, γιατί δεκαετίες κυριαρχίας του ρεφορμισμού στο κίνημα την είχαν θάψει.
Γερμανία - Γιατί χρειάζεται το ενιαίο μέτωπο
Όταν ξεκίνησε η μετεωρική άνοδος των ναζί στη Γερμανία, ο Τρότσκι είχε απελαθεί από τη Ρωσία και βρισκόταν ουσιαστικά απομονωμένος σε ένα μικρό νησί στο Βόσπορο, τη Πρίγκηπο. Παρ’ όλα αυτά, τα άρθρα του για τη κατάσταση στη Γερμανία και τα καθήκοντα που έβαζε, είναι σαν να έχουν γραφτεί από κάποιον παρόντα καθημερινά στις εξελίξεις.
Καταρχήν, ο Τρότσκι έκρουσε το κώδωνα του κινδύνου για την απειλή που αποτελούν οι ναζί ήδη από τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930, όταν το ποσοστό τους εκτινάχθηκε από το 2,6% στο 18,3%. Ο Τρότσκι εξηγούσε ότι η άνοδος των ναζί ήταν σύμπτωμα της αντεπαναστατικής απελπισίας στην οποία έσπρωχνε εκατομμύρια μικροαστούς η κρίση του καπιταλισμού. Η διαφορά του ναζισμού, αν ανέβαινε στην εξουσία, από άλλες αντιδραστικές δικτατορίες ήταν ότι αποτελούσε ένα μαζικό αντεπαναστατικό κίνημα που θα «περάσει σαν τανκ πάνω από τα κεφάλια» της εργατικής τάξης, θα ισοπεδώσει κυριολεκτικά τις οργανώσεις της και θα την εξατομικοποιήσει.
Όμως, αυτό το αντεπαναστατικό κίνημα δεν ήταν ασταμάτητο: «Στη ζυγαριά των εκλογικών στατιστικών χίλιοι φασιστικοί ψήφοι έχουν το ίδιο βάρος με χίλιους κομμουνιστικούς. Όμως στη ζυγαριά της επαναστατικής πάλης, χίλιοι εργάτες σε ένα μεγάλο εργοστάσιο αντιπροσωπεύουν μια δύναμη εκατό φορές μεγαλύτερη από χίλιους μικρο-αξιωματούχους, υπάλληλους, τις συζύγους και τις πεθερές τους. Ο μεγάλος όγκος των φασιστών αποτελείται από ανθρώπινη σκόνη…Επί του παρόντος η δύναμη των εθνικοσοσιαλιστών δεν βρίσκεται τόσο στο δικό τους στρατό όσο στο σχίσμα στον στρατό του θανάσιμου εχθρού τους». 2
Πράγματι το εμπόδιο ήταν η πολιτική των δυο κομμάτων που με το μέγεθος, την οργάνωση και το κύρος τους κυριαρχούσαν στο εργατικό κίνημα, του σοσιαλδημοκρατικού SPD και του κομμουνιστικού KPD. To πρώτο κήρυττε την «αυτοσυγκράτηση» και καλλιεργούσε την επανάπαυση υποστηρίζοντας ότι η σωστή λειτουργία των θεσμών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αρκεί να αντιμετωπίσει κάθε «εκτροπή». Το KPD αρχικά υποτίμησε πλήρως την άνοδο των ναζί. Υποστήριζε ότι για να ηττηθεί ο φασισμός έπρεπε πρώτα να ηττηθεί ο «σοσιαλφασισμός» - ο κύριος εχθρός όπως τον είχε ονομάσει.
Ο Τρότσκι εξηγούσε γιατί αυτή η λογική ήταν λάθος. Όντως, η ιστορική ευθύνη για το φούντωμα του φασισμού βρισκόταν στην ηγεσία της Σοσιαλδημοκρατίας: «Οι μικροαστοί ακολουθούν τον εργάτη όταν βλέπουν σε αυτόν το νέο κυρίαρχο. Η Σοσιαλδημοκρατία διδάσκει τον εργάτη να είναι λακές… Η πολιτική του ρεφορμισμού στερεί από το προλεταριάτο τη δυνατότητα να οδηγήσει τις πληβειακές μάζες των μικροαστών και κατ’ αυτό τον τρόπο μετατρέπει τις δεύτερες σε πρώτη ύλη για τους φασίστες».
Όμως, υποστήριζε ο Τρότσκι η λογική της ηγεσίας του KPD ήταν με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω: δεν ήταν η νίκη του ΚΚ πάνω στη Σοσιαλδημοκρατία που θα προηγούνταν της νίκης επί του φασισμού, αλλά αντίθετα, στη πάλη ενάντια στο φασισμό οι κομμουνιστές θα αύξαναν την επιρροή τους απέναντι στη Σοσιαλδημοκρατία.
Ο Τρότσκι δεν πρότεινε την «ενότητα της αριστεράς», ένα κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα με τις ρεφορμιστικές ηγεσίες. Πρότεινε την τακτική του ενιαίου μετώπου όπως την είχε επεξεργαστεί η Διεθνής στα πρώτα επαναστατικά της χρόνια: «Καμιά κοινή πλατφόρμα με τη Σοσιαλδημοκρατία, ή με την ηγεσία των συνδικάτων, όχι κοινές εκδόσεις, πλακάτ και λάβαρα! Βαδίστε χωριστά, χτυπήστε μαζί! Συμφωνήστε μόνο πώς να χτυπήσετε, ποιον και πότε. Μια τέτοια συμφωνία μπορεί να γίνει ακόμα και με το διάολο, τη γιαγιά του ακόμα και με τον Νόσκε και τον Ζερζίνσκι [τον σοσιαλδημοκράτη αρχηγό της αστυνομίας του Βερολίνου]».
Θύμιζε την εμπειρία των μπολσεβίκων τον Αύγουστο του 1917. Τότε, οι μπολσεβίκοι είχαν συνεργαστεί με τους ρεφορμιστές στα σοβιέτ –που στήριζαν την κυβέρνηση του Κερένσκι- για να αποκρούσουν το πραξικόπημα του στρατηγού Κορνίλοφ. Εκείνο το «ενιαίο μέτωπο» άνοιξε το δρόμο για την κατάκτηση της πλειοψηφίας στα σοβιέτ από τους μπολσεβίκους και την Επανάσταση του Οκτώβρη. Την ίδια προοπτική πρότεινε ο Τρότσκι για τη Γερμανία της δεκαετίας του 1930. Αντί γι’ αυτό το δρόμο, όμως, η αριστερά άφησε το Χίτλερ να πάρει την εξουσία τον Γενάρη του 1933 –και το ισχυρότερο εργατικό κίνημα συντρίφτηκε αμαχητί σε λίγους μήνες.
Ο αντίχτυπος της γερμανικής ήττας προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση και σύγχυση σε όλον τον κόσμο. Όμως, ήταν κι ένα σοκ που κέντρισε το κίνημα. Το Φλεβάρη του 1934 οι εργάτες της Βιέννης απάντησαν με το όπλο στο χέρι στην άνοδο στην κυβέρνηση του ακροδεξιού κόμματος του Ντόλφους. Σ’ εκείνη τη μάχη σοσιαλδημοκράτες εργάτες (μέλη του Schutzbund, της πολιτοφυλακής του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος) είχαν την ηγεσία και τα μέλη του ΚΚ πολέμησαν στο πλευρό τους. Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα, όμως το μήνυμά της έφτασε παντού. Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν οι εργάτες στις Αστούριας της Ισπανίας, σοσιαλιστές, αναρχικοί και κομμουνιστές. «Κάλλιο Βιέννη παρά Βερολίνο» ήταν ένα από τα συνθήματά τους.
1936 - από το ενιαίο μέτωπο στην επανάσταση
Το 1936 ήταν η χρονιά των εξεγέρσεων, των μεγάλων απεργιακών κυμάτων και των επαναστάσεων. Στη Γαλλία και ιδιαίτερα στην Ισπανία, αυτή η διαδικασία έφτασε στο κορύφωμά της.
Τα κομμουνιστικά κόμματα ακολουθούσαν τη νέα «γραμμή» της Κομιντέρν, τη συγκρότηση των Λαϊκών Μετώπων. Εκεί που πριν αποκήρυτταν κάθε ιδέα για συνεργασία με τους «σοσιαλφασίστες» τώρα υποστήριζαν ότι η απάντηση στο φασισμό και τον πόλεμο ήταν το άπλωμα της συνεργασίας και με ολόκληρα κομμάτια της αστικής τάξης, ακόμα και με τα «φιλειρηνικά» κράτη της Δύσης. Η στροφή αυτή ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου το καλοκαίρι του ’35 συγκροτήθηκε ένα «Λαϊκό Μέτωπο» ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, το ΚΚ και το Κόμμα των Ριζοσπαστών, το «δημοκρατικό» κόμμα της κυρίαρχης τάξης.
Ο Τρότσκι εξηγούσε υπομονετικά ότι η συνεργασία με τα αστικά «δημοκρατικά» κόμματα δεν προσθέτει δυνάμεις στη πάλη ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο, αλλά αντίθετα τη παραλύει. Εγραφε για παράδειγμα για τη Γαλλία: «Το ‘Λαϊκό Μέτωπο’ συνιστά ένα συνασπισμό του προλεταριάτου με την ιμπεριαλιστική αστική τάξη στη μορφή του Ριζοσπαστικού Κόμματος κι άλλων μικρότερων του ίδιου είδους. Ο συνασπισμός απλώνεται τόσο στη σφαίρα του κοινοβουλίου όσο και στην εξωκοινοβουλευτική. Και στις δυο σφαίρες το Ριζοσπαστικό Κόμμα διατηρεί πλήρη αυτονομία δράσης επιβάλλοντας άγριους περιορισμούς στην ελευθερία δράσης του προλεταριάτου».
Τον Απρίλη του 1936 το «Λαϊκό Μέτωπο» κέρδισε τις εκλογές. Πριν καν προλάβει να αναλάβει η κυβέρνησή του, ένα κύμα απεργιών και καταλήψεων των εργοστασίων ξεκίνησε από το Παρίσι και κάλυψε όλη τη Γαλλία. Ο Τρότσκι έγραφε ότι η «γαλλική επανάσταση έχει αρχίσει». Κι είχε δίκιο: η αστική τάξη ήταν τρομοκρατημένη και με μια σοβαρή επαναστατική ηγεσία τα κατειλημμένα εργοστάσια μπορούσαν να γίνουν τα φυτώρια των εργατικών συμβουλίων που θα διεκδικούσαν την εξουσία. Εκείνη τη κρίσιμη στιγμή, το γαλλικό ΚΚ έριξε όλο του το οργανωτικό βάρος και το κύρος του στο να πείσει τους εργάτες να δεχτούν το συμβιβασμό: να κλείσουν τις απεργίες και τις καταλήψεις αποδεχόμενοι τις παραχωρήσεις (όπως τις πληρωμένες άδειες) που έκαναν οι πανικόβλητοι καπιταλιστές. «Πρέπει να γνωρίζουμε πώς να κλείνουμε μια απεργία» ήταν η φράση του Μορίς Τορέζ.
Λίγες βδομάδες μετά ο Τρότσκι επανερχόταν στην «υπεραισιόδοξη» πρόβλεψη του Ιούνη 1936 ότι «η γαλλική επανάσταση έχει αρχίσει». Εγραφε: «Μοιάζει ότι τα γεγονότα διέψευσαν αυτή τη διάγνωση. Όμως, στη πραγματικότητα το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο… Η πρόσφατη ιστορία προσφέρει μια σειρά τραγικές επιβεβαιώσεις του γεγονότος ότι από κάθε επαναστατική κατάσταση δεν προκύπτει αναγκαστικά μια επανάσταση, αλλά ότι μια επαναστατική κατάσταση μπορεί να μετατραπεί σε αντεπαναστατική αν ο υποκειμενικός παράγοντας, δηλαδή η επαναστατική επίθεση της επαναστατικής τάξης, δεν έρχεται στην ώρα της να βοηθήσει τον αντικειμενικό παράγοντα».3
Στην Ισπανία η πάλη ενάντια στο φασισμό έφτασε σε μια εργατική επανάσταση. Ηταν η επιβεβαίωση των αναλύσεων και των ιδεών του Τρότσκι για τις επαναστατικές δυνατότητες που ανοίγονταν τη δεκαετία του ‘30.
Το «Λαϊκό Μέτωπο» της Ισπανίας κέρδισε –οριακά- τις εκλογές του Φλεβάρη 1936 σε μια κατάσταση όπου η ταξική πόλωση κι οι αγώνες των εργατών έφτασαν στην υψηλότερη έντασή τους. Η κυρίαρχη τάξη της Ισπανίας δεν φοβόταν το απίστευτα μετριοπαθές πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου: ήταν τρομοκρατημένη, όμως, από τη μαχητικότητα των εργατών και των αγροτών. Τον Ιούλη του 1936 οι στρατηγοί με επικεφαλής τον Φράνκο οργάνωσαν ένα πραξικόπημα για να ανατρέψουν την κυβέρνηση και να συντρίψουν το μαζικό κίνημα. Η κυβέρνηση του «Λαϊκού Μετώπου» -αποτελούμενη από αστούς «δημοκράτες»- παρέλυσε. Αρνήθηκε να εξοπλίσει τους εργάτες που έβγαιναν στους δρόμους.
Σε μια σειρά πόλεις και περιοχές, οι εργατικές οργανώσεις ανέλαβαν την απόκρουση των πραξικοπηματιών. Οργάνωσαν πολιτοφυλακές, κατέλαβαν τα εργοστάσια, έφτιαξαν επιτροπές για να συντονιστούν. Στη Καταλονία και τη πρωτεύουσά της τη Βαρκελώνη η εργατική τάξη κυριαρχούσε. Ο Τζορτζ Οργουελ στο βιβλίο του «Φόρος Τιμής στη Καταλονία» έχει αφήσει μια αξεπέραστη μαρτυρία για μια «μεγάλη πόλη όπου τα ηνία τα κρατάει η εργατική τάξη».
Ο Τρότσκι έγραφε στις 30 Ιούλη 1936: «Όπως όλοι γνωρίζουν, ένας εμφύλιος πόλεμος διεξάγεται όχι μόνο με στρατιωτικά αλλά και με πολιτικά όπλα. Από στρατιωτικής άποψης, η ισπανική επανάσταση είναι πολύ πιο αδύναμη από τον εχθρό της. Η δύναμή της έγκειται στη δυνατότητα να κινητοποιήσει τις μεγάλες μάζες. Μπορεί ακόμα και να αποσπάσει το στρατό από τους αντιδραστικούς αξιωματικούς του. Για να το καταφέρει, το μόνο που χρειάζεται είναι να προωθήσει θαρραλέα και στα σοβαρά το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Είναι αναγκαίο να διακηρυχτεί ότι από δω και πέρα, η γη, τα εργοστάσια, περνάνε από τα χέρια των καπιταλιστών στα χέρια του λαού. Είναι αναγκαίο να προχωρήσουμε στην υλοποίηση αυτού του προγράμματος στις περιοχές που κυριαρχούν οι εργάτες.
…Όμως, οι αστοί υπουργοί δεν μπορούν να δεχτούν ένα τέτοιο πρόγραμμα. Περιορίζοντας την κοινωνική επανάσταση, αναγκάζουν τους εργάτες και τους αγρότες να χύσουν δέκα φορές περισσότερο από το αίμα τους στον εμφύλιο πόλεμο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι κύριοι αυτοί ελπίζουν ότι μετά τη νίκη θα αφοπλίσουν τους εργάτες και θα τους κάνουν να σεβαστούν τους νόμους της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτή είναι η πραγματική ουσία της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου. Όλα τα άλλα είναι φλυαρίες, κενές φράσεις και ψέματα!».
Στις 17 Δεκέμβρη 1937, σε ένα κείμενο με τίτλο «Τα μαθήματα της Ισπανίας – Η τελευταία προειδοποίηση» ο Τρότσκι υπογράμμιζε: «Ο εμφύλιος πόλεμος, στον οποίο δεν αρκεί μόνο η γυμνή δύναμη, απαιτεί από τους μετέχοντες σε αυτόν τη μεγαλύτερη αυταπάρνηση. Οι εργάτες κι οι αγρότες μπορούν να εξασφαλίσουν τη νίκη μόνο αν πειστούν ότι παλεύουν για τη δική τους απελευθέρωση. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η υποταγή του προλεταριάτου στην ηγεσία της αστικής τάξης σημαίνει προκαταβολικά ήττα στον εμφύλιο πόλεμο».
Αυτά τα λόγια του Τρότσκι ήταν προφητικά. Οι ηγεσίες των κομμάτων της αριστεράς -και των αναρχικών που είχαν τεράστια επιρροή στην εργατική τάξη- δέχτηκαν όλους τους συμβιβασμούς που επέβαλε η στρατηγική της ταξικής συνεργασίας του «Λαϊκού Μετώπου». Στήριζαν τις ελπίδες τους για νίκη, στη βοήθεια που ζητούσαν από τις Δημοκρατίες της Δύσης. Αυτή ήταν κι η «συμβουλή» του Στάλιν. Το Μάη του ’37 έπνιξαν στο αίμα τους εργάτες της Βαρκελώνης. Όμως, όσες έμπρακτες διαβεβαιώσεις κι αν έδιναν στο διεθνή καπιταλισμό, τόσο απομακρυνόταν η νίκη στα μέτωπα του πολέμου.
Ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι το Μάρτη του 1939 όταν τα στρατεύματα του Φράνκο μπήκαν τελικά στη Μαδρίτη (η Βαρκελώνη είχε ήδη πέσει τον Γενάρη). Ο Τρότσκι αναγκάστηκε να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα, δυστυχώς όμως από ακόμα μια ήττα από τις πολλές που σημάδεψαν εκείνη τη δεκαετία:
«Δεν υπήρξε έλλειψη ηρωισμού από τη πλευρά των μαζών, ή θάρρους από τους ξεχωριστούς επαναστάτες. Όμως, οι μάζες αφέθηκαν μόνες τους ενώ οι επαναστάτες παρέμειναν διασπασμένοι, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς σχέδιο δράσης. Οι ‘δημοκράτες’ διοικητές του στρατού νοιάζονταν περισσότερο να συντρίψουν την κοινωνική επανάσταση παρά να σημειώσουν νίκες στα πεδία των μαχών. Οι στρατιώτες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στους διοικητές, οι μάζες στην κυβέρνηση, οι αγρότες έκαναν στο πλάι, οι εργάτες εξαντλήθηκαν, η μια ήττα ακολουθούσε την άλλη, κι η απογοήτευση γιγαντωνόταν. Δεν ήταν δύσκολο να τα προβλέψει κανείς αυτά ήδη από την αρχή του εμφυλίου πολέμου. Το Λαϊκό Μέτωπο, θέτοντας στον εαυτό του το στόχο να σώσει το καπιταλιστικό καθεστώς καταδικάστηκε στην στρατιωτική ήττα. Βάζοντας τον μπολσεβικισμό με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω, ο Στάλιν έπαιξε τον ρόλο του νεκροθάφτη της επανάστασης».4
«Οργανωτής των μεγάλων ηττών»
Η τελευταία πρόταση από αυτό το απόσπασμα του Τρότσκι δεν είναι υπερβολή. Το 1928 γράφοντας την κριτική του για το 6ο συνέδριο της Κομιντέρν (απ’ όπου προέρχεται το απόσπασμα στην αρχή αυτού του άρθρου) ο Τρότσκι της είχε δώσει τον υπότιτλο «ο οργανωτής των μεγάλων ηττών». Αυτό το ρόλο έπαιξε σε όλη τη δεκαετία ο Στάλιν και το καθεστώς του, με όλες τις στροφές που είχε η πολιτική του.
Από την αρχή ως κριτήριο για την εξωτερική του πολιτική ο Στάλιν είχε την ανάγκη της διατήρησης του καθεστώτος του κρατικού καπιταλισμού που χτιζότανε εκείνα τα χρόνια στη Ρωσία πάνω στις πλάτες των εργατών και των αγροτών. Ο Τρότσκι από τη δεκαετία του ’20 είχε συγκρουστεί με την άποψη που κυριαρχούσε στη γραφειοκρατία ότι τάχα μπορούσε να χτιστεί «σοσιαλισμός σε μια και μόνο χώρα». Η επικράτηση αυτής της αντίληψης μεταφράστηκε στην πολιτική των ηττών του εργατικού κινήματος σε διεθνές επίπεδο.
Η σεχταριστική πολιτική που οδήγησε το KPD στη Γερμανία πρώτα στην απομόνωση και μετά στην καταστροφή, ήταν η πολιτική της Κομιντέρν. Η πολιτική που διακήρυττε ότι ο καπιταλισμός βρισκόταν στην «Τρίτη» και τελευταία «Περίοδό» του, ήταν το συμπλήρωμα της εσωτερικής πολιτικής του Στάλιν που ντυνότανε το μανδύα της «τελικής επίθεσης στα υπολείμματα του καπιταλισμού». Όταν η άνοδος των ναζί στην εξουσία και το ξεκίνημα του επανεξοπλισμού της Γερμανίας έβαλε επί τάπητος την απειλή ενός νέου πολέμου με πρώτο υποψήφιο θύμα τη Ρωσία, ο Στάλιν πανικοβλημένος έκανε στροφή 180 μοιρών. Τώρα αναζητούσε τη στρατιωτική συμμαχία με τη Βρετανία και τη Γαλλία. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος της στροφής προς τα «λαϊκά μέτωπα» και την πολιτική της ταξικής συνεργασίας των κομμάτων της Κομιντέρν. Το αποτέλεσμα ήταν μια αλυσίδα χαμένων ευκαιριών και αιματοβαμμένων ηττών όπως η ισπανική τραγωδία.
Η πολιτική του Τρότσκι ήταν η σωστή. Γιατί όμως δεν επικράτησε; Ο Τόνι Κλιφ στη βιογραφία του για τον Τρότσκι δίνει την εξήγηση: «Ο Τρότσκι έκανε μια ηρωική προσπάθεια να χτίσει ένα επαναστατικό κόμμα, μια επαναστατική Διεθνή, κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Οι συνεχείς ήττες της εργατικής τάξης που έφερναν οι πολιτικές του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας δεν δυνάμωναν την αυτοπεποίθηση των εργατών και την ανεξαρτησία τους από αυτές τις μαζικές οργανώσεις –το αντίθετο είχαν ως αποτέλεσμα. Η μια ήττα τροφοδοτούσε την επόμενη. Υπήρχε πολύ λίγος χώρος για να μεγαλώσει η σπορά του τροτσκισμού. Σε καμιά χώρα οι τροτσκιστές δεν απέκτησαν την απαιτούμενη κρίσιμη μάζα για το χτίσιμο μιας πραγματικά μαζικής οργάνωσης. Υπήρχε ένα κενό ανάμεσα σε αυτό που απαιτούσε η ιστορική συγκυρία και στο τι μπορούσε να γίνει».5
Χωρίς αυτή την προσπάθεια όμως, οι νέες γενιές των αγωνιστών δεν θα μπορούσαν να αντλήσουν από τη γνήσια μαρξιστική παράδοση για τους αγώνες του σήμερα.
- Λέον Τρότσκι «Η Τρίτη Διεθνής μετά τον Λένιν» εκδόσεις «Αλλαγή» 1979, Τόμος Πρώτος, σελ. 98
- Το απόσπασμα βρίσκεται στη συλλογή κειμένων του Τρότσκι με τίτλο «Η πάλη ενάντια στο φασισμό στη Γερμανία» που κυκλοφορεί από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.
- Tony Cliff “Trotsky” Vol.4 (1928-1940) Bookmarks 1993, σελ 204
- Τα αποσπάσματα από τα κείμενα του Τρότσκι για την Ισπανία προέρχονται από τη συλλογή κειμένων “Leon Trotsky – The Spanish Revolution (1931-1939) Pathfinder 1973 (1986).
- Tony Cliff, ο.π. σελ. 305-306