Εξώφυλλο του τευχους 74
Απολαυστικές ομολογίες
Ο Πολ Κρούγκμαν, που πήρε το Νόμπελ Οικονομίας το 2008, είναι γνωστός εδώ και χρόνια ως οικονομολόγος, με ειδικότητα στο διεθνές εμπόριο, και ως αρθρογράφος των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Πριν από λίγο καιρό, ήρθε στην Ελλάδα και το όνομά του ακούστηκε ακόμη και στις σατιρικές εκπομπές της τηλεόρασης. Αφορμή ήταν ένας υφυπουργός του Καραμανλή, κάποιος Μπούρας, ο οποίος αναφέρθηκε στον νομπελίστα οικονομολόγο ως “κυρία Κρούγκμαν”.
Οι υπουργοί του Καραμανλή θα πάθαιναν μεγαλύτερο σοκ αν αφού ανακαλύψουν το φύλο του Κρούγκμαν, διάβαζαν και το βιβλίο του. Θα ανακάλυπταν για παράδειγμα μια πλούσια επιχειρηματολογία για το ότι η αγορά δεν δουλεύει. Θα μάθαιναν ότι η ιδιωτική ασφάλιση είναι ο πιο σπάταλος και αναποτελεσματικός τρόπος για να παρέχεται περίθαλψη στους ανθρώπους. Θα σοκάρονταν σίγουρα διαβάζοντας ότι το συμφέρον των επιχειρηματιών είναι συνήθως αντίθετο με της κοινωνίας, ενώ όσο πιο δυνατά είναι τα συνδικάτα τόσο μεγαλύτερα ωφέλη έχει ακόμη και η εύπορη μεσαία τάξη. Οπως και ότι τα μεγάλα “μυαλά” του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι παρά τσαρλατάνοι που έγραψαν κατά πολιτική παραγγελία. Και σίγουρα θα παρατούσαν το βιβλίο στις συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις: φορολογήστε τους πλούσιους, δημόσια δωρεάν υγεία για όλους, στήριξη των συνδικάτων απέναντι στις επιχειρήσεις.
Είναι απολαυστικό να διαβάζει κανείς αυτήν την τοποθέτηση, ακριβώς επειδή προέρχεται από τον Κρούγκμαν. Παρότι πάντα προοδευτικός στα κοινωνικά ζητήματα, δεν υπήρξε παρά ένας οικονομολόγος της στενής σφαίρας του αμερικάνικου κατεστημένου. Του είχε γίνει συζήτηση, για παράδειγμα, να γίνει υπουργός του Κλίντον. Από αυτή τη σκοπιά, το βιβλίο φανερώνει μια μεγάλη στροφή. Του Κρούγκμαν; Σίγουρα. Του αμερικάνικου κατεστημένου; Ισως, σε ένα βαθμό.
Ο Κρούγκμαν δίνει στο βασικό του ερώτημα μια αυτοβιογραφική χροιά. Θυμάται τον εαυτό του στις δεκαετίες του '50 και του '60 να ζει σε έναν χαμένο παράδεισο. Οι ανισότητες μειώνονταν, το κοινωνικό κράτος παρείχε ασφάλεια σε όλους, μπροστά ανοιγόταν μόνο η πρόοδος για όλους. Σήμερα οι ΗΠΑ είναι γεμάτες ανασφάλεια, για το αν θα καταφέρεις να επιβιώσεις, αν θα σου φτάσουν τα λεφτά για να πληρώσεις το νοσοκομείο όταν αρρωστήσεις. Η απάντηση που δίνει στο γιατί έγινε αυτή η αλλαγή είναι αρκετά πρωτότυπη για οικονομολόγο. Μας λέει: ξεχάστε την οικονομία, κοιτάξτε την πολιτική.
Οπως το κοινωνικό κράτος δεν ήρθε αυτόματα, αλλά μέσα από το Νιου Ντηλ και από πολιτικές επιλογές που ταρακούνησαν τις ισορροπίες, έτσι και ο νεοφιλελευθερισμός, σύμφωνα με τον Κρούγκμαν ήρθε χάρη σε μια συγκεκριμένη πολιτική πτέρυγα. Ο τρόπος με τον οποίο η θρησκευτική δεξιά πήρε το πάνω χέρι στην πολιτική σκηνή, από τον Ρήγκαν και μετά, διέλυσε όλες τις μεταπολεμικές κατακτήσεις και έφερε την παράλογη λατρεία της ελεύθερης αγοράς. Συγκεκριμένα θεωρεί πως η ενίσχυση της Δεξιάς (του κινηματικού συντηρητισμού όπως τον αποκαλεί) έδωσε θάρρος στους καπιταλιστές να αναλάβουν δράση κατά των συνδικάτων. Με τη σειρά της η αποδυνάμωση των συνδικάτων επέτρεψε την ανεξέλεγκτη επικράτηση των νεοφιλελεύθερων απόψεων που όταν μετατράπηκαν σε πολιτικές, έπληξαν τους πιο φτωχούς, αλλά κινδυνεύουν να παρασύρουν ολόκληρη την αμερικάνικη κοινωνία στην άβυσσο.
Η εξήγηση που δίνει ο Κρούγκμαν σε αυτό τον παραλογισμό είναι η ελλιπής δημοκρατία και ο ρατσισμός. Οταν ένα μεγάλο κομμάτι των μαύρων δεν μπορούν να ψηφίσουν λόγω της νομοθεσίας και οι μαύροι ανήκουν κατά πλειοψηφία στην εργατική τάξη, αλλοιώνεται εδώ και δεκεαετίες η εκλογική αντιπροσώπευση των εργατών. Αν υπήρχε πραγματική δημοκρατία δεν θα υπήρχε Ρήγκαν και δεν άρα δεν θα υπήρχε ούτε νεοσυντηρητισμός, ούτε νεοφιλελευθερισμός, ούτε αντιτρομοκρατική υστερία, ούτε πόλεμος στο Ιράκ.
Οι περιγραφές και οι συλλογισμοί του Κρούγκμαν είναι ελκυστικοί, αλλά ο βαθύς σεβασμός του στον “δημοκρατικό” καπιταλισμό τον κάνει να απομακρύνεται από την αλήθεια και ορισμένες φορές να φέρνει την πραγματικότητα με το ζόρι στα μέτρα του. Περιγράφει μια υποτιθέμενη αμερικάνικη “εξαίρεση” αποφεύγοντας να εξηγήσει γιατί η στροφή στο νεοφιλελευθερισμό έγινε σχεδόν παγκόσμια στη δεκαετία του '70. Δεν αρκεί η τρέλα και οι πολιτικές στοχεύσεις των αμερικάνων χριστιανών φονταμενταλιστών ως εξήγηση. Ηταν η οικονομική κρίση που ξέσπασε και ανάγκασε τις άρχουσες τάξεις του πλανήτη να αναζητήσουν τρόπο να συντηρήσουν τα ποσοστά των κερδών τους. Η κρίση του '70, όμως, ήταν ασήμαντο και συγκυριακό φαινόμενο κατά τον Κρούγκμαν.
Στις, γεμάτες αισιοδοξία, εκτιμήσεις του για το μέλλον η οικονομία δεν φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο. Γραμμένο ένα χρόνο πριν από την τρανταχτή αποκάλυψη της σημερινής κρίσης, μάλλον έπεσε έξω. Η πρόβλεψή του είναι ότι μια προοδευτική κυβέρνηση θα έρθει αναπόφευκτα στην εξουσία, επειδή ο αμερικάνικος πληθυσμός παύει να είναι κατά πλειοψηφία λευκός και επειδή όλο και περισσότερο χάνουν επιρροή οι φανατικές συντηρητικές ιδέες. Μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορέσει να εφαρμόσει ένα νέο “Νιου Ντηλ” και να φέρει πίσω όλες τις κατακτήσεις. Οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις, όμως, έχουν να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση και όσο “προοδευτικές” και να είναι, δεν έχουν διάθεση να σπαταλήσουν ούτε ένα ευρώ για το “κοινωνικό κράτος”.
Ο “κεϊνσιανισμός” της δεκαετίας του '30 πατούσε στην έκρηξη της βιομηχανίας όπλων και στη δεκαετία του '50 στηρίχθηκε στην ραγδαία ανοικοδόμηση πάνω στα ερείπια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Σήμερα δεν έχουμε μπροστά μας ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, αλλά όξυνση του πολέμου με τους ισχυρούς για το ποιος θα πληρώσει την κρίση. Από το βιβλίο του οικονομολόγου Κρούγκμαν, λείπει κατά παράδοξο τρόπο η οικονομία. Οι συλλογισμοί παραμένουν οξυδερκείς, αλλά με αναποδογυρισμένα τα συμπεράσματα.
22€, 466 σελίδες
Eκδόσεις Πόλις