Η Ιστορία δεν είναι ουδέτερη
Πριν την όποια αναφορά στο βιβλίο, αξίζει πρώτα απ’ όλα να αναφερθεί η συμβολή του συγγραφέα του στο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την Γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, καθώς ο Φλάισερ με το δίτομο του «Στέμμα και Σβάστικα» ανέδειξε την πραγματικότητα του ελληνικού δωσιλογισμού της Κατοχής χωρίς «ναι μεν αλλά..». Η ελληνική κυρίαρχη μετεμφυλιοπολεμική αφήγηση είχε καταφέρει να συγκαλύψει την ιστορική αλήθεια της συνεργασίας σημαντικών κομματιών του αστικού πολιτικού κόσμου με τους Ναζί.
Στο βιβλίο «Οι Πόλεμοι της Μνήμης», ο Φλάισερ καταπιάνεται με το ζήτημα της δημόσιας ιστορίας του Β ’Παγκοσμίου Πολέμου, τον τρόπο δηλαδή που οι λαοί, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες αντιλαμβάνονται την ιστορία τους γύρω από την αφήγηση του «σημαντικότερου γεγονότος του 20ου αιώνα» όπως το χαρακτηρίζει. Η σχέση δηλαδή του παρόντος με το παρελθόν και το πώς συγκροτείται η κάθε συλλογική μνήμη.
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στις προσλήψεις και χρήσεις της ιστορίας από τα κράτη, ώστε αυτή να συμμορφώνεται με τους καθιερωμένους μύθους για τη στάση των λαών κατά τη διάρκεια και κυρίως μετά το πέρας του πολέμου.
Μία διαγραμμένη ιστορική μνήμη είναι η συνεργασία κομματιών του πληθυσμού αλλά και των ελίτ των κατεχόμενων χωρών της Ευρώπης όπως το καθεστώς του Βισύ στην Γαλλία τα χρόνια μετά την κατάληψη της. Σε όλες τις περιπτώσεις λιγότερο ή περισσότερο οι Ναζί δεν ήταν μόνοι τους στην άσκηση της κατοχικής τους εξουσίας, έχοντας την αγαστή πολλές φορές ακόμη και αυθόρμητη συνεργασία «γηγενών». Βασικό τους κίνητρο ήταν η εκκαθάριση εσωτερικών εχθρών (συνήθως κομμουνιστών ή Εβραίων). Βέβαια, τα κίνητρα της συνεργασίας με τους ναζί, δεν ήταν μόνο ιδεολογικά: άρχουσες τάξεις ή τμήματά τους, ιδιαίτερα στην αρχή του πολέμου φιλοδοξούσαν να αποκτήσουν μια θέση στην «Νέα Ευρώπη» των ναζί. Όμως, ο Φλάισερ δεν υπεισέρχεται σε αυτή τη συζήτηση.
Σχεδόν όλες οι ιστορικές αφηγήσεις στις χώρες αυτές τείνουν να αποκρύπτουν την συμπαράταξη αυτή, με τον προφανή φόβο του να μην κλονίσουν την πάγια αντίληψη περί «Αντίστασης όλου του έθνους» που θα επέφερε πλήγμα στην διαμόρφωση των μεταπολεμικών εθνικών-και όχι μόνο- ταυτοτήτων.
Κρίσιμη είναι επίσης η αναφορά του στην Γερμανία και τον τρόπο που αντιμετωπίζει το παρελθόν του ναζισμού. Στη Γερμανία έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια μία αντίληψη της χώρας ως θύμα του πολέμου με συνήθη αναφορά στους βομβαρδισμούς και την καταστροφή γερμανικών πόλεων από τα συμμαχικά στρατεύματα προς το τέλος του πολέμου, που άφησαν πίσω τους εκατόμβες νεκρών. Συγχρόνως τα μέσα επικεντρώνονται στις μαζικές εκτοπίσεις Γερμανών από τις ανατολικές χώρες μετά το πέρας του πολέμου, που τείνει ουσιαστικά, τιθέμενη εκτός ιστορικού πλαισίου, να δώσει συγχωροχάρτι στο ναζισμό και τα εγκλήματά του με έμμεσο τρόπο.
Από την άλλη αποκαλύπτεται μέσα από νέες ιστορικές εκθέσεις το μέγεθος της συμμετοχής της Βέρμαχτ στα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν. Σπάει δηλαδή ένας χρόνιος μύθος της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας, για το ότι τα εγκλήματα έγιναν μόνο από «το Χίτλερ και την κλίκα του».. Στη καλλιέργεια αυτού του μύθου συνέβαλε κι η μεταπολεμική ουσιαστική αφομοίωση πολλών ναζί αξιωματούχων στον νέο τότε κρατικό μηχανισμό της Δυτικής Γερμανίας (όπως άλλωστε συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας).
Ο άλλος μεγάλος πρωταγωνιστής του πολέμου, η Σοβιετική Ρωσία διαχειριζόμενη μέχρι σήμερα με ένα σταθερό τρόπο το παρελθόν της καταφέρνει να διατηρεί την εξιδανικευμένη εκδοχή του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου» και της αποφασιστικής της συμβολής στην «νίκη κατά του φασισμού».Είναι μάλιστα αξιοπρόσεκτο το ότι η σημερινή «δημοκρατική» Ρωσία συντηρεί την σοβιετική καθεστωτική αντίληψη για τον «ένδοξο αγώνα των ρώσων πατριωτών»,το Στάλινγκραντ, κάνοντας επιλεκτική χρήση των συμφερόντων γεγονότων της ιστορίας της στη προσπάθεια δημιουργίας του νέου «ρώσικου πατριωτισμού».
Στην τελευταία ιστορική αφήγηση μένουν προφανώς, απ’ έξω βέβαια τα ιστορικά γεγονότα που κανείς δε θέλει να διηγείται: H σφαγή χιλιάδων Πολωνών στρατιωτών στο Κατύν, το μοίρασμα της Πολωνίας με τους Ναζί το 1939, η κατάληψη των βαλτικών χωρών, αποφάσεις του Στάλιν που ακόμα διαμορφώνουν και καθορίζουν τον τρόπο που θυμούνται οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης τον πόλεμο.
Τα νέα καθεστώτα αυτών των χωρών φτάνουν στο σημείο να ταυτίσουν την ναζιστική κατοχή με την κομμουνιστική περίοδο διακυβέρνησης, καταλήγοντας κάποιες φορές μετά τον Ψυχρό πόλεμο να αποκαταστούν συνεργάτες των Ες Ες κηρύσσοντας παράλληλα παράνομη την χρήση σοβιετικών συμβόλων.
Αυτή η αντίληψη έρχεται να συνδεθεί με τις αντιλήψεις των συγχρόνων αναθεωρητών ιστορικών (όπως των Γάλλων συγγραφέων της «Μαύρης Βίβλου του κομμουνισμού») που ουσιαστικά συσχετίζοντας ναζισμό και «κομμουνισμό» τα ταυτίζουν σαν φριχτούς και βίαιους ολοκληρωτισμούς. Αυτή η αντίληψη αφαιρεί από την οπτική τους το ανέφικτο της ταύτισης ενός καθεστώτος συστηματικής γενοκτονίας όπως ο ναζισμός, με κάθε πτυχή του κομμουνισμού είτε θετική (αντάρτικα κινήματα ενάντια στο φασισμό) είτε των κρατικών καπιταλισμών της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι αντίστοιχοι «αναθεωρητές» ιστορικοί στην Ελλάδα έχουν ήδη επιδοθεί στην εξέταση του πόσους σκότωσαν οι Ελασίτες, σε σχέση ακόμα και με τους Ναζί. H «νέα» ελληνική ιστοριογραφία έχει βαλθεί να αποκαταστήσει τα Τάγματα Ασφαλείας. Τα παρουσιάζει σαν θύματα της κόκκινης τρομοκρατίας του ΕΑΜ και κάποιοι μάλιστα μιλάνε για την αναγκαιότητά τους στην κατοχική διατήρηση του κράτους και συνέχιση της ύπαρξης του προπολεμικού κράτους.
Ο Φλάισερ παίρνει σαφή θέση απέναντι στο ζήτημα του αρνητισμού της ιστορίας, της αυθαιρεσίας δηλαδή κάποιων ψευτοιστορικών όπως ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ, που αρνούνται την αντικειμενική ιστορική ύπαρξη του εβραϊκού Ολοκαυτώματος. Αυτό που προσπαθούν ουσιαστικά είναι να φέρουν στα μέτρα των ιδεολογημάτων τους(συνήθως απροκάλυπτα φιλοφασιστικά) την ίδια την ιστορική πραγματικότητα.
Όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας «τα άνθη του κακού με καρπούς που απειλούν να δηλητηριάσουν κυρίως την νεολαία, δεν πρέπει να τεθούν υπό την προστασία των “οικολόγων”, ως τάχα απειλούμενο είδος»,συμφωνώντας με την ποινική δίωξη των αρνητών, με πρόσφατο παράδειγμα τη δίκη του Πλεύρη .Παρόλα αυτά ο ιστορικός δεν επιχειρεί να εισάγει το ζήτημα του ζήτημα του σιωνισμού, όσον αφορά το αν υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ της ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ και του ιστορικού γεγονότος του Ολοκαυτώματος.
Το βιβλίο εν τέλει μας σπρώχνει στο να ερευνήσουμε την ιστορική αλήθεια πέρα από τις καθημερινές μυθοποιημένες προσλήψεις που τις περισσότερες φορές, διαμορφώνουν την εθνική και κοινωνική συνοχή ενός κράτους. Επιπλέον να αναδείξουμε τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα ξεπερνώντας παγιωμένους και εύκολα πλασμένους εθνικούς ή παραταξιακούς μύθους. Ειδικά στην Ελλάδα που πλέον η Αριστερά θα κληθεί να συγκρουστεί με τα επιχειρήματα των μεταμοντέρνων του αναθεωρητισμού, των αρνητών αλλά ακόμα και με τον σταλινική ιστορική αφήγηση που διατηρείται στο εσωτερικό της.
37€, 676 σελίδες
Eκδόσεις Νεφέλη